Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

Η Πόλη της Καρδιάς μας: Χρονικό της Άλωσης | Η Τελευταία Μέρα της Κωνσταντινούπολης

 Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΑΣ: ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΑΛΩΣΗΣ





Ἕνα ἐπικὸν χρονικὸν τῆς ἑσχάτης ἡμέρας τῆς Βασιλευούσης. Μαρτυρίες, ψαλμοί, καὶ ἀφήγησις  ἐκείνου τοῦ πένθους ποὺ ἀκόμη σιγᾷ ἐν τῇ ψυχῇ τοῦ Ἑλληνισμοῦ.



Ὁ Μωάμεθ ὁ Β', ἡγεμὼν τῶν Ὀθωμανῶν,
ἀνελθὼν ἐπὶ θρόνον, ἐπὶ τὴν Πόλιν ὡς λέων ἐξώρμησε.
Ἐκ δυτικῶν πυλών μέχρι τοῦ Κεράτιου,
πυρφόρα ὅπλα καὶ σιδηροτέκτονες μηχαναί περιεζώκασαν τὴν Πόλιν.


Στὶς 6 Ἀπριλίου ὁ Σουλτᾶνος ζητᾶ ἀπὸ τὴν Πόλη νὰ παραδοθεῖ H ἀπάντηση τοῦ Κωνσταντίνου εἶναι ἀρνητική. 





Στὶς 12 Ἀπριλίου ἡ πολιορκία ἀρχίζει. Οἱ 14 πυροβολαρχίες βάλλουν κατὰ τῶν τειχῶν. Οἱ Βυζαντινοὶ συνειδητοποιοῦν ὅτι δὲν μποροῦν νὰ χρησιμοποιήσουν τὰ δικά τους κανόνια γιὰ νὰ ἀμυνθοῦν γιατί οἱ δόνησεις προκαλοῦσαν ρωγμὲς στὰ τείχη. Ὅλη τὴν ἡμέρα τὰ Ὀθωμανικὰ κανόνια χτυποῦν καὶ ὅλη τὴ νύχτα οἱ ἀμυνόμενοι ἐπισκευάζουν τὶς ζημιὲς μὲ ξύλα καὶ δεμάτια ἀπὸ μαλλί. 







18 Ἀπριλίου γίνεται ἡ πρώτη γενικὴ ἐπίθεση. Ὁ ἄτακτος στρατὸς τοῦ σουλτάνου ἐπιχειρεῖ νὰ ἀνέβει στὰ τείχη μὰ οἱ Βυζαντινοί, κάτω ἀπὸ τὶς ἐντολές του Ἰουστινιάνη τὸν ἀποτρέπουν. Ἡ πόλη ἀντέχει. Ὁ ναύαρχος Μπαρτόγλου ἐπιχειρεῖ νὰ σπάσει τὴν ἁλυσίδα στὸν Κεράτιο γιὰ νὰ προσεγγίσει τὰ θαλάσσια τείχη μὰ δὲν τὸ μπορεῖ. Ἡ πόλη ἀντέχει. 









Στὶς 20 Ἀπριλίου ἕνα ἀναπάντεχο γεγονὸς τονώνει τὸ ἠθικὸ τῶν πολιορκημένων: Ἀπὸ μακριὰ διακρίνονται τρεῖς γενοβέζικες γαλέρες φορτωμένες μὲ ὅπλα καὶ προμήθειες καὶ τὸ μεγάλο βυζαντινὸ μεταγωγικό του Φλαντανελᾶ, ποὺ εἶχε σταλεῖ στὴ Σικελία γιὰ νὰ ἀγοράσει σιτάρι. Γιὰ νὰ φτάσουν πρέπει νὰ περάσουν μέσα ἀπὸ τὸν πανίσχυρο ὀθωμανικὸ στόλο του Μπαρτόγλου, ποὺ προσπαθεῖ νὰ τὰ ἀποτρέψει. Ἡ ναυμαχία ποὺ ἀκολουθεῖ εἶναι ἐντυπωσιακή, καθὼς τὰ τέσσερα βυζαντινὰ πλοῖα ἑλίσσονται ἀνάμεσα στὰ ὀθωμανικὰ καὶ τελικὰ κατορθώνουν νὰ περάσουν πίσω ἀπὸ τὴν ἁλυσίδα του Κεράτιου. Ὁ Σουλτᾶνος, ποὺ παρακολουθεῖ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τὴ ναυμαχία, ἐξοργισμένος ὁρμᾶ ἔφιππος στὴν θάλασσα καὶ τιμωρεῖ παραδειγματικὰ τὸ ναύαρχό του. Οἱ πολιορκημένοι ἀρχίζουν νὰ ἐλπίζουν στὴ σωτηρία. 








Οὐχ ἁπλῆ τις πόλις ἦν, ἀλλ’ ἡ νέα Ῥώμη,
ἡ καρδία τοῦ Ῥωμαϊκοῦ κράτους,
ἣν ἐστερέωσε Κωνσταντῖνος, βασιλεὺς μέγας.
Ἔθνη πολλά, ἀνατολὴ τε καὶ δύσις,
πλοῦτος, λόγος, σοφία, καὶ τέχνη ἐκεῖ συνεκενώθησαν.

Τὴν Κυριακὴ 22 Ἀπριλίου Ἡ πόλη ξυπνᾶ καὶ ἀντικρίζει ἕνα συγκλονιστικὸ θέαμα. Ἀπὸ τὸ βουνὸ ποὺ πέφτει στὸν Κεράτιο, κατεβαίνουν Καράβια! Ὁ εὐφυὴς νεαρὸς σουλτᾶνος εἶχε διατάξει τοὺς ἄνδρες του νὰ μεταφέρουν 72 καράβια ἀπὸ τὴ θάλασσα στὴ στεριὰ καὶ νὰ τὰ κυλήσουν πάνω σὲ ξύλινους διαδρόμους, γιὰ νὰ παρακάμψουν τὴν ἁλυσίδα. Οἱ πολιορκημένοι ἔντρομοι παρακολουθοῦν τοὺς Ὀθωμανοὺς ναῦτες νὰ προσποιοῦνται πὼς κωπηλατοῦν, ἐνῷ χιλιάδες ἐργάτες σύρουν τὰ καράβια ἀπὸ τὸ βουνὸ καὶ τὰ ἀφήνουν νὰ πέσουν στὴ θάλασσα, μιὰ ἀνάσα ἀπὸ τὸ Βυζαντινὸ τεῖχος. Στὸ παλάτι των Βλαχερνῶν ὁ Κωνσταντῖνος ἀρχίζει νὰ ὀργανώνει σχέδιο ἐμπρησμοῦ τῶν πλοίων. Τὸ ἐγχείρημα ἀναλαμβάνει ὁ Ἑνετὸς Τζιάκομο Κόκο καὶ οἱ σύντροφοί του. 











 28 Ἀπριλίου : Τὸ σχέδιο τῶν Ἑλλήνων νὰ κάψουν τὰ καράβια ἀποτυγχάνει γιατί οἱ Ὀθωμανοὶ τὸ ἔχουν πληροφορηθεῖ ἀπὸ τοὺς Γενοβέζους τῆς Πόλης. Ἡ Κωνσταντινούπολη δὲν ἔχει μόνο ἐχθρούς. Ἔχει καὶ προδότες. Ὁ Κόκο καὶ οἱ ἄνδρες του πέφτουν στὰ χέρια τῶν Ὀθωμανῶν καὶ θανατώνονται μὲ φρικτὸ τρόπο μπροστὰ στὰ μάτια τῶν πολιορκημένων. Σὲ ἀπάντηση ὁ Κωνσταντῖνος στὴν προσπάθεια τοῦ νὰ κρατήσει ζωντανὸ τὸ φρόνημα τοῦ λαοῦ, θανατώνει δημόσια Ὀθωμανοὺς αἰχμαλώτους. 

1η Μαΐου 1453: Τὸ κλίμα εἶναι βαρύ, κάτω ἀπὸ τὸν ἄκαιρα συννεφιασμένο οὐρανὸ καὶ μὲ τὸ Βόσπορο χαμένο μέσα σὲ μιὰ ἀδικαιολόγητη γιὰ τὴν ἐποχὴ ὁμίχλη. Οἱ ἀνθενωτικοὶ τριγυρνοῦν στὰ σοκάκια τῆς πόλης καὶ ἑρμηνεύουν τὴ μαγιάτικη βροχὴ ὡς κατάρα τοῦ Θεοῦ, φανατίζοντας τὴν ἤδη βεβαρημένη ἀτμόσφαιρα. Ὁ Κωνσταντῖνος μάταια ἀγωνίζεται νὰ πείσει τοὺς ἀνεγκέφαλους Ἕλληνες ὅτι τὸ δεμάτι δὲν σπάει ἂν εἶναι ἑνωμένο, ὅτι τοῦτες εἶναι ὧρες ποὺ ἀπαιτοῦν ἠρεμία καὶ ἑνότητα. 








7 Μαΐου: Οἱ Ὀθωμανοὶ ἐξαπολύουν δεύτερη γενικὴ ἐπίθεση στὴν κοιλάδα τοῦ Λύκου. Ἡ πόλη ἀντέχει. 

12 Μαΐου: Νέα ἐπίθεση στὶς πύλες της Ἀνδριανούπολης καὶ Καλιγαρίας. Ἡ πόλη ἀντέχει. Ὁ Σουλτᾶνος διατάσσει τοὺς Σέρβους μηχανικοὺς νὰ σκάψουν λαγούμια. Ἐὰν δὲν μπορεῖ νὰ πάρει τὴν Πόλη κανονικά, εἶναι ἀποφασισμένος νὰ τὴν πάρει ὑπόγεια. Ὁ Ἰουστινιάνης τὸ ἔχει προβλέψει καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Σκοτσέζου μηχανικοῦ Γιόχαν Γκρὰντ οἱ στρατιῶτες του μέσα ἀπὸ τοὺς ὑπονόμους καῖνε ζωντανούς τους ἐπιτιθέμενους. Ἡ πόλη ἀντέχει. 


Ὁ Μωάμεθ ἀγωνιᾶ. Καλεῖ ἔκτακτο συμβούλιο καὶ ἀκούει τὸ βεζίρη Χαλὶλ Τσανταρλὶ νὰ προτείνει λύση τῆς πολιορκίας. Στὸ παλάτι των Βλαχερνῶν ὁ Κωνσταντῖνος περιμένει τοὺς ἀπεσταλμένους του νὰ ἐπιστρέψουν μὲ τὴν ἐλπιδοφόρα εἴδηση ὅτι ἔρχεται βοήθεια ἀπὸ τὴ Δύση. Περιμένει καὶ ἐλπίζει: Οἱ χριστιανοὶ δὲ θὰ ἄφηναν μιὰ χριστιανικὴ πόλη νὰ πέσει στὰ χέρια τῶν ἀπίστων. Ἢ μήπως θὰ τὴν ἄφηναν; 




Στὶς 23 Μαΐου ὁ Μωάμεθ δίνει στὸν Κωνσταντῖνο τὴν τελευταία εὐκαιρία: Ἐὰν μοῦ παραδώσεις τὴν Πόλη θὰ πᾶς ὅπου θέλεις μὲ τοὺς ἄρχοντες καὶ τὰ ὑπάρχοντά σου, καὶ ὁ λαὸς δὲ θὰ πάθει τίποτε ... 

Ὁ Αὐτοκράτορας, μπροστὰ στὸ δέλεαρ τῆς σωτηρίας, δίνει μιὰ ἀπάντηση ποὺ θὰ ὑποστηρίξει ὡς τὸ τέλος καὶ τῆς ὁποίας οἱ πέντε τελευταῖες λέξεις συνοδεύουν ὡς σήμερα τὸ Στρατὸ τῶν Ἑλλήνων: 






«Τὸ νὰ σοῦ παραδώσω τὴν πόλη δὲν εἶναι στὸ χέρι μου οὔτε στὸ χέρι κανενὸς ἄλλου ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ κατοικοῦν σ’ αὐτή. Γι’ αὐτὸ μὲ κοινὴ ἀπόφαση, καὶ μὲ τὴ θέλησή μας θὰ πεθάνουμε καὶ δὲ θὰ λογαριάσουμε τὴ ζωή μας... οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν» 

Οἱ ἡρωικοὶ ἀπεσταλμένοι ναυτικοὶ περνῶντας μέσα ἀπὸ τὸν Ὀθωμανικὸ στόλο, φτάνουν στὴν Πόλη μὲ ἄσχημα μαντᾶτα: Στὸν ὁρίζοντα δὲν φαίνεται Δυτικὸ πανί. 

Οἱ σύμβουλοι προτρέπουν τὸν Βασιλέα νὰ φύγει. 
Ὁ Ἰουστινιάνης μὲ τὴν ἀγωνία τοῦ φίλου τὸν παρακαλεῖ νὰ μπεῖ σ’ ἕνα δικό του καράβι. 

 Ὁ Κωνσταντῖνος ὅμως δὲν εἶναι ἕνας συνηθισμένος πολιτικὸς ἄνδρας: «Ἐὰν ἔφευγα τί θὰ ἔλεγε γιὰ μένα ἡ οἰκουμένη; Σᾶς ἱκετεύω μὴν μὲ παρακαλᾶτε νὰ φύγω. Ἐπιθυμῶ νὰ πεθάνω ἐδῶ μαζὶ σᾶς» ἀπαντᾶ. Ἀπὸ τὰ παράθυρα τοῦ παλατιοῦ φτάνουν οἱ κραυγὲς τῶν Ὀθωμανῶν. Ὁ Μωάμεθ τοὺς τάζει λεηλασία καὶ γλέντι τριῶν ἡμερῶν ἐὰν τοῦ φέρουν την Βασιλεύουσα κι ἐκεῖνοι ὑποδέχονται τὴν ὑπόσχεση μὲ ζητωκραυγές, χοροὺς καὶ τυμπανοκρουσίες. Ὁ Αὐτοκράτορας δὲν ἀντέχει ἄλλο: ξεσπᾶ σὲ κλάματα γιὰ τὴν πόλη ποὺ χάνεται, προδομένη ἀπὸ φίλους καὶ προπάντων διχασμένη. 

25 Μαΐου: Ὅλοι γνωρίζουν ὅτι σὲ 4 μέρες οἱ Ὀθωμανοὶ θὰ χτυπήσουν. Ἡ πόλη δὲν ἔχει ψωμὶ Τὸ συμβούλιο θέτει καὶ πάλι τὸ ζήτημα ποὺ πληγώνει τὸν Κωνσταντῖνο: Ἐὰν δὲν μποροῦμε νὰ σώσουμε τὴν Πόλη, ἂς σώσουμε τουλάχιστο τὸν Αὐτοκράτορα! Ὁ Παλαιολόγος ἀντιδρᾶ μὲ ὀργὴ καὶ ἐξουθενωμένος ἀπὸ τὴ νηστεία, τὴν κόπωση καὶ τὴν ἀγωνία χάνει τὶς αἰσθήσεις του. Δὲ δέχεται ὅμως νὰ φύγει. 

Καὶ τῇ ἑβδόμῃ καὶ ἑβδομηκοστῇ ἡμέρᾳ τῆς πολιορκίας,
ἐξήλασαν οἱ βάρβαροι,
καὶ τὸ τείχος ἐρράγη.
Οἱ στρατιῶται τῆς Πόλεως ἔπεσον ὡς φύλλα φθινοπωρινά.
Ὁ Βασιλεὺς, Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος,
ἐν μέσῳ τῆς μάχης ἐξαφανίζεται, λέγοντες:
"Οὐκ ἔστι τῷ βασιλεῖ ἐκ τοῦ πεδίου φεύγειν".

28 Μαΐου 1453: Τὸ πρωὶ οἱ καμπάνες καλοῦν τοὺς Ἕλληνες στὶς λιτανεῖες. Στὸ παλάτι των Βλαχερνῶν οἱ ἀξιωματοῦχοι συγκεντρώνονται γιὰ τελευταία φορά. Ὁ Κωνσταντῖνος ἀπευθυνόμενος στοὺς Ἕλληνες τοὺς ὑπενθυμίζει τὸ καθῆκον τῆς φυλῆς.

   Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ εἶναι ἕτοιμος νὰ πεθάνει γιὰ τέσσερις μεγάλες ἀξίες:

 Τὴν πατρίδα, τὴν πίστη, τὸν ἡγεμόνα καὶ τὴν οἰκογένεια. Εἶναι ἡ ὥρα γιὰ τὸν Λαὸ τῆς Κωνσταντινούπολης νὰ πεθάνει γιὰ ὅλα αὐτά. Εὐχαριστεῖ τοὺς Λατίνους γιὰ τὴ συμπαράσταση καὶ ἔπειτα, ὅπως πράττουν μόνο οἱ σπουδαῖοι ζητᾶ συγγνώμη ἀπὸ ὅλους καὶ τοὺς ζητᾶ νὰ πράξουν τὸ ἴδιο. Σὲ τέτοιο αἴτημα ἑνὸς τέτοιου ἄρχοντα ποιός θὰ τολμοῦσε νὰ ἀρνηθεῖ; 
    Μπροστὰ στὸν Κωνσταντῖνο, Ἕλληνες καὶ Λατῖνοι γίνονται μιὰ ἀγκαλιά. Ἐπί τέλους ἡ ὁμόνοια λίγες ὧρες πρὶν τὸ τέλος. Στὴν Ἁγία Σοφιὰ οἱ κληρικοὶ ντυμένοι μὲ τὰ ἐπίσημα ἄμφια τελοῦν τὴν τελευταία Θεία Λειτουργία γιὰ νὰ λάβει ὁ λαὸς τὴν ὕστατη κοινωνία. 
Οἱ ὑπερασπιστὲς τῆς Πόλης μεταλαμβάνουν καὶ τρέχουν ξανὰ στὶς ἐπάλξεις, μαζί τους καὶ ὁ Αὐτοκράτορας. 
Εὐχαριστεῖ τοὺς ἄνδρες του καὶ μὲ τὸ ἄλογο καλπάζει ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρο τῶν τειχῶν ὡς τὸ ἄλλο γιὰ νὰ δώσει κουράγιο στοὺς ἀγωνιστές, ἴσως καὶ γιὰ νὰ ἀποχαιρετήσει το φῶς τοῦ ἥλιου ἀπὸ τὴν Πόλη του... 


Καὶ ὁ ἥλιος δύει. Θὰ εἶναι ἡ τελευταία δύση ποὺ θὰ ἀντικρίσει ἡ χριστιανικὴ Κωνσταντινούπολη. .

ΤΤὰ Μεσάνυχτα τῆς 29ης Μαΐου 1453 οἱ κραυγές των ἐπιτιθέμενων σχίζουν τὸν ἀέρα καὶ ἡ






 Κωνσταντινούπολη καλεῖ μὲ τὶς καμπάνες τὸ λαό της στὰ τείχη. 

Ἡ ἐπίθεση ξεκινᾶ κατὰ κύματα: Πρῶτα στέλνονται οἱ ἄτακτοι. 

Γιὰ δύο ὧρες τὰ τείχη πολιορκοῦνται μὰ ἡ ἄμυνα κάνει καλὴ δουλειά. 
Ἡ Πόλη δὲν γονατίζει. Ἀπὸ θαλάσσης τὰ πράγματα δὲν εἶναι τόσο δύσκολα γιὰ τοὺς Ἕλληνες, ἂν καὶ ὅλοι καταλαβαίνουν ὅτι ὁ στόλος τοῦ ἐχθροῦ θέλει μόνο νὰ ἀπασχολήσει ἄνδρες καὶ ὄχι νὰ τοὺς νικήσει. Ἡ μεγάλη μάχη δίνεται στὴν κοιλάδα τοῦ Λύκου.
 Ὁ Μωάμεθ ρίχνει τὸ ἀσκέρι τοῦ Ἰσχὰκ Πασᾶ, ἀλλὰ ἡ πυκνή τους διάταξη ἐπιτρέπει στοὺς Ἕλληνες νὰ ρίχνουν στὸ ψαχνό. Ἡ Πόλη δὲν γονατίζει. Τὰ κανόνια τραντάζουν τὰ τείχη. 
Λίγο πρὶν τὸ ξημέρωμα ἡ μπομπάρδα γκρεμίζει ἕνα τμῆμα ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ τεῖχος τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ καὶ οἱ πρῶτοι 300 ὀσμανλῆδες ὁρμοῦν μὰ ἀποδεκατίζονται ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο καὶ τοὺς ἄνδρες του. Ἡ Πόλη δὲ γονατίζει. 







Μὲ τὸ πρῶτο φῶς τῆς ἡμέρας ὁ Μωάμεθ στέλνει τοὺς γενίτσαρους, ἀλλὰ οἱ ἀμυνόμενοι, ἄριστα ἐκπαιδευμένοι ἀπὸ τὸν Ἰουστινιάνη, ἄριστα ἐμψυχωμένοι ἀπὸ τὸν Παλαιολόγο δὲν ἐγκαταλείπουν. Ἡ Πόλη δὲν γονάτισε ἀκόμα.
 Ὁ Ἰουστινιάνης ὅμως πληγώνεται τὴν πιὸ κρίσιμη στιγμὴ καὶ οἱ ἄνδρες του τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸ πεδίο τῆς μάχης. 
Ὁ Κωνσταντῖνος σπεύδει στὸ πλευρό του καὶ πάνω στὴν ἀγωνία του τὸν ἱκετεύει νὰ παραμείνει: «Κάνε ὑπομονὴ ἀδερφέ. Σὲ ἔχουμε ἀνάγκη».
 Ἐκεῖνος ὅμως δὲν ἀντέχει ἄλλο. Οἱ ἄνδρες του τὸν βάζουν σ’ ἕνα καράβι μὲ προορισμὸ τὴ Χίο. Πεθαίνει ἐν πλῷ. 

Ὁ Κωνσταντῖνος ἐπιστρέφει στὰ τείχη, καὶ ρίχνεται στὴ μάχη ἀλλὰ τὴν ἀναταραχὴ ποὺ προκάλεσε ἡ ἀπώλεια τοῦ Ἰουστινιάνη ἀντιλαμβάνεται ὁ Μωάμεθ. 
Τὰ κανόνια χτυποῦν καὶ τελικὰ τὸ ἐξωτερικὸ τεῖχος ὑποχωρεῖ. 
Ὅλο τὸ δρᾶμα παίζεται τώρα σὲ δύο σημεῖα: στὴν πύλη τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ ὅπου ὁ Κωνσταντῖνος δίνει τὴν ὕστατη μάχη καὶ στὴν πύλη της Ἀδριανούπολης, πολὺ κοντὰ σὲ μιὰ πόρτα ποὺ χρησίμευε γιὰ τὸν ἀνεφοδιασμὸ τῶν πολεμιστῶν καὶ μολονότι ἀσήμαντη γιὰ τοὺς Βυζαντινούς, ἔμεινε γνωστὴ ὡς ἡ πιὸ μυστηριώδης πόρτα τῆς ἱστορίας: τὴν Κερκόπορτα. 
Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ μὲ σιγουριὰ κάτω ἀπὸ ποιές συνθῆκες κυμάτισε ἡ σημαία του Μωάμεθ πάνω ἀπὸ τὴν κερκόπορτα. 
Ἦταν προδοσία ἢ ἀπροσεξία; Κι ἂν προδοσία, ποιός τὴ χρεώνεται; 
Ἡ ἀλήθεια χάθηκε στὴ δίνη τῆς μάχης ἢ τῶν συμφερόντων καὶ μόνο θρῦλοι κράτησαν τὸ ὄνομά της ζωντανὸ κι ἔμεινε ἡ Κερκόπορτα ὡς «ἕνας κόκκος ἄμμου ποὺ ἔκρινε τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου», ὅπως παρατηρεῖ ὁ Στέφαν Τσβάϊχ. 


Καὶ τῇ ἑβδόμῃ καὶ ἑβδομηκοστῇ ἡμέρᾳ τῆς πολιορκίας,
ἐξήλασαν οἱ βάρβαροι,
καὶ τὸ τείχος ἐρράγη.
Οἱ στρατιῶται τῆς Πόλεως ἔπεσον ὡς φύλλα φθινοπωρινά.
Ὁ Βασιλεὺς, Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος,
ἐν μέσῳ τῆς μάχης ἐξαφανίζεται, λέγοντες:
"Οὐκ ἔστι τῷ βασιλεῖ ἐκ τοῦ πεδίου φεύγειν".








Τὸ πρωὶ τῆς 29ης Μαΐου, ἡ σημαία τῶν Ὀθωμανῶν πάνω στὰ τείχη ἔδωσε πρώτη τὸ μήνυμα :ΕΑΛΩ Ἡ ΠΟΛΗ... 
Ἡ Πόλη τοῦ Κωνσταντίνου γονάτισε μετὰ ἀπὸ 57 μέρες πολιορκίας, μετὰ ἀπὸ 1123 χρόνια πορείας. Τὴν εἶδε ἄραγε γονατισμένη ὁ βασιλιᾶς της ἢ εἶχε χαθεῖ πρὶν συνειδητοποιήσει τὸ τέλος τῆς ἀγαπημένης του; Κανένας δὲν ξέρει. 
Ἡ πληροφορία ὅτι ἡ τελευταία του ἐπιθυμία ἦταν νὰ πεθάνει ἀπὸ χριστιανικὸ χέρι, δὲν εἶναι ἱστορικὰ ἐπιβεβαιωμένη, σίγουρα ὅμως πέθανε στὸ πεδίο τῆς μάχης παλεύοντας γιὰ τὴν Πόλη του ὡς τὴν ὕστατη ἀνάσα. Τὸ σῶμα του ἀναζητήθηκε ἀπὸ τὸ Μωάμεθ μέσα στὶς ἑπόμενες μέρες καὶ ἀναγνωρίστηκε ἀπὸ τὰ χρυσᾶ αὐτοκρατορικὰ σανδάλια.
 Τὸν ἀναγνώρισε ὁ αἰχμάλωτος Νοταρὰς καὶ ὁ Σουλτᾶνος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ταφεῖ μὲ βασιλικὲς τιμές, σὲ ἄγνωστο σημεῖο τῆς πόλης, γιὰ νὰ μὴν γίνει ὁ τάφος του τόπος λατρείας ἀπὸ τοὺς ἐναπομείναντες βυζαντινούς. 






Ὁ Λουκᾶς Νοταρὰς ἐκτελέστηκε, ἀφοῦ εἶδε νὰ θανατώνονται μπροστά του ὁ 14χρονος γιὸς καὶ ὁ γαμπρός του, ὅπως ὁ ἴδιος εἶχε ζητήσει. 
Ὁ γενναῖος Βυζαντινὸς προτιμοῦσε νὰ τοὺς δεῖ νὰ πεθαίνουν, παρὰ νὰ τὸν δοῦν ἐκεῖνοι. Φοβόταν λένε μήπως ὁ γιὸς τοῦ τρομάξει ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα του καὶ ἀλλαξοπιστήσει.

Ἐσχίσθη τὸ καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ,
καὶ ἡ Βασιλεύουσα Πόλις ἐχάθη.
Οὐκέτι ἀκούεται ψαλμωδία ἐν ταῖς ἐκκλησίαις.
Οὐκέτι ἐνδύονται βασιλεῖς τὴν πορφύραν.
Μόνον ἡ μνήμη μένει,
καὶ ἡ φλόγα ἐν ταῖς καρδίαις τῶν Ἑλλήνων






Ὅσο γιὰ τὴν Ἅγια Σοφιά; Ἔγινε φρικτὸς τάφος γιὰ τοὺς ἱκέτες, ποὺ εἶχαν ζητήσει καταφύγιο ἐκεῖ, ὅταν οἱ πρῶτοι Ὀθωμανοὶ μπῆκαν στὴν Πόλη. 
Ὁ ναὸς θὰ καταστρεφόταν στὰ σίγουρα ἀπὸ τὴ μανία τῶν ἀπαίδευτων στρατιωτῶν, ἐὰν δὲν ἔσπευδε ὁ ἴδιος ὁ Μωάμεθ γιὰ νὰ τὸν προστατέψει. 
Κάποιοι λένε πὼς τὸν προστάτεψε ἀπὸ φόβο πρὸς τοὺς Δυτικοὺς (μήπως ἡ καταστροφὴ τοῦ σημαντικοῦ Ναοῦ προκαλοῦσε τὴν ἀντίδραση τῶν χριστιανῶν τῆς Δύσης) καὶ κάποιοι γιὰ νὰ τιμήσει τὴ χριστιανὴ μητριά του, Μαρὼ τὴν ὁποία ὑπεραγαποῦσε. 
Τὸ σίγουρο εἶναι ὅτι ὁ Σουλτᾶνος πάτησε τὸ ἴδιο ἀπόγευμα πάνω στὴν ἁγία τράπεζα καὶ στρέφοντας τὸ πρόσωπο πρὸς τὴ Μέκκα εὐχαρίστησε τὸν Ἀλλάχ, μετατρέποντας τὸ Ναὸ σὲ τζαμί. 
Τὴν Παρασκευὴ 1η Ἰουνίου 1453 ἔγινε ἡ πρώτη ἐπίσημη μουσουλμανικὴ προσευχὴ στὸ Ναό της τοῦ Θεοῦ Σοφίας. 
Οἱ τοιχογραφίες τοῦ ναοῦ καλύφθηκαν ἀπὸ ἀσβέστη καὶ μόνο ἡ Πλατυτέρα δὲν δέχτηκε νὰ καλυφθεῖ μὰ στέκει ἐκεῖ μέχρι σήμερα μὲ ἀκάλυπτο τὸ πρόσωπο κι ὀρθάνοιχτα τὰ μάτια καὶ φυλάει τὴν Πόλη τῆς καρδιᾶς της. 


Ἡ Πόλις ἐάλω, ἀλλ’ ἡ ψὺχὴ τῆς Πόλεως ζῇ. 

Ἐν κάθε λόγῳ, ἐν κάθε προσευχῇ,
ἐν τῷ βλέμματι τῶν γενεῶν.
Ἔσσεται ποτὲ καιρὸς,
καὶ ἡ Ἁγία Σοφία πάλιν Ἕλλησιν ἀνοίξει.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου