Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024

Πύρρος ὁ Ἀετὸς τῶν Μάχων: Ἡ Ἱστορία ἑνὸς Στρατηγοῦ Ἀσυμβίβαστου. (319 – 272 π.Χ.)





Πύρρος ὁ βασιλιᾶς τῆς Ἠπείρου (319 – 272 π.Χ.)
Οἱ χρυσὲς σελίδες τῆς Ἱστορίας τῆς Ἠπείρου, μὲ κέντρο την Ἀμβρακία, γράφτηκαν ἐπὶ βασιλείας τοῦ Βασιλιᾶ Πύρρου (296 π.Χ. 272 π.Χ.). Τότε ποὺ ὁλόκληρη ἡ Ἑλλάδα ἐδοκιμάζετο σκληρὰ ἀπὸ τὶς φιλοδοξίες τῶν ἐπιγόνων τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καὶ τοὺς ἀδελφοκτόνους πολέμους στοὺς ὁποίους τὴν παρέσυραν.
Αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν ἐποχὴ ἔλαμψε τὸ ἄστρο του Πύρρου, ὁ ὁποῖος μὲ ὁρμητήριο τὴν ἄσημη χώρα τῶν Μολοσσῶν κατόρθωσε νὰ ὀργανώσει ὑπὸ τὴν ἡγεσία του τὸ μεγαλύτερο τμῆμα τῆς Ἑλλάδος, τὴν Ἤπειρο, τὴ Μακεδονία, τὴ Θεσσαλία καὶ νὰ γεμίσει μὲ τὸ ὄνομά του τὸν κόσμο. Κι ἂν θελήσουμε νὰ συγκρίνουμε τὴ μορφή του μὲ τὶς ἄλλες μεγάλες ἱστορικὲς μορφές, τῆς τότε ἐποχῆς τοῦ Ἑλληνισμοῦ, θὰ δοῦμε πὼς μόνο μὲ μία μποροῦμε νὰ τὴν παραβάλουμε, μὲ τὴ μορφὴ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου.
Καὶ οἱ ἀρχαῖοι ἄλλωστε, μόνο τὸν Πύρρο καὶ κανέναν ἄλλον, παρομοίαζαν μὲ τὸ Μέγα Ἀλέξανδρο. Ὁ Πύρρος ὑπῆρξε «Ἀλέξανδρος» τοῦ τρίτου αἰῶνα. Οἱ ὁμοιότητες μεταξύ τους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν καὶ πρῶτα ἐξαδέλφια, ἦταν πάμπολλες. Φύσεις μεγαλουργικὲς καὶ οἱ δύο, τολμηρὰ καὶ ἀνήσυχα πνεύματα, προικισμένοι μὲ στρατηγικὴ ἰδιοφυΐα καὶ ἀφάνταστο ἡρωισμό, μεγάλοι στὴν ψυχὴ καὶ στὰ αἰσθήματα, γεννημένοι στρατηλᾶτες καὶ ἀρχηγοὶ λαῶν, ὁπλισμένοι μὲ ἰσχυρὴ θέληση καὶ ἀποφασιστικότητα, ἐπεδίωξαν νὰ πραγματοποιήσουν τὰ πλατύτερα πολιτικὰ σχέδια, ποὺ συνέλαβε ποτὲ ὁ ἑλληνισμός. Ὁ ἕνας ἐξόρμησε μὲ κατεύθυνση πρὸς τὴν ἀνατολή, ὁ ἄλλος μὲ κατεύθυνση πρὸς τὴ Δύση. Τὸ τέρμα τους ὅμως, ἦταν κοινό: ἡ δημιουργία ἑνιαίου μεγάλου ἑλληνικοῦ κράτους, ποὺ νὰ κυριαρχεῖ σὲ ὁλόκληρη τὴ Μεσόγειο.





Καὶ ὁ μὲν Μέγας Ἀλέξανδρος εὐνοήθηκε νὰ πραγματοποιήσει τὸ μεγάλο του σχέδιο καὶ νὰ γίνει ὁ ἱδρυτὴς ἑνὸς τεράστιου κράτους, ποὺ ἄρχιζε ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ ἔφθανε στὴν Ἰνδία. Ὁ Ἠπειρώτης Βασιλιᾶς ὅμως δὲν τὸ κατόρθωσε. Δὲν τὸν συνόδευσε ἡ ἴδια εὔνοια τῆς Μοίρας.Ο «Ἀετὸς» ποὺ ἐξόριστο παιδί, χωρὶς πατέρα καὶ θρόνο, χωρὶς δασκάλους σὰν τὸν Ἀριστοτέλη, μὲ μόνη τὴ δική του ἱκανότητα, μπόρεσε νὰ γίνει ὁ ἰσχυρὸς Βασιλιᾶς τῆς Ἠπείρου, δὲν εὐτύχησε νὰ δεῖ τὰ ὄνειρά του νὰ πραγματοποιοῦνται. Ὁ «δημιουργὸς τῆς ἴδιας τοῦ τύχης», κατὰ τὸν ἐπιτυχημένο χαρακτηρισμό του Παπαρρηγόπουλου, ἔγινε μὲν σύμβολο, μορφή, θρῦλος, δὲν ἔγινε ὅμως ὁ οἰκοδόμος ἑνὸς μεγάλου στερεοῦ πολιτικοῦ οἰκοδομήματος. Ἀπέτυχε. Εὐτύχησε μόνο νὰ πέσει κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο ποὺ μποροῦσε νὰ ἐπιθυμήσει ἕνας ἄξιος πολεμιστὴς πάνω στὴ μέθη τῆς μάχης καὶ μέσα στὴν κλαγγὴ τῶν ὅπλων.Ο θάνατος σὰν ἀπὸ σεβασμὸ πρὸς τὸν ἥρωα ποὺ τόσες φορὲς ἀναμετρήθηκε ἄφοβα μαζί του, ἀπέφυγε νὰ τὸν χτυπήσει κατάστηθα. Προτίμησε νὰ κινήσει ἐναντίον του, ἀντὶ γιὰ τὸ ξίφος ἑνὸς γενναίου ἀντιπάλου, τὸ στοργικὸ χέρι μιᾶς γριᾶς μητέρας Ἀργίτισσας. Λεπτὴ διάκριση, ἀπὸ μέρους του, γιὰ νὰ μὴ δώσει τὸ δικαίωμα σὲ κανέναν πολεμιστὴ νὰ καυχηθεῖ πὼς πάλεψε καὶ νίκησε σὲ ἀγῶνα στῆθος μὲ στῆθος μὲ τὸν «Ἀετὸ» τῆς Ἠπείρου.
Ὁ Πύρρος γεννήθηκε τὸ 319 πρὸς τὸ 318 π.Χ., ἑφτὰ περίπου χρόνια ὕστερα ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου.
Ἡ βασιλικὴ οἰκογένεια τῶν Μολοσσῶν, στὴν ὁποία ἀνῆκε ὁ Πύρρος, ἱστοροῦσε τὴν καταγωγή της ἀπὸ τὸν Ἀχιλλέα, τὸ θρυλικὸ ἥρωα τοῦ Τρωικοῦ Πολέμου. Ὁ γιὸς τοῦ Ἀχιλλέα, ὁ Νεοπτόλεμος, ἐγκαταστάθηκε στὴ χώρα ποὺ κατοικοῦσαν οἱ Μολοσσοὶ γύρω ἀπὸ τὰ Γιάννενα καὶ τὴ Δωδώνη καὶ ἔγινε ὁ ἱδρυτὴς τῆς δυναστείας των «Πυρριδῶν». Τὸν Νεοπτόλεμο ὁ λαὸς τὸν ἔλεγε Πύρρο, γιατί ἦταν κοκκινομάλλης κι ἀπὸ τότε ὅλη ἡ δυναστεία του πῆρε τὸ ὄνομα τῶν Πυρριδῶν.
Στὴ σειρὰ τῆς βασιλικῆς διαδοχῆς ἔρχεται ὁ Πύρρος, εἰκοστὸς τρίτος ἀπὸ τὸν Ἀχιλλέα, τὸν ἀρχηγὸ τοῦ οἴκου τῶν Μολοσσῶν. Πατέρας του ἦταν ὁ βασιλιᾶς τῶν Μολοσσῶν Αἰακίδης καὶ μάνα του ἡ Φθία, θυγατέρα του Μένωνος ἀπὸ τὴ Θεσσαλία. Οἱ ἀδελφοκτόνοι πόλεμοι τῶν διαδόχων τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ἀνάγκασαν τὸν μικρὸ Πύρρο νὰ ζήσει δύο φορὲς στὴν ἐξορία. Μιὰ φορά, ὁ δωδεκάχρονος Πύρρος στὴν αὐλή του Γλαυκία, στὴν Ἰλλυρία, ὁ ὁποῖος ἀργότερα τὸ 307 π.Χ. τὸν ἐγκατέστησε ὡς βασιλιᾶ τῶν Μολοσσῶν καὶ ὅταν τὸν ἀνέτρεψαν οἱ Μολοσσοί, γιὰ δεύτερη φορά, ὁ Πύρρος βρέθηκε τὸ 302 π.Χ. (δεκαεφτὰ χρόνων) ἐξόριστος στὴν Ἀσία, κοντὰ στὸν γαμπρό του τὸ Δημήτριο Πολιορκητὴ καὶ μετὰ στὴν αὐλή του Πτολεμαίου του Λάγου, βασιλιᾶ τῆς Αἰγύπτου, ὡς ὅμηρος.
Κοντὰ στὸ Δημήτριο Πολιορκητή, ὁ Πύρρος πῆρε τὰ πρῶτα μαθήματα τῆς στρατιωτικῆς τέχνης. Ἔμαθε γιὰ τὶς διάφορες πολιορκητικὲς μηχανές, τὴν τέχνη τῆς πολιορκίας, γνώρισε τοὺς ἐλέφαντες, ὡς πολεμικὸ ὅπλο καὶ εἶδε τὴ νέα στρατιωτικὴ τακτικὴ τῶν Μακεδόνων μὲ τὴ διάταξη τῶν φαλάγγων, τὴν τακτικὴ ἐκείνη ποὺ μὲ τόση ἐπιτυχία χρησιμοποίησε ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος γιὰ νὰ συντρίψει τοὺς ἀντιπάλους του. Ἡ εὐκαιρία γιὰ νὰ ἀναφανοῦν οἱ στρατιωτικὲς ἀρετὲς τοῦ νεαροῦ Πύρρου δὲν ἄργησε νὰ παρουσιαστεῖ. Στὴν Ἴψο της Φρυγίας, τὸ 301 π.Χ., τέσσερις ἀπὸ τοὺς διαδόχους τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ὁ Λυσίμαχος, ὁ Σέλευκος, ὁ Κάσσανδρος καὶ ὁ Πτολεμαῖος, ἐπετέθησαν ἑνωμένοι κατὰ τοῦ Ἀντιγόνου, τοῦ πατέρα τοῦ Δημητρίου. Στὴ μάχη αὐτή, ἀποκαλύφθηκε ἡ ἀπαράμιλλη ἀνδρεία καὶ οἱ ἔξοχες στρατιωτικὲς ἀρετές του Πύρρου.
Ἂν καὶ ἡ μάχη στὴν Ἴψο ἔληξε μὲ ἧττα τοῦ Δημητρίου, ὁ Πύρρος, πιστὸς στοὺς φίλους του, δὲν ἐγκατέλειψε τὸν νικημένο γαμπρό του καὶ ὅταν κλείστηκε συμφωνία μεταξὺ τοῦ βασιλιᾶ τῆς Αἰγύπτου Πτολεμαίου καὶ τοῦ Δημητρίου καὶ ἔπρεπε νὰ σταλοῦν στὸν Πτολεμαῖο ὅμηροι, ὡς ἐγγύηση γιὰ τὴν τήρηση τῆς συμφωνίας, ὁ Πύρρος, χωρὶς νὰ διστάσει, δέχτηκε νὰ πάει στὴν Αἴγυπτο, ὤς ὅμηρος. Στὴν Αἴγυπτο ὁ Πύρρος συγκέντρωσε τὴ γενικὴ προσοχὴ καὶ τὸ γενικὸ θαυμασμό, γιὰ τὶς περιπέτειες τῆς ζωῆς του καὶ γιὰ τὴ διάκρισή του στὴ μάχη στὴν Ἴψο. Γρήγορα ἔγινε εὐνοούμενος τοῦ Πτολεμαίου καὶ τῆς Βερενίκης, παντρεύτηκε τὴν Ἀντιγόνη, κόρη της Βερενίκης καὶ ἐπανέκτησε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Πτολεμαίου, τὸ θρόνο τοῦ πατέρα του, τὸ 296 π.Χ.
Μὲ τὴ δεύτερη καὶ ὁριστικὴ βασιλεία του Πύρρου, ἀρχίζει ἡ πραγματικὴ στρατιωτικὴ καὶ πολιτική του σταδιοδρομία, ἀρχίζουν οἱ λαμπρές, οἱ ἐκθαμβωτικὲς σελίδες τῆς ἱστορικῆς του ζωῆς, ἀρχίζει τέλος νὰ παίζει πρωτεύοντα ρόλο ἡ ἀφανής, ἡ ἄδοξη, ὡς τότε, Ἤπειρος. Χώρα φτωχική, μὲ γῆ κατὰ μέγα μέρος ὀρεινὴ καὶ ἄγονη, χὼρὶς κανένα πλοῦτο , μὲ καθυστέρηση στὸ ἐκπολιτιστικὸ ἐπίπεδο, ἡ Ἤπειρος, ἔδινε τὸ δικαίωμα στὸὺς ἄλλους Ἕλληνες νὰ ἀποκαλοῦν κατὰ τὴν 5η καὶ 4η π.Χ. ἑκατονταετία τόὺς Ἠπειρῶτες βαρβάρους, ἂν καὶ μιλοῦσαν τὴν ἴδια γλῶσσα (Δωρικὴ διάλεκτο), ἂν καὶ πίστευαν στὸὺς ἴδιους θεοὺς καὶ εἶχαν τὰ ἴδια ἔθιμα. Πὼς ἦταν λοὶπὸν δυνατὸν ὁ Πύρρος μὲ τὸ νεανικό του ἐνθουσιασμὸ νὰ ἀνεχθεῖ νὰ βλέπει τὴν Ἤπειρο σὲ κατάσταση βαρβαρότητας; Γι αὐτὸ ἀφοσιώθηκε μὲ ὅλη του τὴν ψὺχὴ στὸν ἐκπολιτισμὸ τῆς χώρας του, τῆς Ἠπείρου.
Ἄρχισε νὰ ἐξωραΐζει καὶ νὰ στολίζει μὲ ἀγάλματα τὶς πόλεις καὶ νὰ φροντίζει γιὰ τὴν ἐκτέλεση τεχνικῶν ἔργων. Ἔδωσε ὤθηση στὴ διάδοση τῆς Ἑλληνικῆς παιδείας. Ἔκτισε καινούριες πόλεις, μὲ σύγχρονες οἰκοδομικὲς ἀντιλήψεις, ὅπως τὴ Βερενικίδα καὶ τὴν Ἀντιγόνεια. Διακόσμησε τὴν Ἀμβρακία, ὅταν τὴν ἔκανε πρωτεύουσα τοῦ κράτους του. Ἔχτισε μεγαλοπρεπῆ ἀνάκτορα στὸ δυτικὸ μέρος τῆς πόλεως, τὰ γνωστὰ ὑπὸ τὸ ὄνομα «Πύρρειον», οἰκοδόμησε ναούς, θέατρο, ἀνήγειρε πολλὰ μνημεῖα τέχνης, ἀνδριάντες, ἀγάλματα καὶ γενικὰ δημιούργησε μιὰ πόλη ἐφάμιλλη μὲ τὶς ἄλλες ἑλληνικὲς πρωτεύουσες. Τέτοια ἦταν ἡ οἰκονομικὴ ἄνθηση τῆς Ἀμβρακίας, ὥστε τὰ νομισματοκοπεῖα της ἔκοβαν κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἔτους δύο καὶ τρεῖς σειρὲς νομισμάτων.
Ὁ Πύρρος ἕνωσε τὴν Ἤπειρο κάτω ἀπὸ τὸ σκῆπτρο του καὶ δημιούργησε ἕνα σημαντικὸ βασίλειο ποὺ ἄρχιζε ἀπὸ τὰ Κεραύνια βουνὰ καὶ τὴν Αὐλῶνα καὶ ἔφτανε ὡς τὸν Ἀχελῶο. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ πῆρε καὶ τὸν τίτλο τοῦ βασιλιᾶ τῆς Ἠπείρου. Ὁ Δημήτριος, ὁ βασιλιᾶς τῆς Μακεδονίας, τὸ 289 π.Χ., ἐπετέθη αἰφνιδιαστικὰ ἐναντίον τῶν Αἰτωλῶν συμμάχων του Πύρρου καὶ μὲ σκοπὸ μετὰ νὰ εἰσβάλει στὴν Ἤπειρο καὶ νὰ τὴν ὑποτάξει. Ὁ Πύρρος, ἀντιμετώπισε 10.000 Μακεδόνες μὲ ἐπί κεφαλῆς τον Πάνταυχο, στρατηγὸ τοῦ Δημητρίου, κοντὰ στὸ Ἀμφιλοχικὸ Ἄργος, ὅπου καὶ τὸν συνέτριψε. Μαθαίνοντας τὴ συντριβή του Πάνταυχου, ὁ Δημήτριος μὲ τὸν ὑπόλοιπο στράτευμά του ἐπέστρεψε στὴ Μακεδονία.
Δὲν εἶναι γνωστὸ ποιός ἀποκάλεσε τὸν Πύρρο «Ἀετό». Ὁ Πλούταρχος ἀναφέρει πὼς οἱ Ἠπειρῶτες τὸν ὀνόμασαν ἔτσι κατὰ τὴν ἡρωικὴ μονομαχία του μὲ τὸν Πάνταυχο. «Ἀετὸς» ὀνομάστηκε ὁ Πύρρος καὶ ἦταν πραγματικὰ ἀετός. Ὄχι μόνο γιὰ τὶς ὁμοιότητες ποὺ εἶχε μὲ τὸ βασιλιᾶ τοῦ φτερωτοῦ κόσμου στὴν πάλη καὶ στὸν ἀγῶνα, ἀλλὰ καὶ τὶς ψυχικές του ἀκόμα ὁμοιότητες. Γιατί πολὺ ψηλά, πολὺ πιὸ πάνω ἀπὸ τὰ χαμηλὰ αἰσθήματα τῶν μικρῶν ἀνθρώπων στεκόταν ψυχικὰ ὁ Πύρρος. Τόσο ψηλά, ὅσο ψηλὰ ἀρέσκεται νὰ πετάει καὶ νὰ στέκεται ὁ ἀετός. Καὶ ὅπως ὁ ἀετός, ἔτσι καὶ ὁ Πύρρος εἶχε ἔμφυτη τὴν τόλμη γιὰ τὶς μεγάλες πράξεις, γιὰ τὴν ἀστραπιαία ἐνέργεια.
Μὲ ἀρκετὲς ἐπιχειρήσεις ποὺ ἔκανε ὁ Πύρρος ἐπεξέτεινε τὴν κυριαρχία τοῦ πρὸς τὸ βορρᾶ. Τὸ κράτος του ἄρχιζε ἀπὸ τὴν Ἐπίδαμνο, τὸ σημερινὸ Δυρράχιο, περιελάμβανε τὴν Κέρκυρα, ὁλόκληρη τὴν Ἤπειρο κι ἔφθανε ὡς τὸν Ἀχελῶο. Ἦταν ἕνα στερεό, ὁμοιογενὲς κράτος. Δὲν ἦταν ὅμως, τὸ κράτος ποὺ ὀνειρευόταν, οὔτε τὸ κράτος ποὺ ἀνταποκρινόταν στὶς φιλοδοξίες του. Τὰ σχέδια τοῦ ἦταν πολὺ μεγαλύτερα. Τὰ σχέδιά του ἦταν: νὰ κατακτήσει τὴν Ἰταλία καὶ Σικελία, ἔπειτα διαδοχικὰ τὴν κατάκτηση τῆς Λιβύης καὶ τῆς Καρχηδόνας καὶ τέλος, μὲ βάση τὴν κολοσσιαία αὐτὴ δύναμη, εὔκολη κατάκτηση τῆς Μακεδονίας καὶ τῆς Ἑλλάδας. Νὰ τὸ μεγάλο του σχέδιο!!! Ἡ Ἤπειρος κοσμοκράτειρα καὶ ὁ «Ἀετὸς» κυρίαρχος τῆς Μεσογείου καὶ τῶν μεσογειακῶν λαῶν. Σχέδιο γιγάντιο, μεγαλόπνοο, ἐφάμιλλο μὲ τοὺς σκοποὺς τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, μὲ μόνη τὴ διαφορὰ πὼς στὴν ἐκτέλεση ἀκολουθοῦσε τὴν ἀντίστροφη κατεύθυνση.
Ὁ δρόμος ποὺ ἀκολούθησε ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἦταν πρῶτα ἡ κατάκτηση τῆς Ἑλλάδας κι ἔπειτα ἡ κατάκτηση τῆς Ἀσίας καὶ τῆς Ἀφρικῆς. Ὁ Πύρρος ἀκολούθησε ἀντίθετο δρόμο καὶ ἀντὶ νὰ στραφεῖ πρὸς ἀνατολάς, στράφηκε πρὸς δυσμάς. Τὸ τέρμα ὅμως καὶ τῶν δύο αὐτῶν δρόμων ἦταν τὸ ἴδιο: ἡ δημιουργία ἑνὸς τεράστιου καὶ ἑνιαίου κράτους, ἡ κοσμοκρατορία.
Μὲ τὶς μεγάλες αὐτὲς ἐλπίδες ξεκίνησε ὁ Πύρρος τὸ 280 π.Χ. (σὲ ἡλικία 37 ἐτῶν) γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς Ἰταλίας, ὅταν ὁ Τάρας, μιὰ ἀπὸ τὶς πλουσιότερες κι ἐπιφανέστερες ἑλληνικὲς πόλεις τῆς Νότιας Ἰταλίας, ζήτησε βοήθεια, λόγῳ τῆς ἀπειλῆς τῶν Ρωμαίων. Κατατρόπωσε τὶς Ρωμαϊκὲς λεγεῶνες κοντὰ στὸν ποταμὸ Σίρι, ἔχοντας ἕνα «μυστικὸ» ὅπλο, τοὺς ἐλέφαντες, ἄγνωστο ἕως τότε στοὺς Ρωμαίους. Τὸ 279 π.Χ. βάδισε κατὰ τῆς Ρώμης καὶ νίκησε τοὺς Ρωμαίους στὸ Ἄσκλο, στοὺς πρόποδες ἑνὸς βουνοῦ της Ἀπουλίας, ὅμως ἔχασε καὶ ὁ Πύρρος πολλοὺς στρατηγοὺς καὶ 3.500 στρατιῶτες (γι αὐτὸ ἡ νίκη του ἀποκαλεῖται « Πύρρειος»). Νίκησε τοὺς Καρχηδόνιους στὴν πόλη Ἔρυκα τῆς Σικελίας καὶ χωρὶς πλέον σοβαρὴ ἀντίσταση κατέλαβε ὁλόκληρη τὴ Σικελία. Ἀφοῦ ἔμεινε στὴ Σικελία τρία περίπου χρόνια, ὁ Πύρρος τὸ 276 π.Χ. μάζεψε τὸν στρατό του καὶ τὸ στόλο του καὶ γύρισε στὴν Ἰταλία.
Στὴ μάχη του Βενεβέντο, τὸ 274 π.Χ., ὁ Πύρρος ἡττήθηκε ἀπὸ τὶς λεγεῶνες του Μάνιου Κούριου, χάνοντας 33.000 στρατιῶτες, ὁπότε ἀναγκάστηκε μὲ τὸν ὑπόλοιπο στρατό του (8.000 πεζοὺς καὶ 500 ἱππεῖς) νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ἤπειρο. Ὁ πόλεμος τοῦ Πύρρου στὴν Ἰταλία, ὑπῆρξε στὴν οὐσία ἡ πρώτη καὶ τελευταία προσπάθεια τῆς Ἑλλάδας γιὰ τὴν παρεμπόδιση τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας καὶ τὴν προστασία τῆς ἐλευθερίας τῶν Ἑλλήνων. Τὸ τεράστιο σχέδιο τῆς ἱδρύσεως ἑνὸς μεγάλου ἑλληνικοῦ κράτους, ποὺ θὰ περιλάμβανε τὴν Ἰταλία, τὴ Σικελία, τὴν Ἀφρικὴ καὶ ὕστερα τὴν Ἀσία καὶ τὴν Ἑλλάδα, ναυάγησε. Τὸ ὄνειρο μὲ τὸ ὁποῖο ὁ «Ἀετὸς» φτερούγισε ἀπὸ τὴν Ἤπειρο στὴν Ἰταλία δὲν πραγματοποιήθηκε.





Δὲ γνωρίζουμε τὰ κίνητρα, ποὺ ὤθησαν τὸν Πύρρο, νὰ στραφεῖ ἐναντίον τοῦ βασιλιᾶ τῆς Μακεδονίας, τοῦ Ἀντίγονου Γονατά. Στὰ στενά του Ἀώου, νίκησε τὸ στρατό του Ἀντίγονου, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖτο κυρίως ἀπὸ Γαλάτες. Περιῆλθε στὴν ἐξουσία του τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς Μακεδονίας (ἔφθασε μέχρι την Ἔδεσσα) καὶ τῆς Θεσσαλίας, ὅμως δὲ συνέχισε τὸν πόλεμο στὴν Μακεδονία γιὰ νὰ διώξει τελείως ἀπὸ αὐτήν τον Ἀντίγονο, ἀλλὰ εἰσβάλει στὴν Πελοπόννησο, τὸ 273 π.Χ. γιὰ νὰ ἐπιτεθεῖ κατὰ τῆς Σπάρτης, νὰ ἀποκαταστήσει στὸ θρόνο τον Κλεώνυμο καὶ ταυτόχρονα νὰ κατακτήσει ὁλόκληρη τὴν Πελοπόννησο. Μὲ 25.000 πεζούς, 2.000 ἱππεῖς καὶ 24 ἐλέφαντες, ἀπεβιβάσθη ὁ Πύρρος στὴν Πελοπόννησο καὶ ἄρχισε ἡ προέλασή του ἐναντίον τῆς Σπάρτης, μὲ πολὺ εὐνοϊκὲς συνθῆκες, γιατί ὁ βασιλιᾶς της Ἀρέας ἔλειπε στὴν Κρήτη. Ἔτσι ὁ Πύρρος ἔφθασε ὡς τὴν πεδιάδα του Εὐρώτα, δίχως νὰ συναντήσει ἀντίσταση. Ἡ τάφρος ποὺ κατασκεύασαν, οἱ γυναῖκες καὶ τὰ κορίτσια τῆς Σπάρτης, μὲ ἐπί κεφαλῆς την Ἀρχιδάμεια ,τὴν κόρη τοῦ Βασιλιᾶ τῆς Σπάρτης,το βαλτῶδες ἔδαφος καὶ ἡ γενναία ἀντίσταση τῶν ὑπερασπιστῶν τῆς Σπάρτης, ἀνάγκασε τὸν Πύρρο, ὁ ὁποῖος εἶχε μεγάλες ἀπώλειες (σκοτώθηκε καὶ ὁ γιός του Πτολεμαῖος), νὰ ἀντιληφθεῖ τὸ μάταιο τῶν ἐπιθέσεών του καὶ νὰ στραφεῖ πρὸς τὸ Ἄργος , γιὰ νὰ προλάβει τὴν κάθοδο τοῦ Ἀντίγονου. Ὅμως ὁ Πύρρος, ἂν καὶ πρόλαβε νὰ προωθήσει νύχτα τὸ στρατό του μέσα στὴν πόλη τοῦ Ἄργους, ἡ σύρραξη στὴν ἀγορὰ τοῦ Ἄργους καὶ στὰ στενὰ δρομάκια, κατέληξε σὲ μιὰ σφοδρὴ καὶ παράξενη νυκτομαχία μεταξὺ τοῦ στρατοῦ του Ἀντίγονου καὶ τῶν Γαλατῶν του Πύρρου, ἀποφάσισε τελικὰ νὰ ὑποχωρήσει καὶ νὰ ἐγκαταλείψει τὴν πόλη.



Ἐφαρμόζοντας τὸ σχέδιο ὑποχώρησης ὁ Πύρρος καὶ πολεμῶντας σκληρά, σὲ ἕνα στενὸ δρόμο, ποὺ ὁδηγοῦσε στὴν πύλη τῆς πόλεως, δέχτηκε στὸ κεφάλι ἕνα κεραμῖδι, ποὺ τὸ πέταξε ἀπὸ τὴ στέγη τοῦ σπιτιοῦ της, μιὰ Ἀργίτισσα γυναῖκα, βλέποντας τὸν Πύρρο ἕτοιμο νὰ διατρυπήσει τὸν γιὸ 4 της. Ἦταν τόσο δυνατὸ τὸ χτύπημα ὥστε νὰ σπάσουν οἱ σπόνδυλοι τοῦ τραχήλου του καὶ νὰ λιποθυμήσει. Ἕνας στρατιώτης του Ἀντίγονου, ὁ Ζώπυρος, τὸν ἀναγνώρισε καὶ μὲ τὸ ἰλλυρικὸ μαχαίρι ἔκοψε τὸ κεφάλι τοῦ «Ἀετοῦ» τῆς Ἠπείρου. Ἔτσι ὁ «Ἀετὸς» δίπλωσε σὲ ἡλικία 46 χρονῶν γιὰ πάντα τὰ φτερά του. Μὲ τὸ θάνατο τοῦ Πύρρου, ποὺ συνέβη στὰ τέλη τοῦ 272 π.Χ., ἔσβησε καὶ ἡ δόξα τῆς Ἠπείρου. Ὅλες οἱ μακεδονικὲς καὶ θεσσαλικὲς κτήσεις του, περιῆλθαν στὸν Ἀντίγονο. Ἡ Ἀκαρνανία ἔγινε πάλι ἀνεξάρτητη. Μόνο ἡ Ἀμβρακία ἀφέθηκε στὴν κυριαρχία τῆς Ἠπείρου, στὸ θρόνο τῆς ὁποίας ἀνέβηκε ὁ γιὸς τοῦ «Ἀετοῦ» Ἀλέξανδρος. Ἔτσι ἡ Ἤπειρος, ἡ ἄσημη χώρα τῶν κτηνοτρόφων, ποὺ πρόβαλε ξαφνικὰ στὸ προσκήνιο τῆς πολιτικῆς ζωῆς τῆς Ἑλλάδας, ποὺ κατέλαβε τὸ βασίλειο τῆς Μακεδονίας καὶ τὸ θρόνο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ποὺ πάλεψε γιὰ τὴν κοσμοκρατορία καὶ τὴν ἡγεμονία τῆς Μεσογείου, ποὺ ἀγωνίστηκε μόνη της νὰ πνίξει στὴ γέννησή του τὸ ρωμαϊκὸ κράτος, ποὺ ἔγραψε σελίδες δόξας καὶ ἄφταστου ἡρωισμοῦ, ξανάπεσε μὲ τὸ θάνατο τοῦ Πύρρου στὴν παλιά της ἀφάνεια.
Ἡ Ἤπειρος γεννήθηκε μὲ τὸν Πύρρο, δοξάστηκε μαζί του καὶ ἔσβησε μὲ τὸ θάνατό του. Πρέπει νὰ κατεβεῖ κανεὶς πολλὲς ἑκατονταετίες καὶ νὰ φτάσει στὴν ἐποχὴ τῶν Κομνηνῶν καὶ τοῦ Δεσποτάτου τῆς Ἠπείρου, γιὰ νὰ ξαναβρεῖ τὴν Ἤπειρο νὰ παίζει πάλι ἐνδιαφέροντα ρόλο στὴν Ἱστορία. Ἕως τότε ὅμως ἡ Ἤπειρος μένει ἄσημη καὶ ἀφανής, ἄδοξη καὶ περιφρονημένη, ἀσήμαντη καὶ φτωχική, ὅπως ἦταν τὴν ἐποχὴ ποὺ τὴν παρέλαβε ὁ Πύρρος.
Ὁ ἔφιππος ἀνδριάντας τοῦ βασιλιᾶ Πύρρου στὴν πλατεῖα Κιλκὶς τῆς Ἄρτας, μᾶς ὑπενθυμίζει, ὅτι οἱ ἥρωες , μᾶς κράτησαν καὶ μᾶς κρατοῦν ὄρθιους, ἑνώνουν τὸν Ἑλληνισμό, γεμίζουν ὑπερηφάνεια τὸ λαό μας καὶ μεταδίδουν τὴν ἱστορία της Ἀμβρακίας στοὺς ξένους καὶ ντόπιους ἐπισκέπτες.
Τοῦ Κώστα Τραχανᾶ
Πηγές: «Πύρρος ὁ βασιλιᾶς τῆς Ἠπείρου» Πέτρος Γαρουφαλιάς. Ἐκδόσεις Μ/Φ Συλλόγου «Ὁ Σκουφὰς» 1966.
«Ἐγὼ ὁ Πύρρος »Ρήγας-Γεώργιος Σκουτέλας Ἐκδόσεις Λιβάνη 2003.
«Ἡ ἱστορία τῆς Σπάρτης» Σαράντος Καργάκος. Ἐκδόσεις Gutenberg (Τόμοι Ἄ, καὶ Β) 2006.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου