
Κάλῶς ἦλθατε Στὸ κόσμο τῆς Ἱστορίας. ---- - Ἐδῶ μιλοῦν οἱ σκιὲς τῆς Ἱστορίας. Ἀρχαία Ἑλλάδα ὅπως δὲν τὴν εἶδες ποτέ.
Ἡ μορφὴ τοῦ Ἡρακλέους ἔμεινε ἀναλλοίωτη στὴ μνήμη τῶν Ἑλλήνων, συνδέοντας τὸν ἥρωα μὲ τὴ θρυλικὴ νίκη τῆς Μάχης τοῦ Μαραθῶνα. Οἱ στρατιῶτες τῆς Ἀθήνας πολέμησαν μὲ σθένος, ἐμπνεόμενοι ἀπὸ τὴν ἀνδρεία τοῦ μεγάλου ἥρωα, ποὺ συμβόλιζε τὴν Ἑλλάδα ποὺ ἀντιστέκεται καὶ θριαμβεύει ἀπέναντι σὲ κάθε ἀπειλή. Ἐτσί, ὁ Ἡρακλῆς καὶ τὸ πνεῦμα του, ἔγιναν φάροι ἐλπίδας, καὶ ἡ μάχη ἔμεινε στὴν ἱστορία ὡς μιὰ νίκη ὄχι μόνο τῶν ὅπλων ἀλλὰ καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ θάρρους.
Καλῶς ἦλθατε
Στὸν συναρπαστικὸ κόσμο τῆς Ἱστορίας!Χρυσηίδα καὶ Βρισηΐδα Τὸ ἀντικείμενο τῆς διαμάχης, ὅπου ἔχει τὶς ρίζες του τὸ ἔπος, εἶναι ἠ καλλιπάρηος Βρισηΐδα «μὲ τὶς ὡραῖες παρειές» ·ὁ Ἀγαμέμνονος θέλει νά τήν ἀνταλλάξει, νά τήν ἀντικαταστήσει μὲ τήν καλλιπάρηο Χρυσηίδα. Δύο γράμματα χωρίζουν τὶς δύο νέες, ὁ Ἀχιλλέας ἐπαναλαμβάνει παιδιάστικα ὅτι ἠ διένεξη ξέσπασε ὄχι «ἐξαιτίας τῆς κόρης», ἀλλά ἐξαιτίας τῆς α ἀντικατάστασης, σαν ὁ ἥρωας νά μάντευε ὅτι μ ’ἐκείνη τήν πράξη σφιγγόταν ἕνας κόμπος, ἕνα δεσμὸς ποῦ κανένας ἥρωας καὶ οὐδείς ἀπὸ τὶς μεταγενέστερες γενιές δὲν θὰ μποροῦσε νά λύσει.
Εἶναι ἠ ἀνταλλαγή ποῦ συμπυκνώνεται δυναμικά στὴν ἀρχή τῆς Ἰλιάδας: ἠ γυναίκα, μᾶλλον οἱ δύο γυναῖκες μὲ τὶς ὡραῖες παρειές, πανομοιότυπες σχεδὸν, σαν νομίσματα ἴδια κοπῆς· τὰ λόγια του Ἀγαμέμνονα καὶ του Ἀχιλλέα ἀντιτάσσουν βία στή βία (αντιβίοισι ἐπέεσσιν)· μὲ «λύτρα ἀρίφνητα», τὸ «περίλαμπρο ξαντίμεμα» ποῦ προσφέρεται ἀπὸ τόν ἱερέα Χρυσή γιὰ τήν κόρη του, «ἠ ἱερή ἑκατόμβη» ποῦ προσφέρουν οἱ Ἀχαιαί στὸν ἱερέα Κάθε φορά σε ζεύγος παρουσιάζονται οἱ δυνάμεις τῆς ἀνταλλαγῆς: οἱ γυναῖκες, οἱ λέξεις, οἱ προσφορές. Ἀπουσιάζει μόνο τὸ χρήμα, ποῦ εἶναι ὁ συγκερασμός ἐκείνων τῶν δυνάμεων. ἀλλὰ γιὰ νά γεννηθεί τὸ χρήμα στὴν πιὸ καθαρὴ μορφή του, πρέπει πρώτα νά ἐξολοθρευθοῦν οἱ ἥρωες Ὁ Θουκυδίδης ἤδη παρατηρεῖ ὅτι ἠ μόνη δύναμη ποῦ ἔλειπε κατά τήν ἐκστρατεία στὴν Τροία ἦταν ἀκριβῶς τὸ χρήμα. Ἐκείνη ἠ «ἔλλειψη χρημάτων» (ἀχρηματία), ἀπὸ ὅσα θὰ ἀκολουθοῦσαν, ἔκανε καθετί λιγότερο ἰσχυρό, ἀλλά πολύ πιὸ ἔνδοξο.παρατηρεῖ ὁ Milman Parry. Ἡ καλλιπάρηος «μέ τίς ὡραῖες παρειές» ἀποδίδεται σε ὀχτὼ γυναῖκες, εἶναί τὸ γυναικεῖο ἐπίθετο ποῦ χρησιμοποιεῖται περισσότερο. Ἡ Ἰλιάδα εἶναί ἤ ἱστορία μιὰς διπλῆς διαμάχης: γιά τὴν Ἑλένῃ, τη μοναδική, ποῦ κανείς δέν θά τολμοῦσε νά ἀντικαταστήσει καὶ γιά Βρισηΐδα «μέ τίς ὡραῖες παρειές», ποῦ ὁ Ἀγαμέμνονας θά ἤθελε νά τὴν ἀντικαταστήσει μέ τή Χρυσηίδα, ἐπίσης «μέ τίς ὡραῖες παρειές». Ἀνάμεσα στήν ἀπρόσβλητη μοναδικότητα καὶ στήν ἀπρόσβλητη άντικατάσταση, ξεσπᾶ στίς πεδιάδες τής Τροίας ἕνας πόλεμος ποῦ δέν μποροῦσε νά βρεῖ τέλος.
«Ἡ Ἑλένῃ εἶναί ἤ μοναδική γυναίκα στόν Ὅμηρο ποῦ ἔχει ξεκάθαρα, ἰδιόμορφα ἐπίθετα, ποῦ ἁρμόζουν μόνο σ ’ἐκείνη»,
Ὅταν ὴ ζωή ἄναβε ἀπό ἐπιθυμία ή ἀγωνία ή απ'το συλλογισμό, οἱ ὁμηρικοί ἥρωες ἤξεραν ὅτι κάποιος Θεὸς ἦταν ὴ αἰτία Τόν ὑφίστατο καὶ τόν παρατηροῦσαν, ἀλλά αύτό ποῦ συνέβαινε ἦταν πάντα μία ἔκπληξη, εἰδικὰ γι’ αὐτούς Ἔτσι, ἐξαντλημένοι ἀπό τά πάθη, τὶς αἰσχύνες, ἀλλά καὶ τὶς δόξες τους, στάθηκαν ἐπιφυλακτικοί στόν προσδιορισμό τὴς προέλευσής τῶν πράξεων. «Ἐσύ δέ μου ‘φταιξες, οἱ ἀθάνατοι μοῦ φταίξαν», λέει ὸ Πρίαμος κοιτάζοντάς τήν Ἑλένη στίς Σκαιές Πύλες. Δέν κατάφερνε νᾶ τὴ μισήσει, ούτε νὰ δεῖ σ’ αὐτῆ τήν ὑπαίτιο ἐννιά αἱματηρῶν χρόνων πολέμου, μολονότι τὸ κορμὶ της ἦταν τὸ εἴδωλο τοῦ πολέμου ποῦ ἐτοιμαζόταν νἀ τελειώσει μέ μία ὁλοκληρωτικὴ σφαγή.
Ἀπὸ τότε καμία ψυχολογία δέν ἔκανε ούτε Βῆμα παραπέρα, παρά μόνον ἐπινόησε γιά τὶς δυνάμεις ποῦ μιὰς ἐπηρεάζουν, ἄλλες ὀνομασίες, μακρόσυρτες, πολυάριθμες, πιὸ ἄχαρες καὶ ἀναποτελεσματικές, λιγότερο συναφεῖς μέ τήν ἐσωτερικὴ δομή τοῦ γεγονότος, εἴτε αύτό εἶναι ἡδονή εἴτε τρόμος. Οἱ σύγχρονη εἶναι ἰδιαίτερα περήφανοι γιά τήν ὑπευθυνότητά τους, ἀλλά ἔτσι ἔχουν τήν ἀξίωση νἀ ἀπαντοῦν μ’ ἔνα λόγο ποῦ δέν ξέρουν, ούτε κἄν αν τους ἀνήκει Οἱ ὁμηρικοί ἥρωες δέν γνώριζαν μία τόσο ἄβολη λέξη ὅπως «ὴ ὑπευθυνότητά» καὶ δέν Θὰ τήν πίστευαν. Γι’ αὐτούς κάθε ἔγκλημα συνέβαινε σαν σε κατάσταση ψυχικῆς διαταραχῆς.
Ὅμως ἐκείνη ὴ διαταραχή σημαίνει ἐνεργῇ παρουσία κάποιου θεοῦ Αὐτό ποῦ γιά μιὰς εἶναι διαταραχή γιά κείνους ἦταν «σύγχυση τοῦ λογικοῦ προερχόμενη ἀπό τους θεούς» (ἄτη). Γνῶριζαν ὅτι ὴ παρεμβολή, τοῦ ἀόρατου (μὴ αἰσθητοῦ) συχνὰ ἔφερνε μαζί της τήν καταστροφή τόσο ποῦ, μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ὴ λέξη ἄτη κατέληξε νἀ σημαίνει «ὄλεθρος». Ἐπίσης, γνώριζαν, μιὰς τὸ λέει καὶ ὸ Σοφοκλῆς, ὅτι «στῆ ζωή τῶν θητῶν τίποτα δέν ἀγγίζει τὸ μεγαλεῖο δίχως τήν ἄτη».
Ὁ βασανισμένος λαός ἀπό τήν «ἀλαζονεία» (ὕβρις) κοίταξε μέ τὴ μέγιστη δυσπιστία τήν ἀξίωση ποῦ ἔχει τὸ ὑποκείμενο νἀ πράξει κάτι. Αὐτό ποῦ ὁπωσδήποτε πράττει τὸ ὑποκείμενο εἶναι ὴ μετριότητα· μόλις μία πνοή μεγαλεῖου, κάθε εἴδους, αἰσχρή ή ἐνάρετη, ἁπλὰ ψαύει, δέν εἶναι πιὰ τὸ ὑποκείμενο ποῦ ἐνεργεῖ. Μετά τὸ ὑποκείμενο σωριάζεται σαν ἔνα ὁποιοδήποτε μέντιουμ μόλις οἱ φωνὲς τὸ ἐγκαταλεἰψουν. Γιά τους ὁμηρικούς ἥρωες δέν ὑφίσταται ὸ ἔνοχος ἀλλά ὴ ἀβάσταχτη ἐνοχὴ Εἶναι τὸ μίασμά ποῦ ἐμποδίζει τὸ αἶμα, τὴ σκόνη καὶ τά δάκρυα. Οἱ ἀρχαῖοι, ἀφότου ξεκόπηκαν ἀπό τήν ἄτη, δέν εἶχαν τὴ διορατικότητα, τήν ὁποία ούτε οἱ σύγχρονη ἔχουν κατακτήσει ἀκόμη, νἀ διακρίνουν τὸ κακό τοῦ πνεύματος ἀπό τὸ κακό τοῦ ἀντικειμένου, τὴ δολοφονία καὶ τὸ θάνατο.
Ἡ Παναγία τῶν ἀρχαῖων Ἑλλήνων