Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἐλληνική Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἐλληνική Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 16 Απριλίου 2025

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ! στὶς 12-13 Μαΐου 1821 Ο Κολοκοτρώνης δὲν ἄφηνε ὀθωμανικό ρουθούνι...



ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ! Ο Κολοκοτρώνης δὲν ἄφηνε ὀθωμανικό ρουθούνι...



Η μάχη του Βαλτετσίου σημειώθηκε στὶς 12-13 Μαΐου 1821 καὶ θεωρεῖται ὡς μία ἀπὸ τις πιὸ ἀποφασιστικές μάχες της Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης του 1821, ποὺ ὁδήγησε στὴν Ἅλωση της Τριπολιτσᾶς. Πρωτοστάτης της μάχης αὐτῆς ἦταν ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.




Το σχέδιο του Κολοκοτρώνη

Κατά τὴ διάρκεια της πολιορκίας της Τριπολιτσάς, ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ὀργάνωσε στρατόπεδα στὰ ὑψώματα γύρω ἀπὸ την πόλη. Ἔτσι στὶς 16 Ἀπριλίου 1821 διέταξε την ὀχύρωση τεσσάρων λόφων δίπλα στὸ χωριό Βαλτέτσι.

Ταυτόχρονα, οἱ Τοῦρκοι, ποὺ ἦταν κλεισμένοι στὴν Τριπολιτσά, με ἀγωνία περίμεναν βοήθεια ἀπὸ τον Χουρσίτ, ποὺ βρισκόταν στὰ Γιάννενα καὶ πολεμοῦσε τον Ἁλή Πασᾶ. Ο Χουρσίτ ἔστειλε ἰσχυρὸ στράτευμα με ἐπὶ κεφαλῆς τον Κιοσέ Μεχμέτ, ὁ ὁποῖος το χώρισε σε δύο τμήματα. Στὸ πρῶτο ἡγήθηκε ὁ ἴδιος με τον Ὁμέρ Βρυώνη, με 14.000 στρατό]καὶ κατευθύνθηκε ἀνατολικά. Το δεύτερο, ποὺ ἀποτελεῖτο ἀπὸ 3.500 Ἀλβανούς, κατευθύνθηκε πρὸς τὴ δυτική Ἑλλάδα, ὑπὸ την ἡγεσία του Κεχαγιάμπεη Μουσταφά.

Ὁ στρατός του Κεχαγιάμπεη πέρασε το Ἀντίρριο χωρίς ἀπώλειες. Πέρασε ἀπὸ την Πάτρα, πυρπόλησε τὴ Βοστίτσα (Αἴγιο) καὶ στὴ συνέχεια ἔλησε τις ἑλληνικές πολιορκίες σε Κόρινθο καὶ Ἀργός, γιὰ νὰ μπεῖ,τελικά, στὴν Τριπολιτσά.




Η πρώτη μάχη




Στὶς 24 Ἀπριλίου, ὁ Κεχαγιάμπεης βγῆκε ἀπὸ την Τρίπολη με 4.000 ἄνδρες καὶ ἐπιτέθηκε στὸ Βαλτέτσι . Οἱ ὀλιγάριθμοι ὑπερασπιστές του ὑποχώρησαν, χάνοντας ζῶα καὶ προμήθειες. Η μάχη συνεχίστηκε βόρεια του χωριοῦ ὅπου ὁ Κυριακοῦλης Μαυρομιχάλης εἶχε βρεθεῖ σε πολύ δύσκολη θέση. Σε βοήθειά του ἔσπευσε ὁ Δημήτρης Πλαποῦτας χτυπῶντας τους Τούρκους ἀπὸ τα νῶτα. Οἱ Τοῦρκοι ἀναγκάστηκαν σε ὑποχώρηση καὶ ὁ Κολοκοτρώνης τους κυνήγησε μέχρι το χωριό Μάκρη.

Μετά τὴ μάχη, το στρατόπεδο ἁνασυγκροτήθηκε ταχύτατα με φρουρά 1.000 ἀνδρῶν καὶ ἐπικεφαλῆς τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη καὶ δημιουργήθηκαν ἐκ νέου ταμπούρια καὶ κατέφθασαν ἐνισχύσεις. Στὸ πρῶτο ταμποῦρι βρέθηκαν ὁ Ἠλίας καὶ ὁ Κυριακούλης Μαυρομιχάλης με ὅλους τους Μανιάτες στὸ δεύτερο ο Μητροπέτροβας, ὁ Παπατσώνης, ὁ κεφάλας, ο Γιάννης Μαυρομιχάλης, ὁ Παναγιῶτης Κατριβάνος ἀπὸ το σαρι Μεγαλόπολης καὶ ὁ Θανάσης Δαγρές ἀπὸ τὴ Βρωμόβρυση Μεσσηνίας, με τους στρατιῶτες τους. Στὸ τρίτο ὁ Ἠλίας καὶ ὁ Νικήτας Φλέσσας, ὁ Σιώρης, ὁ Νικηταράς καὶ πολλοί Λιονταρίτες καὶ Γορτύνιοι.



Η δεύτερη μάχη

Τα χαράματα της 12ης Μαΐου, ο Κεχαγιάμπεης βγῆκε ἀπὸ την Τρίπολη με 10.000 Τουρκαλβανοῦς με προορισμό την Καλαμάτα. Κάποιοι Βαρδουνιώτες,με σκοπό τὴ λαφυραγωγία καὶ με ἀρχηγὸ τον Βαρδουνιώτη Ρουμπή,ἀντιλήφθηκαν την παρουσία Ἑλλήνων στὸ Βαλτέτσι, ἀρχίσαν τις ἁψιμαχίες μαζί τους, γιὰ νὰ προστεθοῦν στὴ συνέχεια καὶ οἱ ἄλλοι]. Τότε κατέφθασε ὁ Κολοκοτρώνης,ἀφοῦ εἰδοποιήθηκε, με 700 ἄνδρες. Ο Ρουμπῆς, ποὺ βρέθηκε πλέον περικυκλωμένος, ζήτησε ἐνίσχυση ἀπὸ τον Κεχαγιάμπεη ποὺ μέχρι τότε παρακολουθοῦσε τὴ μάχη ἐπικεφαλίς 3.000 ἱππέων.

Το ἀπόγευμα ἔφτασε ὁ Δημήτρης Πλαπούτας, ὁ Κανέλλος Δεληγιάννης με 700 ἄνδρες]. Η μάχη συνεχίστηκε μέχρι τὴ νύχτα χωρίς νὰ ὑποχωρεῖ καμία πλευρά. Τα ξημερώματα της 13ης Μαΐου, οἱ Τοῦρκοι ξεκίνησαν νέα ἐπίθεσή.




1. Ἡ φυγή τῶν Τούρκων καὶ ἡ νίκη του Κολοκοτρώνη

Μετά ἀπὸ 4 ὧρες μάχης καὶ ἐνῶ ὁ Ρουμπής κινδύνευε, ὁ Κεχαγιάμπεης διέταξε ὑποχώρηση. Βλέποντας αὐτὴν την κίνηση, ὁ Κολοκοτρώνης ξεκίνησε γενική ἀντεπίθεση. Ἔτσι οἱ Τοῦρκοι τράπηκαν σε ἄτακτη φυγή, πετῶντας τα ὅπλα τους.

Συνολικά οἱ Τοῦρκοι εἶχαν 300 νεκρούς καὶ πάνω ἀπὸ 500 τραυματίες, ἐνῶ οἱ Ἕλληνές μόλις 2. Ἀνάμεσα στὰ λάφυρα τῶν ἐπαναστατῶν ἦταν πολλά τουφέκια, 1 πυροβόλο καὶ 8 σημαῖες]. Η μάχη ὑπῆρξε καθοριστική γιὰ το ἠθικὸ τῶν ἀντιμαχομένων. Οἱ Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι πολέμησαν γιὰ πρώτη φορά κάτω ἀπὸ σωστή ὀργάνωση, πῆραν θάρρος συνειδητοποιῶντας την ἀνωτερότητά τους ἔναντι τῶν Τούρκων, ἐνῶ οἱ δεύτεροι κατάλαβαν ὅτι ἡ ἐπανάσταση ἦταν κάτι σοβαρότερο ἀπὸ μία ἁπλὴ ἐξέγερση ὀλιγάριθμων Ἑλλήνων.




Η λαϊκή μοῦσα τίμησε τὴ νίκη στὸ Βαλτέτσι με το ἀκόλουθο δημοτικό τραγούδι:




Τι ἔχεις, καημένε κόρακα, ποῦ σκούζεις καὶ φωνάζεις;

Μήπως διψᾶς γιὰ αἵματα, γιὰ τούρκικα κεφάλια;

Πέρασε ἀπὸ τα Τρίκορφα καὶ σῦρε στὸ Βαλτέτσι,

ὅπου είν' ὁ τόπος δυνατός καὶ δυνατά ταμπούρια,

ἐκεῖ θὰ βρεῖς τα αἵματα, τα τούρκικα κεφάλια,

Τρία μπαϊράκια κίνησαν ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴ χώρα,

το ἕνα πάει στὰ Τρίκορφα, τ' ἄλλο στοὺς Ἁραχαμίτες,

κι αὐτὸς ὁ Κεχαγιάμπεης πηγαίνει στὸ Βαλτέτσι.

Ὁ Κυριακούλης του μιλάει κι ο Μπεζαντές του λέει:

«Πού πᾶς, βρὲ Κεχαγιάμπεη, τ' Ἀλή πασᾶ κοπέλι;

Ἐδῶ δὲν εἶναι Κόρινθος, δὲν εἶναι Πέρα Χώρα,

δὲν εἶναι τ' ἀργίτικα κρασιά, του Μπέλεση τα κριάρια.

Ἐδῶ είν' ὀρδὴ Καρύταινας, μανιάτικο ντουφέκι,

Κολοκοτρώνης ἀρχηγὸς με το Μαυρομιχάλη».

Ἀφῆστε τα ντουφέκια σας καὶ βγάλτε τα σπαθιά σας

βάλτε τους Τούρκους ἐμπροστὰ, σὰν πρόβατα, σὰν γίδια.

Μοιραστεῖτε το!Η λαϊκή μοῦσα τίμησε τὴ νίκη στὸ Βαλτέτσι με το ἀκόλουθο δημοτικό τραγούδι:




Τι ἔχεις, καημένε κόρακα, ποὺ σκούζεις καὶ φωνάζεις;

Μήπως διψᾶς γιὰ αἵματα, γιὰ τούρκικα κεφάλια;

Πέρασε ἀπὸ τα Τρίκορφα καὶ σῦρε στὸ Βαλτέτσι,

ὅπου είν' ὁ τόπος δυνατός καὶ δυνατά ταμπούρια,

ἐκεῖ θὰ βρεῖς τα αἵματα, τα τούρκικα κεφάλια,

Τρία μπαϊράκια κίνησαν ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴ χώρα,

το ἕνα πάει στὰ Τρίκορφα, τ' ἄλλο στοὺς Ἁραχαμίτες,

κι αὐτὸς ὁ Κεχαγιάμπεης πηγαίνει στὸ Βαλτέτσι.

Ὁ Κυριακούλης του μιλάει κι ο Μπεζαντές του λέει:

«Πού πᾶς, βρὲ Κεχαγιάμπεη, τ' Ἀλή πασᾶ κοπέλι;

Ἐδῶ δὲν εἶναι Κόρινθος, δὲν εἶναι Πέρα Χώρα,

δὲν εἶναι τ' ἀργίτικα κρασιά, του Μπέλεση τα κριάρια.

Ἐδῶ είν' ὀρδὴ Καρύταινας, μανιάτικο ντουφέκι,

Κολοκοτρώνης ἀρχηγὸς με το Μαυρομιχάλη».

Ἀφῆστε τα ντουφέκια σας καὶ βγάλτε τα σπαθιά σας

βάλτε τους Τούρκους ἐμπροστά, σὰν πρόβατα, σὰν γίδια.

Μοιραστεῖτε το!τσίου σημειώθηκε στις 12-13 Μαΐου 1821 καὶ θεωρεῖται ὡς μία ἀπὸ τις πιὸ ἀποφασιστικές μάχες της Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης του 1821, ποὺ ὁδήγησε στὴν Ἄλωση της Τριπολιτσάς. Πρωτοστάτης της μάχης αὐτῆς ἦταν ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.




Ὁ «ἀφανισμός» τῶν Τουρκαλβανών τῆς Πελοποννήσου. Η ἄνοδος καὶ η πτώση τῶν «Λαλαίων»

 

Ὁ «ἀφανισμός» τῶν Τουρκαλβανών τῆς Πελοποννήσου. Η ἄνοδος καὶ η πτώση τῶν «Λαλαίων»



Δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ διαβάσει κανείς γιὰ τὴν «Ἑλληνική ἐθνεγερσίας τοῦ ΄21» καὶ νὰ μὴν
 συναντήσει, ευθείς εξ΄ ἀρχῆς, ἀναφορές ὄτι τὸ χωριό Λάλα καί τοὺς κατοίκους του, τοὺς 
«Λαλαίους», ποῦ γιά τέσσερεις περίπου αἰῶνες ζήσαν στον Μόριά καί διαδραμάτισαν 
πρωταγωνιστικό ρόλο κατά το πρῶτο έτος τὴς ἐπανάστασης Άνθρωποι σκληροί καί 
πολεμοχαρείς, ὅπως ἄλλωστε «πρόσταζε» ἡ ἐποχὴ, κλήθηκαν νὰ σηκώσουν το βάρος τὴς
 καταστολής τὴς Ἐπαναστάσεως στήν Ἡλεῖα, ἀλά καί εν μερη την παρενόχληση τῶν ἑλληνικῶν 
δυνάμεων ποῦ πολιορκοῦσαν την πρωτεύουσα του Μωριᾶ, την Τριπολιτσά. 
Όντας ας ὁ φόβος καί ὁ τρόμος στήν δυτική Πελοπόννησο, αδιαφορούσαν γιά τὴς προσταγές 
τῶν Τούρκων καί θεωρῶντας τοὺς «ραγιᾶδες» τίποτα περισσότερο ἀπὸ σκλάβοι ἐφρόντισαν νὰ 
συμπεριφέρονται ἀνάλογα στοὺς τοπικούς πληθυσμούς.
 Κατά τήν διάρκεια τῶν αἰώνων τὴς δουλείας καί ὲν μέσῳ πολλῶν κακουχιῶν καί ἀποτυχιῶν, 
ὁ φόβος του «Ραγιά» ἔγινε ἀπελπισία καί ἡ ἀπελπισία ἀπύθμενη ὀργὴ ποῦ ἀργὰ ἡ γρήγορα 
θὰ ἔπεφτε καί στὰ κεφάλια τῶν Λαλαίων, ἀναγκάζοντας τοὺς νὰ ἐγκαταλείψουν τον Μωριᾶ 
Ἀλλά ἂς πάρουμε καλύτερα τα πράγματα ἀπὸ τήν ἀρχή. 

 Ὁ ἐποικισμός τοῦ Λάλα καί τα προεπαναστατικά χρόνια. 

Ὁ «Λάλας» εἶναι οἰκισμός τοῦ νομοῦ Ἠλείας χτισμένος σέ υψόμετρο 600 μέτρων.
 Πρωτοκατοικήθηκε τον 14ο αἰώνα ἀπὸ Ἀλβανούς ποῦ ἔφερε ἀπὸ τα «Ἀκροκεραύνια Ὄρη, 
παράκτια ὀροσειρά τής νοτιο-δυτικής Ἀλβανίας, ὁ Μιχαήλ Δούκας. «Σούλι τοῦ Μοριά», 
χαρακτηρίζει τον Λάλα, ὁ Δημήτριος Φωτιάδης ποῦ γράφει ὅτι βρίσκεται στό ὀροπέδιο τοῦ 
Μπαστηρά, κοντά στήν ἀρχαῖα «Φολόη», στό ὅρος Ἐρύμανθος. 
Στὰ πόδια τοῦ ἀπλώνεται ὁ κάμπος τής Ἠλείας ποῦ διασχίσει ὁ ποταμός Ἀλφειός. 
Γιὰ πρώτη φορά ἐμφανίζεται ὡς αλβανόφωνο χωριό μὲ το ὄνομά σὲ ὀθωμανικό ἔγγραφο τοῦ 
15ου αἰώνα καί προέρχεται πιθανότατα ἀπὸ το ἀλβανικό ἐπώνυμο «Λάλα», ὁ ὁποῖος ἴσως ἦταν
 κάποιος ἀπὸ τοῦς πρώτους οἰκιστὲς τοῦ 
Οἱ Λαλαίοι ἦσαν μουσουλμάνοι ἀλβανικῆς καταγωγῆς. Τὸ πότε ἐγκατασταθήκαν στό Λάλα δὲν
 εἶναι ξεκάθαρα.
Ὁ Σπυρίδων Τρικούπης θεωρεῖ ὅτι το Λάλα κατοικήθηκε ἀπὸ Ἀλβανούς τῶν Βυζαντινῶν χρόνων
 καθώς καί τα «Μπαρδουνοχώρια», στὴ Λακωνία.
 Ὁ Κ. Ἡλιόπουλος γράφει ὅτι μετά τὴν Ἂλωση, στίφη Ἀλβανών ἐγκαταστάθηκαν στὸ Λάλα, 
ἐνῶ ο Γ. Χρυσανθακόπουλος ἀναφέρει ὅτι οἰκιστὲς ἦταν ὁ Ἱσμαήλ Ἀγάς μὲ ὁμάδα Ἀλβανών 
ποῦ εἶχαν καταλάβει τήν Μεθώνη ὴ τήν Κορώνη το 1438. 

Ὁ Άμβρόσιος Φρατζής ἀναφέρει ὅτι, «ὴ πόλις τοῦ Λάλα ὑπήρξε κατά το 1714 καί ἐπληθύνθει 
μετά τα Ὀρλωφικά». 
Ὁ πληθυσμὸς τοῦ Λάλα κατ’ ἄλλους ἦταν 7.000, ἐνῶ κατά τίς παραμονὲς τοῦ ἀγώνα ὸ Φρατζής 
μᾶς πληροφορεῖ πῶς εἶχε περίπου 1.000 οἰκίες .
Ὅταν κατά το 1715 οι Βενετοί ἀποσύρθηκαν καί ὁλόκληρη ὴ Πελοπόννησος πέρασε στούς 
Τούρκους, τα πλούσια μέρη τής Ἠλείας δόθηκαν σεπρίγκιπες ἀπὸ τα σουλτανικά χαρέμια. 
Οἱ «Χοττομαναίοι» τής Γαστούνης, ὅπως ὀνομάστηκαν οι Ὀθωμανοί πρίγκιπες, χρησιμοποίησαν 
τοῦς Λαλαίους ποῦ συντηρούνταν ἀπὸ ἐπιδρομές σὲ Ἑλληνικά χωριά, γιά νά κρατοῦν ὑποταγμένα
 τα γειτονικά μέρη. 
Παράλληλα εἶχαν ἀρχίσει στὰ βουνὰ νὰ ἐμφανίζωνται οι πρῶτοι Ἕλληνες κλέφτες καί οι 
Λαλαίοι χρησιμοποιήθηκαν, κατά κόρον, ἐναντίον τοῦς Μετά τα Ὀρλωφικά, οι Λαλαίοι 
συνέπραξαν μὲ τοῦς Τουρκαλβανούς, οι ὁποίοι στάλθηκαν γιά τήν κατάπνιξη τοῦ κινήματος. 


Χιλιάδες Πελοποννήσιοι πλήρωσαν μὲ τὴ ζωή τοῦς τη συμμαχία αὐτή. 
Ὅμως Λαλαίοι καί Τουρκαλβανοί ἔγιναν ἐφιάλτες ἀκόμα καί γιά τοῦς Τούρκους μπέηδες καί 
ἀγάδες. 
Ἔτσι λοιπόν στάλθηκε στον Μωριᾶ ὸ φοβερός πασᾶς, Χασάν Τζεσαερλής, ὸ ὁποῖος μὲ τη 
βοήθεια 
Ἑλλήνων κλεφτῶν κατόρθωσε νὰ ἐξολοθρεύσει τοῦς νεοαφιχθέντες Τουρκαλβανούς, ἐνῶ ὅσοι
 ἀπὸ 
αὐτούς γλύτωσαν κατέφυγαν στον Λάλα καί κατ’ ἐπέκταση στήν ἀσφάλεια ποῦ τοῦς προσέφεραν
 οι ὅμοιοί τοῦς . 
          Σύντομα ἔγιναν τόσο ἱσχυροί ποῦ δέν ὑπολόγιζαν ούτε καί τον Τούρκο πασᾶ τής 
Τριπολιτσάς,  πρωτεύουσας  τότε τοῦ Μωριᾶ 
          Οἱ Λαλαίοι περιφρονοῦσαν τοῦς Τούρκους, ἐνῶ τοῦς Ἕλληνας τοῦς θεωροῦσαν σκλάβους.
          Οἱ Χοττομαναίοι ζοῦσαν τρυφηλά καί ἔδιναν τίς κόρες τοῦς στούς Λαλαίους γιά νὰ ἔχουν
 τὴ βοήθεια  τοῦς. 
      Αὐτοί ἀποκτοῦσαν κτήματα, εἴτε ὡς προῖκα εἴτε ἀγοράζοντας τα κι ἔτσι σύντομα ἔγιναν 
κυρίαρχοι τής Ἠλείας.
       Περί το τέλος τοῦ 18ου καί τίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰώνα ὴ οἰκονομικὴ ἰσχύς τῶν Λαλαίων
 λόγο τής   ληστείες μεγάλωσε, ὅπως καί ὴ στρατιωτικὴ τοῦς ἰσχὺ, μετά καί τήν πτώση τῶν 
  Χοτομαναίων ποῦ  κυριαρχοῦσαν στὴ Γαστούνη καί ἔτσι οι Ἀλβανοί εἰσχώρησαν στήν
 Ὀθωμανική εξουσία.
     Η Ὀθωμανική   Αὐτοκρατορία εἶχε λίγο στρατό στήν Πελοπόννησο. Περί τοῦς 2.500 
στρατιῶτες,  ἀπὸ τοῦς ὁποίους 500 ἦσαν στὴν Τρίπολη. 
     Γι’ αὐτό εἶχε ἀνάγκη τὴς στρατιωτικῆς βοήθειας τῶν Λαλαίων καὶ παραβλέπανε τίς  
βιαιοπραγίες τῶν  Τουρκαλβανών.
       Η περιουσιακή αὔξηση τῶν Λαλαίων αὔξησε καὶ τὴν ἐξουσία τοῦς στὴ Γαστούνη, τον 
Πύργο καί τα Καλάβρυτα. 
    Μὲ το ἐμπόριο δέν ἀνακατεύονταν, ἁντιθέτως το ἐμπόριο ἦταν στὰ χέρια τῶν Ἑλλήνων. 
    Περίφημος ἦταν ὸ ἀρχηγός τοῦς Ἀλή Φαρμάκης, τον ὁποῖο κατάφερε να διώξει ἀπὸ τήν
 Πελοπόννησο ὁ γιὸς τοῦ Ἀλή πασᾶ τῶν Ἰωαννίνων, Βελή πασᾶς μετά ἀπὸ μεγάλη εκστρατεία. 
    Ὡστόσο ἡ ἰσχύς τῶν Λαλαίων δὲν εἶχε μειωθεῖ καθόλου ως τὴν ἔκρηξη τής Ἐπανάστασης
 τοῦ  Στηριζόμενοι στὴ δύναμή τους καὶ μάλιστα κατά τήν ἐποχή τοῦ Ἀλή Φαρμάκη, ἀρνήθηκαν
 νὰ καταβάλουν  τον ἐπιβαλλόμενο φόρο στὴν Πόλη. 
    Αὐτό ἔκαμε το Σουλτάνο νά ὑποπτεύεται ὅτι οι Λαλαίοι μὲ τοῦς ἄλλους ὁμοεθνεῖς τους, 
θὰ προέβαιναν σε πράξεις ἀνεξαρτησίας κι ἐπεδίωξε τὴν ἐξόντωσή τους ή την ὑποταγῆ τους.
      Κατά τον Π. Παπατσώνη, ὁ Σουλτᾶνος, «ὑπέβλεπε τοῦς δυνατούς καὶ ἤθελε νὰ τους βγάλει 
από τήν ἀράδα». 
   Στὴν Πηνεία, ὁλόκληρα χωριά εἶχαν μεταβληθεῖ σε τσιφλίκια τῶν Λαλαίων. 
   Ἀκόμα καὶ στήν Ἀχαΐα, στήν ἐπαρχία Καρυταίνης καὶ του Φαναριού, οἱ Λαλαίοι προσπαθοῦσαν 
νὰ ἐπεκτείνουν τήν ἐπιρροή τους, ἐκμεταλλευόμενοι καὶ τις ἀντιπάθειες ποῦ εἶχαν οι Ἕλληνες 
προεστοί μεταξύ τους. 
    Ο Σ. Τρικούπης ἀναφέρει ὅτι οἱ ἀνδρείοι καὶ ἐμπειροπόλεμοι Λαλαίοι ζοῦσαν καταρχάς
 ὡς ληστές ἡ ὡς ὑπομίσθιοι τῶν Χοτομαναίων τής Γαστούνης. 
   Πολλές φορές Βλέπουμε συνεργασία Ἑλλήνων καὶ Ἀλβανών σὲ ορισμένες περιπτώσεις.
     Ὁ Κολοκοτρώνης εἶναι γνωστό ὅτι εἶχε σχέσεις με τοῦς Λαλαίους, ἄλλοι ἀπὸ αὐτοὺς 
ἦταν φίλοι του  καὶ ἄλλοι ἐχθροὶ του. 

Η Ἡλεῖα περνᾶ «διά πυρός καὶ σιδήρου»

 Οἱ Λαλαίοι μὲ τὴ δύναμη ποῦ διέθεταν ἦταν ἕνας φοβερός ὑπολογίσιμος ἀντίπαλοι γιά κάθε
 ἐξέγερση. 
Ὅταν ξέσπασε ἡ Ἐπανάσταση ὅλοι οι Τοῦρκοι τοῦ Μωριά ἔπραξαν νὰ βροῦν καταφύγιο στὰ
 γειτονικά τους φρούρια ἡ στήν Τριπολιτσά. 
      Ἀνάμεσα τους καὶ οι φοβεροί «Μπαρδουνιώτες».
      Οἱ μόνοι ποῦ παρέμειναν ἕκτος τῶν τειχῶν τῶν φρουρίων ἦταν οἱ Λαλαίοι ποῦ ὑπολογίζεται
 ὅτι στίς ἀρχές τοῦ ἀγῶνα εἶχαν δύναμη 1.900 ἀνδρῶν, 400 ἀπὸ τους ὁποῖους ἦταν ἱππεῖς. 
    Οἱ Λαλαίοι κινητοποιήθηκαν γιά να βοηθήσουν τοῦς ὀμόθρησκούς τους, ἐνῶ παράλληλα 
ἀρχικά προσπάθησαν νὰ κρατήσουν τήν Ἡλεῖα ἕξω ἀπὸ τίς ἐπαναστατικές ἐνέργειες.
 Ὡστόσο οἱ Ἡλεῖοι ξεσηκώθηκαν ἀπὸ τις ἀρχὲς τοῦ Ἀγώνα.
     Ὅμως ἦταν ἀπειροπόλεμοι, ἐκτός ἀπὸ ὁρισμένους πού εἶχαν ὑπηρετήσει ὡς ἀξιωματικοὶ
 καί ὁπλίτες  στὰ ἀγγλικὰ τάγματα στὴ Ζάκυνθο. 
    Ἐπί κεφαλῆς τῶν προκρίτων τῆς Γαστούνης ἦταν ὁ Γεώργιος Σισίνης, ὁ ὁποῖος ἀναγνωρίστηκε
 ἀμέσως  ὡς ἀρχηγός τῶν ἐπαναστατημένων Ἑλλήνων ποῦ πολιόρκησαν τοῦς Τούρκους τὴς 
Γαστούνης.
     Ὅταν ὅμως μαθεύτηκε ὅτι σπεύδουν σὲ βοήθεια τῶν τελευταίων οι Λαλαίοι σχεδὸν ὅλοι οἱ
 ἐπαναστάτες  ἐγκατέλειψαν τον Σισίνη, μὲ ἐξαίρεση ἐλάχιστους ἄνδρες. 
     Ὁ Γεώργιος Σισίνης γεννήθηκε στὴ Γαστούνη τῆς Ἠλείας καί καταγόταν ἀπὸ πλούσια καί 
ἱστορικὴ οἰκογένειά τὴς περιοχῆς.
     Μετά τήν ἀναίμακτη αὐτὴ ἐπιτυχία τους, οι Λαλαίοι, ἄρχισαν τίς ἐπιδρομές σὲ ὅλη τήν 
πεπεριοχή τῆς 
Ἠλείας γιά νὰ ἀποτρέψουν ὁποιοδήποτε ἐνίσχυση τῶν Ἑλλήνων ποῦ πολιορκοῦσαν τήν Πάτρα.
        Ἐπρόκειτο γιά τὴ μοναδική ἀντίσταση τῶν Τούρκων τῆς Πελοποννήσου, ἐκτός βέβαια 
ἀπὸ ἐκείνες τῶν πολιορκημένων στὰ διάφορα κάστρα τῆς Πελοποννήσου. 
      Στὴ συνέχεια οι Λαλαίοι κινήθηκαν πρὸς το πλουσιότερο Ἑλληνικό κέντρο τῆς Ἠλείας, τον
 Πύργο μὲ σκοπό νὰ κυριεύσουν καί νὰ λεηλατήσουν τήν πόλη.
    Ὁ ἀρχηγός τῶν ἐπαναστατῶν του πύργου, ὁ Χαράλαμπος Βιλαέτης ἦταν ὁ μόνος ἐπαγγελματίας
 στρατιωτικός.
    Εἶχε ὑπηρετήσει στὰ ἀγγλικὰ τάγματα τῆς Ζακύνθου καί εἶχε λάβει τον βαθμό τοῦ Λοχαγού. 
    Στίς 2 Ἀπριλίου 1821 οι Λαλαίοι ἐμφανίστηκαν ἔξω ἀπὸ τον Πύργο καί ζήτησαν τήν ἄμεση 
παράδοσή του στήν πόλη ἐκείνη τη μέρα βρίσκονταν 100 Ζακυνθινοί, 70 πολεμιστές ἀπὸ τήν
 Ἀγουλινίτσα καί οι γιοὶ τοῦ Κολοκοτρώνη Πάνος καί Γενναῖος, ποῦ ἔρχονταν ἀπὸ τήν Ζάκυνθο μέ
 προορισμό τὴ Γορτυνία, μέ σκοπό νὰ συναντήσουν τον πατέρα τους. 
Ἔγινε πολεμικό συμβούλιο, στὸ ὁποῖο πήραν μέρος ὅλοι οι ὁπλαρχηγοί.

 Οἱ ὑπερασπιστές τοῦ Πύργου ἦταν 550 ἐνῶ οι Λαλαίοι 1.000. 

     Ὅμως οι Ἕλληνες ἦταν ἀπειροπόλεμοι καί ὁ Πύργος δέν εἶχε κάποια ἰσχυρή θέση. 
Η ἀξίωση ὅμως τῶν Λαλαίων γέμισε ὀργὴ τοὺς Ἕλληνες Ἔτσι συγκεντρώθηκαν στ’ ἀλώνια ἔξω ]
ἀπὸ τήν πόλη περιμένοντας τοὺς ἔχθροὺς ἐντελῶς ἀκάλυπτοι. 
      Οἱ Λαλαίοι τοὺς περικύκλωσαν διαιρεμένοι σε τρία σώματα.
       Μόνο 200 Ἕλληνες πρόλαβαν νὰ σωθοῦν τρέχοντας στὰ πρῶτα σπίτια τοῦ Πύργου ὅπου καί 
ὀχυρώθηκαν. Στὴν πόλη τοῦ Πύργου ἐπικράτησε πανικός. 
     Ὁ ἄμαχος πληθυσμὸς ἐγκατέλειψε τα σπίτια τοῦ Αἱ περισσότερα γυναικόπαιδα κατέφυγαν στὸ
 Κατάκολο καί στον  Αἰγίου Ἀνδρέα,   Απ’ ὅπου Ζακυνθινά πλοιάρια τοὺς μετέφεραν στο 
«φιόρο τοῦ Λεβάντε». 
     Τὴ διαφυγή τῶν γυναικόπαιδων, βοήθησε ἡ ἡρωική ἀντίσταση τῶν κλεισμένων στὰ σπίτια
 τοῦ Πύργου 200 ἐνόπλων, ἀνάμεσα στοῦς ὁποῖους καί ὁ 15χρονος, τότε Γενναῖος Κολοκοτρώνης
 καί ὁ 21χρονος ἀδελφὸς τοῦ Πάνος, ποῦ το 1824 δολοφονήθηκε ἀπὸ τοὺς κυβερνητικούς στὴ 
διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου πολέμου.    ;
     Μετά ἀπὸ ὀχτάωρη πολιορκία, οι γενναῖoι ὑπερασπιστές τοῦ Πύργου ἀναγκάστηκαν νὰ
 ἀποχωρήσουν, καθώς οι Λαλαίοι ἄρχισαν νὰ βάζουν φωτιά στα ὀχυρωμένα σπίτια. 
Η ἔρημη πόλη, ἔμεινε ἕρμαιο στίς ἄγριες διαθέσεις τοῦ ἐχθρού. 

Η πρώτη ὑποχώρησή τῶν Λαλαίων. 


Στίς 24 Ἀπριλίου, οἱ Λαλαίοι ἐμφανίστηκαν μπροστά στη Ἀγουλινίτσα, το σημερινό Ἐπιτάλιο. 
Ἀρχηγὸς τῶν λίγων  ντόπιων, ἦταν Αἱ πρόκριτος Ἀλέξης Μοσχούλας, ποῦ μὲ 70 συμπολίτες 
του εἶχε πολεμήσει καί στον Πύργο.
     Ὀργάνωσε την ἄμυνα της κωμόπολης ὅσο καλύτερα μπορούσε, ἐνισχυόμενος ἀπὸ μερικούς 
Πυργιώτες που  βρέθηκαν κοντά.
 Παράλληλα, ἄλλοι 70 Πυργιώτες καί 70 μαχητὲς ἀπὸ τὴν Κυπαρισσία καί τα Φιλιατρά, 
κατέλαβαν τη στρατηγικῆς σημασίας θέση Κλειδί. 
     Οἱ Λαλαίοι παρέμειναν τη νύχτα στον Ἀλφειό καί τα ξημερώματα ἐπιτέθηκαν ἐναντίον τῆς
 Ἀγουλινίτσας. 
   Οἱ λιγοστοί ὑπερασπιστές της βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, ὡστόσο ἦταν ἀποφασισμένοι νὰ
 αμυνθούν μέχρι  τέλους.  
 Τότε ἔφτασαν γιά βοήθεια οι ὑπόλοιποι Ἕλληνες ἀπὸ το Κλειδί. 
    Στὸ βουνό Δάρβιζα, πάνω ἀπὸ την Ἀγουλινίτσα, βρῆκαν Τούρκους νὰ φρουροῦν τη θέση καὶ 
τοῦς  ἐπιτέθηκαν.
     Ἐκείνοι, βλέποντας πολλούς ἐπαναστάτες νὰ φοροῦν μαύρες βράκες, τους πέρασαν γιά 
Μανιάτες  καὶ ἔντρομοι ἔτρεξαν στὴν Ἀγουλινίτσα.    
 Ἀλλά καί οι Λαλαίοι, φοβήθηκαν ὅτι θὰ ἀποκλειστοῦν ἀπὸ ἱσχυρότερες ἑλληνικές δυνάμεις
 μέσα στην Ἀγουλινίτσα καί ὑποχώρησαν καταδιωκόμενοι ἀπὸ τον Μοσχούλα καί τους ἄντρες
 του, που κατόρθωσαν κοντά στον Ἀλφειό να σκοτώσουν ἐννιά καί να συλλάβουν δεκατρείς. 
Ἦταν η πρώτη φορά που οι Λαλαίοι ὑποχώρησαν μπροστά στους Ἕλληνες 
 Οἱ πλείοσι, ἦταν οι μόνοι ἀπὸ τους Πελοποννήσιους που ὑποχρεώθηκαν να ἀντιμετωπίσουν
 ἐχθρούς καί ὄχι ἀαμυνόμενους.
        Το μίσος μεταξύ Ἑλλήνων καί Λαλαίων, ἦταν ἀβυσσαλέο καί μακροχρόνιο. 
Ἦταν φανερό, ὅτι κάποιοι ἀπὸ τους δύο, στο τέλος της Ἐπανάστασης ἡ καί νωρίτερα, θὰ 
ἔπρεπε  να ἐγκαταλείπουν τον Μοριά.
     Ὁ «Ἀθανάσιος Διάκος» τῆς Ἠλείας  Γέρος μετά το πάθημά τους στήν Ἀγουλινίτσα, οι
 Λαλαίοι ἐπιτέθηκαν  ξανά ἐναντίον του ἔρημου Πύργου καί τῶν γειτονικῶν, πρὸς τον Ἀλφειό, 
χωριῶν τῆς Ὀλυμπίας. 
Ὁ Χαράλαμπος Βιλαέτης, στον ὁποῖο ἀναφερθήκαμε παραπάνω, κατέλαβε με 500 Πυργιώτες 
αἰφνιδιαστικά το χωριό Στρέφι.
     Στὸ κοντινὸ χωριό Λατζόι, τοποθέτησε μικρή φρουρά ἀπὸ Ζακυνθινούς καί Πυργιώτες, 
με ἐπικεφαλῆς τοῦς  ἀδελφούς Παναγιώτη καί Δημήτρη Καμπάση ἀπὸ τη Ζάκυνθο.
    Ἦταν ἡ πρώτη φορά ποῦ Ἕλληνες στρατοπέδευαν τόσο κοντά στον Λάλα. Στίς 10 Μαΐου 
1821, 1.000 Λαλαίοι περικύκλωσαν το Λατζόι.
    Η ὀρμή τους ἦταν φοβερὴ, ἀλλά καί οι Ἕλληνες μάχονταν ἡρωικά.
 Ὁ Βιλαέτης, ἀπὸ το Στρέφι ὅπου βρισκόταν, ξεκίνησε νά βοηθήσει τοὺς πολιορκημένους στό 
Λατζόι.
     Τόν ἀκολούθησαν μόνο 100 ἀπὸ τοὺς ἄντρες του. Θέλοντας νά φτάσει γρηγορότερα στό 
Λατζόι, 
δέν κινήθηκε ἀπὸ τα ὑψώματα τῶν χωριῶν Ἀρβανίτι καί Καράτουλα, ἀλλά ἀπὸ τον ἀκάλυπτο 
πεδινό δρόμο. 
Οἱ Λαλαίοι τοὺς ἀντιλήφθηκα καί κατάφεραν νά ἀποκόψουν τον Βιλαέτη ἀπὸ το κύριο μέρος
 τῶν ἀνδρῶν του.
 Μόνο 28 πολεμιστές ἔμειναν μαζί του.           Ὁ Βιλαέτης, αν καί μπορούσε νά διαφύγει, προτίμησε
 νά πολεμήσει  καί νά πράξει το Καθῆκον του πρὸς το Γένος.
         Οἱ Λαλαίοι ἄρχισαν νά χτυποῦν ἀπὸ παντοῦ Μία σφαίρα βρῆκε στό κεφάλι τον Βιλαέτη 
ποῦ ἄρχισε νά αἰμορραγεί, ὡστόσο συνέχισε νά πολεμᾶ Η ἄγρια συμπλοκή συνεχίστηκε κι
 ἔμειναν νά πολεμοῦν 
ὁ Βιλαέτης καί τρεῖς ἀκόμα γενναίους ἀγωνιστές. 
      Σὲ λίγο, ὁ Ἠλεῖος ἀρχηγὸς δέχθηκε βροχή ἀπὸ σφαῖρες ἔπεσε νεκρός. 
     Οἱ Λαλαίοι ἐενθουσιάστηκαν καί δέν ἀσχολήθηκαν ἄλλο με το Λατζόι καί το Στρέφι. 
    Ἔκοψαν το κεφάλι του Βιλαέτη, το κάρφωσαν σ’ ἔνα κοντάρι καί ἐπέστρεψαν πανηγυρικὰ 
στον Λάλα. 
 Γι’ αὐτοὺς, κάθε ἀντίσταση στήν Ἡλεῖα ἔπαψε με τον θάνατο του Βιλαέτη. 
Εἶναι ὅμως χαρακτηριστικό, ὅτι ἐνῶ οι Λαλαίοι περιφρονούσαν τοὺς πάντες, τον Βιλαέτη,
 ὅμως τον θαύμαζαν, ἀποκαλῶντας τον «Φραγκοπαλικάρι». 
Αὐτό ἦταν το ἡρωϊκό τέλος του Χαράλαμπου Βιλαέτη.

 Ὁ Νίκος Γιαννόπουλος, στό βιβλίο του «1821. 

Οἱ Μάχες τῶν Ἑλλήνων γιά την Ἐλευθερία», γράφει ὅτι του ἀρμόζει μιά θέση δίπλα στον 
Ἀθανάσιο Διάκο  καί τον Παπαφλέσσα καί δέν ἔχει ἄδικο. 
Νά σημειώσουμε ἐπίσης γιά τον Βιλαέτη, ὅτι ἦταν αὐτός ποῦ ὔψωσε τη σημαία τῆς 
Ἐπανάστασης στον Πύργο, στις 26 Μαρτίου 1821 καί πρίν τις συμπλοκές του με τοὺς Λαλαίους, 
εἶχε πολιορκήσει τοὺς Τούρκους στό κάστρο Χλεμούτσι. Τό κάστρο στό Χλεμούτσι το ὁποῖο
 χτίστηκε ἀπὸ τοὺς Γάλλους κατά την ἐποχῆ τῆς Φραγκοκρατίας καί ἀποτελοῦσε ἔνα ἀπὸ τα 
μεγαλύτερα τῆς Πελοποννήσου. 

Η συνεισφορά τῶν Ἐπτανήσιων. 

Ἐκείνη τήν κρίσιμη στιγμή ποῦ οι Ἡλείοι εἶχαν κυριευθεῖ ἀπὸ ἀπαισιοδοξία ἐμφανίστηκαν, 
«σαν ἀπὸ μηχανῆς θεοί», οι Κεφαλλονίτες Ἀνδρέας Μεταξᾶς καί Γεράσιμος Φωκάς, με 350 
ἄνδρες καί ὁ Βαγγέλης Πανάς με 100 ἄνδρες Νὰ θυμίσουμε ὅτι τα Ἐπτάνησα τότε ἦταν
 ἀγγλοκρατούμενα καί οι  «γνωστοὶ ἀνθέλληες», Βρετανοί ἔδειχναν μεγάλη αὐστηρότητα σὲ
 ὅσους Ἐπτανήσιους ἔσπευδαν νά  πολεμήσουν στό πλευρό τῶν ἐπαναστατημένων συμπατριωτῶν
 τοὺς Μάλιστα, οι Κεφαλλονίτες ἐμφανίστηκαν ὡς «ἀρχηγοί καί στρατηγοὶ τῶν Ἡνωμένων 
δυνάμεων τῆς Ἑπτανήσου» καί κυκλοφόρησαν φήμες ὅτι ἀποτελοῦν το πρῶτο τμῆμα μεγαλύτερου 
στρατεύματος.

 Ὁ Κωνσταντίνος Μεταξᾶς, ἀδελφὸς τοῦ Ἀνδρέα, ἀγόρασε στὶς 17 Μαΐου με δικά του χρήματα,
 δύο πεδινά τροχοφόρα πυροβόλα ἀπὸ ἕναν Κεφαλλονίτη πλοίαρχο. 
 Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοῦς χιλιάδες Ἕλληνες που ἔδωσαν μέρος της προσωπικής τοῦς περιουσίας
 γιά τον Ἀγώνα
 Πολλοί, ἀπὸ αὐτοὺς, πρίν το 1821 ἦταν πάμπλουτοι καί ἀφοῦ ἔδωσαν τα πάντα γιά τήν
 Επανάσταση, πέθαναν πάμφτωχοι καί ἀγνοημένοι.
            Στίς 20 Μαΐου 1821, οι Κεφαλλονίτες ξεκίνησαν με κατεύθυνση τον Πύργο. 
Στήν πορεία, ἑνώθηκαν  με πολλές ὁμάδες χωρικῶν με ντόπιους ἀρχηγούς Στὸν Πύργο,
 συναντήθηκαν με 160 Ζακυνθινούς, ὑπό τον Διονύσιο Σεμπρικό καί Πυργιώτες, ὑπό τον 
Νικόλαο Βιλαέτη, ἀδελφό του Χαράλαμπου. Ἔτσι στοὺς  Ἐπτανήσιους, προστέθηκαν καί
 700 περίπου Ἡλείοι, στοὺς ὁποίους συμπεριλαμβάνονταν καί  100 πολεμιστές ἀπὸ το χωριό 
Δίβρη, τη σημερινή Λάμπεια, ὑπό τοῦς Ἰωάννη καί Ἀγγελῆ Πετραλιά, 
ὁ ὁποῖος μισθοδοτούσε τοῦς ἀγωνιστές αὐτοὺς καί ξόδεψέ γιά τον Ἀγώνα 100.000 γρόσια. 
Στις 13 Μαΐου, 600 ἀγωνιστές ἀπὸ τήν Ὀλυμπία ὑπό τοῦς Τ. Χριστόπουλο καί Ν. Ζαριφόπουλο, 
600 Γορτύνιοι, ὑπό τον Γ. Πλαπούτα καί 250 ἄνδρες ἀπὸ τήν Κυπαρισσία, ὑπό τον Κ. Μέλλιο, 
κατέλαβαν τη θέση Συκιά. 
     Εἶχαν σταλεῖ ἀπὸ τον Θ. Κολοκοτρώνη γιά να ἐμποδίσουν τυχόν βοήθεια τῶν Λαλαίων 
πρός τήν πολιορκούμενη Τριπολιτσά. 
      Αὐτό ἀποτελεῖ δεῖγμα του πόσο ὑπολόγιζε τοῦς Λαλαίους ὁ «Γέρος του Μοριά». 
     Μᾶς εἶναί γνωστός ἕνας διάλογος ἀνάμεσα σε κάποιον σημαντικό ἀνάμεσα στοὺς Λαλαίους
 καί στον Κολοκοτρώνη ὅπου φαίνεται κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς να λέει στον «Γέρο», 
«Αχ, βρε Κολοκοτρώνη, αν γινόσουν μουσουλμάνος, τέτοιο παλικάρι που εἶσαι, θα γινόσουν
 ἄρχοντας τρανός!». Ἐκεῖνος φέρεται να τον ρωτά, «Δηλαδή, θα ἔκανα καί σουνούτεμα», 
δηλαδή περιτομή. 
    Ὁ Λαλαίος του ἀπαντά πῶς, «Βέβαια αύτό εἶναί άπαραίτητο». 
    Τότε ὁ «Γέρος» τοῦ ἀπαντά με ἀφοπλιστική εὐθύτητα, «Ἄσε μπέη μου, δε γίνεται. 
    Ὅταν βαφτιζόμαστε ἐμεῖς οι Χριστιανοί, ὁ παπάς κόβει λίγο μαλλί απ΄ το κεφάλι μας καί 
το βάζει πίσω  ἀπὸ το εἰκόνισμα του Χριστοῦ, σημάδι ὅτι εἴμαστε δικοί του. Ἀν κάνω λοιπόν
 σουνούτεμα καί  γίνω μουσουλμάνος, θὰ ἔχει κι ὁ Μουχαμέτης το … αύτό καί ὅταν πεθάνω θα
 με θέλει να πάω στό  δικό του παράδεισο.
       Γιὰ σκέψου λοιπόν, να με τραβάει ὁ ἕνας ἀπὸ το μαλλί κι ὁ άλλος ἀπὸ τήν ψωλή. 
      Νὰ βάλω σε μάχη, γιά το χατίρι μου, τέτοιους μεγάλους προφητάδες; Θα βρῶ το μπελά μου… 
Ἄστο, καλύτερα!».
     Ὁ Δημήτρης Πλαπούτας ἦταν ἐπικεφαλῆς του ἀγῶνα στην Ἀρκαδία μαζί με τον Θεόδωρο
 Κολοκοτρώνη. Η ἐπίθεση στον Λάλα. Στίς 29 Μαΐου, το σῶμα τῶν Ἐπτανησίων, ξεκίνησε
 ἀπὸ το Στρέφι καί κατέλαβε το Γούμερο, ἐνῶ ὴ δύναμή του εἶχε αὐξηθεῖ σε 1.500 ἄτομον. 
Ἦταν ὴ πρώτη φορά που Ἕλληνες πλησίαζαν  τόσο πολύ κοντά στον Λάλα. 
Οἱ Λαλαίοι, γιά να τοῦς ἐμποδίσουν να καταλάβουν ὀχυρές θέσεις γύρω απ’ το χωριό τοῦς,
 ἔστειλαν ἔνα μέρος τῆς δύναμής τοῦς ἐναντίον τῶν Γορτυνίων καί τῶν Ὀλυμπίων, ἐνῶ οι
 περισσότεροι κινήθηκαν
 ἐναντίον τῶν Ἡλείων κα τῶν Ἐπτανησίων Ἔχοντας πλέον τοῦς Ἐπτανήσιους δίπλα τοῦς, οι
 Πελοποννήσιοι  αἰσθάνονταν σιγουριά καί ἀφοῦ κατέλαβαν ἕναν κοντινό λόφο πρός τη θέση
 «Μνῆμα του Μπουτίνη», τοποθέτησαν τα πυροβόλα καί ἄρχισαν να σφυροκοπούν τοῦς
 Λαλαίους.  
                                      Η μάχη κράτησε 7 ὧρες    
Οἱ   Λαλαίοι ὑποχώρησαν με βαριές ἀπώλειες, 70 ἀπὸ αὐτοὺς σκοτώθηκαν ἐνῶ οι Ἕλληνες 
ἔχασαν 14 ἄνδρες 
     Ἡ ἐπιτυχία αὐτή, τόνωσε το ἠθικὸ τῶν Ἑλλήνων, ἐνῶ οι Λαλαίοι θορυβήθηκαν ἰδιαίτερα 
Ἔβλεπαν γιά πρώτη φορά στα περίχωρά τοῦς ἕναν ἰσχυρὸ ἀντίπαλο Τό ἴδιο βράδυ, οι Ἕλληνες 
κατέλαβαν το χωριό Πούσι ποῦ ἀπεῖχε μισή ὥρα ἀπὸ τον Λάλα, ὅπου ἐπικρατοῦσε ταραχὴ
 Μάλιστα οι γυναῖκες τῶν Λαλαίων, ὡρύονταν καθώς ἔβλεπαν Ἕλληνες τόσο κοντά τοῦς 
       Ὁ Λάλας, γιά πρώτη φορά βρέθηκε πολιορκημένος. 
Αὐτό ὀφειλόταν κυρίως στοὺς Ἐπτανήσιους, ποῦ ἦταν πειθαρχημένοι καί άψογα ὀργανωμένοι, 
ἐνῶ εἶχαν  ἐξυπηρετήσει στα γαλλικά καί τα ἀγγλικὰ τάγματα τῆς Ἑπτανήσου Αἱ σύσκεψη ποῦ 
ἀκολουθοῦσαν, οι Ἐπτανήσιοι πρότειναν ἄμεση ἐπίθεση, ἀντίθετα οι Πελοποννήσιοι ,καθώς 
οι ἄνδρες τοῦς δὲν εἶχαν ἀρκετὰ πολεμοφόδια καί ὁ ὁπλισμός τοῦς ἦταν ἐλλιπής, ἀντέδρασαν.
      Μάλιστα, ὁρισμένοι πολεμιστές, μόλις πληροφορήθηκαν ὅτι ἐτοιμάζεται ἐπίθεση στον Λάλα, 
ἀποχώρησαν. 
Ξαφνικά, κυκλοφόρησαν φήμες ὅτι οι Λαλαίοι ἦταν πρόθυμοι να δεχτοῦν προτάσεις ἀπὸ τοῦς
 Κεφαλλονίτες γιά παράδοση. 
Οἱ φήμες αὐτές προκάλεσαν ἀναστάτωση στό επτανησιακό στρατόπεδο. Οἱ ἐπικεφαλῆς τῶν
 Ἐπτανησίων, γιά να ἀποφύγουν ἀποχώρηση τῶν ἀνδρών τοῦς, ἔστειλαν στὶς 2 Ἰουνίου ἐπιστολὴ 
στοὺς Λαλαίους  με προτάσεις γιά παράδοσή 
     Οἱ Λαλαίοι χρονοτριβούσαν. Ἔστειλαν μάλιστα εἰρωνική ἐπιστολὴ στον Ἀνδρέα Μεταξά, 
σύμφωνα με τήν ὁποία Θὰ του ἔδιναν μόνον, «ὀλίγα κεράσια του Λάλα (σήμερα θεωροῦνται 
τα καλύτερα τοῦ Μοριά)  καί δύο ρεβανιά δι’ ἀγάπην». 
    Η πτώση τοῦ Λάλα. Ἔτσι οι Ἕλληνες ἀποφάσισαν ἐπίθεση Ἀπὸ κακή συνεννόηση, 
ὁ Πλαπούτας με τοῦς ἄνδρες τοῦ ἐπιτέθηκαν μόνοι τοῦς στὶς 9 Ἰουνίου 
          Οἱ Λαλαίοι τοῦς ἐπιτέθηκαν καί τοῦς ἔτρεψαν Αἱ φυγή.
 Ὁ Γ. Πλαπούτας, μέσα στὴ γενική σύγχυση καί τον καύσωνα, ἔπαθε συμφόρηση καί πέθανε. 
Ὡστόσο, οι Λαλαίοι ἔχασαν 60 ἄνδρες, ἐνῶ οι Ἕλληνες εἶχαν 13 νεκρούς, 11 Πελοποννήσιους 
καί 2 Ἐπτανήσιους. 
     Οἱ Λαλαίοι βρίσκονταν Αἱ δεινή θέση. 
Η πολιορκία τῆς Τριπολιτσάς, εἶχε γίνει ἀσφυκτική, ὁ Ὀμέρ Βρυώνη καθηλώθηκε στὴ Βοιωτία,
 ἔτσι μποροῦσαν να ἐλπίζουν μόνο Αἱ βοήθεια ἀπὸ τήν Πάτρα.
    Ἔτσι ζήτησαν τη βοήθεια τοῦ Γιουσούφ πασᾶ, ὁ ὁποῖος ἐκστράτευσε προσωπικά, ἐπικεφαλῆς 
1.000 ἔως 1.500 ἀνδρών, μεταξύ τῶν ὁποίων 300 ἱππεῖς (ντελήδες). 
    Ὅταν ὴ δύναμη αὐτή πλησίασε στό Λάλα, στὶς 11 Ἰουνίου, οι Λαλαίοι ἐπεχείρησαν ἐπίθεση
 ἀπὸ τήν πλευρά τοῦς, με ἀποτέλεσμα οι Ἕλληνες νά βρεθοῦν ἀνάμεσα Αἱ δύο πυρά καί νά
 δώσουν τήν εὐκαιρία στον Γιουσούφ νά μπεῖ στό Λάλα. 
   Τελικά, ὁ Γιουσούφ ἐπιχείρησε ἐπίθεση στὶς 13 Ἰουνίου Θαρραλέα τοῦς ἀντιμετώπισαν 
οι Ὀλύμπιοι καί το σῶμα τῶν ἀνδρών τῆς Ἀνδρίτσαινας. 
     Ὁ κόμης Ἀνδρέας Μεταξᾶς ἦταν Κεφαλλονίτης ἀγωνιστής τῆς ἑλληνικῆς ἐπανάστασης
 του 1821, διπλωμάτης καί πολιτικός. Διετέλεσε πρωθυπουργός τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τις 
3 Σεπτεμβρίου 1843 ἔως τι 16 Φεβρουαρίου του 1844. 
     Οἱ ὁπλαρχηγοί τοῦ 1821 τοῦ ἔδωσαν το παρωνύμιο Κόντε Λάλας ἔνεκα τοῦ τραυματισμού
 τοῦ κατά τη μάχη τοῦ Λάλα. 
   Ὁ Γιουσούφ προσπάθησε να καταλάβει τα πυροβόλα, ὅμως οι Ἐπτανήσιοι, ἄν καί με βαριές
 ἀπώλειες, κατάφεραν νά τα κρατήσουν.
     Ὁ Ἀνδρέας Μεταξᾶς τραυματίστηκε καί στά δύο χέρια. 
     Ὁ Γιουρούφ, με βαριές ἀπώλειες, ἀναφέρονται ἔως καί 200 νεκροὶ, ὑποχώρησε πρὸς τον
 Λάλα.
     Οἱ Ἕλληνες ποῦ ἔχασαν 22 Κεφαλλονίτες, 2 Ζακυνθινούς καί 60 Πελοποννήσιους, 

μετακινήθηκαν στήν ὀρεινή Δίβρη.
     Τὴν ἑπόμενη μέρα ὁ Γιουσούφ με ὅσους Λαλαίους εἶχαν ἀπομείνει καί τα γυναικόπαιδα, 
ἀφοῦ σούβλισαν μερικούς αἰχμαλώτους, έφυγαν γιά τὴν Πάτρα.
   Οἱ Ἕλληνες, μπῆκαν θριαμβευτές στον Λάλα καί ἔκαψαν το χωριό. ἄλλη ἐκδοχὴ, ὅπως 
σημειώνει 
ὁ Ν. Πολίτης, ἡ πυρπόληση τοῦ χωριοῦ ἔγινε ἀπὸ τους ἴδιους τους Λαλαίους κατά τήν ἀναχώρησή 
τους«ὥστε ἐλάχιστα ἀπέμειναν πρὸς λαφυραγωγίαν εις τους εἰσελθόντας ὕστερον Ἕλληνας»
     Οἱ Λαλαίοι, μπῆκαν σε πλοῖα στις 25 Ἰουνίου καί έφυγαν γιά τήν Ἀνατολή Ἀντίθετα, ἡ 
Γ. Κολλέκα γράφει ὅτι σκόρπισαν σε διάφορα ἀρβανιτοχώρια, κυρίως τῆς Ρούμελης καί τῆς
 Εὔβοιας Τά «καλύτερα
τουφέκια τοῦ Μοριά», οι Λαλαίοι, το φόβητρο τῆς Ἠλεία, καί ὄχι μόνο, δέν φάνηκαν ποτέ πια 
στήν Πελοπόννησο. 
Ἀποτίμηση καί ἐπίλογος ἦταν μεγάλη ἡ σημασία τῆς Ἑλληνικὴς νίκης, καθώς οι Λαλαίοι θεωροῦνταν
 «τα καλύτερα τουφέκια τοῦ Μοριά».
 Ἐκτὸς ἀπὸ τήν ἀνακούφιση ποῦ ἐπέφερε τους γειτονικούς ελληνικούς πληθυσμοῦς καί τήν 
ἀναπτέρωση τοῦ ἠθικοῦ τῶν Ἑλλήνων, τῶν ὁποίων ὁ ἀγῶνας ἄρχισε νά ἐδραιώνεται στη
 βορειοδυτική Πελοπόννησο, ἐπέφερε εὐνοϊκή ἐξέλιξη τοῦ ἀγώνα στό κέντρο τῆς Πελοποννήσου
 καί  τήν τελείως  διαφορετική στάση τῶν Ἀλβανῶν τῆς Τριπολιτσάς. 
Χωρίς τη βοήθεια τῶν Ἐπτανησίων, πολύ δύσκολα οι Πελοποννήσιοι Θά ἔδιωχναν τους Λαλαίους.
   Ὅμως, κατά τήν ἐπιστροφή τους στά Ἐπτάνησα, Ζακυνθινοί καί Κεφαλλονίτες ἀντιμετώπισαν 
τήν ἄκρως ἐχθρικὴ στάση τῶν Βρετανῶν. 
Ἀρμοστής τῶν Ἐπτανήσων τότε, ἦταν ὁ περιβόητος Τόμας Μέτλαντ, ὁ ἄνθρωπος ποῦ πούλησε, με
 ἔκπτωσή ὅπως εἴδαμε, τήν Πάργα στον Άλή πασᾶ Ἀποφασίστηκε δημεύση τῶν περιουσιών ὅσων 
πολέμησαν στον Μωριᾶ καθώς καί ποινές φυλάκισης. Παράλληλα, βρετανικά πλοῖα περιπολοῦσαν
 διαρκῶς γιά νά ἀποτρέψουν μετακινήσεις τῶν Ἐπτανησίων σε Δυτική Στερεά καί Μωριᾶ 
   Οἱ πολυμήχανοι Ἕλληνες ὅμως, ἔβρισκαν πάντα τρόπους νά ξεφεύγουν καί νά μάχονται δίπλα στους
 συμπατριῶτες τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ὁ Ζακυνθινός Διονύσιος Σεμπρικός ή Κατσιλίβας. 
πῆρε μέρος στὴ μάχη τοῦ Λάλα καί τραυματίστηκε. Ἐπέστρεψε στὴ Ζάκυνθο γιά νά θεραπευτεί. 
      Ὡστόσο, συνελήφθη καί φυλακίστηκε. Με τήν καταβολή μεγάλης χρηματικής ἐγγύηση, 
ἀφέθηκε ἐλεύθερος 
Μόλις θεραπεύτηκε, δραπέτευσε» πάλι γιά τήν Πελοπόννησο ὅπου συνέχισε νά μάχεται.








Σάββατο 29 Μαρτίου 2025

Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα ἡ μεγάλη κυρία

  Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα ἡ μεγάλη κυρία  



11 Μαΐου τοῦ 1771 σὲ μία σκοτεινὴ φυλακὴ τῆς Κωνσταντινούπολης μέσα σὲ πόνους καὶ ὀδύνες, ἡ Σκεύω Πινότση ἔφερε στὸν κόσμο τὴν κόρη της Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα εἶχε πάει στὴ φυλακὴ γιὰ νὰ ἐπισκεφτεῖ τὸν ἄντρα της, Ὑδραίο πλοίαρχο Σταυριανὸ Πινότση τὸν ὁποῖον εἶχαν συλλάβει οἱ Τοῦρκοι ἀπαγγέλλοντας τοῦ κατηγορίες γιὰ συμμετοχὴ στὴν ἐπανάσταση τῆς Πελοποννήσου τοῦ 1769. 

Ἐκεῖ στὸ σκοτεινὸ δεσμωτήριο γεννήθηκε ἡ Μπουμπουλίνα καὶ τὴ βάφτισε, ὁ ἐπίσης φυλακισμένος φίλος τοῦ πατέρα της Παναγιώτης Τρουπάκης ἡ Μούρτζινος, ποῦ ἦταν ἡγεμόνας τῆς Μάνης. Ἔτσι ἔμελλε νὰ γεννηθεῖ ἡ καπετάνισσα τοῦ ἀγῶνα μέσα στὶς φλόγες τις ἐπανάστασης ποῦ τόσο θερμὰ ὑπηρέτησε 

τὰ παιδικὰ χρόνια 


Ἡ μητέρα τῆς μετὰ τὰ θάνατο τοῦ συζύγου της, ὁ ὁποῖος πέθανε τελικὰ στὴ φυλακὴ ἔφυγε ἀπὸ τήν Ὕδρᾶ καὶ ἐγκαταστάθηκε στὶς Σπέτσες. 

Τὸ 1776 παντρεύτηκε τὸ πλοίαρχο Δημήτριο Λαζάρου ἡ Ὄρλωφ. Ἀπὸ τὸ δεύτερο γάμο της Σκεύω ἀπέκτησε 8 παιδιά, ἕξι γιοὺς οἱ ὁποῖοι διακρίθηκαν στὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821,   καὶ δύο κόρες .

 Ἡ Λασκαρίνα ἀπὸ μικρὴ γοήτευε μὲ τὴν ἐπιβλητικὴ μὲ τὴν ἐπιβλητική της παρουσία. Τὰ μάτια της ἦταν μεγάλα καὶ ζωηρά, καὶ φώτιζαν τὸ μελαχρινό της πρόσωπο. Ὁ χαρακτῆρας της τολμυρὸς καὶ δυναμικὸς ὅλο πεῖσμα καὶ ἀποφασιστικότητα. 

Τὸ μεγάλο της πάθος ἦταν ἡ θάλασσα καὶ ἀπὸ μικρὴ ἡλικία πέρναγε πολλές ὧρὲς ψαρεύοντας καὶ κάνοντας κωπηλασία . 

Οἱ οἰκογένειά της 


σὲ πολὺ μικρὴ ἡλικία τὸ 1788 παντρεύτηκε τὸ πρῶτο της Ἄντρα, Δημήτρη Γιάννουζα, πλοίαρχο γνωστὸ γιὰ τὶς διώξεις του κατὰ τῶν Ἀλγερινῶν πειρατῶν ἥ Λασκαρίνα ἀπέκτησε μαζὶ τοῦ τρία παιδιά, τόν Ἰὠάννη τὸν Γεώργιο καὶ τὴ Μαρία  ὁ γιός της Ἰὠάννης εἶναι ὁ γνωστὸς Γιάννουζας ὁ ὁποῖος πολιόρκησε τὸ Ναύπλιο μὲ τὸ πλοῖο <<Ἀγαμέμνων >> δυστυχῶς ὁ ἄντρας της τὸ 1797, πνίγηκε σὲ μία ἀπὸ τις ἐπιδρομές του, ἀφήνοντας τὴ Λασκαρίνα σὲ νεαρὴ ἡλικία χήρα. Τὸ 1801 

ἢ Λασκαρίνα παντρεύτηκε γιὰ δεύτερη φορὰ τὸν πλούσιο πλοίαρχο Δημήτριο Μπούμπουλη ἀπὸ Σπέτσες, μὲ τὸν ὁποῖο ἀπέκτησε τρία ἀκόμα παιδία. Τὴ Σκεύω, τὴν Ἑλένη καὶ τὸ Νικόλα . Καὶ αὐτὸς ὅμως εἶχε τὴν τύχη μὲ τὸν πρῶτο της ἄντρα. Στῆς 10 Μαΐου τοῦ 1811, κατὰ τὴ διάρκεια μάχης μὲ ἀλγερινὸ πλοῖο, μία σφαῖρα τον βρῆκε στὸ μέτωπο καὶ τὸν σκότωσε. Ὁ Μπούμπουλης μετὰ τὸ θάνατό του ἄφησε στὴν Μπουμπουλίνα μεγάλη κληρονομιά, ἡ ὁποία ὑπολογίζεται σὲ τριακόσιες χιλιάδες τάλιρα, ἀλλὰ καὶ ἕνα πολυτελέστατο σπίτι τὸ ὁποῖο βρίσκεται στὸ κέντρο τῶν Σπετσῶν. Ἐπίσης στὸ πλοῖο ὅπου σκοτώθηκε βρέθηκε μεγάλο χρηματικὸ ποσὸ τὸ ὁποῖο παραδόθηκε ἀνέπαφο στὴν Μπουμπουλίνα 


Ἐπεκτείνει τὴν περιουσία της  καὶ μπαίνει στὴν φιλικὴ ἑταιρεία 


Ἡ Μπουμπουλίνα πανέξυπνη καὶ δυναμικὴ ὄχι μόνο κατάφερε νὰ διατηρήσει τὴν περιουσία ἀλλὰ καὶ  νὰ την αὐξήσει. Ἔγινε μέτοχος   σὲ σπετισώτικα  πλοῖα καὶ ναυπήγησε  ἐπίσης τῶν ,<<Ἀγαμέμνονα καὶ ἀλλὰ δύο μπρίκια. 

Σ΄ ἕνα ἀπὸ τὰ ταξίδια της στὴν Κωνσταντινούπολη τὰ ὁποία γίνονταν κυρίως γιὰ ἐμπορικοὺς λόγους, ἦρθε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν Γρηγόριο τὸν Ε΄ . 

Στὴν Κωνσταντινούπολη    ἔγινε μέλος της φιλικῆς ἑταιρείας ἦταν ἡ πρώτη γυναῖκα στὴν ὁποία οἱ φιλικὴ ἔδειξαν ἐμπιστοσύνη. 

πρώτη γυναῖκα ποῦ δέχτηκαν στὴν ἑταιρεία τους ἡ Λασκαρίνα μὲ τὸ δυναμισμό τους χαρακτῆρα τῆς φάνηκε ἀντάξια αὐτοῦ του ὅρκου καὶ τὸν τίμησε σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ ἀγῶνα 

 ἤ  Ὀθωμανικὴ πύλη πάντως ὅταν ἔμαθε γιὰ τὸ τεράστιο ποσὸ ποῦ της εἶχε κληροδοτήσει ὁ Μπούμπουλης διέταξε τὴ δέσμευση τῆς περιουσία της. Τότε ἐκείνη ζήτησε νὰ παρουσιαστεῖ μπροστὰ στὴν βασιλομήτορα Βαλιδὲ Σουλτάνα καὶ κατάφερε μὲ τὴν εὐστροφία της καὶ τὴν ἔντονη προσωπικότητά της κέρδισε τὴ φιλία της καὶ τὴν προστασία της σουλτάνας ἀλλὰ καὶ νὰ ἀποτρέψει τὴ δέσμευση τῆς κληρονομιᾶς της .

Πρῶτο πολεμικὸ πλοῖο στὴν Ἑλλάδα Ἀγαμέμνων 


Τὸ ὄνομα της Λασκαρίνας Μπούμπουλίνάς ἔχει συνδεθεῖ με ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ σημαντικὰ γεγονότα της Ἑλλάδας; τὴ ναυπήγηση τοῦ πρώτου Ἑλληνικοῦ πολεμικοῦ πλοίου στὴ χώρα, τοῦ << Ἀγαμέμνονα >> μιᾶς κορβέτας ποῦ κόστισε περίπου ἐνενῆντα τέσσερις χιλιάδες τάλιρα . Ὅσὸ παράξενο κι ἂν φαίνεται κατὰ τὴ διάρκεια τῆς κατασκευῆς τοῦ πλοίου ἡ Μπουμπουλίνα κατηγορήθηκε στὴν πύλη ἀπό Ἕλληνες γιὰ παράνομη χρήση περιουσίας της. Ἡ Πύλη ἔστειλε ἀπεσταλμένους της νὰ ἐξακριβώσουν ἂν πραγματικὰ ἡ Μπουμπουλίνα προετοίμαζε πολεμικὸ ὑλικὸ γιὰ την ἐπανάσταση. Ἡ ἰδία ὅμως ὄχι μόνο κατάφερε νὰ διασκεδάσει τις ὑποψίες τῶν τούρκων ἀλλὰ ἐντόπισε καὶ αὐτοὺς ποῦ εἶχαν προδώσει καὶ γιὰ νὰ τοὺς τιμωρήσει τους ἐδίωξε ἀπὸ τις Σπέτσες. 

Ὁ Ἀγαμέμνων    πάντως   ἔμελλε νὰ ἔχει ἄδοξο τέλος, ἀφοῦ τὸ 1832, καὶ ἐνῶ ἀνῆκε πῖὰ στὸν ἐθνικὸ στόλο καὶ εἶχε μετονομαστεῖ σέ <<Σπέτσες >> πυρπολήθηκε ἀπὸ τον Ἀνδρέα Μιαούλη. 

Ἡ ἴδια, ἐκτὸς ἀπὸ τα πλοῖα ποῦ διαχειριζόταν ἀσχολήθηκε καὶ μὲ τὴν ἐπάνδρωση ἑνὸς σώματος Σπετσιώτων μὲ ἀρχηγὸ τὸ γιό της Γιάννη Γιάννουζα, τὸ ὁποῖο 

πολέμησε στὴν πολιορκία της Τριπολιτσὰς καὶ του ναυπλίου νὰ εἶναι πάντοτε παροῦσα στὶς δύσκολες στιγμές του ἀγῶνα.  Δὲν δίστασε   ξοδέψει ὁλόκληρη τὴν περιουσία  της          γιὰ νὰ     βοηθήσει πολλοὺς ὁπλαρχηγοὺς ὅπως τον Κολοκοτρώνη καὶ τον Πλαπούτα, καὶ νὰ τους ἐφοδιάσει μὲ πολεμοφόδια καὶ τρόφιμα . 

Κηρύξει την ἐπανάσταση στὶς Σπετσες 


Τὸ 1819 σὲ μία νέα ἐπίσκεψη τῆς στὴν Κωνσταντινούπολη συνάντησε ξανὰ τὸν Γρηγόριο Ε΄ καὶ πληροφορήθηκε τὸν ξεσηκωμό της ἐπανάστασης ἀφοῦ γύρισε στὶς Σπέτσες, περίμενε τὴν ἡμέρα ποῦ θὰ γινόταν ἡ κήρυξη τῆς ἐπανάστασης στὸ Μοριᾶ καὶ 10 μέρες πρὶν τήν  Ἐπίσημη ἔναρξη της στὴν Ἁγία Λαύρα στὶς 15 Μαρτίου τοῦ 1821 ὕψωσε στὸ μεσαῖο ἱστὸ τοῦ Ἀγαμέμνονα τὸ λάβαρο μὲ τὸ Φοίνικα, πὸὺ ἦταν τὸ ἔμβλημα της ἀναγέννησης τοῦ Γένους, παροτρύνοντας ἔτσι καὶ τὰ ὑπόλοιπα σπετσιώτικα καράβια νὰ ὑψώσουν τὴ σημαία της ἐπανάστασης. 

Στὶς τρεῖς Ἀπριλίου τοῦ 1821 Κυριακὴ τῶν βαΐων μετὰ τὴ λειτουργία της ἐκκλησίας καὶ μέσα σὲ γιορταστικὴ ἀτμόσφαιρα, οἱ Σπετσιῶτες κήρυξαν ἐπίσημα τὴν ἐπανάσταση. Ἡ νησιωτικὴ σημαία τους εἶχε στὴ μέση ἕνα σταυρὸ καὶ στὸ κάτω μέρος της ἕνα ἀναπὸδῳ μισοφέγγαρο.  Στὸ δεξὶ μέρος του σταυροῦ ὑπῆρχε τὸ ἱερὸ σύμβολο τῆς λόγχης καὶ στὸ ἀριστερὸ μία ἄκυρα στὴν ὁποία ἦταν τυλιγμένο ἕνα φίδι.  Μία Κουκουβάγια ἡ ἕνας γῦπας ἔτρωγε τὴ γλῶσσα του φιδιοῦ. Πάνω στὴ σημαία μὲ κόκκινα γράμματα ὑπῆρχαν οἱ λέξεις ἐλευθερία ἡ θάνατος. 

Ἡ μεγάλη κυρία  


Μόλις εἶχε ξεκινήσει ἡ ἐπανάσταση στὶς Σπέτσες καὶ οἱ Μπούμπουλίνά δέχτηκε τὸ κάλεσμα τῶν ὁπλαρχηγῶν γιὰ νὰ βοηθήσει στὴν πολιορκία του Ναυπλίου καθὼς ἡ κατάσταση δὲν ἦταν ἰδιαίτερα ἐνθαρρυντική . 

Ἡ Μπουμπουλίνα κατέφθασε μὲ νέα ὑλικὰ ἐφόδια ἔδωσε νέα πνοὴ στὸν ἀγῶνα μὲ τὴν ἀποφασιστικότητα καὶ τον ἐνθουσιασμό της. 

Οἱ κάτοικοι τοῦ Ναυπλίου, γιὰ νὰ τὴν τιμήσουν της ἔδωσαν τὸ τίτλο της << Μεγάλης κυρίας >> κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πολιορκίας ἡ Μπουμπουλίνα ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπίσει μία μεγάλη ἀπώλεια ; τὸ θάνατο τοῦ γιοῦ της Γιάννη Γιάννουζα ποῦ σκοτώθηκε ἀπὸ τὸ βόλι του βελὴ μπέη. 

Τὸν Μάϊο τοῦ 1821 ἐνῶ ἡ Μπουμπουλίνα μάχονταν ἀκόμα στὸ Ναύπλιο, οἱ προεστοὶ τῆς Πελοποννήσου της ζήτησαν ναυτικὴ βοήθεια γιὰ τὴν πολιορκία της μονεμβασιάς. Ἡ Μπουμπουλίνα ἄφησε τὴ διακυβέρνηση τὸ πλοῖο της τον ἀδελφό της καὶ ἔπλευσε μὲ τὸ πλοῖο Ἀγαμέμνων πρὸς τὴ Μονεμβασιά. Μαζὶ μὲ ἀλλὰ Ἑλληνικὰ πλοῖα ἔκανε πιὸ στενὴ πολιορκία τοῦ φρουρίου καὶ ἀνάγκασε τοὺς τούρκους ποῦ εἶχαν ἐγκλωβιστεῖ μέσα νὰ παραδοθοῦν. 

Στὶς 25 Ἰοὐλίου τοῦ 1821 ὅταν πιὰ εἶχαν ἐξαντληθεῖ ὅλα τὰ πολεμοφόδιά τους. Τὸ ἴδιο καθοριστικὴ ἦταν καὶ συμμετοχή της τὴν ἅλωση της Τριπολιτσὰς ἡ Μπουμπουλίνα ἔφτασε ἐκεῖ μὲ ἐνισχύσεις μετὰ ἀπὸ γράμμα τοῦ Κολοκοτρώνη οἱ ἕλληνες εἶχαν ἤδη κατορθώσει νὰ ἐγκλωβίσουν τὰ γυναικόπαιδα τῶν τούρκων μέσα στὴν Τριπόλιτσα καὶ ἡ παράδοσή τους δὲν ἤτανε πιὰ παρὰ θέμα ἡμερῶν ἡ σύζυγος τοῦ μπέη της Τριπολιτσὰς Χουρσιτ βλέποντας Ὅτί ὁ τούρκικος ἄμαχος πληθυσμὸς βρίσκονταν σὲ δύσκολη θέση ζήτησε νὰ δεῖ τὴν Μπουμπουλίνα ἰδιαιτέρως στὸ σεράϊ της ἡ Μπουμπουλίνα πράγματι ἐπισκέφτηκε καὶ ἡ σύζυγος τοῦ Χουρσὶτ τῆς ζήτησε νὰ προστατεύσει τις γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ ποῦ παρέμεναν στὴν πόλη.

 Πράγματι ἡ Μπουμπουλίνα κατάλαβε ὅτι θὰ ἦταν ἄδικο νὰ σκοτωθοῦν τόσοι ἄνθρωποι χωρὶς λόγο καὶ ὑποσχέθηκε νὰ ἀφεθοῦν ἐλεύθεροι.  Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐξόδου στὸ τούρκων ἀπὸ τὴν τριπολιτσά ,  Η  Μπουμπουλίνα εισέβαλε στὴν πόλη καὶ ἀπὸμονωσὲ τὰ γυναικόπαιδα  προστατεύοντας τὰ ἀπὸ τὴν ἄγρια σφαγῆ.    στὴ δεύτερη πολιορκία του Ναυπλίου τὸ δεκέμβριο τοῦ 1821,  η  Μπουμπουλίνα συμμετεῖχε μὲ τά  καράβια της καὶ αὐτὴ τί φορὰ κατόρθωσε νὰ ἀποκλείσει τί θαλάσσια ὁδὸ καὶ νὰ ἐπελευθερώσει τὴν πόλη. 

 Ὁ ἐμφύλιος πόλεμος τὴν ἀναγκάζει νὰ ἐπιστρέψει στὶς σπέτσες  

Ἡ Μπουμπουλίνα παρέμεινε στὸ ελεύθερο  πιὰ Ναύπλιο   σ΄   ἕνα σπίτι ποὺ τὶς δώρισε ἡ κυβέρνηση ὡς ἀναγνώριση τῆς προσφορᾶς στὸν ἀγῶνα.       Εκεῖ ἡ κόρη της Ελένη παντρεύτηκε τὸ γιό του Κολοκοτρώνη Πάνο,   ποὺ εἶχε διοριστεῖ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ φρούραρχος τοῦ Ναυπλίου.    Ετσι  οἱ δεσμοὶ ποὺ ἕνωναν τὸ Κολοκοτρώνη καὶ τὴν μπουμπουλίνα ἔγιναν,  πέρα ἀπὸ ἀγωνιστικὴ, καὶ συγγενική .

Ὁ πάνος κολοκοτρώνης ὅταν ξέσπασε ὁ ἐμφύλιος πόλεμος σύμφωνα μὲ ἐντολὴ τοῦ πατέρα του παρέδωσε τὸ Ναύπλιο στὸ νέο ἐκτελεστικὸ σῶμα. Τὰ μέλη αὐτοῦ τοῦ σώματος στὶς 12 ἰουνίου τοῦ 1824 ἀποφάσισαν νὰ διώξουν τὴν Μπουμπουλίνα ἀπὸ τὸ Ναύπλοιο, μὲ τὴν κατηγορία ὅτι ἄνήκε στὴν παράταξη τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ δροῦσε ἐνάντια στὴ νέα κυβέρνηση. Ἴδια προσπάθησε κρὺφὰ νὰ ἐπιστρέψει στὸν Ναύπλιο. Τὴν 1η Ἰουνίου τοῦ 1824. Μάλιστα ὁ Νικηταρὰς δέχτηκε νὰ τὴ φιλοξενήσει στὸ σπίτι του, ὅμως μόλις ἔγινε γνὼστὸ ὅτι ἡ Μπουμπουλίνα ἔμεινε πάλι στὸ Ναύπλιο, 

Ὁ Κουντουριώτης φρόντισε νὰ στείλει ἀστυνόμο στὸ σπίτι τοῦ Νικηταρὰ, γιὰ νὰ τὴ συλλάβει καὶ νὰ τὴ στείλει πίσω στὶς Σπέτσες. Λίγο ἀργότερα, ὅταν πέθανε ὁ Πάνος Κολοκοτρώνης, ἡ κόρη της ἐλένη ἔμεινε χήρα καὶ ἀποφάσισε νὰ γυρίσει πίσω στὸ νήσὶ, γιὰ νὰ μείνει μαζὶ τῆς . 

Τὸ ἀπρόσμενο τέλος 


Ἡ μπούμπουλίνά ἀψηφῶντας ὅλες τὶς κατηγορίες εἰς βάρος της δὲν ἤθελε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἐνεργὸ δράση γιατί πίστευε ὅτι ἡ Ἕλληνες χρειαζόταν τὴ βοήθεια τῆς σχέδιά της δὲν μποροῦσαν ὅμως ποτὲ νὰ πραγματοποιηθοῦ ἐξ αἰτίας ἑνὸς τελείως ἀπρόσμενο γεγονότος ὁ γιός της μπουμπουλίνας γεώργιος γιάννουσας ποῦ ἦταν παράφορα ἐρωτευμένος μὲ μία κοπέλα τοῦ νησιοῦ τὴν εὐγενία χριστοδούλου – Κούτση, ἀποφάσισε νὰ τὴν κλέψει καὶ νὰ τὴν παντρευτεῖ. Οἱ γονεῖς τῆς κοπέλας, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, δὲν μποροῦσαν νὰ δεχτοῦν αὐτὸ τὸ γάμο, ἀφοῦ ἡ κόρη τους ἦταν ἤδη ἀρβανιασμένη. Ὁ Γιάννουζας ἀνένδοτος στὴν ἀπόφαση του, ἐκμεταλλεύτηκε τὴν ἀπουσία τοῦ ἀρραβωνιαστικοῦ της Εὐγενίας - ὁ ὁποῖος ἔλιπε ταξίδι καί  την ἀπήγαγε .  Οἱ γονεῖς της, ποῦ πίστευαν ὅτι ἡ Μπουμπουλίνα ἦταν κρυμμένη πίσω ἀπὸ αὐτὸ τὸ σχέδιο, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ δεχτοῦν μία τέτοια προσβολὴ καὶ ἀποφάσισα νὰ ἐκδικηθοῦν. Συγγενεῖς τῆς κοπέλας τὴ νύχτα τῆς 2/2 Μαΐου τοῦ 1825, πῆγαν στὸ σπίτι της Μπουμπουλίνας μὲ ὅπλα καὶ τὸ περικύκωσαν. γιατί νόμιζαν ὅτι τὸ παράνομο ζευγάρι ἦταν ἐκεῖ κρυμμένο. Ἡ Μπουμπουλίνα βγῆκε ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ ἄρχισε νὰ λόγο φέρνει μὲ τοὺς συγγενεῖς τῆς Εὐγενίας. Κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς τὴν πυροβόλησε καί, πρὶν προλάβει ἡ Μπουμπουλίνα νὰ ἀντιδράσει. ἡ σφαῖρα τὴ βρῆκε στὸ μέτωπο καὶ τὴν ἔριξε νέκρὴ . 

Τὸ σπίτι ποὺ ἔμενε ἡ μπουμπουλίνα τὰ τελευταῖα της χρόνια βρίσκεται ἀκόμα στὶς σπέτσες καὶ ἔχει μετατροπὴ σὲ μουσεῖο ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους της. Ἡ Μπουμπουλίνα κατόρθωσε νὰ ξεχωρίσει κατὰ τὸν κατὰ τὴν Ἑλληνικὴ ἐπανάσταση καὶ μάλιστα νὰ κάνει ἰδιαίτερη ἐντύπωση στὴν εὐρώπη μὲ τὰ χαρίσματα τῆς τὰ ὁποῖα σπάνιζαν στὶς γυναῖκες τῆς ἐποχῆς. Στὴ Γερμανία μάλιστα ἀλλὰ καὶ στὸ παρίσι, μέσα σὲ ἕνα γενικότερο κλίμα Ἑλληνολατρίας λανσάρεται καὶ ἡ νέα μόδα της << Robes de done a la bobeline >>. Βέβαια ἢ Μπουμπουλίνα οὔτε ἦταν οὔτε ζήτησε ποτὲ νὰ παρουσιάζεται ὡς πρότυπο ὀμορφιᾶς. Ἡ ἴδια χαρακτηρίζε τὸν ἑαυτό της ὡς ἀσυμβίβαστη νησιώτισσα ποὺ ἀπὸ τὴν παιδική της ἡλικία ὅλη τὴ ζωὴ ἦταν στὴ θάλασσα. Πολυμήχανοι τολμηρή, μεγαλοπρεπὲς παράστημα, μπῆκες στὰ σαραντα πέντε της χρόνια στὸν ἀγῶνα, μὲ μοναδικὸ σκοπὸ τὴν νίκη τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους . Μάλιστα ἕνας Εὐρωπαῖος συγγραφέας γράφει ; δὲν εἶναι ἀμαζὼν ἀλλὰ ἀλλὰ πλήρης γενναίων αἰσθημάτων καὶ φλογεροῦ πατριωτισμοῦ. Εἶναι πιστὴ παράδοση τῶν γυναικῶν τῆς ἀρχαίας Σπάρτης >>. Καὶ ὁ ἱστορικὸς Φιλήμων συμπληρώνει ; <<Ἐνώπιον τῆς ὁ ἀνάδρος ἠσχύνετο καὶ ὁ ἀνδρεῖος ὑπεχωρεί  >>. 


Πέμπτη 27 Μαρτίου 2025

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ, Ο ΚΟΝΤΙΝΟΣ ΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΣ (GIANNIS TSAROUXIS BIG GREEK PAINTER)

 ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ, Ο ΚΟΝΤΙΝΟΣ ΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΣ (GIANNIS TSAROUXIS BIG GREEK PAINTER)




Τσαρούχης
Ο Γιάννης Τσαρούχης γεννήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου του 1909 (παλιό ημερολόγιο) και σύμφωνα με το νέο ημερολόγιο στις 13 Ιανουαρίου 1910. Ήταν ο δεύτερος γιός του Αθανάσιου Τσαρούχη, μεγαλέμπορου σε είδη κιγκαλερίας που καταγόταν από την Αρκαδία. Η μητέρα του λεγόταν Μαρία Μοναρχίδη και καταγόταν από τα ηρωικά Ψαρά όπου οι δικοί της σαν πρόσφυγες κατέφυγαν στη Σύρο. Το νεοκλασικό που γεννήθηκε ο μικρός Τσαρούχης ήταν στην οδό Λουκά Ράλλη και λεωφόρο Γεωργίου και σήμερα δεν υπάρχει. Το ταβάνι της τραπεζαρίας του πρώτου σπιτιού του μικρού Τσαρούχη ήταν ζωγραφισμένο από έναν Ιταλό καλλιτέχνη και αναπαριστούσε τον Αδάμ και τον Θεό του Μικελάντζελο (για το έργο αυτό ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ . Ενώ στο δωμάτιο της μάνας του υπήρχε η αλληγορία της Άνοιξης του Μποτιτσέλι ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ . Όλα αυτά τα έργα του προκαλούσαν «σεβασμό, κατάπληξη αλλά και πλήξη».




Τσαρούχης 7 χρονών (1917)


Ο Τσαρούχης 17 χρονών


Η μάνα του Τσαρούχη



Ο Τσαρούχης ως χορευτής με το Λύκειο
Ελληνίδων πάνω σε ενα γαϊδουράκι





























Ο Τσαρούχης παιδί





Ο Γ. Τσαρούχης ζωγραφίζει
Μικρός ήθελε να γίνει ακροβάτης ή δεσπότης, αλλά ποτέ δε σκεφτόταν να γίνει ζωγράφος αν και συνεχώς ζωγράφιζε με παστέλ σε μεγάλα χαρτόνια. Εξάλλου, οι γονείς του τον εμπόδιζαν. Η μάνα του θεωρούσε ότι λερώνει το σπίτι με τη ζωγραφική, και ο πατέρας του ότι δεν είναι σοβαρά αυτά που κάνει. Τον ήθελε δικηγόρο ή χημικό.

Από το 1920 που ο Τσαρούχης ήταν 10 χρ. και μέχρι το 1925, επειδή οι γονείς του αναγκάστηκαν να ταξιδέψουν στη Ελβετία προς χάρη της άρρωστης μικρής τους κόρης, φιλοξενήθηκε μαζί με τον μεγάλο του αδελφό Μάριο στη πολυτελή βίλα της θείας του (αδελφή της μάνας του) Δέσποινας Μεταξά. Της γνωστής πολιτικής οικογένειας Μεταξά. Τότε ξεκίνησε να ζωγραφίζει με ακουαρέλα και να εγκαταλείπει τα παστέλ που μέχρι τότε χρησιμοποιούσε. «Από τότε θυμάμαι, δε ζωγράφιζα ποτέ μου με ευκολία και με αγωνία έπιανα τα πινέλα». Τότε πήρε κάποια μαθήματα από έναν Γάλλο ζωγράφο ονόματι Πίκ που θεωρούσε τον Τσαρούχη ανεπιτήδευτο μαθήσεως και σταμάτησε ναζί του. Όμως ο μικρός Τσαρούχης συνέχισε να ζωγραφίζει εντατικότερα και τα πάντα εκ του φυσικού. Ο ίδιος έλεγε, ότι το σπίτι του Μεταξά δεν είχε καθόλου πίνακες στους τοίχους παρά έναν που παρίστανε ένα στρατιώτη που λεγόταν ότι σκοτώθηκε.







Τσαρούχης, έργο με καραβάκια στο λιμάνι



Το 1927 όλη του η οικογένεια ξανά ενωμένη μετακομίζει στην Αθήνα αλλά τον Πειραιά θα τον επισκέπτεται συνεχώς μέχρι και το τέλος της ζωής του. Είναι άξιο απορίας που στηρίζετε ο έρωτας για τον Πειραιά, ενώ το περιβάλλον που ανατράφηκε ήταν μεγαλοαστικό! Από παιδί έφευγε από τις βίλες του θείου του και του πατρικού του και έτρεχε να περπατήσει σε όλες τις λαϊκές και πολύ φτωχικές τότε συνοικίες του Πειραιά, παίζοντας με παιδιά βιοπαλαιστών που είχαν αμεσότητα στην συμπεριφορά τους και δεν ήταν στημένα όπως τα παιδιά των μεγαλοαστών.







Τσαρούχης, ο Πειραιάς στην αρχαιότητα

Από τον Πειραιά και τους ανθρώπους του έπαιρνε χαρά και την ζωντάνια που τροφοδοτούσε τη ψυχή του και το έργο του. Όταν τον ρωτούσαν ποιοι ζωγράφοι τον επηρέασαν εκείνος έλεγε πως εκτός από τους μεγάλους, υπήρχαν και πάρα πολλοί άνθρωποι, άγνωστοι στο πολύ κόσμο, που με αυτά που του έλεγαν ή έκαναν ή απλά μόνο επειδή υπήρχαν. «Τι να πω για έναν μαραγκό που η σεμνότητα του με έκανε να καταλάβω πολλά για τη δουλειά. Τι να πω για μιαν ασήμαντη γυναίκα που πλένει τα πιάτα της και συγυρίζει τη κουζίνα της που μου έδωσε φιλοσοφικά διδάγματα με το ποιες είναι οι συνθήκες της ζωής. Μαθαίνω κάθε μέρα από οποιονδήποτε άνθρωπο και οι μεγάλοι άνθρωποι είναι μεγάλοι γιατί με απλότητα σαν τους απλούς ανθρώπους εξετέλεσαν τον προορισμό τους. Οι μεγάλες βεντέτες, οι μεγάλες φίρμες με απωθούν γιατί νομίζουν ότι η τέχνη είναι μια θεατρική παράσταση και όσο περισσότερη φασαρία κάνεις, τόσο περισσότερο επιτυχία θα έχεις. Επηρεάζομαι πάντα από τους ανθρώπους που κάνουν κάτι ουσιαστικό- μικρό ή μεγάλο- γιατί πρέπει κανείς να τη δει ουσιαστικά και όχι μόνο με επίδειξη». Αυτά τα λόγια του μας απαντάνε σε έναν βαθμό για τον επηρεασμό του από τους απλούς ανθρώπους του Πειραιά. Όσο για τον ίδιο τον Πειραιά έλεγε «Το να βγεις περίπατο στον Πειραιά είναι σαν να σεργιανίζεις σε μια γιγάντια σκηνογραφία»! Και ο Τσαρούχης σεργιάνιζε στους δρόμους του ως το τέλος της ζωής του.



Τσαρούχης, με το μοντέλο του να παίζει πιάνο






Τσαρούχης σε πιο κυβιστική γραφή



Το 1929 ήταν ήδη φοιτητής στο Πολυτεχνείο (ΑΣΚΤ). Δάσκαλοι του ήταν στη διακόσμηση ο Δ. Μπισκίνης, στη γλυπτική ο Θ. Θωμόπουλος στη χαρακτική ο Γιάννης Κεφαλληνός και στη ζωγραφική ο Επαμεινώντας Θωμόπουλος, ο Γιώργος Ιακωβίδης (βιογραφία του ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ , ο Δ. Γερανιώτης, ο Σπύρος Βικάτος και στα 2 τελευταία χρόνια ο Κωσταντίνος Παρθένης, όπου από το εργαστήριο του θα αποφοιτήσει με άριστα το 1935. Ο Τσαρούχης λέει για τον Παρθένη στην τελευταία του συνέντευξη πως «Ο Παρθένης με αγαπούσε, αλλά στο τέλος είπε ότι δεν του άρεσε η δουλειά μου γιατί ήταν πολύ σουρεαλιστική». Και στην ερώτηση αν οι καθηγητές του τον ενθάρρυναν και αν του έδειξε κάποιος ότι θα μπορούσε να γίνει μεγάλος καλλιτέχνης, ο Τσαρούχης απάντησε «Κανένας».
















Τσαρούχης, Άγιος Γεώργιος



Παράλληλα με το Πολυτεχνείο, το 1929 γνωρίζει τον Κόντογλου (για τη βιογραφία του ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ . Του έδειξε τα σχέδια του και τις ακουαρέλες του αλλά ο Κόντογλου τον αποπήρε λέγοντας του: «Μου είπαν για ένα παιδί γεννημένο στον Πειραιά. Νόμιζα ότι ήσουν λαϊκό παιδί που ζωγραφίζει καράβια και καραγκιόζηδες. Και βλέπω ένα πληροφορημένο παιδί που ξεσηκώνει τα φιγουρίνια του Παρισιού». Ο Τσαρούχης από αυτό ήταν στεναχωρημένος πάρα πολύ για μήνες γιατί τον Κόντογλου τον θαύμαζε. Λέει σχετικά: «Είχε καταρρακωθεί όλη μου η αστική περηφάνια που ΔΕΝ ήταν στέρεη». Η οικογένεια του πράγματι ακολουθούσε όλα τα υποδείγματα της Ευρώπης. Ιδιαίτερα του Παρισιού. Και τα λόγια του Κόντογλου (που του είπε και άλλα) του ξύπνησαν μέσα του τη ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ. «Άρχισα να δουλεύω διαφορετικά, να σκέφτομαι διαφορετικά, χωρίς ωστόσο να μαϊμουδίζω τον Κόντογλου. Αυτό θα γινόταν αργότερα». Ο Τσαρούχης θα ήταν τότε 19 χρονών.









Ο Τσαρούχης με εναν γέροντα
στις ΚΑρυές
του Αγ. Όρους 1979


Ο Τσαρούχης στον αγιασμό του
σπιτιού του (μετέπειτα Μουσείο)






Τσαρούχης, με επιρροές του Κόντογλου


Το 1930 αποφασίζει να δουλέψει με τον Κόντογλου. Έγινε καλός βοηθός του και πειθαρχημένος μαθητής , ενώ συνέχιζε και στο Πολυτεχνείο. Τον έκρινε με σεβασμό και θαυμασμό. «Συμμετείχα στους ενθουσιασμούς και στις δυσκολίες του» έλεγε. Έμεινε μαζί του ως το 1934. Ο Κόντογλου τον μύησε στο μεγαλείο της βυζαντινής τέχνης, στην λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία. Και μαζί του, αλλά και με τον Πικιώνη και τον Άγγελο Χατζημιχάλη θα πρωτοστατήσει στο αίτημα της ελληνικότητας στην τέχνη. «Είμαι βαθύτατα επηρεασμένος από την Ορθόδοξη εκκλησία, τη θεολογία, τη μουσική της αλλά αυτό δεν το δείχνω κάνοντας πράγματα βυζαντινίζοντα, που έμαθα από τον Κόντογλου. Η ορθοδοξία, είναι μια ζωντανή θρησκεία, μια ζωντανή φιλοσοφία» έγραφε αργότερα.








Ο Τσαρούχης ζωγραφίζει το μικρό Σπαθάρη



Μετά την αποφοίτηση του μαθαίνει από την Εύα Σικελιανού να υφαίνει σε αργαλειό και αντιγράφει δείγματα. Μαθαίνει κοπτική – ραπτική και από το 1934 ως το 1937. Σαν αντίδραση στη φιλοσοφία του Κόντογλου (όπως λέει ο ίδιος) γράφει σουρεαλιστικά ποιήματα επηρεασμένος από τον Νταλί (για τη βιογραφία του Νταλί ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ ) και σχεδιάζει πιο σουρεαλιστικά.
Στο βιβλίο της Ειρήνης Φλώρου για τον Τσαρούχη γράφει "Η απόρριψη του Κόντογλου ήταν αποτέλεσμα ασυμφωνίας με τον δάσκαλο, που έχανε σιγά σιγά την αίγλη του στα μάτια του μαθητή. Ο Τσαρούχης ανάγει την ασυμφωνία στην διαφορετική του αντίληψη για τη φύση της ζωγραφικής: "Ο Κόντογλου ανάγει τα πάντα σε αγιογραφίες και διακατέχεται απο εναν ρομαντικό παρελθοντισμό. Εγώ θέλω να ζωγραφίζω εκ του φυσικού κάτι που να είναι ζωγραφική και όχι θεματογραφία". Όταν ο Τσαρούχης ήταν στο Παρίσι το 1936, είχε γράψει ενα μακροσκελές γράμμα στον φίλο του Διαμαντή Διαμαντόπουλο που έλεγε σχετικά: "Το νέο μου δράμα μου άρχισε όταν μάλωσα με τον Κόντογλου. Θυμάσαι ότι σου έλεγα ότι δεν αισθανόμουν δυνάμεις να εργαστώ και ίσως αυτή η περιπέτεια με σκότωσε διαπαντός. Μετά την τρομερή αντίδραση που έκανα και με την πυρετώδη παραγωγή αφηρημένων πινάκων για να πείσω τον εαυτό μου και τους άλλους πως δεν θάφτηκα εις τα βυζαντινά μαυσωλεία, τώρα αισθάνομαι ότι ξαναβρήκα το θέμα μου και τον προορισμό μου, είναι αρκετό αυτό που βρήκα στο Παρίσι.." Είναι νομίζω κατανοητό το πόσο επώδυνη ήταν αυτή η περίοδος για τον Τσαρούχη. Στο γράμμα στον Διαμαντίδη διατύπωνε τις αντιρρήσεις του για τον σουρεαλισμό που είχε προσεγγίσει. Γιατί ο σουρεαλισμός τελικά για τον Τσαρούχη ήταν σκοταδισμός, ήταν ο τεμαχισμός του ανθρώπου, ήταν σκληρότητα. Ο Τσαρούχης τότε προτιμάει την παραδοσιακή ζωγραφική που σαν βάση της έχει τον σεβασμό των ορίων του ανθρώπου, το ελληνικό μέτρο με την αλήθεια. Η μοντέρνα τέχνη άνηκε στον πρόελληνικό χώρο όπως διαπίστωσε και είχε στόχο της να αντιδράσει στις παραπάνω αξίες. Η μεγάλη διαφορά προελληνικού και ελληνικού είναι ότι το ελληνικό έχει νόημα και ευθύνη. 'Εγραφε "Το προελληνικό μοιάζει πολύ με το μη ελληνικό, αλλά έχει μια βαθιά σχέση με το ελληνικό γιατί το προετοιμάζει" και αλλού γράφει "Η προελληνική βαρβαρότητα δεν είναι άλλη απο την σύγχρονη Δυτική βαρβαρότητα, της οποίας μας όλοι γνωρίζουμε τις συνέπειες". Με τα παραπάνω, ο Τσαρούχης δεν θεωρεί ότι η μοντέρνα τέχνη ήταν άχρηστη. Την δέχεται σαν μια αγωνιώδη προσπάθεια για εκείνο τον καιρό για να σωθεί ο πολιτισμός ακόμα και σαν έσχατο μέσω με την χρησιμοποίηση της ασχήμιας. Μπας και ξυπνήσει ο άνθρωπος από την νωθρότητα του. Η καταφυγή στον πρωτογονισμό θεωρούσε ότι ήταν μια πράξη ευθύνης. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος με τον θάνατο που έφερε και τον πόνο, έφερε και αλλαγές στην τέχνη και μάλιστα την καθόρισε. Η μοντέρνα τέχνη διαδίδεται αστραπιαία με μιαν διαφορά. Ενώ η νέα τέχνη έθετε ερωτήματα και αμφιβολίες που ήταν ανάγκη να επικοινωνήσουν με τον κόσμο, αυτοί που την διακινούσαν, αυτές τις αναζητήσεις και τους προβληματισμούς τα βάζουν κατά μέρος και μένουν μόνο στην πρωτοτυπία της γραφής του κάθε ζωγράφου. Τραγικό! Γιατί έτσι χάθηκε η ευκαιρία διαλόγου απο καλλιτέχνη σε καλλιτέχνη και απο τον καλλιτέχνη στον κόσμο.
Εδώ να αναφέρω πως ο Τσαρούχης έγραψε το βιβλίο «Ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση» εκδ. Άγρα και το εξαιρετικό για μένα «Αγαθόν το εξομολογείσθαι» εκδ. Καστανιώτη, όπου αναφέρω μερικά αποσπάσματα και εδώ. Επίσης έχει κάνει και μια μετάφραση για τις «Τρωάδες».
Γύρω στο 1934-1935 επισκέπτεται την Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη με το Λύκειο Ελληνίδων για το Βαλκανικό Φεστιβάλ και την ίδια περίοδο μετά το Παρίσι για ένα χρόνο ακριβώς και την Ιταλία. Επισκέφτηκε μουσεία με έργα Αναγεννησιακά και Ιμπρεσιονισμού. Σε ένα εργαστήρι χαλκογραφίας που γράφτηκε είχε συμμαθητές του τον Τζιακομέτι και τον Έρνστ. Εκείνη την περίοδο γνώρισε και τον Ματίς που θα τον επηρεάσει. Ανακαλύπτει και το έργο του Θεόφιλου μέσα από τη φιλία του με τον Στρατή Ελευθεριάδη.




Τσαρούχης, τα παραδοσιακά επαγγέλματα των ελλήνων







Τσαρούχης, με επιρροές και Ματίς


Τσαρούχης στην εξέλιξη του






Τσαρούχης, βυζαντινή εικόνα


Τσαρούχης, το σπίτι του Σεφέρη (Σεφεριάδη)










Τσαρούχης ζωγραφίζει μια μεγάλη πλατεία στο Παρίσι
















«Το Παρίσι υπήρξε ένα μεγάλο σχολείο για μένα. Αλλά είχα μιαν εξαιρετική καθηγήτρια: Την μοναξιά μου. Είναι μια καθηγήτρια που σου δίνει μεγάλη ελευθερία να βλέπεις και να κρίνεις».
Το 1936 επιστρέφει στην Ελλάδα και στο ατελιέ του. Επηρεασμένος από τον Ματίς αρχίζει να δουλεύει πάνω στις τεχνικές κλίμακες του Σ. Σπαθάρη!! Πραγματικά εξαιρετική σκέψη, αν τα γνωρίζουμε και συγκρίνουμε έπειτα πως τα συνδύασε ο Τσαρούχης στην τέχνη του!! Η πρώτη του έκθεση γίνεται το 1938 στην οδό Νίκης στην Αθήνα στο "κατάστημα Αλεξόπουλου". Ο Τσαρούχης θυμάται: «Ο διευθυντής της γκαλερί θέλησε να με σκοτώσει. Έκανα 3 μήνες κλινική και 2 εγχειρήσεις για να επιζήσω.. Όπως βλέπετε, έχω πικρά πείρα από τους διευθυντές γκαλερί! Αργότερα, αρκέστηκαν να με ληστέψουν, όχι όμως και να με σκοτώσουν!» Τα έργα του τελικά τα επαίνεσαν 2 τεχνοκριτικοί: Ο Καπετανάκης και ο Παπαντωνίου . «Οι περισσότεροι τεχνοκριτικοί έγραψαν ότι δεν ξέρω να ζωγραφίζω και μου πρότειναν να μελετήσω τους ζωγράφους Κόντογλου και Παρθένη» μας λέει ο Τσαρούχης. Και συνεχίζει «Πούλησα μόνο 2 έργα στον ίδιο που μου είχε δανείσει την αίθουσα. Ο διευθυντής της Πινακοθήκης ο Παπαντωνίου, είπε ότι είμαι αφηρημένος και ότι πρέπει να ζωγραφίζω τοπία. Ένας άλλος έγραψε ότι, κάθε έργο μου είναι και ένας παλιάνθρωπος».




Τσαρούχης, ναύτης


Τσαρούχης, στρατιώτης χορεύει ζεμπέκικο




Τσαρούχης, σκηνικά και κουστούμια
Αντιγράφει την κεφαλή της Μέδουσας στο δάπεδο του Αρχαιολ. Μουσείου στην Αθήνα και από εδώ και πέρα αρχίζει να ζωγραφίζει εκ του φυσικού.
Το 1940 επιστρατεύτηκε. Πολεμά στο μέτωπο της Αλβανίας μέσα στο ψύχος. «Για μένα, ο πόλεμος του ’40, έμοιαζε με κακοοργανωμένη εκδρομή» έλεγε. Έπειτα, την περίοδο της κατοχής από τους Γερμανούς, για να ζήσει, ασχολείται με την σκηνογραφία. Στη ζωή του, παράλληλα με τη ζωγραφική, σχεδίαζε σκηνικά και ενδυμασίες για τα θέατρα του Εθνικού θεάτρου, του Κοτοπούλη, το Δημοτικό Πειραιά κτλ..




Τσαρούχης, μοντέλο Ντομινικ



Τσαρούχης, ναύτης











Το 1947 εκθέτει σε δυο ατομικές, κυρίως θεατρικά προσχέδια και υδατογραφίες. Ο Τσαρούχης είναι ιδρυτικό μέλος (1949) της ομάδας Αρμός που πραγματοποιεί την πρώτη της έκθεση στο Ζάππειο. Εκθέτει 8 έργα του και για ένα από αυτά υπήρχε φόβος έντασης με αποτέλεσμα να το αφαιρέσει.
Αλλά και στη Θεσσαλονίκη που έκανε μιαν έκθεση ο ίδιος λέει πως «Δεν μπορώ να πω ότι ενθουσίασα την Θεσσαλονίκη τόσο πολύ. Όπως και την Αθήνα δεν ενθουσίαζα τόσο πολύ… Το γιατί των θεατών αντηχεί ακόμα στα αυτιά μου. Ήταν σαν να μου έλεγαν – Γιατί το έκανες αυτό;… Τα έργα μου, καμωμένα με μεγάλη ελευθερία, με περιφρόνηση του αστικού καθωσπρεπισμού, με μορφή εξομολογήσεως ειλικρινούς, δυσαρεστούσαν μια κοινωνία που έπαιζε θέατρο και που ήταν πολύ αμαθής».


Τεριέν στο πρώτο σπίτι του Τσαρούχη στο Παρίσι 1979



Τσαρούχης, το ΝΕΟΝ




Το 1950 πηγαίνει ξανά στο Παρίσι. «Από το 1948-’50 συνεχίζονται οι αναζητήσεις μου… ένα είδος ανατολίτικου εξπρεσιονισμού που παίρνει το θάρρος να υπάρχει αναμφισβήτητα από τον Ματίς».
Το 1951 εκθέτει σε Λονδίνο και Παρίσι και το 1953 υπογράφει συμβόλαιο (με διάρκεια από το 1953- 1957) με την γκαλερί Ιόλας στη Νέα Υόρκη. Το 1956, ήταν 46 χρ. και ήταν υποψήφιος για το βραβείο του Γκούγκενχαϊμ και το 1958 πήρε μέρος στην Μπιενάλε μαζί με τον Μόραλη.





Τσαρούχης, Μπαστιάς, Κάλλας
Το 1967, εγκαθίσταται στο Παρίσι. Εκεί είχε ένα ατελιέ και ένα περιβόλι (από το 1968 ως το 1980) δικό του που έβγαζε ωραία παραγωγή από ζαρζαβατικά. «Ένα περιβόλι συνδέει πολύ τον άνθρωπο με την γη» έλεγε. Πόσο δίκιο είχε! Μακάρι να μπορούσαμε να ζούσαμε όλοι σε σχέση μα την γη! Να σημειώσω πως ο Τσαρούχης συνδέθηκε με τη Γαλλία λόγω της αρρώστιας της μικρής του αδελφής αλλά παρέμεινε εκεί και επειδή ήξερε άπταιστα Γαλλικά.











Ο Τσαρούχης πάνω δεξια, Κάλλας στο κέντρο



Το 1958 εκτίθενται έργα του στο Εθν. Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Παρισιού και έπειτα στο Μουσείο Guggenheim στην Ν. Υόρκη.
Ο Τσαρούχης από την λήξη του συμβολαίου του με τον Ιόλα μέχρι το 1963 ζωγραφίζει ελάχιστα αλλά εργάζεται στα θέατρα της Αμερικής, του Λονδίνου και του Μιλάνο. Για παράδειγμα, στην Όπερα στο Τέξας ζωγραφίζει τα σκηνικά και τα κουστούμια για την «Μήδεια» όπου πρωταγωνιστούσε η Μαρία Κάλλας και σκηνοθετούσε ο Μινωτής. Με αυτά τα ονόματα θα συνεχίσει να συνεργάζεται και σε άλλες παραστάσεις στην Σκάλα του Μιλάνου και στην Επίδαυρο.



Τσαρούχης





Τσαρούχης, αυτοπροσωπογραφία του
Από το 1960- 1962 γίνεται καθηγητής στη Σχολή Δοξιάδη αλλά και καλλιτεχνικός σύμβουλος στην Εμπορική Τράπεζα. Παράλληλα συνεχίζει να σκηνογραφεί («Θαϊδα» στην Όπερα στο Ντάλας με τον Τζεφιρέλι, «Όρνιθες» του Αριστοφάνη με σκηνοθέτη τον Κουν στο θέατρο Εθνών στο Παρίσι…)
Ο Τσαρούχης για το θέατρο έλεγε: «Με ενδιαφέρει περισσότερο από την ζωγραφική. Αν και με φοβίζει. Συμφωνώ με τη Μανιάνη που έλεγε πως το θέατρο είναι κάτι το θεϊκό, αλλά τα επαγγέλματα του θεάτρου είναι απαίσια. Με τη ζωγραφική πολεμάς τον φόβο του ανθρώπου, την υποκρισία, την μικρότητα μέσα σου. Στο θέατρο πρέπει να εμφυσήσεις τα ίδια αισθήματα σε ανθρώπους ζωντανούς. Πρέπει να είσαι διπλωμάτης και ψυχαναλυτής. Θηριοδαμαστής και απατεώνας. Και συχνά οι ηθοποιοί δεν στο συγχωρούν ποτέ ότι τους έβγαλες έξω από τα νερά τους. Στο θέατρο ο αγώνας ήταν πολύ σκληρός. Πρέπει να παλέψεις με τους ηθοποιούς, πριν παλέψεις με το κοινό.»
Το 1961 εκθέτει στη γκαλερί Ζουμπουλάκη, το 1965 στο «Παντοπωλείο Μεζίκη», το 1966 στη γκαλερί Μέρλιν και μια αναδρομική στη γκαλερί Άστορ. Στο Παρίσι συμμετέχει με ένα έργο του στη Γκαλερί Κλόντ Μπερνάρ. Οι άλλοι συμμετέχοντες ήταν ο Πικάσο (για τη βιογραφία του πατήστε εδώ), ο Μοντιλιάνι, ο Μπράκ, ο Μπείκον, ο Σαγκάλ.





Στην Ελλάδα το 1967 επιβάλλεται η δικτατορία. Ο Τσαρούχης θα μείνει στο Παρίσι μέχρι το 1975. «Στο Παρίσι οργάνωσα πιο πολύ τις μελέτες μου της τέχνης του 19ου αιώνα. Ο 19ος αιών. Και το Βυζάντιο είναι για μένα σίγουρα μέσα για να βρω μέσα μου (πού αλλού;)αυτό το ανθρώπινο νόημα που κατέληξε στην ελληνιστική παράδοση» γράφει στο βιβλίο «Οι ποδηλάτες».
Το 1977 ανεβάζει μόνος του τις «Τρωάδες» σε δική του μετάφραση σε ένα υπαίθριο παρκινγκ στο κέντρο της Αθήνας. Το 1981 εκθέτει στη γκαλερί Ζυγός, το 1982 ανοίγει το Μουσείο Τσαρούχης (βρίσκεται στην οδό Πλουτάρχου στο Μαρούσι -δείτε την ιστοσελίδα του), εκθέτει στη γκαλερί Ζουμπουλάκη τα «Ζεϊμπέκικα» και σκηνοθετεί το «Επτά επι Θήβας».
Από το 1983-1989 εκθέτει στις γκαλερί Ζυγός, Σκουφά και Γκαλερί 3. Από το 1987-1988 εκθέτει όλο του το υλικό από τις μακέτες και τις σκηνογραφίες στο μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης.
Πεθαίνει στις 20 Ιουλίου του 1989 ενώ ετοιμαζόταν με δική του μετάφραση, σκηνικά, σκηνοθεσία και κουστούμια, να ανεβάσει το έργο του τραγικού Ευρυπίδη, τον «Ορέστη».














ΔΙΚΑ ΤΟΥ ΛΟΓΙΑ (ΓΝΩΜΙΚΑ):


«Στην Ελλάδα είσαι ότι δηλώσεις».
«Μόνο με παραμύθια κατακτώνται οι άνθρωποι».
«Ζεμπέκικος, ο χορός των χορών!»
«Αγαπώ την Μαρία Κάλλας και την Σωτηρία Μπέλλου. Και δεν αισθάνομαι διχασμένος. Ας κοπιάσουν όσοι σκανδαλίζονται για αυτό, να καταλάβουν τι μου συμβαίνει. Εγώ πάντως κόπιασα για να βρω μια τάξη και ισορροπία».
«Θέλω να κάνω ελληνικό ότι μου αρέσει στην Αναγέννηση».
«Τα έργα τέχνης που δείχνουν μη ολοκληρωμένα, τελειώνουν μόνα τους, με τον καιρό.»
«Μου αρέσει να ζωγραφίζω γυμνά γιατί έτσι μπορεί να κατανοήσει κανείς την ψυχική γεωμετρία του ανθρώπου. (έλεγε στα 82 του χρόνια)



«Δύο είναι οι βασικές αναζητήσεις μου (στη τέχνη). Η μία είναι νεοκλασική και προσπαθεί να αφομοιώσει το αρχαίο κλασικό ιδεώδες όπως το εξέφρασε το Μπαρόκ και η Αναγέννηση. Η άλλη μου τάση είναι να εκφράσω όλες μου τις αντιρρήσεις για το ίδιο το ιδανικό μου».
«Θα προτιμούσα να γίνω αγρότης και στον ελεύθερο χρόνο μου να βάφω. Έτσι θα απέφευγα το εμπόριο έργων τέχνης. Το εμπόριο της τέχνης και γενικά το εμπόριο, είναι τρομερά πράγματα».


«Οι μεγάλοι τραγικοί με έχουν επηρεάσει πολύ . Μου έδειξαν τη ζωή όπως είναι. Ο Νίτσε με επηρέασε πολύ με ωραίες συμβουλές και ωραίες διαφωνίες μαζί του».
«Μόνον αυτοί που σφάζουν με άνεση και ευχαρίστηση έχουν δικαίωμα να τρώνε κρέας».
«Φιλία είναι η συμφωνία 2 ανθρώπων να μην προχωρήσουν τη σχέση τους σε βάθος, αλλά να μείνουν στην επιφάνεια».
Και αλλού «Φιλία είναι η συμφωνία 2 ανθρώπων, εναντίον όλου του κόσμου».
«Στην Ελλάδα ζούμε πολυτελέστερα από όσο μας επιτρέπουν τα μέσα μας, πέρα από τις οικονομικές μας δυνατότητες και τις ψυχικές μας ικανότητες. Αυτό ήδη μας δημιουργεί προβλήματα και θα μας προξενήσει μεγάλο κακό.»



«Οι έλληνες ζωγράφοι, αγάπησαν την Γερμανία γιατί ήταν ευπρόσιτη, επαρχιακή, και δια αυτής απολάμβαναν την Ευρώπη, όπως τα παιδιά τη θάλασσα στα ρηχά».
«Η τέχνη δεν είναι απασχόληση. Δεν είναι για να περνάς την ώρα σου. Είναι η θρησκεία του ζωντανού και αιώνιου».
«Ο λόγος, η γλώσσα, η φωνή είναι το αντίδοτο στο θάνατο και τη δυστυχία».
«Αρετές μας είναι τα ελαττώματα που παραδεχθήκαμε».
"Θυμήθηκα τα μπαρ και τα καφενεία στα οποία περίμενα πάντα μιαν ευκαιρία σχετική με τη δουλειά μου. Το μεγάλο πρόσωπο που θα ερχόταν. Το τί κατάπινα εκεί πέρα, ποτά κ φαγητά πανάκριβα για αυτό που είναι κ πολύ βλαβερά για την υγεία. Αν ξανά έκανα τη ζωή μου, θα έκανα τελείως διαφορετικά πράγματα. Θα έκανα καλλιέργεια της γής, θα μάθαινα να κάνω την τροφή μου. Αντί να περιμένω ευκαιρίες στα καφενεία κ το λαντζάρισμα μου. Ήταν τρομερό αυτό το πράγμα! Να περιμένεις να σε εκτιμήσουν άνθρωποι που δεν εκτιμάς για να κερδίσεις λεφτά! Αυτό αγγίζει τα όρια της τρέλας"
«Το να μη μπορείς να πιστέψεις, είναι ένα είδος αναπηρίας».
«Να μην χωρίζεται η παιδική ζωή μου από τη ζωή του ενήλικου».
"Ο κόσμος σήμερα υποφέρει από άχρηστες ελευθερίες. Αυτές είναι χειρότερες από την απαγόρευση κ την σκλαβιά. Πρέπει κανείς να βρει νέους τρόπους πειθαρχίας στα μέτρα μας, τις ανάγκες μας.. Κάνε ότι θέλεις. Τότε θα απαντήσει ένας άνθρωπος λογικός "Θέλω να με βοηθήσετε να μάθω τι θέλω".Και το λένε κυρίως οι νέοι άνθρωποι.. Σήμερα, η εποχή μας είναι γεμάτη από ελεύθερους ανθρώπους που η ελευθερία τους έγκειται στο να αγνοούν τις συνέπειες των πράξεων τους.. Και μέχρι ενός σημείου καλλιεργείται αυτή η ελευθερία".
«Είναι οδυνηρό για να σε εκτιμήσουν να προσπαθείς να κάνεις πράγματα που να αρέσουν σε ανθρώπους που δεν εκτιμάς».
«Ποτέ δεν υπήρξε μια εποχή που οι άνθρωποι να ήταν τόσο δύσθυμοι και μελαγχολικοί. Άλλωστε, αυτό εξηγεί από μιαν άποψη, την τρομερή και μέχρι αηδίας οργάνωση της ευθυμίας. Καμιά εποχή δεν είχε οργανώσει τόσο πολύ την ευθυμία, όσο η δική μας. Σε καμιάν εποχή δεν έπαιζε πρωί-πρωί στα σπίτια το ραδιόφωνο εύθυμες μουσικές για να ξυπνήσουν οι άνθρωποι μελαγχολικοί και σχεδόν έτοιμοι να αυτοκτονήσουν».
«Στην Ελλάδα όλα γίνονται όπως θέλουν οι μέτριοι».
«Δεν ζητώ ανθρώπους να σκέφτονται σαν εμένα. Αλλά να κάνουν σκέψεις συμπληρωματικές των δικών μου».
"Υπάρχει μια ομηρία στις αγορές των έργων τέχνης. Το παίρνω (το έργο σου) για να καθίσεις φρόνιμα, θα σε πληρώσω κιόλας για να πάψεις να είσαι τόσο ελεύθερος, να πάψεις να μιλάς ουσιαστικά εναντίον μου.. Ούτε ο καλλιτέχνης, ούτε ο έμπορος είναι κύριος της τέχνης. Είναι ο Άνθρωπος. Βγαίνει για την εξυπηρέτηση του ανθρώπου. Δηλαδή, αυτό που κάνουμε είναι ιερό κ δεν το εξαγιάζει το χρήμα κ η τιμή που δημιούργησε η δημοπρασία ή η γκαλερί. Και μοιραίως φθάνουμε σε μιαν αντίληψη θρησκευτική της ζωής"
«Χρειάζεται η θεία αφέλεια για να βρεις μέσα σου την αλήθεια».
«Ένα μόνο έχω να συμβουλέψω τους νεότερους: Να πειθαρχούν στην πίστη τους, αφού προηγουμένως την ανακαλύψουν».
"Η τέχνη που έπαψε πλέον να λειτουργεί (μέσα από την διάλογο), περνάει σε αυτούς που δεν την ξέρουν, ως αναγκαία πρωτοτυπία από την οποία μπορούν να απομυζούν αξία οι ίδιοι.. Δημιουργείται έτσι μια ανεξάντλητη αγορά, ένα καινούριο προσκύνημα, με οικονομικά οφέλη για τους αυτόκλητους προστάτες της τέχνης".
Σήμερα, η μοντέρνα ζωγραφική επικράτησε χάρη στη νομοθεσία του κράτους που της έδωσε ένα δίπλωμά;α ότι είναι ακαδημαϊκή, ευτραφής, κρατική. Δεν εκφράζει πια την αληθινή διαφωνία του ανθρώπου με το κατεστημένο. ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟ που εξελίχθηκε"
"Όταν διαβάζω τα βιβλία περί ζωγραφικής μου κάνουν εντύπωση σαν κάτι βιβλία σεξουαλικά που λένε μην κάνετε το ένα, μην κάνετε το άλλο διότι θα πάθετε αφροδίσια νοσήματα.. τα βιβλία αυτά είναι για να σου κόψουν από ότι ζωγραφίζεις, παρά για να σου μάθουν να κάνεις ζωγραφική πιο στέρεα."
"Είναι απογοητευτικό για τον καλλιτέχνη να ξέρει ότι τόσοι κόποι και τόσες θυσίες καταλήγουν να πέσουν στα χέρια εμπόρων και συλλεκτών που το σώμα τους και η ψυχή τους εκφράζουν έναν θανατερό ιδεαλισμό. Έρχεται η στιγμή που αρχίζει κανείς να αμφιβάλλει αν η ίδια η τέχνη, προ ατομικής βόμβας ή μετά, έχει την αξία είχε την αξία που της δώσαμε".


"Ναό Παντοκράτορος στον Μυστρά με τον Γιάννη Τσαρούχη να τον
έχω τοποθετήσει στο κέντρο του ναού. Είχα προμηθευτεί
ενα τόπι ύφασμα πορφύρα και τον έβαλα να κάτσει
σε μια καρέκλα σπασμένη... " Nίκος Σταθούλης.





ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΤΣΑΡΟΥΧΗ στον Γιώργο Γκίλσον μάλλον στην Καθημερινή. (Δυστυχώς δεν είμαστε σίγουροι ως προς την πηγή μέσα απο τις πολλές μεταφορές. Είμαστε όμως σίγουροι για το κείμενο και τον δημοσιογράφο)
Όταν τον ρώτησε ο δημοσιογράφος αν υπάρχει γενικό μήνυμα που προσπαθεί να μεταδώσει με το έργο του, ο Τσαρούχης απάντησε: «Δεν τολμώ να το πω, μήπως φανώ ότι κάνω τον μεγάλο καλλιτέχνη. Το μήνυμα αυτό είναι ο σεβασμός στη ζωή, η ευλάβεια στη ζωή, η αγάπη για τον Θεό. Όλα εκφρασμένα μέσω της ζωγραφικής και των χρωμάτων μου. Θέλω να βρω την τάξη και την ηρεμία στη ζωή μου και να την μεταδώσω και στους άλλους ανθρώπους».
Έπειτα απαντώντας σε άλλη ερώτηση λέει «Αν θα ξαναζούσα την καλλιτεχνική μου καριέρα, θα έψαχνα να βρω έναν καλό τεχνίτη να μου μάθει καλά τη τεχνική της ζωγραφικής και να μην πάω στη σχολή όπου οι καθηγητές προσπαθούν να γεμίσουν τον διορισμό τους με άχυρα. Και βέβαια θα πήγαινα σε ένα χωράφι να μάθω πιο σοβαρά τη καλλιέργεια της γης για να έχω ένα δεύτερο επάγγελμα να μου δίνει ανεξαρτησία. Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν να παρασκευάζουν τη τροφή τους και ως γεωργοί».
Και στην ερώτηση του δημοσιογράφου «Τι συμβουλή θα δίνατε στους νέους καλλιτέχνες;» Ο Τσαρούχης απαντά: «Την ίδια που δίνω και στον εαυτό μου. Να βρουν ένα κτήμα να καλλιεργούν.. Και να εξομολογούνται με την τέχνη τους, να μιλούν για τη ζωή τους, για αυτό που τους ενδιαφέρει. Όταν κανείς εξομολογείται, εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκουν ικανοποίηση και ξαλαφρώνουν».


«Η Αθήνα όπως είναι σήμερα, πρέπει να χαρακτηριστεί σαν μια πόλη κατοχικής εποχής. Εννοώντας την ελληνική κατοχή και όχι την γερμανική. Η ελληνική κατοχή από το ’21 και πέρα, αντικρούοντας τις ιδέες του Μακρυγιάννη, κατέστρεψε ότι έχει κάνει η Ελλάς όλα τα χρόνια τόσο ώστε οι ευαίσθητοι και τίμιοι άνθρωποι όταν θέλουν να δείξουν ποια είναι η Ελλάς, δείχνουν τα έργα (των Ελλήνων) της τουρκοκρατίας. Ήταν μια εποχή συνεπής με τα στοιχεία που την ενέπνεαν. Η σημερινή Ελλάς είναι ασυνεπής και αυτό που προτείνεται ως ιδανικό είναι όχι όλων το ιδανικό, αλλά μιας περιορισμένης ομάδας. Δυναμικής, η οποία παρουσιάζει ως κοινό ιδανικό ένα ιδανικό που δεν είναι παρά το ιδανικό της. Η Αθήνα κτίστηκε νεοκλασική από τους Βαβαρούς και τροποποιήθηκε από τους Έλληνες σύμφωνα με το ανισόρροπο γούστο τους. Στυλ αγραμμάτων.. Ο καθένας κοίταξε να αξιοποιήσει το οικοπεδάκι του, όπου και να ήταν, όποιο σχήμα και να είχε… Υμνούν ένα έγκλημα και το εκθειάζουν αν βλάπτει τον τόπο. … Πρέπει να αλλάξει και να φανεί επιτέλους ότι, η Ελλάς είναι ένα μικρό χωριό που της ταιριάζει να ονομάζεται Ευρώπη».
(Γιάννης Τσαρούχης, Περιοδικό «Η λέξη», τεύχος 73, 1988)


Στον Τσαρούχη οφείλεται η καθιέρωση των χορευτικών με ναύτες σε ταβέρνες στις ελληνικές ταινίες στο σινεμά.
Γράφει στο βιβλίο του «Αγαθόν το εξομολογείσθαι» : «Παρά τους ενθουσιασμούς των ξένων επισήμων και ανεπισήμων, το ζεϊμπέκικο μένει κάτι τι το ερμητικό στην ουσία του. Και είναι προσιτό. Αληθινά προσιτό μόνον σε αυτούς από τους Έλληνες που έχουν αληθινή ορφική μύηση. Λόγια φθαρμένα που δεν μπορούν να εκφράσουν την ουσία για την οποία ο αμύητος μένει καχύποπτος».



Τσαρούχης Οι εποχές
Ο Τσαρούχης δεν τελειώνει εδώ. Θα γίνει σύντομα και β μέρος με πλήθος απο τα θαυμάσια έργα του!!