Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἐλληνική Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἐλληνική Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 12 Μαΐου 2023

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ! στὶς 12-13 Μαΐου 1821 Ο Κολοκοτρώνης δὲν ἄφηνε ὀθωμανικό ρουθούνι...

 


ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ! Ο Κολοκοτρώνης δὲν ἄφηνε ὀθωμανικό ρουθούνι...






Η μάχη του Βαλτετσίου σημειώθηκε στὶς 12-13 Μαΐου 1821 καὶ θεωρεῖται ὡς μία ἀπὸ τις πιὸ ἀποφασιστικές μάχες της Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης του 1821, ποὺ ὁδήγησε στὴν Ἅλωση της Τριπολιτσᾶς. Πρωτοστάτης της μάχης αὐτῆς ἦταν ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.




Το σχέδιο του Κολοκοτρώνη

Κατά τὴ διάρκεια της πολιορκίας της Τριπολιτσάς, ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ὀργάνωσε στρατόπεδα στὰ ὑψώματα γύρω ἀπὸ την πόλη. Ἔτσι στὶς 16 Ἀπριλίου 1821 διέταξε την ὀχύρωση τεσσάρων λόφων δίπλα στὸ χωριό Βαλτέτσι.

Ταυτόχρονα, οἱ Τοῦρκοι, ποὺ ἦταν κλεισμένοι στὴν Τριπολιτσά, με ἀγωνία περίμεναν βοήθεια ἀπὸ τον Χουρσίτ, ποὺ βρισκόταν στὰ Γιάννενα καὶ πολεμοῦσε τον Ἁλή Πασᾶ. Ο Χουρσίτ ἔστειλε ἰσχυρὸ στράτευμα με ἐπὶ κεφαλῆς τον Κιοσέ Μεχμέτ, ὁ ὁποῖος το χώρισε σε δύο τμήματα. Στὸ πρῶτο ἡγήθηκε ὁ ἴδιος με τον Ὁμέρ Βρυώνη, με 14.000 στρατό]καὶ κατευθύνθηκε ἀνατολικά. Το δεύτερο, ποὺ ἀποτελεῖτο ἀπὸ 3.500 Ἀλβανούς, κατευθύνθηκε πρὸς τὴ δυτική Ἑλλάδα, ὑπὸ την ἡγεσία του Κεχαγιάμπεη Μουσταφά.

Ὁ στρατός του Κεχαγιάμπεη πέρασε το Ἀντίρριο χωρίς ἀπώλειες. Πέρασε ἀπὸ την Πάτρα, πυρπόλησε τὴ Βοστίτσα (Αἴγιο) καὶ στὴ συνέχεια ἔλησε τις ἑλληνικές πολιορκίες σε Κόρινθο καὶ Ἀργός, γιὰ νὰ μπεῖ,τελικά, στὴν Τριπολιτσά.




Η πρώτη μάχη




Στὶς 24 Ἀπριλίου, ὁ Κεχαγιάμπεης βγῆκε ἀπὸ την Τρίπολη με 4.000 ἄνδρες καὶ ἐπιτέθηκε στὸ Βαλτέτσι . Οἱ ὀλιγάριθμοι ὑπερασπιστές του ὑποχώρησαν, χάνοντας ζῶα καὶ προμήθειες. Η μάχη συνεχίστηκε βόρεια του χωριοῦ ὅπου ὁ Κυριακοῦλης Μαυρομιχάλης εἶχε βρεθεῖ σε πολύ δύσκολη θέση. Σε βοήθειά του ἔσπευσε ὁ Δημήτρης Πλαποῦτας χτυπῶντας τους Τούρκους ἀπὸ τα νῶτα. Οἱ Τοῦρκοι ἀναγκάστηκαν σε ὑποχώρηση καὶ ὁ Κολοκοτρώνης τους κυνήγησε μέχρι το χωριό Μάκρη.

Μετά τὴ μάχη, το στρατόπεδο ἁνασυγκροτήθηκε ταχύτατα με φρουρά 1.000 ἀνδρῶν καὶ ἐπικεφαλῆς τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη καὶ δημιουργήθηκαν ἐκ νέου ταμπούρια καὶ κατέφθασαν ἐνισχύσεις. Στὸ πρῶτο ταμποῦρι βρέθηκαν ὁ Ἠλίας καὶ ὁ Κυριακούλης Μαυρομιχάλης με ὅλους τους Μανιάτες στὸ δεύτερο ο Μητροπέτροβας, ὁ Παπατσώνης, ὁ κεφάλας, ο Γιάννης Μαυρομιχάλης, ὁ Παναγιῶτης Κατριβάνος ἀπὸ το σαρι Μεγαλόπολης καὶ ὁ Θανάσης Δαγρές ἀπὸ τὴ Βρωμόβρυση Μεσσηνίας, με τους στρατιῶτες τους. Στὸ τρίτο ὁ Ἠλίας καὶ ὁ Νικήτας Φλέσσας, ὁ Σιώρης, ὁ Νικηταράς καὶ πολλοί Λιονταρίτες καὶ Γορτύνιοι.



Η δεύτερη μάχη

Τα χαράματα της 12ης Μαΐου, ο Κεχαγιάμπεης βγῆκε ἀπὸ την Τρίπολη με 10.000 Τουρκαλβανοῦς με προορισμό την Καλαμάτα. Κάποιοι Βαρδουνιώτες,με σκοπό τὴ λαφυραγωγία καὶ με ἀρχηγὸ τον Βαρδουνιώτη Ρουμπή,ἀντιλήφθηκαν την παρουσία Ἑλλήνων στὸ Βαλτέτσι, ἀρχίσαν τις ἁψιμαχίες μαζί τους, γιὰ νὰ προστεθοῦν στὴ συνέχεια καὶ οἱ ἄλλοι]. Τότε κατέφθασε ὁ Κολοκοτρώνης,ἀφοῦ εἰδοποιήθηκε, με 700 ἄνδρες. Ο Ρουμπῆς, ποὺ βρέθηκε πλέον περικυκλωμένος, ζήτησε ἐνίσχυση ἀπὸ τον Κεχαγιάμπεη ποὺ μέχρι τότε παρακολουθοῦσε τὴ μάχη ἐπικεφαλίς 3.000 ἱππέων.

Το ἀπόγευμα ἔφτασε ὁ Δημήτρης Πλαπούτας, ὁ Κανέλλος Δεληγιάννης με 700 ἄνδρες]. Η μάχη συνεχίστηκε μέχρι τὴ νύχτα χωρίς νὰ ὑποχωρεῖ καμία πλευρά. Τα ξημερώματα της 13ης Μαΐου, οἱ Τοῦρκοι ξεκίνησαν νέα ἐπίθεσή.




1. Ἡ φυγή τῶν Τούρκων καὶ ἡ νίκη του Κολοκοτρώνη

Μετά ἀπὸ 4 ὧρες μάχης καὶ ἐνῶ ὁ Ρουμπής κινδύνευε, ὁ Κεχαγιάμπεης διέταξε ὑποχώρηση. Βλέποντας αὐτὴν την κίνηση, ὁ Κολοκοτρώνης ξεκίνησε γενική ἀντεπίθεση. Ἔτσι οἱ Τοῦρκοι τράπηκαν σε ἄτακτη φυγή, πετῶντας τα ὅπλα τους.

Συνολικά οἱ Τοῦρκοι εἶχαν 300 νεκρούς καὶ πάνω ἀπὸ 500 τραυματίες, ἐνῶ οἱ Ἕλληνές μόλις 2. Ἀνάμεσα στὰ λάφυρα τῶν ἐπαναστατῶν ἦταν πολλά τουφέκια, 1 πυροβόλο καὶ 8 σημαῖες]. Η μάχη ὑπῆρξε καθοριστική γιὰ το ἠθικὸ τῶν ἀντιμαχομένων. Οἱ Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι πολέμησαν γιὰ πρώτη φορά κάτω ἀπὸ σωστή ὀργάνωση, πῆραν θάρρος συνειδητοποιῶντας την ἀνωτερότητά τους ἔναντι τῶν Τούρκων, ἐνῶ οἱ δεύτεροι κατάλαβαν ὅτι ἡ ἐπανάσταση ἦταν κάτι σοβαρότερο ἀπὸ μία ἁπλὴ ἐξέγερση ὀλιγάριθμων Ἑλλήνων.




Η λαϊκή μοῦσα τίμησε τὴ νίκη στὸ Βαλτέτσι με το ἀκόλουθο δημοτικό τραγούδι:




Τι ἔχεις, καημένε κόρακα, ποῦ σκούζεις καὶ φωνάζεις;

Μήπως διψᾶς γιὰ αἵματα, γιὰ τούρκικα κεφάλια;

Πέρασε ἀπὸ τα Τρίκορφα καὶ σῦρε στὸ Βαλτέτσι,

ὅπου είν' ὁ τόπος δυνατός καὶ δυνατά ταμπούρια,

ἐκεῖ θὰ βρεῖς τα αἵματα, τα τούρκικα κεφάλια,

Τρία μπαϊράκια κίνησαν ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴ χώρα,

το ἕνα πάει στὰ Τρίκορφα, τ' ἄλλο στοὺς Ἁραχαμίτες,

κι αὐτὸς ὁ Κεχαγιάμπεης πηγαίνει στὸ Βαλτέτσι.

Ὁ Κυριακούλης του μιλάει κι ο Μπεζαντές του λέει:

«Πού πᾶς, βρὲ Κεχαγιάμπεη, τ' Ἀλή πασᾶ κοπέλι;

Ἐδῶ δὲν εἶναι Κόρινθος, δὲν εἶναι Πέρα Χώρα,

δὲν εἶναι τ' ἀργίτικα κρασιά, του Μπέλεση τα κριάρια.

Ἐδῶ είν' ὀρδὴ Καρύταινας, μανιάτικο ντουφέκι,

Κολοκοτρώνης ἀρχηγὸς με το Μαυρομιχάλη».

Ἀφῆστε τα ντουφέκια σας καὶ βγάλτε τα σπαθιά σας

βάλτε τους Τούρκους ἐμπροστὰ, σὰν πρόβατα, σὰν γίδια.



Τετάρτη 10 Μαΐου 2023

Ἡ ἄνιση μάχη στὸ Χάνι της Γραβιᾶς καὶ ἡ ἐξόντωση τῶν μουσουλμάνων (6 Μαΐου 1821)

 





Μάχη 117 γενναίων Ἑλλήνων ἐναντίον 9.000 μουσουλμάνων.

Μόλις ξέσπασε ἡ Ἐπανάσταση του 1821, ὁ Χουρσίτ πασᾶς, ποῦ πολιορκοῦσε τον Ἀλὴ πασᾶ στὰ Γιάννενα, ἔστειλε στὴν Ἀνατολική Στερεά, ἰσχυρότατες στρατιωτικές δυνάμεις με ἐπικεφαλίς τον Τουρκαλβανό Ὁμέρπασα ( Ὀμερ) Βρυώνη καὶ τον Κιοσέ Μεχμέτ. Ὁ Ομέρ Βρυώνης, μόλις εἶχε διοριστεῖ ἀπὸ τον σουλτᾶνο πασᾶς του Βερατίου, καθώς τον θεωροῦσε ἕνα ἀπὸ τους πλέον ἱκανούς στρατηγούς του. Ἔτσι, ἦταν σίγουρος ὅτι θὰ κατέπνιγε εὔκολα την ἐπανάσταση στὴν Ἀνατολική Στερεά.
Στὰ μέσα Ἀπριλίου, οἱ δύο στρατηγοί του σουλτάνου, πέρασαν ἀπὸ τὴ Θεσσαλία στὴ Στερεά καὶ συγκρούστηκαν με τον Ἀθανάσιο Διάκο καὶ τους ἄντρες του στὴν Ἀλαμάνα, τους ὁποίους ὅπως εἶναι γνωστό ἐξουδετέρωσαν παρά την ἡρωική τους ἀντίσταση. Εἶναι ἐπίσης γνωστό καὶ το τραγικό τέλος του Ἀθανάσιου Διάκου.





Ἀμέσως μετά ἔγινε προσπάθεια νὰ ἀνασυνταχθοῦν οἱ ἑλληνικές δυνάμεις της περιοχῆς της Λειβαδιάς. Νέος ὁπλαρχηγός ἀνέλαβε ὁ Βασίλης Μπούσγος ποὺ εἶχε στὴ διάθεσή του 1.000 ἄνδρες καὶ ὅσους ἀπὸ τους ἄνδρες του Ἀθ. Διάκου σώθηκαν μετά την μάχη της Ἀλαμάνας. Ὁ Ὀμέρ Βρυώνης, ἀπὸ τὴ Λαμία ποὺ εἶχε στρατοπεδεύσει, πῆγε στὸ Ἐλευθεροχώρι ὁπού εἶχαν συγκεντρωθεῖ καὶ τους διέλυσε. Το ἠθικὸ τῶν ἐπαναστατημένων Ἑλλήνων εἶχε ἀρχίσει νὰ κλονίζεται καὶ ἡ Ἐπανάσταση σε Στερεά Ἑλλάδα καὶ Πελοπόννησο, κινδύνευε σοβαρά.

Ὁ Ομέρ Βρυώνης πίστευε ὅτι θὰ μπορέσει νὰ προσεταιριστεῖ τον Ἀνδροῦτσο. Γι' αὐτὸ, ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι βρίσκεται στὴ Στερεά Ἑλλάδα, του ἔστειλε περιστολή με την ὁποία ζητοῦσε νὰ συμπράξει μαζί του καὶ ὥς ἀντάλλαγμα, του πρόσφερε την ὀπλαρχηγία ὅλης της Ἀνατολίτικής Στερεάς.

Ὡς τόπος συνάντησης, ὁρίστηκε το χάνι της Γραβιᾶς.

Αὐτὸς ἄλλωστε ἦταν καὶ ὁ λόγος ποὺ ὁ Ἀνδροῦτσος βρέθηκε ἐκεῖ, ὅπως γράψαμε παραπάνω.

Μόνο ποῦ τον Ομέρ Βρυώνη, τον περίμεναν στὴ Γραβιᾶ ἰδιαίτερα δυσάρεστες ἐκπλήξεις…

Στὸ χάνι της Γραβιᾶς, πραγματοποιήθηκε συμβούλιο τῶν ὀπλαρχηγῶν. Ἀπὸ την ἐπιστολή του Ομέρ Βρυώνη στὸν Ἀνδροῦτσο, διαφαινόταν ὅτι ὁ Τουρκαλβανός στρατηγός θὰ ἔφευγε ἀπὸ τὴ Λαμία καὶ θὰ κατευθυνόταν πρὸς το Γαλαξίδι καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, με πλοῖα, θὰ μετέβαινε στὴν Πελοπόννησο, καθώς θεωροῦσε ὅτι ἄν πήγαινε στὸν Μωριᾶ μέσω Ἰσθμοῦ, στῆ διαδρομή θὰ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει πολλά προβλήματα, στὶς στενές καὶ δύσβατες διαβάσεις ποῦ θὰ ἀκολουθοῦσε.













Στὸ συμβούλιο, ὁ Ἀνδροῦτσος ἀπέμεινε νὰ ἀμυνθοῦν στὸ Χάνι, ἐνῶ ὁ Δυοβουνιώτης με τον Πανουργιᾶ διαφωνοῦσαν καὶ ἤθελαν νὰ ἀμυνθοῦν δεξιά καὶ ἀριστερά ἀπ' αὐτὸ. Οἱ Ἕλληνες ἦταν 1.300, ἐνῶ ὁ Ομέρ Βρυώνης εἶχε στὴ διάθεσή του περισσότερους ἀπὸ 9.000 ἄνδρες.

Ὁ Ανδροῦτσος ἤθελε νὰ ἀμυνθοῦν στὸ χάνι, γιατί οἱ ἀντίπαλοι θὰ ἦταν ἀκάλυπτοι καὶ θὰ δεχόταν πυρά κατά μέτωπο. Βέβαια, ὑπῆρχε ὁ κίνδυνος ἐπειδὴ το χάνι ἦταν πλινθόκτιστο νὰ το γκρεμίσουν με εὐκολία οἱ Τοῦρκοι.

Τελικά, ἀκολουθήθηκε μία μέση λύση. Ὁ Πανουργιᾶς κι ὁ Δυοβουνιώτης, πῆραν θέση ἀριστερά ἀπ' το χάνι στὸν δρόμο πρὸς το βουνό Χλωμό, ἐνῶ στὰ δεξιά, στὴ λεγόμενη ''κρήνη του Σίντσικα'', ὁ ἔμπιστος του Ἀνδρούτσου Χρῆστος Κοσμᾶς Σουλιώτης.

Ὁ Ἀνδροῦτσος ἀνέλαβε ὁ ἴδιος νὰ πολεμήσει ἀπὸ το χάνι. Τότε ἔκανε κάτι ἐξαιρετικά ἀσυνήθιστο.

Μὴν θέλοντας νὰ ἐπιβληθεῖ σε κανέναν, ἀλλὰ ζητῶντας οὐσιαστικά ἐθελοντές – συμπολεμιστές, φώναξε : ''Παιδιά ὅποιος θέλει νὰ με ἀκολουθήσει, ἄς πιαστεῖ στὸ χορό'' καὶ ἄρχισε νὰ τραγουδάει το γνωστό κλέφτικο ''Κάτω στοῦ Βάλτου τα Χωριά''.

Πρῶτος πιάστηκε δίπλα του ὁ Γκούρας, ἀκολούθησε ὁ πιστός του σύντροφος Τουρκαλβανός Γκίκας Μουσταφάς, ἀκολούθησαν οἱ ἀξιωματικοί Παπαντρέας, Τράκας, Μάρος, Βουντούνης, Γοβγίνας, Καπλάνης κ.ά. Συνολικά 117 πιάστηκαν σ' αὐτὸ τον ἀλλόκοτο χορό…

Ὅλοι αὐτοί μπῆκαν στὸ χάνι, ἔκλεισαν πρόχειρα τις πόρτες καὶ ἄνοιξαν πολεμίστρες. Ὁ ἔφορος Σαλώνων Ἀναγνώστης Κεχαγιάς, μόλις ποὺ πρόλαβε νὰ τους μεταφέρει πολεμοφόδια, καθώς ἤδη οἱ Τοῦρκοι εἶχαν φτάσει.

Ὁ Ομέρ Βρυώνης, ἀσχολήθηκε ἀρχικά με ὅσους βρίσκονταν ἐξῶ ἀπ' το χάνι. Στέλνοντας ἰσχυρές δυνάμεις ἐναντίον τους, ἀνάγκασε τους Ἕλληνες νὰ φύγουν πρὸς τα ὀρεινά μέρη. Ἡ ἀντίσταση ποὺ προέβαλλον, κάμφθηκε ἀπὸ τους πολύ περισσότερους ἀριθμητικά Τούρκους.

Ἔτσι, ἔφτασε ἡ ὥρα της ἀλήθειας… Ὀδυσσέας Ἀνδρούτσος ἐναντίον Ὀμέρ Βρυώνη στὸ Χάνι της Γραβιάς!













Ἡ ΜΕΓΑΛΗ ΜΑΧΗ – ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΒΑΤΕΡΛΟ

Ὁ Ὀμέρ Βρυώνης, ἔστειλε ἕναν ἔφιππο δερβίση (Τοῦρκο ἱερωμένο), νὰ ἐπαναλάβει τις προτάσεις γιὰ σύμπραξη στὸν Ἀνδροῦτσο. Ὁ Ἀνδροῦτσος τον ρώτησε: ''Πού πᾶς ὦρε Τοῦρκο'' ; ''Νὰ ἀποτάξω ἡ νὰ σφάξω ἀπίστους'', ἀπάντησε ἐκεῖνος. Ἕνας πυροβολισμός του Ἀνδρούτσου (ἡ του Γκίκα Μουσταφά σύμφωνα με ἄλλες πῆγες) ἔριξε τον δερβίση νεκρό.

Οἱ Ἀλβανοὶ ποὺ παρακολουθοῦσαν τὴ σκηνή, ὅρμησαν μαινόμενοι στὸ χάνι. Τελικά, τα συντονισμένα πυρά των ὑπερασπιστών του,τους ἀποδεκάτισαν.

Ὁ Ὀμέρ Βρυώνης ἐκνευρισμένος, διέταξε νέα ἐπιθέση, πιὸ ὀργανωμένη αὐτὴ τὴ φορά, Κάποιοι ἀπὸ τους ἄντρες του, κρατοῦσαν καὶ τσεκούρια γιὰ νὰ γκρεμίσουν τους τοίχους του πανδοχείου. Νέα σκληρή μάχη, ἀμυνόμενοι ἡρωικά οἱ Ἕλληνες κατάφεραν νὰ την ἀναχαιτίσουν. Ἔξαλλος ὁ Ὀμέρ Βρυώνης, ἔταξε μεγάλη ἀμοιβή σε ὅποιους ἔμπαιναν πρῶτοι στὸ χάνι. Ἦταν νωρίς το ἀπόγευμα ὅταν ξεκίνησαν νέες, ἑρμητικές ἐπιθέσεις, ποὺ ὅμως ἀποκρούστηκαν. Κατά τὴ δύση του ἥλιου, ὁ Ὀμέρ Βρυώνης βλέποντας ὅτι ἔχει χάσει πολλούς ἄντρες, διέταξε νὰ φέρουν πυροβόλα ἀπὸ την Λαμίᾳ γιὰ νὰ ἰσοπεδώσουν το χάνι.

Ἔβαλε φρουρούς γύρω ἀπ' αὐτὸ καὶ περίμενε…

Ὁ εὐφυής Ἀνδροῦτσος, κατάλαβε τις προθέσεις του Ἀλβανοῦ καὶ γνώριζε ὅτι ἄν ἐρχόταν τα κανόνια ἀπ' τὴ Λαμίᾳ αὐτὸς καὶ οἱ συμπολεμιστές του, δὲν εἶχαν καμία τύχη. Μάλιστα τα πυρομαχικά τους, εἶχαν τελειώσει. Τὴ νύχτα, ἀφαιρέθηκε ἕνα μέρος ἀπὸ τους πλίνθους της ἀνατολίτικής πλευράς. Οἱ ἕξι Ἕλληνες νεκροί της πολύωρης μάχης, θάφτηκαν πρόχειρα σε μία γωνιά του κτιρίου. Στὶς 2.00 π.μ., ἔδωσε ἐντολὴ ἀναχώρησης.

Οἱ ἡρωικοί μαχητές, περνῶντας ἀπὸ ἕνα σπαρμένο χωράφι ὅπου ὑπῆρχε κάλυψη καὶ μέσα σχεδόν ἀπ' τους Τούρκους φρουρούς ποὺ αἰφνιδιάστηκαν καὶ ὅταν ἄρχισαν νὰ πυροβολοῦν ἦταν ἀργὰ, ἔφτασαν τρέχοντας στὸ Χλωμό ὅπου συναντήθηκαν με τον Ἀπόστολο Γουβέλη, τον Παπακώστα καὶ τους ἄντρες τους.

Ἡ μάχη στὸ χάνι της Γραβιᾶς εἶχε τελειώσει.

Ἀπολογισμός: 6 Ἕλληνες νεκροί, ὅπως ἀναφέραμε, 300 Τοῦρκοι νεκροί καὶ 600 τραυματίες.

ΤΟ ΧΑΝΙ ΤΗΣ ΓΡΑΒΙΑΣ.



Μάχη της Γραβιάς. Το Χάνι
Μακρυγιάννη Ιωάννη – Ζωγράφου Παναγιώτη (Εικόνες του Αγώνος)

(6 Μαΐου 1821)

ΩΔΗ
«Μεγάλων δ' ἀέθλων
Μοῖσα μεμνᾶσθαι φιλεῖ.»
Πίνδαρος


Α΄.


Απὸ κρότον ὀργάνων βοΐζει
Τῆς Γραβιᾶς τὸ βουνὸν ἀντἰκρύ·
Λάμπουν ὅπλα χρυσᾶ, καὶ λερὴ
Φουστανέλλα μαυρίζει.


Πρὸς τὸ χάνι χορὸς κατεβαίνει
Ἀπ' ὁδόν ἐλικώδη, λοξὴν,
Καὶ φλογέρα μὲ ἦχον ὀξὺν
Χοροῦ ᾆσμα σημαίνει.


Ὀδυσσεὺς ὁ ταχύπους ἡγεῖται
Τοῦ μαχίμου ἐκείνου χοροῦ,
Καὶ ἐγκύμων σκοποῦ τολμηροῦ
Πρὸς το χάνι κινεῖται


Ἐκεῖ δὲ τὸν χορὸν διαλύει,
Κλεῖ τὴν μάνδραν καὶ οὕτω λαλεῖ·
Ἡ πατρίς μας ἐδὼ μᾶς καλεῖ,
Στρατιῶται ἀνδρεῖοι.


Μετ' ὀλίγον ἐδὼ καταφθάνει
Στρατιὰ μυριάνδων ἐχθρῶν·
Εἶναι στάδιον δόξης λαμπρὸν,
Τὸ μικρὸν τοῦτο χάνι.


Εἰς τὸ μέγα στενὸν θὰ 'ξυπνήσουν
Οἱ ἀρχαῖοι τῆς Σπάρτης νεκροὶ,
Καὶ τὸν τόπον αὐτὸν φοβεροὶ
Τουρκομάχοι θα σείσουν.


Κ' ἡ σκιὰ τοῦ Διάκου παρέκει
Τοῦ εἰς σούβλαν ψηθέντος σκληρὰν,
Μὲ μεγάλην θ' ἀκούσῃ χαρὰν.
Νὰ βροντᾷ τὸ τουφέκι.


Ἐκεῖ κάτω κυττάξετε. Φθάνει
Ὁ πομπώδης στρατὸς τῶν ἐχθρῶν·
Ἰδοὺ στάδιον δόξης λαμπρὸν
Τὸ μικρὸν τοῦτο χάνι.


Στρέφουν ὅλοι καὶ βλέπουν. Διέβη
Τὸ ποτάμι ἀπίστων πληθὺς,
Καὶ ἀκούεται δοῦπος βαθὺς,
Καὶ ὁ τόπος σαλεύει.


Πιστολίων ἀκούονται κτύποι
Καὶ βαρβάρων φωναὶ συνεχεῖς,
Καὶ τινάσσουν τὴν χαίτην ταχεῖς
Καὶ ἀφρόεντες ἵπποι.


Πρὸ τῶν ἄλλων ξιφήρης προβαίνει
Εἷς δερβίσης τὸν ἵππον κεντῶν·
Ὁ υἱὸς τοῦ Ἀνδρίτσου αὐτὸν
Ἐρωτᾷ ποῦ πηγαίνει.


Ἀποκρίνετ' ἐκεῖνος· Νὰ σφάξω
Ὅπου 'βρῶ τοῦ προφήτου ἐχθροὺς·
Καὶ πατῶν τοὺς ἀπίστους νεκροὺς
Τὸ ἀλλὰχ νὰ ἀνακράξω.


Ἀλλ' ἐδὼ, ὦ υἱὲ τοῦ προφήτου,
Μιναρὲν δὲν θὰ 'βρῇς ὑψηλὸν,
Ἀλλὰ μόνον τουφέκι καλὸν,
Καὶ ἰδοὺ ἡ φωνὴ του.


Καὶ ἡνίας καὶ σπάθην ἀφίνει
Ὁ δερβίσης τὰ στέρνα πληγεὶς,
Καὶ μὲ κρότον πεσών κατὰ γῆς,
Ῥεῖθρον αἵματος χύνει.


Τοῦ θανάτου ἱδρὼς περιβρέχει
Τὸ χλωμὸν μέτωπόν του εὐθὺς,
Καὶ ὁ ἵππος αὐτοῦ πτοηθεὶς
Κοῦφος κ' εὔκαιρος τρέχει.


Β΄.


Καθὼς ὅταν βοῤῥᾶς ῥιγοβόλος
Μὲ ἀκάθεκτον πνέῃ ὁρμὴν,
Κι' ὁ βαθύς τοῦ πελάγους πυθμὴν
Κατασείεται ὅλος,


Τῶν ἐχθρῶν οὕτω σείει τὰ στήθη
Κραταιὰ, ψυχοβόρος ὀργὴ,
Καὶ ἀκούεται λύσσης κραυγὴ
Ἀπὸ τ' ἄμμετρα πλήθη.


Σῶμα μέγα, πυκνὸν, ταραχῶδες,
Ἀλαλάζον ὁρμᾷ μὲ κραυγὴν,
Καὶ βαρύδουπον σκάπτουν τὴν γῆν
Σιδηροῖ ἵππων πόδες.


Ἀλλ' ἀκοίμητον πῦρ ἐκ τῆς μάνδρας
Τοὺς ὁρμῶντας προσβάλλει ἐχθροὺς,
Κ' ἐξαπλόνει τριγύρω νεκροὺς,
Νεκροὺς ἵππους καὶ ἄνδρας.


Οὔτε ἕν ὅπλον εἰς μάτην καπνίζει,
Οὔτε ἕν ὅπλον εἰς μάτην βροντᾷ·
Κάθε βόλι συρίζον πετᾷ
Καὶ τὰ κρέατα σχίζει.


Περιΐπτατ' ἐκεῖ πολυαίμων
Ἐν νεφέλαις καπνοῦ καὶ πυρὸς,
Μὲ τὸ βλέμμα δριμὺ, φοβερός
Τοῦ ὀλέθρου ὁ δαίμων.


Ταχυθάνατον πέλεκυν σείει,
Καὶ ἀκόρεστον βλέμμα κολλᾷ
Ὅπου αἵματα ῥέουν πολλὰ,
Ὅπου θνήσκουν ἀνδρεῖοι.


Ἡ κλαγγὴ ὡς γλυκύφθογγον μέλος
Τοῦ θηρίου τὰ ὦτα χτυπᾷ,
Καὶ τὰ μέλανα χείλη του σπᾷ
Καταχθόνιος γέλως.


Τὸ πᾶν βλέπει μὲ ὄψιν ἀγρίαν
Τὴν φριξότριχα κόμην κινῶν,
Ὡς ὁ λέων ὁπόταν πεινῶν
Ἐνεδρεύῃ τὴν λείαν.


Καταφλέγει ἐν ταύτῃ τῇ μάχῃ
Τὰς ψυχὰς τῶν ἀνδρῶν ἡ ὀργὴ,
Καὶ ἠχεῖ κ' ἡ πείβουνος γῆ
Καὶ οἱ λόγγοι κ' οἱ βράχοι.


Γ΄.


Μάχης πλὴν δὲν ἠχοῦν πλέον φθόγγοι,
Οὔτε μέταλλα λάμπουν στιλπνά·
Σιωποῦν τὰ κρημνώδη βουνὰ
Καὶ οἱ βράχοι κ' οἱ λόγγοι.


Ὅπου πρώην κραυγαὶ καὶ μανία,
Βασιλεύει θανάτου σιγὴ·
Ἔνθα κ' ἔνθα θνησκόντων κραυγὴ
Ἀντηχεῖ ἀπαισία.


Πεντακόσια πτώματ' ἀφίνων
Ὁ εἰς μάτην παλαίσας ἐχθρὸς,
Ἀπεσύρθη μακρὰν τοῦ πυρὸς
Μιᾶς φούκτας Ἑλλήνων.


Τοὺς ἀνδρείους στενὰ τριγυρίζει
Ὁ πασᾶς δι' ἀμέτρου στρατοῦ,
Καὶ τὴν λείαν εἰς χεῖρας αὑτοῦ
Ὡς βεβαίαν ἐλπίζει.


Ἀλλὰ σὺ, ὦ θεὰ ἐγερσίνους,
Ποῦ υἱοὺς Θρασυβούλων γεννᾷς,
Καὶ ἁλύσεις συντρίβεις δεινὰς,
Δὲν τρομάζεις κινδύνους.


Διὰ σοῦ τοὺς πολλοὺς οἱ ὀλίγοι
Ταπεινοῦν μὲ σπαθὶ κοπτερὸν·
Τὸ σπαθί σου ἐν μέσω ἐχθρῶν
Εὐρὺν δρόμον ἀνοίγει.


Δ΄.


Μελανόπτερος νὺξ, παραστάτις
Πολυτρόμου σωρείας νεκρῶν,
Ἐπέκτειν' εἰς τὴν γῆν σκιερὸν
Τὸ πλατὺ κάλλυμά της,


Καὶ ἰδοὺ οἱ σαπφείρινοι κάμποι
Ἀπὸ ἄστρα γεμίζουν λαμπρὰ,
Κ' ἐν τῷ μέσω αὐτῶν ἀργυρᾶ
Ἡ πανσέληνος λάμπει.


Τὴν βαθεῖαν σιγὴν καὶ τὰ σκότη
Διακόπτουν βαρβάρων κραυγαὶ,
Προσευχαὶ ἀσεβεῖς καὶ ἀργαὶ
Ὅπλων λάμψεις καὶ κρότοι.


Ἀδελφὸς πλὴν ὁ ὕπνος θανάτου
Εἰς τὰς τάξεις τῶν τούρκων πετᾷ,
Καὶ τὰ μέλη των ζώνει σφιγκτὰ
Μὲ τά κοῦφα δεσμά του.


Μόνος ἄγρυπνος εἷς ἐπροπάτει,
Ὁ πασᾶς, ἀνασπῶν τὰς ὀφρῦς,
Ἀλλ' ἐῤῥίφθη κ' ἐκεῖνος βαρὺς
Στὸ παχύ του κρεββάτι.


Μόλις δ' εἶχε τὰ ὄμματα κλείσει,
Αἱμωπὸν, μὲ θανάτου χροιὰν,
Ὀνειρόφαντον εἶδε σκιὰν,
Τὴν σκιὰν τοῦ δερβίση.


Ὁ θανὼν λειτουργὸς τοῦ προφήτου
Εἶχεν αἷμα πολὺ καὶ πηκτὸν,
Ὅπου ἔχαινε χάσμα φρικτὸν
Ἡ μεγάλη πληγή του.


Ἡ μορφή του πλὴν ἦτο γλυκεῖα
Καὶ ἡ ὄψις του λίαν φαιδρά.
Ἐκτυποῦσεν ἐν τούτοις σφόδρα
Τοῦ πασᾶ ἡ καρδία.


Ἡ σκιὰ, Μὴ τὸν εἶπε, φοβῆσαι,
Εἶμαι λόγου καλοῦ μηνυτής·
Χαῖρε, φίλε πασᾶ! Νικητὴς
Τῶν Ἑλλήνων θὰ ἦσαι.


Οἱ ἐν μάνδρᾳ κλεισμένοι ὀλίγοι
Εἶναι θύματα πείνης σκληρά.
Τὰ φρικώδη τῆς σούβλας πυρὰ
Οὔτε εἷς θ' ἀποφύγῃ.


Ὁ νεκρὸς ταῦτα λέγων δερβίσης,
Ἀνελήφθη τὸν φίλον πλανῶν.
- Μειδιᾷς ὦ πασᾶ; Ἐξυπνῶν
Μαῦρα δάκρυ θὰ χύσῃς.


Ε΄.


Σὺ, ὦ Μοῦσα, ὁδήγει μ' ἐν τάχει
Να ἰδῶ τοὺς ἀνδρείους φρουροὺς,
Νὰ μετρήσω κ' ἐκεῖ τοὺς νεκροὺς
Τοὺς πεσόντας ἐν μάχῃ.


Θαῦμα μέγα μεγάλου ἀγῶνος
Παριστᾷ ἡ ἐμπρός μου σκηνή·
Ἕνα μόνον ἡ νίκη θρηνεῖ,
Εἷς ἀπέθανε μόνος.


Οἱ ἀνδρεῖοι μεσάνυκτα σκάπτουν
Τὰ κατάψυχρα σπλάγχνα τῆς γῆς,
Καὶ ἐν τῷ μέσῳ πενθίμου σιγῆς
Ἕνα σύντροφο θάπτουν.


Εἰς τὸ μνῆμα δὲν καίει λιβάνι,
Δὲν σὲ κλαίει ψαλμὸς ἱερὸς,
Οὔτε θρήνους ἀκούω μητρὸς,
Ὦ ἀνδρεῖε Καπλάνη.


Ἡ μονότεκνος μήτηρ του, οἴμοι!
Νικητὴν τὸν υἱὸν καρτερεῖ.
Δυστυχὴς ὅταν φθάσῃ ἡ πικρὴ
Τῆς ἀνδρίας του φήμη!


ΣΤ΄.


Ἀλλ' εἰς τ' ὄρος κρυμμένη ἐν μέρει
Ἡ σελήνη γυρνᾷ, κ' ἡ πλειὰς
Σημαδεύει τὸν ῥοῦν τῆς Θεᾶς
Ποῦ τὸν ἥλιον φέρει.


Τῶν βουνῶν ἡ πολύοσμος αὖρα
Ἐκχυλίζουσα τ' ἄνθη φυσᾷ,
Κ' ἡ αὐγὴ χρωματίζει χρυσᾶ
Ὅσα ἦσαν πρὶν μαῦρα.


Οἱ μοχλοὶ τότε πίπτουν τῆς θύρας,
Κ' ἡ ἀνδρεία τῆς μάνδρας φρουρὰ,
Ὁρμᾷ ἔξω πυκνὴ, τολμηρὰ,
Μὲ τὰ ξίφη εἰς τὰς χεῖρας.


Σιγαλὴ, τακτικὴ κ' ἑνωμένη
Εἰς σωρείας πτωμάτων πατεῖ.
Καὶ εἷς ἄπιστος τὸ ὅπλον κροτεῖ,
Καὶ βοᾷ παντὶ σθένει.


Μουσουλμάνοι, βοᾷ τρομασμένος,
Ὁ Γκιαοὺρ, ὁ Γκιαοὺρ μᾶς ἐπῆ...
Δὲν ἐπρόφθασε -ρὲ- νὰ εἰπῇ,
Πίπτει κάτω σφαγμένος.


Θανατόνουν τὰ τέκνα τῆς νίκης
Τρεῖς προφύλακας ἄλλους, κ' εὐθὺς
Φθάνουν ὅπου ἐχθροὶ παμπλἠθεῖς
Ἐξυπνοῦν μετὰ φρίκης.


Ἐξυπνοῦν, δὲν ἐγείρονται ὅμως,
Ἐξυπνοῦν, ἀλλὰ τρέμουν πρηνεῖς
Οἱ δειλοὶ θεαταὶ τῆς σκηνῆς
'Ποῦ ἀνοίγει ὁ τρόμος.


Οὕτω πίπτουν πρηνεῖς οἱ κλεισμένοι
Στρατιῶται φρουρίου ἐντὸς,
Ὅταν βόμβα ἐν μέσῳ νυκτὸς
Φλογερὰ καταβαίνῃ.


Ὡς δὲ, ὅταν βαρύκροτος σπάσῃ,
Ῥίπτει κύκλω θανάτου πυρὰ,
Οὕτως ἕκαστος Ἕλλην περᾷ,
Σφάζων ὅπου περάσῃ.


Διαβαίνων καὶ σφάζων λαμβάνει
Ὁ Σεφέρης βαρεῖαν πληγὴν,
Καὶ ὁπλόδουπος πίπτ' εἰς τὴν γῆν,
Ἀλλὰ πρὶν ἀποθάνῃ,


Εἰς τὸ στῆθος μὲ σφαῖραν εὑρίσκει
Τὸν φονέα. Θεὲ τῶν πιστῶν,
Εἰς τοὺς κόλποὺς σου δέξου αὐτὸν,
Ὑπὲρ σοῦ ἀποθνήσκει.


Ζ΄.


Τί σημαίνει ὁ κρότος 'ποῦ βράζει,
Καὶ βαρὺς καὶ τυφλὸς ἀντηχεῖ;
Κονισάλου δὲ νέφος παχὺ
Διατί πλησιάζει;


Πολυκρόταλον ἦχον κυμβάλων
Καὶ σπαθίων ἀκούω κλαγγήν·
Κατασείουν ῥιζόθεν τὴν γῆν
Βαρεῖς δοῦποι πετάλων.


Ἀνατέλλων ὁ ἤλιος λάμπει
Εἰς ἱππέων σπαθία γυμνά,
Ἀπὸ μέταλλ' ἀστράπτουν στιλπὰ
Οἱ ἱππόκροτοι κάμποι.


Φθάν' ἰδοὺ μεθ' ὁρμῆς ἀκρατή του
Στρατιὰ ἡ μεγάλη αὐτή.
Ὁ πασᾶς ὠργισμένος ζητεῖ
Τοὺς ἐχθροὺς τοῦ προφήτου.


Τῷ δεικνύουν τοῦ ὄρους τὸ πλάγι,
Τῷ δεικνύουν σφαγὴν τὴν οἰκτρὰν,
Κ' εἶτα λέγουν· ἀπῆλθον μακρὰν
Οἱ ἐχθροὶ τουρκοφάγοι.


Ὡς ποιμὴν ποῦ 'ξυπνᾷ τρομασμένα,
Καὶ τοὺς λύκους ἀντὶ νὰ εὑρῇ,
Ἴχνοι αἵματος μαύρου θωρεῖ,
Καὶ ἀρνία σχισμένα,


Ὁ πασᾶς θεωρεῖ ἐμπροσθά του,
Τὴν σκληρὰν τῶν οἰκείων σφαγὴν,
Καὶ τραβᾷ μὲ ἀγρίαν ὀργήν
Τὰ πυκνὰ γένειά του.


Η΄.


Εἰς τὰ ὕψη τοῦ ὄρους ἐπάνου,
Τῆς Γραβιᾶς σταματοῦν ἀντικρὺ,
Τῶν Ἑλλήνων οἱ παίδες, λαμπροί
Νικηταὶ τοῦ τυράννου.


Ὁ ἱδρὼς εἰς τὸ πρόσφατον αἵμα
Μὲ κονίσαλον ῥέει πηκτόν·
Μαῦρα εἶναι τὰ μέτωπ' αὐτῶν
Καὶ ἀστράπτον τὸ βλέμμα.


- Εἰς γραμμὴν, παλλικάρια, σταθῆτε.
Ὁ υἱος τοῦ Ἀνδρίτσου μετρᾷ·
Εἰς τὰ μάτια του λάμπει χαρά,
Παλλικάρια, χαρῆτε!


Ἑκατὸν δεκοκτὼ ἦσθε ὅλοι,
Καὶ ἐδαμάσατε τόσους ἐχθροὺς,
Δύο μόνον δ' ἀφῆκε νεκροὺς
Τῶν ἀπίστων τὸ βόλι.



Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης











Παρασκευή 14 Απριλίου 2023

Ἡ Μάχη του Λεβιδίου



Ἀποφασιστική μάχη γιὰ την ἀνύψωση του ἠθικοῦ τῶν ἐπαναστατημένων Ἑλλήνων,
ποῦ δόθηκε στὶς 14 Ἀπριλίου 1821 στὸ Λεβίδι, ἕνα χωριό ποῦ εἶναι χτισμένο στὶς ἀνατολικές πλαγιές του Μαινάλου, 25 χιλιόμετρα βόρεια της Τρίπολης.

Στὶς ἀρχὲς Ἀπριλίου του 1821 εἶχε σχεδόν ἐπικρατήσει το στρατηγικό σχέδιο του Κολοκοτρώνη, ποῦ στόχευε στὴν κατάληψη της Τριπολιτσάς, του διοικητικοῦ κέντρου του Ὀθωμανικοῦ Μωριᾶ. Γι’ αὐτὸ, γύρω ἀπὸ την Τριπολιτσά εἶχαν ἀρχίσει νὰ δημιουργοῦνται ἑλληνικά στρατόπεδα, γιὰ νὰ την ἀποκόψουν ἀπὸ την ὑπόλοιπη Πελοπόννησο καὶ νὰ καταστήσουν εὐκολότερη την ἅλωση της. Ὅμως, με τὴ θέα τῶν Τούρκων οἱ στρατολογημένοι Ἕλληνες το ἔβαζαν στὰ πόδια, χωρίς νὰ ρίξουν οὔτε μία τουφεκιά, με ἀποτέλεσμα ἕνα μετά το ἄλλο τα στρατόπεδα νὰ διαλύονται.

Τετρακόσια χρόνια σκλαβιᾶς καὶ ραγιαδισμοῦ εἶχαν κάνει πολλούς Ἕλληνες νὰ σκύβουν το κεφάλι, ὅταν ἔβλεπαν Τοῦρκο καὶ νὰ ὑπομένουν μοιρολατρικά τον αὐταρχισμό του. Ἄλλωστε, ὅσοι εἶχαν σηκώσει ἀνάστημα κατά του δυνάστη συχνά το πλήρωναν με το κεφάλι τους.

Στὸ Λεβίδι, ὅμως, ὅταν ἀκούσθηκε ὅτι φθάνει τουρκικός στρατός ἀπὸ την Τριπολιτσά κανείς δὲν ἔφυγε. Ἦταν το πρῶτο στρατόπεδο ποῦ δὲν διαλύθηκε στὸ ἄκουσμα της εἴδησης ὅτι 3.000 πεζοί καὶ ἱππεῖς ἔχουν ἐκστρατεύσει ἐναντίον τους. Το στρατόπεδο του Λεβιδίου εἶχε συσταθεῖ ἀπὸ τους Καλαβρυτινούς καὶ τους ντόπιους ὁπλαρχηγούς Παναγιώτη Ἀρβάλη καὶ Γεώργιο Μπηλίδα. Ἤδη ἀπὸ τις 12 Ἀπριλίου το στρατόπεδο εἶχε ἐνισχυθεῖ με τους ὁπλαρχηγούς Σωτήριο Χαραλάμπη, Σωτήριο Θεοχαρόπουλο, Νικόλαο Σολιώτη καὶ Ἀναγνώστη Στριφτόμπολα. Οἱ Τοῦρκοι ξεκίνησαν ἀπὸ την Τριπολιτσά με κατεύθυνση το Λεβίδι το βράδυ της 13ης Ἀπριλίου.

Μόλις πληροφορήθηκαν την ἐπικείμενη ἄφιξή του τουρκικοῦ στρατοῦ συγκεντρώθηκαν στὸ σπίτι, ὅπου διέμενε ὁ καλαβρυτινός Σωτήρης Χαραλάμπης καὶ ἀποφάσισαν κατά πρῶτο νὰ ζητήσουν βοήθεια ἀπὸ τα γειτονικά στρατόπεδα της Ἀλωνίσταινας καὶ του Κακουρίου καὶ κατά δεύτερο να πιάσουν τις εισόδους του Λεβιδίου, ώστε να εμποδίσουν τους Τούρκους να εισέλθουν στο χωριό. Ὁ Σωτήρης Χαραλάμπης ταμπουρώθηκε σε μία ράχη κοντά στὸ Λεβίδι, ἐνῶ πιὸ κάτω βρέθηκε ὁ Ἀναγνώστης Στριφτόμπολας.

Τις πρωινές ὧρες της 14ης Ἀπριλίου, ὅταν κυκλοφόρησε ἡ φήμη ὅτι το τουρκικό ἱππικὸ πλησιάζει το Λεβίδι, πολλοί ἄνδρες πανικοβλήθηκαν. Ἐγκατέλειψαν τις θέσεις τους, παρά τις προσπάθειες τῶν ὁπλαρχηγῶν νὰ τους συγκρατήσουν καὶ κατέφυγαν στὸ βουνό. Τότε ὁ Στριφτόμπολας με 70 ἄνδρες ἀποφάσισε νὰ δώσει τὴ μάχη μέσα στὸ χωριό.

Οἱ Τοῦρκοι ὅρμησαν με ἄγριες διαθέσεις κατά των ὀχυρωμένων Ἑλλήνων, ἀλλὰ ἀντιμετώπισαν τὴ σθεναρή ἀντίστασή τους. Χαρακτηριστικοί εἶναι οἱ στίχοι του λαϊκοῦ ποιητή Παναγιώτη Κάλα ἡ Τσοπανάκου (1789-1825) «… στὸ Βαλτέτσι στὸ Λεβίδι / πέφτει ἀλύπητο λεπίδι…»

Πραγματική μάχη δόθηκε ἔξω ἀπὸ το σπίτι ποῦ βρισκόταν ὁ Στριφτόμπολας. Ἐκεῖ ἔπεσαν οἱ περισσότεροι Τοῦρκοι, ἀλλὰ καὶ ὁ ἡρωικός ὁπλαρχηγός ἀπὸ τα Καλάβρυτα. Ἐν τῷ μεταξύ, εἶχαν ἀρχίσει νὰ καταφθάνουν οἱ ἐνισχύσεις ἀπὸ τα διπλανά στρατόπεδα ὑπὸ τους Δημήτριο Πλαπούτα, Ἠλία Τσαλαφατίνο, Νικόλαο Πετμεζά, Σταῦρο Δημητρακόπουλο καὶ Ἀσημάκη Σκαλτσά. Τότε, οἱ ἀμυνόμενοι βγῆκαν ἀπὸ τα σπίτια καὶ ὅρμησαν κατά των Τούρκων, ποῦ πανικόβλητοι ἐγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης, ἀφήνοντας πίσω τους πολλούς νεκρούς.



Ἡ νίκη τῶν Ἑλλήνων στὸ Λεβίδι ἀποτέλεσε το σημαντικότερο ὡς τότε γεγονός του Ἀγῶνα. Οἱ ραγιᾶδες ἔβλεπαν πλέον ὅτι οἱ Τοῦρκοι δὲν ἦταν ἀνίκητοι!




Σάββατο 8 Απριλίου 2023

10 Ἀπριλίου τοῦ 1826 - Ἡ ἡρωικὴ ἔξοδος τοῦ Μεσολογγίου

10 Ἀπριλίου τοῦ 1826 - Ἡ ἡρωικὴ ἔξοδος τοῦ Μεσολογγίου 



Κυριακὴ τῶν Βαΐων ὁρίστηκε ὡς ἐπέτειος τῆς ἐξόδου.


Τὸ γεγονὸς συνέβῃ τὴν νύχτα μεταξὺ 10ης καὶ 11ης Ἀπριλίου 1826, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐπανάστασης τοῦ 1821, καὶ συγκαταλέγεται στὰ σημαντικότερα γεγονότα τῆς παγκόσμιας στρατιωτικῆς ἱστορίας Τρία χρόνια μετὰ τὴν ἀποτυχημένη ἀπόπειρα κατάληψης τοῦ Μεσολογγίου ἀπὸ τοὺς Κιουταχῆ καὶ Ὀμὲρ Βρυώνη, ὁ Σουλτᾶνος ἐπανῆλθε μὲ νέο σχέδιο. Ἀνέθεσε καὶ πάλι στὸν νικητὴ τῆς Μάχης του Πέτα, Κιουταχῆ, νὰ καταλάβει τὴν πόλη, συνδυάζοντας αὐτὴ τὴ φορὰ τὴν ἐπιχείρηση μὲ τὴν ἐκστρατεία τοῦ Ἰμπρὴμ στὴν Πελοπόννησο. Μὲ μιὰ πανίσχυρη στρατιὰ 20.000 ἀνδρῶν, ὁ Κιουταχῆς ξεκίνησε ἀπὸ τὰ Τρίκαλα στὰ τέλη Φεβρουαρίου τοῦ 1825 καὶ στὶς 15 Ἀπριλίου 1825 ἔφθασε πρὸ τοῦ Μεσολογγίου. Ἀμέσως ἄρχισε τὴν πολιορκία τῆς πόλεως, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ χωρισθεῖ σὲ δύο περιόδους: α) 15 Ἀπριλίου ἕως 12 Δεκεμβρίου 1825 β) 25 Δεκεμβρίου 1825 ἕως τίς 11 Ἀπριλίου 1826.


… Χωρὶς σημαντικὴ βοήθεια ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους Ἕλληνες, λόγῳ τοῦ ἐμφυλίου πολέμου καὶ ἔχοντας νὰ ἀντιμετωπίσουν ὑπέρτερες ἐχθρικὲς δυνάμεις, οἱ 12.000 ψυχὲς τοῦ Μεσολογγίου ἀντιστάθηκαν καρτερικὰ ἐπὶ ἕνα χρόνο. Τὴν ὀργάνωση τῆς ἄμυνας ἀνέλαβε τριμελὴς ἐπιτροπὴ ὑπό τους Ἰωάννη Παπαδιαμαντόπουλο, Δημήτριο Θέμελη καὶ Γεώργιο Καναβό. Τὸ φρούριο τῆς πόλεως μετὰ τὴν πρώτη πολιορκία εἶχε βελτιωθεῖ, κατόπιν τῶν προσπαθειῶν τοῦ Ἀλέξανδρου Μαυροκορδάτου, τοῦ Βύρωνα καὶ τοῦ μηχανικοῦ Μιχαὴλ Κοκκίνη. Ἡ τάφρος ἔγινε βαθύτερη, ὁ μικρὸς περίβολος ἐνισχύθηκε μὲ πύργους καὶ πολύγωνα προτειχίσματα, πάνω στὰ ὁποῖα τοποθετήθηκαν 48 τηλεβόλα καὶ 4 βομβοβόλα. Ἡ νησῖδα Βασιλάδι, μεταξὺ τῆς λιμνοθάλασσας καὶ τῆς θάλασσας, ἔγινε ἕνα εἶδος προκεχωρημένου ὀχυροῦ. Ἐκεῖ τοποθετήθηκαν 6 πυροβόλα καὶ συγκεντρώθηκαν 2.000 γυναικόπαιδα γιὰ νὰ μὴν ἐπιβαρύνουν τὴ φρουρὰ τῆς πόλης. Ἐντὸς τοῦ Μεσολογγίου ὑπῆρχαν 10.000 ἄτομα, ἐκ τῶν ὁποίων 4.000 ἄνδρες, ἄριστοι πολεμιστὲς ἀπὸ τὴν Ἤπειρο καὶ τὴν Αἰτωλοακαρνανία καὶ ἀκόμη 1.000 ἄνδρες, δυνάμενοι νὰ φέρουν ὅπλα. Κατὰ τὴν πρώτη φάση τῆς πολιορκίας (15 Ἀπριλίου-12 Δεκεμβρίου 1825) τὸ Μεσολόγγι πολιορκήθηκε μόνο ἀπὸ τίς δυνάμεις τοῦ Κιουταχῆ. Οἱ ἐπιθέσεις τους συντρίβονταν εὔκολα ἢ δύσκολα ἀπὸ τοὺς ὑπερασπιστὲς τῆς πόλης. Ἐξάλλου, ὁ ἀπὸ θαλάσσης ἀποκλεισμὸς δὲν ἦταν ἰσχυρὸς καὶ ἐπανειλημμένως διασπάσθηκε ἀπὸ τὸν στόλο τοῦ Μιαούλη, ὁ ὁποῖος ἐνίσχυε μὲ πολεμοφόδια καὶ τρόφιμα τοὺς πολιορκούμενους. Στὶς 24 Ἰουλίου, 1000 ρουμελιῶτες πολεμιστὲς ὑπὸ τὸν Γεώργιο Καραϊσκάκη ἀνάγκασαν τὸν Κιουταχῆ νὰ ἀποσύρει τίς δυνάμεις του στὶς ὑπώρειες τοῦ ὄρους Ζυγός, χαλαρώνοντας τὴν πολιορκία τοῦ Μεσολογγίου. Ἀλλὰ καὶ ὁ τουρκικὸς στόλος, παρενοχλούμενος ἀπὸ τὸν ἑλληνικό, ἀναγκάσθηκε νὰ ζητήσει καταφύγιο στὴν ἀγγλοκρατούμενη Κεφαλληνία.
 


Στὶς 5 Αὐγούστου ὁ Κίτσος Τζαβέλλας, ἐπικεφαλῆς δυνάμεως Σουλιωτῶν πολεμιστῶν, εἰσῆλθε στὴν πόλη, ἀναπτερώνοντας τὸ ἠθικὸ τῶν πολιορκουμένων. Ὅμως, στὶς ἀρχὲς Νοεμβρίου, ὁ κοινὸς στόλος Τούρκων καὶ Αἰγυπτίων ἀποβίβασε 8.000 αἰγύπτιους στρατιῶτες κι ἕνα μῆνα ἀργότερα κατέφθασε στὴν περιοχὴ οἰμπραὴμ ποὺ εἶχε σχεδὸν καταστείλει τὴν Ἐπανάσταση στὴν Πελοπόννησο. Τοῦρκοι, Τουρκαλβανοὶ καὶ Αἰγύπτιοι ἀριθμοῦσαν 25.000 ἄνδρες, μὲ σύγχρονο πυροβολικό, ποὺ διοικοῦσαν γάλλοι ἀξιωματικοί. Οἱ Ἕλληνες εἶχαν νὰ ἀντιπαρατάξουν 4.000 μαχητές. Στὶς 25 Δεκεμβρίου 1825 ἄρχισε ἡ δεύτερη φάση τῆς πολιορκίας τοῦ Μεσολογγίου. Ὅπως καὶ στὴν πρώτη πολιορκία, πάλι ὑπῆρξε διάσταση ἀπόψεων μεταξὺ τῶν δύο πασάδων. Ὁ αἰγύπτιος Ἰμπραὴμ ἐπεχείρησε μὲ τίς δικές του δυνάμεις νὰ καταλάβει τὸ Μεσολόγγι στὶς 16 Ἰανουαρίου 1826. Ἀπέτυχε, ὅμως, καὶ ἀναγκάσθηκε νὰ συμπράξει μετὰ τοῦ Κιουταχῆ. Οἱ δύο στρατοὶ κατέστησαν ἀσφυκτικὴ τὴν πολιορκία μὲ ἀνηλεῆ κανονιοβολισμὸ τοῦ Μεσολογγίου καὶ μὲ τὴν κατάληψη τῶν στρατηγικῆς σημασίας νησίδων Βασιλάδι (25 Φεβρουαρίου) καὶ Κλείσοβας (25 Μαρτίου). Μετὰ τὴν πτώση τῶν δύο νησίδων, ἡ θέση τῶν πολιορκουμένων κατέστῃ δεινή, μετὰ καὶ τὴν ἀποτυχία τοῦ Μιαούλη νὰ διασπάσει τὸν ναυτικὸ ἀποκλεισμό. 



Ἡ κατάσταση πλέον μέσα στὴν πόλη εἶχε φθάσει σὲ ὁριακὸ σημεῖο. Τρόφιμα δὲν ὑπῆρχαν καὶ οἱ πολιορκούμενοι (γυναῖκες, παιδιά, τραυματίες, γέροντες καὶ μαχητὲς) σιτίζονταν μὲ φύκια, δέρματα, ποντίκια καὶ γάτες! Ὑπὸ τίς συνθῆκες αὐτές, ποὺ καθιστοῦσαν ἀδύνατη τὴν ἀποτελεσματικὴ ὑπεράσπιση τῆς πόλης, ἀποφασίστηκε σὲ συμβούλιο ὁπλαρχηγῶν καὶ προκρίτων στὶς 6 Ἀπριλίου ἡ ἔξοδος καὶ ὁρίστηκε γι' αὐτή, ἡ νύχτα του Σαββάτου τοῦ Λαζάρου πρὸς Κυριακὴ τῶν Βαΐων (9 πρὸς 10 Ἀπριλίου). Τὰ μεσάνυχτα, σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο, χωρίστηκαν σὲ τρεῖς ὁμάδες, ὑπό τους Δημήτριο Μακρή, Νότη Μπότσαρη καὶ Κίτσο Τζαβέλα, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ διασπάσουν τίς ἐχθρικὲς γραμμές, ἐπωφελούμενοι ἀπὸ τὸν αἰφνιδιασμὸ τῶν πολιορκητῶν. Νωρίτερα εἶχαν σκοτώσει τοὺς τούρκους αἰχμαλώτους, ἐνῶ στὴν πόλη παρέμειναν τραυματίες καὶ γέροι. Ὅμως, τὸ σχέδιο τῆς ἐξόδου, εἴτε προδόθηκε, εἴτε δὲν ἐφαρμόστηκε σωστὰ κι ἔτσι οἱ δυνάμεις τοῦ Ἰμπραὴμ κατέσφαξαν μὲ τὰ γιαταγάνια τοὺς μαχητὲς τῆς ἐλευθερίας. Στὸ μεταξύ, μέσα στὸ Μεσολόγγι εἶχαν ἀρχίσει οἱ σφαγὲς ἀπὸ τοὺς Τουρκοαιγύπτιους, ποὺ εἶχαν εἰσβάλει ἀπὸ ἄλλο σημεῖο τῆς πόλης. Σὲ πολλὰ σημεῖα σημειώθηκαν δραματικὲς σκηνές: ὁ δημογέροντας Χρῆστος Καψάλης, ὅταν κυκλώθηκε ἀπὸ τοὺς εἰσβολεῖς στὸ σπίτι του, ὅπου εἶχαν συγκεντρωθεῖ τραυματίες, γέροντες καὶ γυναικόπαιδα, ἔβαλε φωτιὰ στὴν πυριτιδαποθήκη, ἐνῶ ὁ μητροπολίτης Ρωγῶν Ἰωσὴφ ἀνατίναξε τὸν Ἀνεμόμυλο, στὴν τελευταία πράξη ἀντίστασης, ὅταν κυκλώθηκε ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς. Τὸ πρωὶ τῆς 10ης Ἀπριλίου, ἀνήμερα τῶν Βαΐων, ἡ ὀθωμανικὴ ἡμισέληνος κυμάτιζε στὰ χαλάσματα τοῦ Μεσολογγίου.

 


 Οἱ πληροφορίες γιὰ τίς ἀπώλειες τῶν Ἑλλήνων κατὰ τὴν πολιορκία καὶ τὴν ἔξοδο εἶναι ἀντιφατικές. Πιθανότερο φαίνεται ὅτι ἀπὸ τοὺς 3.000 ποὺ πῆραν μέρος στὴν ἔξοδο, οἱ 1.700 ἔπεσαν ἡρωικὰ μαχόμενοι. Ἀνάμεσα στοὺς νεκρούς, ὁ Ἰωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, ὁ Μιχαὴλ Κοκκίνης, ὁ Ἀθανάσιος Ραζηκότσικας, ὁ Νικόλαος Στορνάρης, ὁ γερμανὸς ἐκδότης τῆς ἐφημερίδας «Ἑλληνικὰ Χρονικὰ» Ἰάκωβος Μάγιερ καὶ ἄλλοι γερμανοὶ φιλέλληνες. Γύρῳ,Γύρω στὰ 6.000 γυναικόπαιδα ὁδηγήθηκαν γιὰ νὰ πουληθοῦν στὴ Μεθώνη καὶ στὰ σκλαβοπάζαρα τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ τῆς Ἀλεξάνδρειας. Οἱ ἀπώλειες γιὰ τοὺς τουρκοαιγύπτιους εἰσβολῆς ἀνῆλθαν σὲ 5.000 ἄνδρες. Ἡ Ἐπανάσταση μετὰ τὴν πτώση τοῦ Μεσολογγίου εἶχε σχεδὸν κατασταλεῖ. Ἡ φλόγα της, ὅμως, παρέμεινε ἄσβεστη, καθὼς ἡ ἧττα μετατράπηκε σὲ νίκη. Ἕνα νέο κῦμα φιλελληνισμοῦ ἀναδύθηκε μετὰ τὴν ἀμαύρωση τοῦ Ἀγῶνα, ἐξαιτίας τοῦ ἐμφύλιου σπαραγμοῦ. Αὐτὸ μὲ τὴ σειρά του ἐπηρέασε ἐμμέσως τὴν εὐρωπαϊκὴ διπλωματία γιὰ τὰ ἐθνικὰ δίκαια τῶν Ἑλλήνων. 




Πὀλλὰ ἔργα, ζωγραφικά, λογοτεχνικὰ καὶ ἄλλα, ἀπαθανάτισαν τὴ θυσία τῶν Μεσολογγιτῶν. Ὁ ἐθνικός μας ποιητὴς Διονύσιος Σολωμὸς ἔγραψε τὴν ἡμιτελῆ ποιητική του σύνθεση «Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι», μὲ τοὺς γνωστοὺς στίχους ἀπὸ τὸ Σχεδίασμα Β': Ἄκρα τοῦ τάφου σιωπὴ στὸν κάμπο βασιλεύει Λαλεῖ πουλί, παίρνει σπυρί, κι ἡ μάνα τὸ ζηλεύει. Τὰ μάτια ἡ πεῖνα ἐμαύρισε' στὰ μάτια ἡ μάνα μνέει' Στέκει ὁ Σουλιώτης ὁ καλὸς παράμερα καὶ κλαίει: «Ἔρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ΄έχω γὼ στὸ χέρι; Ὁπού,Ὁποῦ σὺ μοῦ ΄γινες βαρὺ κι ὁ Ἀγαρηνὸς τὸ ξέρει» Ἀμέσως μετὰ τὴν κατάληψη τοῦ Μεσολογγίου, ὁ Κιουταχῆς μὲ τὸν στρατό του κατευθύνθηκε πρὸς τὴν Ἀνατολικὴ Στερεὰ Ἑλλάδα, μὲ ἀντικειμενικὸ σκοπὸ τὴν κατάληψη τῆς Ἀττικῆς. Ὁ Ἰμπραὴμ ἐπανῆλθε στὴν Πελοπόννησο γιὰ νὰ ἐξαλείψει καὶ τίς τελευταῖες ἑστίες ἀντίστασης σὲ Μάνη καὶ Ἀργολίδα. Τὸ Μεσολόγγι ἀπελευθερώθηκε στὶς 11 Μαϊου 1829. Τὸ 1937 ἀναγνωρίστηκε ὡς «Ἱερὰ Πόλις» καὶ ἡ Κυριακὴ τῶν Βαΐων ὁρίστηκε ὡς ἐπέτειος τῆς ἐξόδου. 












Κυριακή 26 Μαρτίου 2023

Τελικά, τὸ Ἄρβανο, τὸ Σούλη, ἡ Ἑλλάδα, οἱ μῆτρες ἀπὸ τίς ὁποῖες γεννήθηκαν οἱ περισσότεροι ἥρωες,




Τελικά, τὸ Ἄρβανο, τὸ Σούλη, ἡ Ἑλλάδα, οἱ μῆτρες ἀπὸ τίς ὁποῖες γεννήθηκαν οἱ περισσότεροι ἥρωες,



— Τελικά, τὸ Ἄρβανο, τὸ Σούλη, ἡ Ἑλλάδα, οἱ μῆτρες ἀπὸ τίς ὁποῖες γεννήθηκαν οἱ περισσότεροι ἥρωες, ἀποδείχθηκαν ὅτι δὲν ἦσαν ἀρκετὲς γιὰ ἐπαναστάτες - γίγαντες, σὰν τὸν Ἕλληνα - Ἀρβανίτη ΜΑΡΚΟ ΜΠΟΤΣΑΡΗ. Χρειάζεται ἡ οἰκουμένη!!!!!!



=== Διονυσίου Σολωμοῦ: Εἰς τὸν Μάρκο Μπότσαρη


— ἡ Δόξα δεξιὰ συντροφεύει


τὸν ἄντρα, ποὺ τρέχει μὲ κόπους


τῆς Φήμης τοὺς δύσβατους τόπους,
καὶ ὁ Φθόνος τοῦ στέκει ζερβά,
μὲ μάτια, μὲ χείλη πικρά.
— Ἀλλ᾿ ὅποτε ἡ μοῖρα τοῦ γράψει
τὸν δρόμον τοῦ κόσμου νὰ πάψει,
ἡ Δόξα καθίζει μονάχη
στὴν πλάκα τοῦ τάφου λαμπρή,
καὶ ὁ Φθόνος ἀλλοῦ περπατεῖ.
— Στὴν πλάκα τοῦ Μάρκου καθίζει
ἡ Δόξα λαμπράδες γιομάτη.
Κλεισμένο γιὰ πάντα τὸ μάτι,
ὁποῦχε πολέμου φωτιά. -
Ἐλᾶτε ν᾿ ἀκοῦστε, παιδιά!
— Σοφοὶ λεξιθῆρες μακρύα,
μὴ λάχῃ σᾶς βλάψω τ᾿ αὐτία.
Τρεχάτε στὰ μνήματα μέσα,
καὶ ψάλτε μὲ λόγια τρελλὰ -
ἐλᾶτε ν᾿ ἀκοῦστε, παιδιά!
— Τὸ λείψανο, ποῦχε γλυτώσει
ὁ Πρίαμος μὲ θρήνους, μὲ δῶρα,
ἐγύριζε ὀπίσω τὴν ὥρα
ποὺ πέφτει στὴν ὄψι τῆς γῆς
τὸ φῶς τὸ γλυκὸ τῆς αὐγῆς.







ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ 2 ΠΟΙΗΜΑ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ — Ἐβγῆκαν



μαζὶ τῆς θλιμμένης


Τρωάδας ἀπ᾿ ὅλα τὰ μέρη


γυναῖκες, παιδάκια καὶ γέροι,


θρηνῶντας, νὰ ἰδοῦν τὸ κορμὶ


ποὺ χάνει γί᾿ αὐτοὺς τὴν ψυχή.


— Κλεισμένο δὲν ἔμεινε στόμα


ἀπάνου στοῦ Μάρκου τὸ σῶμα.


Ἀπέθαν᾿ ἀπέθαν᾿ ὁ Μάρκος.


Μία θλίψη, μία ἄκρα βοή,


καὶ θρῆνος καὶ κλάψα πολλή.


— Παρόμοια ἠχὼ θὰ λαλήσει,


τοῦ κόσμου τὴν ὕστερη μέρα,


παντοῦ στὸν καινούργιον ἀέρα.


Παρόμοια στοὺς τάφους θὰ ἐμβεῖ


νὰ κάμει καθένας νὰ ἐβγεῖ.






Σάββατο 25 Μαρτίου 2023

Ἡ ὁμιλία τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στὴν Πνύκα





Ὁ λόγος ποὺ ἔβγαλε ὁ Κολοκοτρώνης ἀνεβασμένος στὰ βράχια τῆς Πνύκας, ὅπως στὰ παλιὰ τὰ χρόνια τόσοι τρανοὶ ρήτορες στοὺς Ἀθηναίους, στέκεται ἡ πνευματικὴ διαθήκη τοῦ ἥρωα στὸ Ἔθνος.
Ὁ λόγος τοῦ ἀγράμματου, μὰ σοφοῦ στρατηγοῦ πρὸς τὰ νιᾶτα τῆς Ἀθήνας τοῦ 1838. Τὸν παρακάτω λόγο τὸν ἀπεύθυνε πρὸς τοὺς νέους του Ἀ΄ Γυμνασίου τῆς Ἀθήνας:


Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
7 Ὀκτωβρίου 1838

Παιδιά μου!

Εἰς τὸν τόπο τοῦτο, ὁπού,ὁποῦ ἐγὼ πατῶ σήμερα, ἐπατοῦσαν καὶ ἐδημηγορούσαν τὸν παλαιὸ καιρὸ ἄνδρες σοφοί, καὶ ἄνδρες μὲ τοὺς ὁποίους δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ συγκριθῶ καὶ οὔτε νὰ φθάσω τὰ ἴχνη των. Ἐγὼ ἐπιθυμοῦσα νὰ σᾶς ἰδῶ, παιδιά μου, εἰς τὴν μεγάλη δόξα τῶν προπατόρων μας, καὶ ἔρχομαι νὰ σᾶς εἰπῶ, ὅσα εἰς τὸν καιρὸ τοῦ ἀγῶνος καὶ πρὸ αὐτοῦ καὶ ὕστερα ἀπ' αὐτὸν ὁ ἴδιος ἐπαρατήρησα, καὶ ἀπ' αὐτὰ νὰ κάμωμε συμπερασμοὺς καὶ δια τὴν μέλλουσαν εὐτυχίαν σας, μολονότι ὁ Θεὸς μόνος ἠξεύρει τὰ μέλλοντα. Καὶ δια τους παλαιοὺς Ἕλληνας, ὁποίας γνώσεις εἶχαν καὶ ποία δόξα καὶ τιμὴν ἔχαιραν κοντὰ εἰς τὰ ἄλλα ἔθνη τοῦ καιροῦ των, ὁποίους ἥρωας, στρατηγούς, πολιτικοὺς εἶχαν, δια ταῦτα σᾶς λέγουν καθ' ἡμέραν οἱ διδάσκαλοί σας καὶ οἱ πεπαιδευμένοι μας.
Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀρκετός. Σᾶς λέγω μόνον πὼς ἦταν σοφοί, καὶ ἀπὸ ἐδῶ ἐπῆραν καὶ ἐδανείσθησαν τὰ ἄλλα ἔθνη τὴν σοφίαν των. Εἰς τὸν τόπον, τὸν ὁποῖον κατοικοῦμε, ἐκατοικοῦσαν οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους καὶ ἡμεῖς καταγόμεθα καὶ ἐλάβαμε τὸ ὄνομα τοῦτο. Αὐτοὶ διέφεραν ἀπὸ ἡμᾶς εἰς τὴν θρησκείαν.

Οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες, οἱ πρόγονοί μας, ἔπεσαν εἰς τὴν διχόνοια καὶ ἐτρώγονταν μεταξύ τους, καὶ ἔτσι ἔλαβαν καιρὸ πρῶτα οἱ Ρωμαῖοι, ἔπειτα ἄλλοι βάρβαροι καί τους ὑπόταξαν.
Ὕστερα ἦλθαν οἱ Μουσουλμᾶνοι καὶ ἔκαμαν ὅ,τι ἠμποροῦσαν, δια νὰ ἀλλάξῃ ὁ λαὸς τὴν πίστιν του. Ἔκοψαν γλῶσσες εἰς πολλοὺς ἀνθρώπους, ἀλλ' ἐστάθῃ ἀδύνατο νὰ τὸ κατορθώσουν.
Τὸν ἕνα ἔκοπταν, ὁ ἄλλος τὸ σταυρό του ἔκαμε. Σὰν εἶδε τοῦτο ὁ σουλτᾶνος, διόρισε ἕνα βιτσερέ [ἀντιβασιλέα], ἕναν πατριάρχη, καί του ἔδωσε τὴν ἐξουσία τῆς ἐκκλησίας.
Αὐτὸς καὶ ὁ λοιπὸς κλῆρος ἔκαμαν ὅ,τι τοὺς ἔλεγε ὁ σουλτᾶνος.
Ὕστερον ἔγιναν οἱ κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εἰς ὅλα τὰ μέρη. Ἡ τρίτη τάξη, οἱ ἔμποροι καὶ οἱ προκομμένοι, τὸ καλύτερο μέρος τῶν πολιτῶν, μὴν ὑποφέρνοντες τὸν ζυγὸ ἔφευγαν, καὶ οἱ γραμματισμένοι ἐπῆραν καὶ ἔφευγαν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, τὴν πατρίδα των, καὶ ἔτσι ὁ λαός, ὅστις στερημένος ἀπὸ τὰ μέσα τῆς προκοπῆς, ἐκατήντησεν εἰς ἀθλίαν κατάσταση, καὶ αὐτὴ αὔξαινε κάθε ἥμερα χειρότερα· διότι, ἂν εὑρίσκετο μεταξὺ τοῦ λαοῦ κανεὶς μὲ ὀλίγην μάθηση, τὸν ἐλάμβανε ὁ κλῆρος, ὅστις ἔχαιρε προνόμια, ἢ ἐσύρετο ἀπὸ τὸν ἔμπορο τῆς Εὐρώπης ὡς βοηθός του ἢ ἐγίνετο γραμματικὸς τοῦ προεστοῦ. Καὶ μερικοὶ μὴν ὑποφέροντες τὴν τυραννίαν τοῦ Τούρκου καὶ βλέποντας τὲς δόξες καὶ τὲς ἡδονὲς ὁπού,ὁποῦ ἀνελάμβαναν αὐτοί, ἄφηναν τὴν πίστη τους καὶ ἐγίνοντο Μουσουλμᾶνοι.
Καὶ τοιουτοτρόπως κάθε ἥμερα ὁ λαὸς ἐλίγνευε καὶ ἐπτώχαινε.

Εἰς αὐτὴν τὴν δυστυχισμένη κατάσταση μερικοὶ ἀπὸ τοὺς φυγάδες γραμματισμένους ἐμετάφραζαν καὶ ἔστελναν εἰς τὴν Ἑλλάδα βιβλία, καὶ εἰς αὐτοὺς πρέπει νὰ χρωστοῦμε εὐγνωμοσύνη, διότι εὐθὺς ὁπού,ὁποῦ κανένας ἄνθρωπος ἀπό το λαὸ ἐμάνθανε τὰ κοινὰ γράμματα, ἐδιάβαζεν αὐτὰ τὰ βιβλία καὶ ἔβλεπε ποίους εἴχαμε προγόνους, τί ἔκαμεν ὁ Θεμιστοκλῆς, ὁ Ἀριστείδης καὶ ἄλλοι πολλοὶ παλαιοί μας, καὶ ἐβλέπαμε καὶ εἰς ποίαν κατάσταση εὑρισκόμεθα τότε.
Ὅθεν μᾶς ἦλθεν εἰς τὸ νοῦ νὰ τοὺς μιμηθοῦμε καὶ νὰ γίνουμε εὐτυχέστεροι. Καὶ ἔτσι ἔγινε καὶ ἐπροόδευσεν ἡ Ἑταιρεία.

Ὅταν ἀποφασίσαμε νὰ κάμωμε τὴν Ἐπανάσταση, δὲν ἐσυλλογισθήκαμε οὔτε πόσοι εἴμεθα οὔτε πὼς δὲν ἔχομε ἅρματα οὔτε ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐβαστοῦσαν τὰ κάστρα καὶ τὰς πόλεις οὔτε κανένας φρόνιμος μᾶς εἶπε «ποῦ πᾶτε ἐδῶ νὰ πολεμήσετε μὲ σιταροκάραβα βατσέλα», ἀλλὰ ὡς μία βροχὴ ἔπεσε εἰς ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας μας, καὶ , καὶ ὁ κλῆρος μας καὶ οἱ προεστοὶ καὶ οἱ καπεταναῖοι καὶ οἱ πεπαιδευμένοι καὶ οἱ ἔμποροι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλοι ἐσυμφωνήσαμε εἰς αὐτὸ τὸ σκοπὸ καὶ ἐκάμαμε τὴν Ἐπανάσταση.

Εἰς τὸν πρῶτο χρόνο τῆς Ἐπαναστάσεως εἴχαμε μεγάλη ὁμόνοια καὶ ὅλοι ἐτρέχαμε σύμφωνοι. Ὁ ἕνας ἐπῆγεν εἰς τὸν πόλεμο, ὁ ἀδελφός του ἔφερνε ξύλα, ἡ γυναῖκα του ἐζύμωνε, τὸ παιδί του ἐκουβαλοῦσε ψωμὶ καὶ μπαρουτόβολα εἰς τὸ στρατόπεδον καὶ ἐὰν αὐτὴ ἡ ὁμόνοια ἐβαστοῦσε ἀκόμη δύο χρόνους, ἠθέλαμε κυριεύσει καὶ τὴν Θεσσαλία καὶ τὴν Μακεδονία, καὶ ἴσως ἐφθάναμε καὶ ἕως τὴν Κωνσταντινούπολη.
Τόσον τρομάξαμε τοὺς Τούρκους, ὁπού,ὁποῦ ἄκουγαν Ἕλληνα καὶ ἔφευγαν χίλια μίλια μακρά. Ἑκατὸν Ἕλληνες ἔβαζαν πέντε χιλιάδες ἐμπρός, καὶ ἕνα καράβι μιὰν ἄρμάδα. Ἄλλὰ δὲν ἐβάσταξε!.

Ἦλθαν μερικοὶ καὶ ἠθέλησαν νὰ γένουν μπαρμπέρηδες εἰς τοῦ κασίδη τὸ κεφάλι. Μᾶς πονοῦσε τὸ μπαρμπέρισμά τους. Μὰ τί νὰ κάμομε; Εἴχαμε καὶ αὐτουνῶν τὴν ἀνάγκη. Ἀπὸ τότε ἤρχισεν ἡ διχόνοια καὶ ἐχάθῃ ἡ πρώτη προθυμία καὶ ὁμόνοια.
Καὶ ὅταν ἔλεγες τὸν Κώστα νὰ δώσει χρήματα διὰ τὰς ἀνάγκας τοῦ ἔθνους ἢ νὰ ὑπάγει εἰς τὸν πόλεμο, τοῦτος ἐπρόβαλλε τὸν Γιάννη.
Καὶ μ' αὐτὸν τὸν τρόπο κανεὶς δὲν ἤθελε οὔτε νὰ συνδράμει οὔτε νὰ πολεμήσει. Καὶ τοῦτο ἐγίνετο, ἐπειδὴ δὲν εἴχαμε ἕνα ἀρχηγὸ καὶ μίαν κεφαλή.
Ἄλλὰ ἕνας ἔμπαινε πρόεδρος ἕξι μῆνες, ἐσηκώνετο ὁ ἄλλος καὶ τὸν ἔριχνε καὶ ἐκάθετο αὐτὸς ἄλλους τόσους, καὶ ἔτσι ὁ ἕνας ἤθελε τοῦτο καὶ ὁ ἄλλος τὸ ἄλλο. Ἰσως ὅλοι ἠθέλαμε τὸ καλό, πλὴν καθένας κατὰ τὴν γνώμη του.
Ὅταν προστάζουνε πολλοί, ποτὲ τὸ σπίτι δὲν χτίζεται οὔτε τελειώνει.
Ὁ ἕνας λέγει ὅτι ἡ πόρτα πρέπει νὰ βλέπει εἰς τὸ ἀνατολικὸ μέρος, ὁ ἄλλος εἰς τὸ ἀντικρινὸ καὶ ὁ ἄλλος εἰς τὸν Βορέα, σὰν νὰ ῆτον τὸ σπίτι εἰς τὸν ἀραμπᾶ καὶ νὰ γυρίζει, καθὼς λέγει ὁ καθένας. Μὲ τοῦτο τὸν τρόπο δὲν κτίζεται ποτὲ τὸ σπίτι, ἀλλὰ πρέπει νὰ εἶναι ἕνας ἀρχιτέκτων, ὁπού,ὁποῦ νὰ προστάζει πὼς θὰ γενεί.
Παρομοίως καὶ ἡμεῖς ἐχρειαζόμεθα ἕναν ἀρχηγὸ καὶ ἕναν ἀρχιτέκτονα, ὅστις νὰ προστάζει καὶ οἱ ἄλλοι νὰ ὑπακούουν καὶ νὰ ἀκολουθοῦν. Ἀλλ' ἐπειδὴ εἴμεθα εἰς τέτοια κατάσταση, ἐξ αἰτίας τῆς διχόνοιας, μᾶς ἔπεσε ἡ Τουρκιὰ ἐπάνω μας καὶ κοντέψαμε νὰ χαθοῦμε, καὶ εἰς τοὺς στερνοὺς ἑπτὰ χρόνους δὲν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.


Εἰς αὐτὴ τὴν κατάσταση ἔρχεται ὁ βασιλεύς, τὰ πράγματα ἡσυχάζουν καὶ τὸ ἐμπόριο καὶ ἢ γεωργία καὶ οἱ τέχνες ἀρχίζουν νὰ προοδεύουν καὶ μάλιστα ἢ παιδεία. Αὐτὴ ἡ μάθησις θὰ μᾶς αὐξήσει καὶ θὰ μᾶς εὐτυχήσει. Ἀλλὰ διὰ νὰ αὐξήσομεν, χρειάζεται καὶ ἡ στερέωσις τῆς πολιτείας μας, ἡ όποία γίνεται μὲ τὴν καλλιέργεια καὶ μὲ τὴν ὑποστήριξη τοῦ Θρόνου.
Ὁ βασιλεύς μας εἶναι νέος καὶ συμμορφώνεται μὲ τὸν τόπο μας, δὲν εἶναι προσωρινός, ἀλλ' ἡ βασιλεία του εἶναι διαδοχικὴ καὶ θὰ περάσει εἰς τὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν του, καὶ μὲ αὐτὸν κι ἐσεῖς καὶ τὰ παιδιά σας θὰ ζήσετε. Πρέπει νὰ φυλάξετε τὴν πίστη σας καὶ νὰ τὴν στερεώσετε, διότι, ὅταν ἐπιάσαμε τὰ ἅρματα εἴπαμε πρῶτα ὑπὲρ πίστεως καὶ ἔπειτα ὑπὲρ πατρίδος.
Ὅλα τὰ ἔθνη τοῦ κόσμου ἔχουν καὶ φυλάττουν μιὰ Θρησκεία. Καὶ αὐτοί, οἱ Ἑβραῖοι, οἱ όποῖοι κατατρέχοντο καὶ μισοῦντο καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη, μένουν σταθεροὶ εἰς τὴν πίστη τους.

Νὰ μὴν ἔχεται πολυτέλεια, νὰ μὴν πηγαίνεται εἰς τοῦς καφενέδες καὶ εἴς τὰ μπιλιάρδα .
Νὰ δοθῆτε εἰς τᾶς σπουδάς σας , καὶ καλλίτερα νὰ κοπιάσετε ὁλίγον δύο καὶ τρεῖς χρόνους καὶ νὰ ζήσετε ἐλεύθεροι εἵς τὸ ἐπίλοπο τῆς ζωῆς σας , παρὰ νὰ περάσετε τεσσάρους πέντε χρόνους τὴ νεότητά σας , καὶ νὰ μείνετε ἀγράμματοι . Νὰ σκλαβωθῆτε εἰς τὰ γράμματα σᾶς Νὰ ἀακούετε τᾶς συμβουλὰς τῶν διδασκάλων καὶ γεροντοτέρων
καὶ κατὰ τὴν παροιμία, μύρια ἡξευρε καὶ χίλια μάθαινε . ἡ προκοπὴ σᾶς καὶ ἡ μάθηση σᾶς νὰ μὴν γίνει σκερπάρνι μόνο γιὰ τὸ ἀτομό σας , ἀλλὰ νὰ κοιτάζει τὸ κάλο τῆς Κοινότητας , καὶ μέσα εἰς τὸ κάλο αὐτὸ εὐρίσκεται καὶ τὸ δικόσας .

Ἐγώ, παιδιά μου, κατὰ κακὴ μοῦ τύχη, ἐξ αἰτίας τῶν περιστάσεων, ἔμεινα ἀγράμματος καὶ δια τοῦτο σᾶς ζητῶ συγχώρηση, διότι δὲν ὁμιλῶ καθὼς οἱ δάσκαλοι σᾶς.
Σᾶς εἶπα ὅσα ὁ ἴδιος εἶδα, ἤκουσα καὶ ἐγνώρισα, δια νὰ ὠφεληθῆτε ἀπὸ τὰ ἀπερασμένα καὶ ἀπὸ τὰ κακὰ ἀποτελέσματα τῆς διχονοίας, τὴν ὁποίαν νὰ ἀποστρέφεσθε, καὶ νὰ ἔχετε ὁμόνοια. Ἐμᾶς μὴ μᾶς τηρᾶτε πλέον.
Τὸ ἔργο μας καὶ ὁ καιρός μας ἐπέρασε. Καὶ αἱ ἡμέραι τῆς γενεᾶς, ἡ ὁποία σᾶς ἄνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ' ὀλίγον περάσει. Τὴν ἡμέρα τῆς ζωῆς μας θέλει διαδεχθῇ ἡ νύκτα τοῦ θανάτου μας, καθὼς τὴν ἡμέραν τῶν Ἁγίων Ἀσωμάτων θέλει διαδεχθῇ ἡ νύκτα καὶ ἡ αὐριανὴ ἥμερα.
Εἰς ἐσᾶς μένει νὰ ἰσάσετε καὶ νὰ στολίσετε τὸν τόπο, ὁπού,ὁποῦ ἡμεῖς ἐλευθερώσαμε· καί, δια νὰ γίνῃ τοῦτο, πρέπει νὰ ἔχετε ὡς θεμέλια τῆς πολιτείας τὴν ὁμόνοια, τὴν θρησκεία, τὴν καλλιέργεια τοῦ Θρόνου καὶ τὴν φρόνιμον ἐλευθερία.

Τελειώνω το λόγο μου.

Ζήτω ὁ Βασιλεύς μας Ὄθων! Ζήτω οἱ σοφοὶ διδάσκαλοι! Ζήτω ἡ Ἑλληνικὴ Νεολαία!

                                   




Παρασκευή 24 Μαρτίου 2023

ΣΟΥΛΙΩΤΙΚΟ

ΣΟΥΛΙΩΤΙΚΟ




Οἱ ἥρωες τοῦ Σουλίου καὶ ἡ ἐπανάσταση τοῦ 1792 ἀποτελοῦν ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ λαμπρὰ κεφαλαία τῆς νεοελληνικῆς ἱστορίας. Οἱ Σουλιῶτες, ἕνας μικρὸς ἀλλὰ ἀνυπότακτος λαὸς στὴν ὀρεινὴ περιοχὴ τῆς Ἠπείρου, ἀντιστάθηκαν σθεναρὰ στὶς ὀθωμανικὲς δυνάμεις καὶ τὴν κυριαρχία του Ἀλὴ Πασᾶ τῶν Ἰωαννίνων, δείχνοντας ἐξαιρετικὴ γενναιότητα καὶ ἄν. 




[Κατά την πρώτην ἐκστρατείαν αὐτοῦ κατά του Σουλίου (τον Ἰούλιον του 1792) ὁ Ἀλή πασᾶς ἦτο βέβαιος ὅτι θὰ καθυποτάξη τους Σουλιῶτας, καταλαμβάνων αὐτούς ἀνύποπτους καὶ ἀπαρασκεύους. Διότι, προσποιηθείς ὅτι ἐκστρατεύει κατά του Ἀργυροκάστρου, ἐζήτησε την συνδρομήν τῶν Σουλιωτῶν, οἵτινες παρεπλανήθησαν μὲν ἐκ τῶν λόγων του, ἀλλὰ δέν τῷ ἀπέστειλαν εἰμὴ 70 ἐπιλέκτους ὑπὸ τον Λαμπρόν Τζαβέλαν.
Τούτους ἀφοπλίσας καὶ φυλακίσας ὁ ἄπιστος Ἀλής, ἐστράφη κατά του Σουλίου, μετά δυνάμεως δωδεκακισχιλίων περίπου πεζῶν καὶ ἱππέων. Ἀλλ’ εἰς τῶν Σουλιωτῶν κατορθώσας νὰ διαφύγη, ἐμήνυσε το πρᾶγμα εἰς τους συμπολίτας του, οἵτινες ὑπὸ την ὁδηγίαν του Γεώργη Μπότσαρη (του πατρός του Μάρκου) ὀργάνωσαν κρατεράν ἄμυναν.
Ο στρατός του Ἀλή συνετρίβη εἰς τας κλεισωρεῖας του Σουλίου την 20 Ἰουλίου 1792, ὁ δὲ Ἀλής διεσώθη φυγών εἰς Ἰωάννινα.
Εἰς την νίκην συνετέλεσαν μεγάλως αἱ Σουλιώτισσαι, διότι τετρακόσιαι περίπου ὑπὸ την ἀρχηγίαν της Μόσκως Τζαβέλαινας (της γυναικός του Λάμπρου) ὀπλισθεῖσαι μετέσχον της μάχης.
Μετά την ἧτταν ὁ Άλής ἠναγκάσθη νὰ συνθηκολογήση πρὸς τους Σουλιῶτας].

Τρία μπαϊράκια φαίνονται ποκάτω ἀπὸ το Σούλι.
Το ‘νὰ ναί του Μουχτάρ πασᾶ, τάλλο του Σελιχτάρη,
το τρίτο το καλύτερο εἶναι του Μιτσομπόνου.
Μία παπαδιά τ' ἀγνάντεψε ναπό ψήλη ραχούλα.
"Πού στε του Λάμπρου τα παιδιά, πού ‘στε νοῖ Μποτσαραίοι;
Ἀρβανιτιά μας πλάκωσε, θέλει νὰ μας σκλαβώση.
- Ἄς ἔρτουν οἱ παλιότουρκοι, τίποτε δὲ μας κάνουν
Ἄς ἔρτουν πόλεμο νὰ ἰδοῦν καὶ Σουλιωτῶν τουφέκια,
νὰ μάθουν Λάμπρου το σπαθί, Μπότσαρη το τουφέκι,
τ’ ἅρματα των Σουλιώτισσων, της ξακουσμένης Χάιδως".
Κι’ ὁ Κουτσονίκας φώναξεν ἀπὸ το μετερίζι,
"Παιδιά, σταθῆτε στέρεα, σταθῆτε ἀντροειωμένα,
γιατ' ἔρχεται ὁ Μουχτᾶρ πασᾶς με δώδεκα χιλιάδες".
Ο πόλεμος άρχίνησε κι’ ἀνάψαν τα τουφέκια.
Τον Ζέρβα καὶ τον Μπότσαρη ἐφώναξε ὁ Τζαβέλας.
"Παιδιά μ', ήρθ' ὥρᾳ του σπαθιοῦ κι’ ἄς πάψη το τουφέκι".
Κι' ὅλοι ἔπιασαν καὶ σπάσανε τοῖς θήκαις τῷ σπαθιώ τους,
τους Τούρκους βάνουνε μπροστά, τους βάνουν σὰν κριάρια.
Ἄλλοι ἔφευγαν κι' ἄλλοι ἔλεγαν "Πασᾶ μου, ἀνάθεμα σε!
Μέγα κακό μας ἔφερες τοῦτο το καλοκαίρι,
ἐχάλασε τόση Τουρκιά, σπαΐδες κι’ Ἀρβανίταις.
Δὲν είν' ἐδῶ το Χόρμοβο, δὲν είν' ἡ Λαμποβίτσα,
ἐδῶ είν' το Σούλι το κακό, ἐδῶ είν' το Κακοσούλι,
ποὺ πολεμοῦν μικρά παιδιά, γυναῖκες σὰν τους ἄνδρες,
ποὺ πολεμάει η Τζαβέλαινα σὰν ἄξιο παλληκάρι".
Κι' ὁ Μπότσαρης ἐφώναξε με το σπαθί 'ς το χέρι.
"Ἔλα, πασᾶ, τι κάκιωσες καὶ φεύγεις με μενζίλι;
Γύρισ’ ἐδῶ 'ς τον τόπο μας 'ς την ἔρημη την Κιάφα,
ἐδῶ νὰ στήσης το θρονί, νὰ γένης καὶ σουλτᾶνος".


Οἱ ἡρωικὲς πράξεις των Σουλιωτὼν κατὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1792 καὶ γενικότερα κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἀγῶνα τους κατὰ τῶν Ὀθωμανῶν, ἔγιναν σύμβολα τοῦ ἑλληνικοῦ ἀγῶνα γιὰ ἐλευθερία. Οἱ Σουλιῶτες ἐνέπνευσαν τὶς ἑπόμενες γενιὲς Ἑλλήνων ἐπαναστατῶν καὶ ἡ συμβολή τους ἀναγνωρίστηκε κατὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση το 


Οἱ θυσίες καὶ ἡ ἀντίσταση τῶν Σουλιωτὼν παραμένουν ἕνα φωτεινὸ παράδειγμα ἀνδρείας καὶ ἀγάπης γιὰ τὴν ἐλευθερία, ὑπενθυμίζοντας στοὺς Ἕλληνες τὴν ἀξία του ἀγῶνα καὶ τῆς ἑνότητας ἀπέναντι στίς 



Ἄγνωστες πτυχὲς τῆς ζωῆς καὶ τῆς δράσης τοῦ Νικηταρά





Ὁ Νικήτας Σταματελόπουλος ἢ Νικηταρὰς ἢ Τουρκοφάγος (1782-1849) γεννήθηκε στὴ Νέδουσα Μεσσηνίας, ἕνα μικρὸ χωριὸ ποὺ βρίσκεται στοὺς πρόποδες τοῦ Ταϋγέτου, 25 χλμ ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Καλαμάτας. Καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Τουρκολέκα, τοῦ δήμου Φαλαισίας τῆς Μεγαλόπολης. Ἦταν ἀνηψιὸς τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Ὁ Νικηταρὰς συνελήφθῃ τὸ 1839 καὶ καταδικάστηκε, ἂν καὶ παντελῶς ἀθῶος, σὲ ἑνάμιση χρόνο φυλακή, τὴν ὁποία ἐξέτισε στὶς φυλακὲς τῆς Αἴγινας. Ὅταν ἀποφυλακίστηκε, ἢ ὑγεία του ἦταν ἐξασθενημένη ἐνῶ ἔχασε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴν ὅραση τοῦ. Βίωσε τὴν ἀχαριστία καὶ τὴν ἀγνωμοσύνη τῆς ἑλληνικῆς πολιτείας ὅταν τοῦ ἀρνήθηκε μιὰ ἀξιοπρεπῆ σύνταξη ὥστε νὰ ζεῖ αὐτὸς καὶ ἡ οἰκογένεια τοῦ εὐπρεπῶς καὶ ἀντὶ αὐτοῦ, τοῦ χορηγήθηκε "ἄδεια ἐπαιτείας" στὸν ναὸ τῆς Εὐαγγελίστριας κάθε Παρασκευή. Τὸ 1843 του ἀπονεμήθηκε ὁ βαθμὸς τοῦ ὑποστράτηγου μαζὶ μὲ μία πενιχρὴ σύνταξη. Πέθανε τὸ 1849 σὲ ἡλικία 67 ἐτῶν. Τελευταία του ἐπιθυμία ἦταν νὰ ταφεῖ δίπλα στὸ Κολοκοτρώνη ὅπως κι ἔγινε.
Ὁρισμένες ἄγνωστες πτυχὲς τῆς ζωῆς καὶ τῆς δράσης του :
Ὁ Νικηταρὰς ἄνοιξε τὴν αὐλαία τῆς Ἐπανάστασης, ἀλλὰ ὑπῆρξε καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς πρωταγωνιστές της. Τὴ νύκτα τῆς 16ης πρὸς 17η Μαρτίου 1821 συνεπλάκῃ μὲ μιὰ ὁμάδα Τούρκων ἔξω ἀπὸ τὴν Καλαμάτα. Στὶς 12 Σεπτεμβρίου 1829 ἔριξε τοὺς τελευταίους πυροβολισμοὺς τοῦ Ἀγῶνα στὴν Πέτρα τῆς Βοιωτίας.
Στὴ νεκρολογία ἡ ὁποία δημοσιεύτηκε στὴν ἐφημερίδα «Αἰών», ἀναφέρθηκε ὅτι οἱ μάχες στὶς ὁποῖες συμμετεῖχε ξεπερνοῦσαν σὲ ἀριθμὸ τὰ χρόνια τῆς ἡλικίας του. Τὰ παραπάνω δὲν παρουσιάζονται ὡς ὑπερβολὴ ἂν ἀναλογιστοῦμε ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τίς μεγαλύτερες καὶ ἀποφασιστικότερες μάχες τοῦ Ἀγῶνα (Βαλτέτσι, Δολιανά, Δερβενάκια, Ἀράχωβα, Μεσολόγγι, Φάληρο κλπ.) συμμετεῖχε καὶ δεκάδες ἄλλες. Μέσα σὲ τέσσερις μόνο μῆνες (ἀπό τα Μαΐου μέχρι τίς 23 Σεπτεμβρίου 1821) συμμετεῖχε σὲ περισσότερες ἀπὸ εἴκοσι μάχες καὶ συμπλοκὲς γύρω ἀπὸ τὴν Τριπολιτσά.
Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση κατὰ τὴ διάρκεια τῆς μάχης στὰ Δερβενάκια ἄλλαξε τέσσερα σπαθιά, καθὼς τὰ τρία ἔσπασαν. Μετὰ τὸ τέλος τῆς σύγκρουσης χρειάστηκε ἰατρικὴ βοήθεια γιὰ νὰ ξεκολλήσει τὸ σπαθὶ ἀπὸ τὸ χέρι του, καθὼς εἶχε ὑποστεῖ βαριᾶς μορφῆς ἀγκύλωση. Κατὰ τὴν ἴδια μάχη ὅταν ἔνιωθε τὴν κούραση νὰ τὸν καταβάλλει ἔδινε κουράγιο στὸν ἑαυτό του λέγοντας «κουράγιο Νικήτα, Τούρκους σφάζεις».
Σύμφωνα μὲ μαρτυρίες συμπολεμιστῶν του ὁ Νικηταρὰς κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐπανάστασης ἐξολόθρευσε πάνω ἀπὸ 300 Τούρκους. Ὁ ἀριθμὸς δὲν εἶναι ὑπερβολικὸς ἂν ἀναλογιστοῦμε τὸν ἀριθμὸ τῶν μαχῶν στὶς ὁποῖες συμμετεῖχε, τὴν τρομακτικὴ ὀρμητικότητα καὶ τὴν ἰδιαίτερη μαχητική του ἱκανότητα. Ὁ ἴδιος ὁ ἥρωας σὲ μιὰ συνάντησή του μὲ τὸν Γερμανὸ φιλέλληνα C. F. Bojons τοῦ εἶπε πὼς εἶχε ἐξολοθρεύσει 300 Τούρκους μέσα σὲ ἕνα ἑξάμηνο!
Ὅταν τὸ γαλλικὸ ἐκστρατευτικὸ σῶμα, ὑπὸ τὸν στρατηγὸ Μαιζόν, ἀποβιβάστηκε στὸ Πεταλίδι τῆς Μεσσηνίας μὲ ἀποστολὴ τὴν ἐπιτήρηση τῆς ἀποχώρησης τοῦ στρατοῦ τοῦ Ἰμπραήμ, ὁ Νικηταρὰς ἔσπευσε νὰ προσφέρει τίς ὑπηρεσίες του. Καθόταν τυλιγμένος μὲ τὴν κάπα του στὴ σκηνή του τρέμοντας ἀπὸ τὸν πυρετό. Μοναδική του τροφὴ ἦταν λίγες ἐλιὲς μέσα σὲ ἕνα πήλινο δοχεῖο. Ὅταν τὸν ἐπισκέπτονταν Γάλλοι ἀξιωματικοὶ ἔκρυβε τίς ἐλιὲς κάτω ἀπὸ τὴν κάπα του. Ὁ Μαιζόν, ὅταν του τὸ ἀνέφεραν, θέλησε νὰ τὸν περιποιηθεῖ ὅπως τοῦ ἅρμοζε. Ὁ περήφανος ὁπλαρχηγὸς ἀρνήθηκε λέγοντας ὅτι δὲν τοῦ ἔλειπε τίποτα καὶ ὅτι ἡ Ἑλλάδα μποροῦσε νὰ θρέψει τοὺς στρατιῶτες της. Ταυτόχρονα ἔκρυβε ἐπιμελέστερα τὸ δοχεῖο μὲ τίς ἐλιές του.
Σὲ ἕναν περίπατο τοῦ Τερτσέτη καὶ τοῦ Πολυζωίδη, ἀμέσως μετὰ τὴν πολύκροτη δίκη τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ τὴν πεισματικὴ ἄρνηση τῶν δύο δικαστῶν νὰ τὸν καταδικάσουν, ὁ λαὸς τοῦ Ναυπλίου στάθηκε εὐλαβικὰ μπροστὰ στοὺς διερχόμενους, ἐκδηλώνοντας ἔτσι τὸν ἀπεριόριστο θαυμασμὸ γιὰ τὴ στάση τους. Ξαφνικὰ μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος ξεπρόβαλε ὁ Νικηταράς, πλησίασε τὸν Πολυζωίδη καὶ τοῦ εἶπε δακρυσμένος: «Πρόεδρε μὲ τὴν ἡρωική σου διαγωγή μου πῆρες τίς δάφνες τῶν Δερβενακίων».
Ὁ Νικηταρὰς ἐτάφῃ δίπλα στὸν Θ. Κολοκοτρώνη στὸ Α' Νεκροταφεῖο Ἀθηνῶν. Ὡστόσο φαίνεται πὼς ὁ θάνατος τῆς γυναίκαςκαι τῶν παιδιῶν του καὶ ἡ ἔλλειψη στενῶν συγγενῶν καὶ ἄμεσων ἀπογόνων στάθηκε ἀφορμὴ νὰ μὴν ἐνδιαφερθεῖ κανένας γιὰ τὴ σορό του. Τὴ στιγμὴ ποὺ χῶρες μὲ σαφῶς μικρότερη στρατιωτικὴ ἱστορία ἀπὸ αὐτὴ τῆς Ἑλλάδας «κτενίζουν» τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης γιὰ νὰ ἀνακαλύψουν ὀστᾶ στρατιωτῶν τους, νὰ τὰ ἐπαναφέρουν στὴν πατρίδα καὶ νὰ τὰ ἐνταφιάσουν μὲ τίς πρέπουσες τιμές, ἡ χώρα μας ἀγνοεῖ τὴν τύχη τῶν ὀστῶν τῶν περισσοτέρων πολεμιστῶν ποὺ χάρη στὴν προσωπική τους θυσία τῆς ἐπέτρεψαν νὰ συνεχίσει τὴν ἱστορική της πορεία.






Πέμπτη 23 Μαρτίου 2023

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΩΝ ΛΑΖΑΙΩΝ





[Οἱ τέσσαρες υἱοί του Λάζου (Λαζαῖοι, ἡ τα Λαζόπουλα) Τόλιας, Χρῆστος, Νῖκος καὶ Κώστας, ἁμαρτωλοί του Ὀλύμπου, εἶχον μετάσχη μὲν της ἐπαναστάσεως του 1807, ἀλλὰ μετά την καταστολήν ταύτης ἀποταχθέντες, οἱ μὲν τρεῖς παρέμενον ἐν Ραψάνη, ὁ δὲ Κώστας ἐκρατεῖτο ὑπὸ του Ἀλή πασᾶ εἰς τα Ἰωάννινα ὥς ὅμηρος. Ὅτε δὲ κατά το 1812 ἀνέλαβε το πασαλίκιον της Θεσσαλίας ὁ λιός του Ἀλή Βελή πασᾶς, προέβη εἰς καταδίωξιν πάντων τῶν παλαιῶν ἀρματολῶν καὶ των κλεφτῶν, φόνευσε τους ἐν Ραψάνη Λαζαίους (ὁ ἐν Ἰωαννίνοις Κώστας φονεύθη μικρόν ὕστερον ὑπὸ του Ἀλή), τας δὲ οἰκογενείας τῶν ἀπήγαγεν εἰς Τίρναβον, ἥρπαοε δὲ διὰ το χαρέμι του την γυναῖκα του Κώστα.]


Τρία πουλάκια κάθουνται στον Έλυμπο στὴ τὴ ράχη,

τό να τηράει τα Γιάννινα, τάλλο την Κατερίνα,

το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει καὶ λέει:

Τι είν’ το κακό ποὺ πάθαμε οἱ μαῦροι οἱ Λαζαῖοι;

Μας χάλασε ὁ Βελή πασᾶς, μας ἔκαψε τα σπίτια,

μας πῆρε τοῖς γυναῖκες μας, μας πῆρε τα παιδιά μας,

στον Τούρναβο τοῖς πάησε, πεσκέσι του βεζίρη.

Μπροστά παγαίνει η Τόλιαινα, κι’ ὀπίσω οἱ συννυφάδες,

κι’ ὀπίσω ὀπίσω ἡ Κώσταινα με το παιδί στο χέρι,

σά μῆλο, σὰ τριαντάφυλλο, σὰ νερατζιά κομμένη.

Βγαίνουν κυράδες την τηροῦν ἀπὸ τα παραθύρια.

«Ποιαῖς είν’ αὐταίς ὀπόρχουνται στην Πόρτα, στο Σαράϊ;

-Κυράδες τί λογιάζετε, κυράδες, τί τηρᾶτε;

Ἐμεῖς εἶμεστε κλέφτισαις, γυναῖκες τῶν Λαζαῖων.»

Βελή πασᾶς ἀγνάντευε, στέκει καὶ τοῖς ρωτάει.

"Γυναῖκες, πού ειν' οἱ ἄντροι σας κ' οἱ καπιταναραῖοι;

-Εἶναι ψηλά 'ς τον Ἔλυμπο, ψηλά 'ς τα κυπαρίσσια.

-Πᾶρτε ταῖς τρεῖς φλακώστε ταις, βάλτε ταῖς 'ς το μπουντροῦμι,

την Κώσταινα την ὄμορφη φέρτε την στο χαρέμι.

-Ἁφές μ', ἀφέντη μ', ἄφες με, δύο λόγια νὰ σου κρίνω,

νὰ γράψω μία πικρή γραφή στον καπετάνιο Κώστα.

"Ἐσὺ, Κώστα μου στον Ἕλυμπο, ψηλά στα κυπαρίσσια,

κ' η Κώσταινα στον Τούρναβο σε τούρκικο χαρέμι."










Τετάρτη 22 Μαρτίου 2023

ΤΗΣ ΛΕΝΩΣ ΤΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ (1804)




[Μετά την παράδοσιν του Σουλίου διὰ της συνθήκης της 12 Δεκεμβρίου 1803, δι' ᾖς ἐπετρέπετο εἰς τους Σουλιώτας νὰ μεταθῶσιν ἔνοπλοι ὁποῦ ἤθελον, ὁ Ἀλή πασᾶς παρασπονδήσας ἐπεχείρησε νὰ ἐξοντώση τους ἐπιζήσαντας. Τούτων ὁ Κίτσος Βότσαρης φεύγων την δίωξιν ἦλθεν εἰς Βουλγαρέλι τῶν Τσουμέρκων, ἀλλὰ βλέπων ὅτι καὶ ἐκεῖ διέτρεχε κίνδυνον νὰ κυκλωθῆ ὑπὸ των Ἀλβανῶν, παρέλαβε πάντας τους ἐκεῖ Σουλιώτας, ἀνερχόμενους εἰς 1148, καὶ κατέφυγε την 22 Δεκεμβρίου εἰς τα Ἄγραφα, εἰς μονήν τινα ἐπὶ Ἀποκρήμνου βράχου. Πολιορκηθείς ἐν αὐτή ὑπὸ ἰσχυράς δυνάμεως του Ἀλή, ἀντέστη ἐπὶ τέσσαρας μήνας, ἀλλὰ περί τα μέσα του Ἀπριλίου 1804 οἱ Ἀλβανοί κατέλαβον διὰ προδοσίας την μονήν καὶ κατέσφαξαν τους ἐν αὐτή, πλὴν 80 περίπου ἀνδρῶν καὶ δύο γυναικών, διαφυγόντων μετά του ἀρχηγοῦ. Η Λένω, εἰς ἦν ἀναφέρεται το τραγούδι, δεκαπενταέτις θυγάτηρ του Κίτσου Βότσαρη ἐκ πρώτου γάμου, ἐπολέμει εἰς την μονήν παρά το πλευρόν του ἀδελφοῦ της Γιαννάκη· φονευθέντος δὲ τούτου, μετέβη πλησίον του θείου της Νίκζα, πολεμοῦντος παρά τον Ἀχελῶον, καὶ ἐφόνευσε πολλούς Τούρκους. Ἀλλὰ περικυκλωθεῖσα ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν, ὅπως μὴ συλληφθῆ, ἔπεσεν εἰς τον ποταμόν καὶ ἐπνίγη].
Ὅλαις οἱ καπετάνισσαις ἀπὸ το Κακοσούλι
ὅλαις την Ἅρτα πέρασαν, 'ς τα Γιάννινα τοῖς πᾶνε,
σκλαβώθηκαν οἱ ἀρφαναῖς, σκλαβώθηκαν οἱ μαύραις,
κ’ η Λένω δὲν ἐπέρασε, δέν την ἐπῆραν σκλάβα.
Μόν πῆρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
σέρνει τουφέκι σισανέ κ' ἐγγλέζικα κουμποῦρια,
ἔχει καὶ ‘ς τη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε Τοῦρκοι την κυνηγοῦν, πέντε τζοχανταραῖοι.
Τοῦρκοι, γιὰ μὴν παιδεύεστε, μὴν ἔρχεστε σιμά μου,
σέρνω φυσέκια 'ς την ποδιά καὶ βόλια 'ς τοῖς μπαλᾶσκαις
-Κόρη, γιὰ ρηξε τάρματα, γλύτωσε τὴ ζωή σου.
-Τι λέτε, μωρ' παλιότουρκοι καὶ σεῖς παλιοζαγάρια;
Ἐγὼ εἶμαι η Λένω Μπότσαρη, ἡ ἀδελφὴ του Γιάννη,
καὶ ζωντανή δὲν πιάνουμε εἰς των Τουρκῶν τα χέρια".











ΤΟΥ ΔΡΆΜΑΛΗ, Δημοτικό τραγούδι (Ιούλιος 1822)

ΤΟΥ ΔΡΆΜΑΛΗ, Δημοτικό τραγούδι (Ιούλιος 1822)


Ὁ Μαχμούδ πασᾶς, ὁ ἐπιλεγόμενος Δράμαλης και καταγόμενος ἀπὸ την Δρᾶμα της Μακεδονίας, διορίστηκε ἀπὸ το Σουλτᾶνο σερασκέρης στρατιᾶς τριάντα χιλιάδων περίπου πεζῶν καὶ ἱππέων, κατέβηκε ἀπὸ την Λάρισα στὴν Ἀνατολική Ἑλλάδα γιὰ νὰ εἰσβάλλει στὴν Πελοπόννησο καὶ νὰ καταπνίξει την ἐπανάσταση τῶν Ἑλλήνων, με την βοήθεια του τουρκικοῦ στόλου στὸν Κορινθιακό καὶ Ἀργολικό κόλπο. Μὴ βρίσκοντας καμία ἀντίσταση στὴν Ἀνατολική Στερεά Ἑλλάδα καὶ στὰ Μέγαρα, κατέλαβε τον Ἀκροκόρινθο, καὶ προήλασε στὴν Αργολική πεδιάδα διὰ μέσου των ἀφύλακτων στενῶν τῶν Δερβενακίων, ὅπου ἀπέτρεψε την παράδοση της τουρκικῆς φρουράς του Ναυπλίου καὶ ἀκύρωσε την συναφθεῖσα συνθήκη της παραδόσεως. Οἱ Ἕλληνες συγκεντρωθέντες στοὺς Μύλους της Λέρνης καὶ στὶς πηγές του Ἐρασίνου, ὑπὸ την στρατηγεῖα του Κολοκοτρώνη, τον ἀπασχόλησαν γιὰ πολύ χρόνο με την πολιορκία της ἀκροπόλεως του Ἄργους Λαρίσης καὶ κατέστρεψαν ὅσα περισσότερα τρόφιμα μπόρεσαν. Ὁ Κολοκοτρώνης προβλέποντας δὲ ὅτι θ' ἀναγκασθεῖ ὁ Δράμαλης νὰ ὑποχωρήσει στὴν Κόρινθο, κατέλαβε τα στενά τῶν Δερβενακίων με 2500 περίπου ἄνδρες με ἀρχηγὸ τον Νικηταρά. Καὶ ὅταν την 26 Ἰουλίου 1822 ἐπεχείρησε ὁ στρατός του Δράμαλη νὰ περάσει ἀπὸ τα στενά ὑπέστη καταστροφή, ἔκτοτε δὲ ὁ Νικηταράς ὀνομάσθηκε Τουρκοφάγος. Οἱ διαφυγόντες στὴν Κόρινθο ἀποδεκατίστηκαν ἀπὸ τις στερήσεις καὶ τις ἀσθένειες, καὶ ὁ ἴδιος Δράμαλης πέθανε στὴν Κόρινθο.
Φύσα μαϊστρο δροσερέ κι' ἀέρα του πελάγου,
νὰ πᾶς τα χαιρετίσματα 'ς του Δράμαλη τὴ μάννα.
Της Ρούμελης οἱ μπέηδες, του Δράμαλη οἱ ἀγάδες
'ς το Δερβενάκι κείτονται, 'ς το χῶμα ξαπλωμένοι.
Στρῶμα χουνε τὴ μαύρη γῆς, προσκέφαλο λιθάρια
καὶ γι' ἀπανωσκεπάσματα του φεγγαριοῦ τὴ λάμψη.


Κ' ἕνα πουλάκι πέρασε καὶ το συχνορωτάνε.
"Πουλί, πῶς πάει ὁ πόλεμος, το κλέφτικο ντουφέκι;
-Μπροστά πάει ὁ Νικηταράς, πίσω ὁ Κολοκοτρώνης,
καὶ παραπίσω οἱ Ἕλληνες με τα σπαθιά 'ς τα χέρια".

Γράμματα πᾶνε κ' ἔρχονται 'ς των μπέηδων τα σπίτια.
Κλαῖνε ταχούρια γιὰ ἄλογα καὶ καὶ τα τζαμιά γιὰ Τούρκους,
κλαῖνε μανοῦλες γιὰ παιδιά, γυναῖκες γιὰ τους ἄνδρες.



Τρίτη 21 Μαρτίου 2023

ΤΗΣ ΠΑΡΓΑΣ (1819)



ΤΗΣ ΠΑΡΓΑΣ
(1819)
[Ή Πάργα τελευταία τῶν πόλεων της Στερεάς καὶ της Πελοποννήσου ὑπεδουλώθη εἰς τους Τούρκους. Ταχθεῖσα ἀπὸ τῶν ἀρχῶν του ΙΕ' αἰῶνος ὑπὸ την προστασίαν τῶν Ἐνετῶν, μετά την κατάλυσιν της “'Ενετικής πολιτείας περιῆλθε μετά τῶν Ἰονίων νήσων εἰς την κατοχήν τῶν Γάλλων. 
Ἀλλά τῷ 1814 παρεδόθη εἰς τους Ἄγγλους, οἵτινες βραχύν μόνον χρόνον την ἐκράτησαν, ἀπεμπολήσαντες αὐτὴν εἰς τους Τούρκους τῷ 1817. 
Πρὸ της παραδόσεως αὐτῆς, συντελεσθείσης την 28 Ἀπριλίου 1819, οἱ Παργινοί, εἰς τετρακισχιλίους ἀνερχόμενοι, κατέλιπον την πατρίδα των, ἀφοῦ προηγουμένως ἀνασκάψαντες τους πατρώους τάφους συνήθροισαν τα ὀστᾶ καὶ τα ἔκαψαν εἰς την πλατεῖαν της ἀγορᾶς διὰ νὰ μὴ βεβηλωθοῦν ὑπὸ τῶν Ἀλβανῶν].


Α'
Μαύρῳ πουλάκι, πόρχεσαι ἀπὸ τ' ἀντικρὺ μέρη,
πὲς μου τί κλάψαις θλιβεραῖς, τί μαῦρα μοιρολόγια
ἀπὸ τὴν Πάργα βγαίνουνε, ποῦ τὰ βουνὰ ραγίζουν;
Μῆνα τὴν πλάκωσε Τουρκιὰ καὶ πόλεμος τὴν καίει;
-Δὲν τὴν ἐπλάκωσε Τουρκιά, πόλεμος δὲν τὴν καίει
-Τοὺς Παργινοὺς ἐπούλησαν σὰ γίδια, σὰ γελάδια,
κι' ὅλοι 'ς τὴν ξενιτειὰ θὰ πᾶν νὰ ζήσουν οἱ καϊμένοι.
Τραυοῦν γυναῖκες τὰ μαλλιά, δέρνουν τάσπρα τοὺς στήθια, μοιριολογοῦν οἱ γέροντες μὲ μαῦρα μοιρολόγια,
παπᾶδες μὲ τὰ δάκρυα γδύνουν ταῖς ἐκκλησιαίς τους.
Βλέπεις ἐκείνῃ τὴ φωτιά, μαῦρο καπνὸ ποὺ βγάνει;
Ἐκεῖ καίγονται κόκκαλα, κόκκαλα ἀντρειωμένων,
ποὺ τὴν Τουρκιὰ τρομάξανε καὶ το βεζίρη κάψαν.
Ἐκεῖ ναὶ κόκκαλα γονιοῦ, ποὺ τὸ παίδι τὰ καίει,
νὰ μὴν τὰ βροῦνε οἱ Λιάπηδες, Τοῦρκοι μὴν τὰ πατήσουν.
Ἀκοῦς τὸ θρῆνο τὸν πολύν, ὁποῦ βογγοῦν τὰ δάση,
καὶ το δαρμὸ ποῦ γίνεται, τὰ μαῦρα μοιρολόγια;
Εἶναι π' ἀποχωρίζονται τὴ δόλια τὴν πατρίδα,
φιλοῦν τοῖς πέτραις καὶ τὴ γῆ κι' ἀσπάζονται τὸ χῶμα.
Β'
Τρία πουλιὰ ἀπ' τὴν Πρέβεζα διαβήκανε 'ς τὴν Πάργα,
τὸ νὰ κυττάει τὴν ξενιτειά, τάλλο τὸν Ἄη Γιαννάκη,
τὸ τρίτο τὸ κατάμαυρο μοιριολογάει καὶ λέει.
"Πάργα, Τουρκιὰ σὲ πλάκωσε, Τουρκιὰ σὲ τριγυρίζει.
Δὲν ἔρχεται γιὰ πόλεμο, μὲ προδοσία σὲ παίρνει.
Βεζίρης δὲ σ' ἐνίκησε μὲ τὰ πολλὰ τασκέρια.
Ἔφευγαν Τοῦρκοι σὰ λαγοὶ τὸ Παργινὸ τουφέκι,
κ' οἱ Λιάπηδες δὲν ἤθελαν νὰ ρτοὺν νὰ πολεμήσουν.
Εἶχες λεβένταις σὰ θεριά, γυναῖκες ἀντρειωμέναις,
πότρωγαν βόλια γιὰ ψωμί, μπαρούτι γιὰ προσφάγι.
Τάσπρα πουλήσαν τὸ Χριστό, τάσπρα πουλοῦν καὶ σένα."
Πᾶρτε, μαννᾶδες, τὰ παιδιά, παπᾶδες τοὺς ἁγίους. Ἄστε, λεβένταις, τάρματα κι' ἀφῆστε τὸ τουφέκι,
σκάψτε πλατιά, σκάψτε βαθιά, ὅλα σας τὰ κιβούρια,
καὶ ταντρειωμένα κόκκαλα ξεθάψτε τοῦ γονιοῦ σας
Τούρκους δὲν ἐπροσκύνησαν, Τοῦρκοι μὴν τὰ πατήσουν.
















Κυριακή 19 Μαρτίου 2023

Ὁ Κίτσος Τζαβέλας ἡ Τσαβέλλας (Σούλι, 1800- Ἀθήνα, 9 Μαρτίου 1855)



Ὁ Κίτσος Τζαβέλας ἡ Τσαβέλλας (Σούλι, 1800- Ἀθήνα, 9 Μαρτίου 1855) ἦταν Ἕλληνας – Ἀρβανίτης ἀγωνιστής της ἐπανάστασης του ’21 ἀπὸ το Σούλι της Ἠπείρου καὶ μετέπειτα στρατηγός, ὑπουργός καὶ πρωθυπουργός.






Ὁ Κίτσος Τζαβέλας ἡ Τσαβέλλας (Σούλι, 1800- Ἀθήνα, 9 Μαρτίου 1855) ἦταν Ἕλληνας – Ἀρβανίτης ἀγωνιστής της ἐπανάστασης του ’21 ἀπὸ το Σούλι της Ἠπείρου καὶ μετέπειτα στρατηγός, ὑπουργός καὶ πρωθυπουργός.

— Βιογραφία
— Ἦταν δευτερότοκος γιὸς του Φώτου Τζαβέλα καὶ ἐγγονός του Λάμπρου Τζαβέλα καὶ της Μόσχως. Γεννήθηκε στὸ Σούλι, μεγάλωσε στὴν Κέρκυρα καὶ το 1820 γύρισε μαζί με τους Σουλιῶτες στὴν πατρίδα τους, ὅπου ἀνακηρύχτηκε καπετάνιος – ἀρχηγός, σε ἡλικία μόλις 19 χρονῶν. Μετά την ἡττᾶ καὶ τον θάνατο του Ἀλή Πασᾶ, πῆγε στὴν Πίζα της Ἰταλίας γιὰ νὰ συνεννοηθεῖ με τους Φιλικούς γιὰ την Ἐπανάσταση. Το 1822 γύρισε καὶ πῆρε μέρος ὥς ἀρχηγὸς 35 Σουλιωτῶν, μαζί με το Μάρκο Μπότσαρη, στὴν Πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου το φθινόπωρο του 1822 καὶ στὴ μάχη του Κεφαλόβρυσου το 1823. Πῆρε μέρος καὶ στὴ Δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου το 1823.
— Συνεργάστηκε με τον Καραϊσκάκη στὴ νίκη της Ἄμπλιανης το 1824. Πολέμησε στὸ Δίστομο καὶ στὸ Κρεμμύδι της Πύλου. Διέσπασε τα στρατεύματα του Κιουταχή τον Ἰούνιο του 1825 στὸ Μεσολόγγι καὶ μπῆκε στὴν πόλη. Κατά την ἡρωική ἔξοδο τῶν Μεσολογγιτῶν, ὥς ἀρχηγὸς 2.500 ἀνθρώπων ἔσπασε τις γραμμές των Τούρκων καὶ κατέφυγε στὰ Σάλωνα (Ἀμφισσα) με 1.300 ἄνδρες. Πῆρε μέρος μαζί με τον Καραϊσκάκη στὶς μάχες τις Ἀττικῆς καὶ, μετά το θάνατο του δεύτερου, ἀνατέθηκε σ” αὐτὸν η ἀρχιστρατηγία, προσωρινά.
— Ὁ Καποδίστριας τον ἔκανε χιλίαρχο, ἀναθέτοντάς του μάλιστα νὰ καθαρίσει την Στερεά Ἑλλάδα ἀπὸ τους Τουρκαλβανούς καὶ τους Τουρκοαιγυπτίους. Μαζί με τον Κολοκοτρώνη, στὰ χρόνια της Ἀντιβασιλεῖας, ρίχτηκε στὴ φυλακή, διότι ὑπῆρξε μέλος της ρωσόφιλης μερίδας. Ὁ Ὄθωνας τον ἔκανε ὑποστράτηγο κι ἀργότερα ἀντιστράτηγο καὶ ὑπασπιστή του. Το 1844 Ἀναδείχθηκε Ὑπουργός Στρατιωτικῶν στὴν κυβέρνηση Κωλέττη, το 1847-1848 πρωθυπουργός (Κυβέρνηση Κίτσου Τζαβέλλα 1847) καὶ το 1849 Ὑπουργός τῶν Στρατιωτικῶν πάλι.
Το 1854, ὅταν στὴν Ἑλλάδα ξέσπασε το Ἀπελευθερωτικό Κίνημα των Ἀλύτρωτων περιοχῶν, μαζί με ἄλλους Σουλιώτες ἀξιωματικούς ἀνέλαβε την ἡγεσία τῶν ἐπιχειρήσεων στὴν Ἤπειρο. Μετά την ἀποτυχία του ἐγχειρήματος, ἀποσύρθηκε.
Πέθανε στὶς 9 Μαρτίου 1855 στὴν Ἀθήνα.

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023

ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΟΥ ΔΗΡΟΥ

ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΟΥ ΔΗΡΟΥ





[Κατ' Ἰούνιον του 1826 ὁ Ἰμπραΐμ ἐξέπεμψε πρὸς ὑποδούλωσιν της Μάνης στρατιάν ἐπτακισχιλίων πεζῶν καὶ ἱππέων, ἥτις την 22 του μηνός εὑρίσκετο πρὸ του στενοῦ του Ἀρμυροῦ, εἰς τα ὅρια της Μεσσηνίας καὶ της Μάνης. Την προέλασιν τῶν Αἰγυπτίων ἀνέκοψαν χίλιοι περίπου Μανιάται, οἵτινες προφυλασσόμενοι ὑπὸ ἀσθενοῦς ὀχυρώματος, της λεγομένης Βέργας, ἤτοι λιθοκτίστου μάνδρας μήκους δισχιλίων μέτρων περίπου, κλειούσης την μεταξύ της ὑπώρειας του βουνοῦ της Σέλιτσας καὶ της θαλάσσης δίοδον, ἔφεραν πολύν φθοράν εἰς τον ἐχθρὸν. Ἀποκρουσθέντες ἐπανειλημμένως, ἠναγκάσθησαν νὰ ὑποχωρήσωσιν οἱ Αἰγύπτιοι καὶ ἐπέστρεψαν την 25 Ἰουνίου εἰς την Καλαμάταν της Μεσσηνίας. Ἐν τω μεταξύ δ' ὅμως καὶ ἅμα τὴ ἐνάρξει της μάχης της Βέργας, ὁ Ἰμπραΐμ ἀποσπάσας 1500 ἄνδρας ἔπεμψε διὰ πλοίων εἰς τα παράλια της Μάνης διὰ νὰ ἐνεργήσουν ἀντιπερισπασμόν. Αὐθημερόν οὗτοι ἀπεβιβάσθησαν εἰς τον ὅρμον του Δηροῦ, καταλαβόντες δὲ τα πρὸς δεξιά χωρία Πύργον καὶ Χαριάν, ἐστράφησαν πρὸς ταριστερά, ἵνα προσβάλωσι την Τσίμοβαν (την μετονομασθεῖσαν ὕστερον Ἀρεόπολιν). Ὀλίγιστοι μόνον Μανιάται, διότι οἱ λοιποί ἐμάχοντο εἰς τον Ἀρμυρόν, εὑρισκόμενοι εἰς τους πύργους τῶν, ἀνθίσταντο κατά των ἐπιδρομέων, ἀλλὰ γνωσθείσης της ἀποβάσεως τών Ἀράβων, ἔγινε διὰ κωδωνοκρουσιών συναγερμός των ὑπολειφθέντων κατοίκων των πέριξ χωρίων, καὶ προσέτρεξαν πάντες, καὶ γέροντες καὶ ἱερείς, καὶ αἵ θερίζουσαι εἰς τους ἀγρούς γυναῖκες με τα δρέπανά των, ἑνωθέντες δὲ μετ' ὀλίγων ὁπλοφόρων, οἵτινες ἔτυχε νὰ διαβαίνωσιν ἐκείθεν ὑπὸ τον Κωνσταντῖνον Μαυρομιχάλην, ἠμύνοντο κατά τῶν Ἀράβων, εὐάριθμοι μὲν δι’ ὁπλῶν, οἱ δὲ λοιποί διὰ πετρῶν καὶ των δρεπάνων. Την ὁρμήν του ἀσυντάκτου λαοῦ δὲν ἠδυνήθησαν νὰ ὑπομείνουν οἱ ἐπιδρομεῖς καὶ ἔσπευσαν νὰ ἐπιβιώσει πάλιν των πλοίων κακώς έχοντες, απήλθον δε την 25 Ιουνίου, πολλούς καταλιπόντες νεκρούς].

Στὸ ρημοκλήσι του Δηροῦ

λειτούργα ὁ πρωτοσύγκελος,

καὶ τάχραντα μυστήρια

ἔφερνε ‘ς το κεφάλι του,

ψάλλοντας το χερουβικό.

Μὰ ἔξαφνα κι 'ἀνέλπιστα

Τοῦρκοι τον περιλάβανε,

Κ’ ἔλαβε μόνον τον καιρό

καὶ σήκωσε τα χέρια του,

κ' είπεκε, "Παντοδύναμε,

δυνάμωσε τους Χριστιανούς,

τύφλωσε τους Ἀγαρηνούς

τή μέρα τη σημερινή".

Μὰ οἱ ἄνδρες ὅλοι ἐλείπασι,

ἦταν ‘ς τη Βέργα τ' Ἀρμυροῦ,

ὁποῦ Τρωάδα ὁ πόλεμος

ἐπάηνε δυὸ μερόνυχτα.

Μόνα τα γυναικόπαιδα

καὶ γέροντες ἀνώφελοι,

(γιατ' ἦτο θέρος) βρέθεσαν

με τα δρεπάνια 'ς τα λουριά.

Καθόλου δὲ δειλιάσασι,

καθόλου δὲν τρομάξασι,

μόν' ἔδωκαν την εἴδηση

'ς τον Κωνσταντῖνο με πεζόν.

Κ' ἐκείνος ὡς πολέμαρχος

εσύναξ' ὅλα τα χωριά,

γράφει καὶ στέλνει ς' τ’ Ἀρμυρό,

κ' ἔδραμε κατά το Δηρό.

Βλέπει γυναῖκες νὰ χεροῦν

καὶ τα δρεπάνια να κρατοῦν,

τους Αραπάδες νὰ χτυποῦν.

"Εὖγε σας, μεταεύγε σας,

γυναῖκες, ἄνδρες γίνετε,

σὰν ἀνδρειωμέναις μάχεσθε,

σὰν Ἀμαζόνες κρούετε".

Εἰπέ κ' ἐβρυχουμάνισε

σὰν το λιοντάρι 'ς τα βουνά.

Τους Τούρκους κόφτει ἀψήφιστα.

Τότε τα παλληκάρια του

πετάχτησαν σὰν τους αϊτούς,

κ' ἐπιάστηκαν με τους ἐχτροῦς,

χέρια με χέρια ἀνάκατα.

Τους ἐκαταποντίσασι

καὶ τους ἐβάλασι μπροστά,

σὰν νὰ ἦσαν γιδοπρόβατα.

Σφάζοντας καὶ σκοτώνοντας

φτάσασι 'ς την ακρογιαλιά,

ποὺ μέλισσα ἧτο ἡ Τουρκιά.

Τότε 'ς ἐκείνην τὴ στιγμή,

ἀγνάντιαζαν κ' έπρόφτασαν

τα παλληκάρια τ' Αρμυρού,

οπού τη νίκη φέρνασι.

Πρῶτος ήτο κ' εμπροστινά

ο γιος του γέρου βασιλιά,

εἶχε 'ς τα πόδια του φτερά,

ποὺ τον ὁ πρῶτος ἄγωρος.

Ξεγυμνωμένο το σπαθί

ἐκράτει, καὶ τα μάτια του

σπίκιαις καὶ φλόγες βγάζασι.

"Ἔχετε θάρρος, είπεκε

με μιά φωνή σὰν τὴ βροντή,

μὴ τα φοβᾶστε τα σκυλιά,

ἄς ειν' πολλοί κι’ ἀμέτρητοι.

Ἦταν πολλοί καὶ 'ς τ' Ἀρμυρό,

κι' ἐμεῖς τους ἐνικήσαμεν,

κι' ὅλους τους ἐξωφλήσαμεν".

Πρόφτασε τότε κι' ὁ ἀρχηγὸς,

πρόφτασε κι' ὁ ἀρχιστράτηγος,

ὁποῦ ναὶ πενταγνώστικος

'ς τοῖς μάχαις, 'ς τα πολιτικά,

κ' εἶπε 'ς τα παλληκάρια του,

κ' εἶπε 'ς ὅλο το στράτευμα.

"Ὅσοι πιστοί ἐμπρὸς, παιδιά,

σήμερον γεννηθήκαμε,

καὶ θὰ σωθοῦμε σήμερον".

Ήνοιξ' ἡ μάχη τρομερά,

κ' ἤτανε ξεσυνέριση

'ς ὅλα τα Σπαρτιατόγονα

ποῖοι νὰ πᾶσι μπροστινοί.

Οἱ Τοῦρκοι αντισταθήκασι,

τι ἦσαν 'ς την ἄκρη του γιαλοῦ.

Μεσ’ 'ς το στερνό δειλιάσασι

κ' ἐπέφτασι 'ς τὴ θάλασσα,

σὰν τα τυφλά τετράποδα,

γιατ' ἦτο θέλημα θεοῦ

νὰ σακουστή ἡ παράκληση

τ’ ἁγίου πρωτοσύγκελου.