Κυριακή 7 Ιουλίου 2024

Μυστήρια Ἀρχαίας Σοφίας:Ἡ Ἀναδρομὴ στὸν Κάδμο καὶ τὴν Ἁρμονία μέσα ἀπὸ τὰ Μάτια τοῦ Roberto Calasso!

                                                                   Καλῶς ἦλθατε

Στὸν συναρπαστικὸ κόσμο τῆς Ἱστορίας! Ἡ Ἱστορία εἶναι μιὰ πύλη ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἀνακαλύψουμε τὸ παρελθὸν καὶ νὰ κατανοήσουμε τὸ παρόν. Σὲ αὐτὸ τὸ ἄρθρο, θὰ ἐξερευνήσουμε τὴ σπουδαιότητα τῆς Ἱστορίας καὶ πῶς μπορεῖ νὰ ἐπηρεάσει τὸν κόσμο μας σήμερα. Ἂς ξεκινήσουμε τὸ ταξίδι μας στὸ χρόνο! Ανακαλύπτοντας τον Κάδμο και την Αρμονία: Μια Ματια στο Έργο του Roberto Calasso Ἡ ἐξερεύνηση τῶν μυθικῶν ἀφηγήσεων τοῦ Κάδμου καὶ τῆς Ἁρμονίας μέσα ἀπὸ τὸν φακὸ τῆς ἑρμηνείας του Ρομπέρτο Καλάσο εἶναι ἕνα ταξίδι στὰ βάθη τῆς ἀρχαίας σοφίας Ξετυλίξτε τὰ περίπλοκα στρώματα αὐτῆς τῆς διαχρονικῆς ἱστορίας καὶ ἀνακαλύψτε τὶς βαθιὲς γνώσεις ποὺ προσφέρει. Ἐλᾶτε μαζί μας σὲ ἕνα ταξίδι λογοτεχνικῆς ἐξερεύνησης καὶ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ σὲ αὐτὴ τὴ συναρπαστικὴ ἀνάλυση.







Ὅσα ποτέ δέ συνέβησαν, ἀλλὰ ἀνέκαθεν ὑπῆρχαν.
(Σαλλούστιος, Περί Θεῶν καὶ Κόσμου)


Ἀνακαλύψτε την ἐνδιαφέρουσα ἱστορία τῆς ἐξερεύνησης τοῦ Ρομπέρτο Καλάσο στὸν μῦθο τοῦ γάμου του Κάδμου καὶ τῆς Ἁρμονίας. Ἂς ἐμβαθύνουμε σὲ αὐτὴ τὴ σαγηνευτικὴ ἀφήγηση καὶ ἂς ξετυλίξουμε τὴ διαχρονική της σημασία. Ἐξερευνῆστε τὸ βάθος αὐτοῦ τοῦ ἀρχαίου μύθου καὶ τὴ σημασία του στὸν σημερινὸ κόσμο. 



Ο Ρομπέρτο Καλάσο, ένας σπουδαίος Ιταλός συγγραφέας και διανοητής, είναι γνωστός για τα έργα του που συνδυάζουν μυθολογία, φιλοσοφία και λογοτεχνία. Ένα από τα πιο γνωστά βιβλία του είναι "Διὰ γάμοι τοῦ Κάδμου καὶ τῆς Ἀρμονίας" (ο τίτλος στα ελληνικά), το οποίο εξετάζει τους μύθους και τις ιστορίες της ελληνικής μυθολογίας μέσα από τον πρίσμα του γάμου του Κάδμου και της Αρμονίας.





Σὲ ό,τι ἀφορᾶ τοῦς Ὀλύμπιους, μπορεῖ νἀ εἰπωθεῖ,, πρώτα απ’ ὅλα, πῶς ἦταν Θεοί καινοφανεῖς. Διέθεταν ἕναν ὄνομα καὶ μία μορφή. Ὅμως ὁ Ἠρόδοτος μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι «μέχρι ἐχθές» ἦταν ἄγνωστο «πού εἶχε γεννηθεί καθένας τοῦς, αν ὑπῆρχαν ἀπὸ πάντα καὶ πιὰ ὴ ὄψη τοῦς». Γιά τόν Ἡρόδοτο «ἐχθές» σήμαινε Όμηρος καὶ Ἡσίοδος, οἱ ὁποίοι, σύμφωνα με τοῦς ὑπολογισμοὺς του, εἶχαν ζήσει πρίν ἀπὸ τέσσερις αἰῶνες. Ἀκριβῶς αὐτοί, κατά τὴν άποψή του, «ὀνομάτισαν τοῦς θεούς, φανερώνοντας τὰ προνομία, τίς τέχνες καὶ τὴν ὄψη τοῦς». Στὸν Ἡσίοδο διαφαίνεται ἀκόμη ὁ κοσμογονικός ἆθλος καὶ ὁ ἀργός διαχωρισμός τῶν μορφῶν απ’ ό,τι εἶναι πολύ ἀφηρημένο ή πολύ συγκεκριμένο. Μόνο στὸ τέλος, ἀφοῦ ὁ κόσμος σείστηκε πλεῖστες φορές, ὁ Δίας «μοίρασε μεταξύ τοῦς τὰ προνόμια».
Ὡστόσο, σκάνδαλο πραγματικό ἀποτελεῖ ὁ Όμηρος, ὴ ἀδιαφορία του γιὰ τίς ἀπαρχές, ὴ παντελής ἔλλειψη κομπασμοῦ,,, ὴ ἀξίωσε του νἀ ξεκινήσει ὄχι απ’ τὴν ἀρχή, ἀλλὰ απ’ τόν τελευταῖο τῶν δέκα ὀλέθριων χρόνων του πολέμου κάτω ἀπὸ τὰ θείη τής Τροίας, ποῦ χρησίμευσαν κατά κύριο λόγο στὸ νἀ ἀφανισθοῦν ὁλάκερὲς γενιές ἡρώων Καὶ οἱ ἥρωες, ποῦ τὴν ἐξολόθρευσή τοῦς ἐξυμνοῦσαν, ἦταν φαινόμενο πρόσφατο. Οἰ Ὀλύμπιοι εἶχαν ἤδη καθορίσει μία σταθερή πορεία στῆ ζωή τοῦς κι ἔδειχναν πῶς ἐπιθυμοῦσαν νἀ τή διατηρήσουν γιὰ πάντα, σαν κάτι τ ’αὐτονόητο καὶ φυσιολογικό. Ἡ γῆ τοῦς χρησίμευε γιὰ ἐπιδρομές, ἐφήμερες ἐρωτικές περιπέτειες, δολοπλοκίες, ἐτερομορφισμούς. Τὶ εἶχε συμβεῖ ὅμως πρίν τὴν ἐμφάνιση τῶν Ὀλύμπιων Θεῶν; Γιά τὰ γεγονότα εκεῖνα στὸν Ὅμηρο ἔχουμε σποραδικούς καὶ φευγαλέους ὑπαινιγμούς. Κανένας δέν ἔχει τή διάθεση νἀ ὑπεισέλθει σε λεπτομέρειες. Ἀντιθέτως ὴ μοίρα ἑνός Τρῶα πολεμιστῆ μπορεῖ πολύ νἀ καθηλώσει!
Στὸν Ὅμηρο παρουσιάζονται ἐνδείξεις χωρίς ὅμως συγκεκριμένες ἀναφορὲς ὅπου πάνω τοῦς στηρίζεται καὶ ὴ σιωπή καὶ ὴ εὐλαλία. Εἶναι ὴ ἰδέα τής τελειότητας. Τὸ τέλειο ἐμπεριέχει τὴν ἀπαρχὴ του καὶ δέν ἀρέσκεται νἀ μακρηγορεῖ ὠς πρὸς τή διαμόρφωσή του. Ὁποῖος εἶναι τέλειος κόβει τοῦς δεσμούς με καθετί ποῦ τόν περιβάλλει, διότι εἶναι αὐτάρκης. Ἡ τελειότητα δέν ἀφηγεῖται τὴν ἱστορία τής, ἀλλὰ προσφέρει τὴν τελείωσή τής Γιά πρώτη φορά στίς θεϊκὲς ὑποθέσεις οἱ κάτοι­κοι του Ὀλύμπου πασχίζουν περισσότερο νἀ εἶναι τέλειοι, παρά ἰσχυροί. Σὰν μία λάμα ὀψιδιανού τὸ αἰσθητικό γιὰ πρώ­τη φορά κόβει δεσμούς, συνοχές καὶ εὐλάβειες. Αὐτό ποῦ μένει εἶναι ἕναν σύνολο μορφῶν, ἀπομονωμένο στὴν ἀτμόσφαιρα, ἕτοιμο, μυημένο, τελειωμένο: τρεῖς λέξεις ποῦ ὁ Ἕλληνας τίς λέει με μία: τέ­λειος. Ἄν καὶ τὸ ἄγαλμα ἐμφανίζεται ἀργότερα, αύτό θά ἀποτελέσει τὴν ἀπαρχὴ, τόν τρόπο ποῦ παρουσιάζονται τὰ καινοφανῆ ὄντα
Ὅταν οἱ Ἕλληνες ἔπρεπε νὰ ἐπικαλεστοῦν μία ἔσχατη πηγή αὐθεντίας, δέν ἀναφέρονται στὰ ἱερὰ τους κείμενα, ἀλλὰ στόν Ὅμηρο Στὴν Ἰλιάδα εἶχε τά θεμέλιά της ἡ Ἑλλάδα Καὶ ἡ Ἰλιάδα θεμελιωνόταν σὲ ἔνα λεκτικό παιχνίδι, στήν άντικατάσταση δύο γραμμάτων.

Χρυσηίδα καὶ Βρισηΐδα Τὸ ἀντικείμενο τῆς διαμάχης, ὅπου ἔχει τὶς ρίζες του τὸ ἔπος, εἶναι ἠ καλλιπάρηος Βρισηΐδα «μὲ τὶς ὡραῖες παρειές» ·ὁ Ἀγαμέμνονος θέλει νά τήν ἀνταλλάξει, νά τήν ἀντικαταστήσει μὲ τήν καλλιπάρηο Χρυσηίδα. Δύο γράμματα χωρίζουν τὶς δύο νέες, ὁ Ἀχιλλέας ἐπαναλαμβάνει παιδιάστικα ὅτι ἠ διένεξη ξέσπασε ὄχι «ἐξαιτίας τῆς κόρης», ἀλλά ἐξαιτίας τῆς α ἀντικατάστασης, σαν ὁ ἥρωας νά μάντευε ὅτι μ ’ἐκείνη τήν πράξη σφιγγόταν ἕνας κόμπος, ἕνα δεσμὸς ποῦ κανένας ἥρωας καὶ οὐδείς ἀπὸ τὶς μεταγενέστερες γενιές δὲν θὰ μποροῦσε νά λύσει.

Εἶναι ἠ ἀνταλλαγή ποῦ συμπυκνώνεται δυναμικά στὴν ἀρχή τῆς Ἰλιάδας: ἠ γυναίκα, μᾶλλον οἱ δύο γυναῖκες μὲ τὶς ὡραῖες παρειές, πανομοιότυπες σχεδὸν, σαν νομίσματα ἴδια κοπῆς· τὰ λόγια του Ἀγαμέμνονα καὶ του Ἀχιλλέα ἀντιτάσσουν βία στή βία (αντιβίοισι ἐπέεσσιν)· μὲ «λύτρα ἀρίφνητα», τὸ «περίλαμπρο ξαντίμεμα» ποῦ προσφέρεται ἀπὸ τόν ἱερέα Χρυσή γιὰ τήν κόρη του, «ἠ ἱερή ἑκατόμβη» ποῦ προσφέρουν οἱ Ἀχαιαί στὸν ἱερέα Κάθε φορά σε ζεύγος παρουσιάζονται οἱ δυνάμεις τῆς ἀνταλλαγῆς: οἱ γυναῖκες, οἱ λέξεις, οἱ προσφορές. Ἀπουσιάζει μόνο τὸ χρήμα, ποῦ εἶναι ὁ συγκερασμός ἐκείνων τῶν δυνάμεων. ἀλλὰ γιὰ νά γεννηθεί τὸ χρήμα στὴν πιὸ καθαρὴ μορφή του, πρέπει πρώτα νά ἐξολοθρευθοῦν οἱ ἥρωες Ὁ Θουκυδίδης ἤδη παρατηρεῖ ὅτι ἠ μόνη δύναμη ποῦ ἔλειπε κατά τήν ἐκστρατεία στὴν Τροία ἦταν ἀκριβῶς τὸ χρήμα. Ἐκείνη ἠ «ἔλλειψη χρημάτων» (ἀχρηματία), ἀπὸ ὅσα θὰ ἀκολουθοῦσαν, ἔκανε καθετί λιγότερο ἰσχυρό, ἀλλά πολύ πιὸ ἔνδοξο.


«Ἡ Ἑλένῃ εἶναί ἤ μοναδική γυναίκα στόν Ὅμηρο ποῦ ἔχει ξεκάθαρα, ἰδιόμορφα ἐπίθετα, ποῦ ἁρμόζουν μόνο σ ’ἐκείνη»,
παρατηρεῖ ὁ Milman Parry. Ἡ καλλιπάρηος «μέ τίς ὡραῖες παρειές» ἀποδίδεται σε ὀχτὼ γυναῖκες, εἶναί τὸ γυναικεῖο ἐπίθετο ποῦ χρησιμοποιεῖται περισσότερο. Ἡ Ἰλιάδα εἶναί ἤ ἱστορία μιὰς διπλῆς διαμάχης: γιά τὴν Ἑλένῃ, τη μοναδική, ποῦ κανείς δέν θά τολμοῦσε νά ἀντικαταστήσει καὶ γιά Βρισηΐδα «μέ τίς ὡραῖες παρειές», ποῦ ὁ Ἀγαμέμνονας θά ἤθελε νά τὴν ἀντικαταστήσει μέ τή Χρυσηίδα, ἐπίσης «μέ τίς ὡραῖες παρειές». Ἀνάμεσα στήν ἀπρόσβλητη μοναδικότητα καὶ στήν ἀπρόσβλητη άντικατάσταση, ξεσπᾶ στίς πεδιάδες τής Τροίας ἕνας πόλεμος ποῦ δέν μποροῦσε νά βρεῖ τέλος.

Ἄν ἐπιστρέψουμε τίς μαρτυρίες τής Ἥρας, συζύγου καὶ ἀδελφῆς, ὁ Δίας «ἄλλη ἀσχολία δέν εἶχε παρά νά πλαγιάζει μ ’ἀθάνατες καὶ θνητές». ἀλλὰ μία γυναίκα του ἀντιστάθηκε, καὶ συν τοῖς ἄλλοις ἦταν ἀθάνατη: ἤ Θέτις. Πεισματωμένος, ὁ Δίας συνέχιζε «παρά τή θέλησή τής νά τὴν κατασκοπεύει ἀπό ψηλά». Καὶ ἐφόσον ἐκείνη δέν ἐνέδιδε, ὁ Δίας ἀπαίτησε ἀπό τή Θέτιδα βαρύ ὅρκο, νά καταστεῖ ἀδύνατη ἤ ἕνωση τής μέ ἄλλον ἀθάνατο σύντροφο. Σύμφωνα μέ τὴν Ἥρα, ἤ Θέτιδα δέν ἐνέδωσε «ἀπό σέβας καὶ ἐσωτερικό φόβο» πρός τὴν οὐράνια σύζυγο. Ἔτσι ἔγιναν φίλες. ἀλλὰ ἤ ἄποψη τής Ἥρας καὶ ἐδῶ, ὅπως καὶ σ’ ἄλλες περιστάσεις, ἐπικεντρώνεται πολύ στόν ἑαυτό τής Πίσω ἀπό τὴν ἄρνηση τής Θέτιδας ὑπάρχει ἕνας πιὸ σοβαρός λόγος, ή μᾶλλον ὁ σοβαρότερος: ἀπό τὴν ἕνωση τής μέ τόν Δία θά γεννιόταν ὁ γιός ποῦ θά ἐκτόπιζε τόν πατέρα, ὁ «γιός ἰσχυρότερους του πατέρα», λένε μέ πανομοιότυπη διατύπωση καὶ ὁ Πίνδαρος καὶ ὁ Αἰσχύλος.

Αὐτό φανέρωσε στόν Δία καὶ στοὺς σε σύσκεψη Ὀλύμπιους θεούς ἤ ἀρχέγονη Θέμιδα. Μόνο τότε ὃ Δίας ἀποφάσισε νἀ ἀρνηθεῖ τη Θέτιδα, θέλοντας νἀ «διατηρήσει τήν ἐξουσία του γιὰ πάντα». Ἴσως ή Θέτιδα νἀ γνώριζε τό μεγάλο μυστικό, ἴσως γι’ αύτό ἀρνήθηκε τόν κυρίαρχο τῶν θεῶν Ἡ τουλάχιστον σὲ αύτό τό συμπέρασμα ὁδηγούμαστε, γιατί ή Θέτιδα σε ἄλλη περίσταση θά εἶναι καὶ ή μοναδική γυναίκα ποῦ θά ὑπεραμυνθεῖ τὴς κυριαρχίας τοῦ Δία, τήν στιγμή ποῦ ὑπόλοιποι Ὀλύμπιοι -ἀνάμεσά τους καὶ ή Ἀθηνᾶ ποῦ εἶχε γεννηθεί ἀπό τό κεφάλι τοῦ - ἤθελαν νἀ τόν ἁλυσοδέσουν. Τότε λοιπόν ή Θέτιδα, ἐκείνη ή θαλάσσια θεά ποῦ δέν σύχναζε στόν Ὄλυμπο, κάλεσε σὲ βοήθεια τόν Βριάρεω, τόν Τιτάνα μέ τά ἑκατό κεφάλια, ὃ ὁποῖος γλίτωσε τόν Δία. Ἢ Θέτιδα περίμενε μίαν ἀνταπόδοση ἀπό τόν Δία γιὰ τήν πολύτιμη βοήθειά τὴς «μέ λόγους καὶ μέ πράξεις», κι ἐκείνη ἀκριβῶς τήν ἀνταπόδοση θά χρησιμοποιοῦσε γιὰ νἀ προστατέψει τό γιὸ τὴς Ἀχιλλέα

Ὀ Ὅμηρος ὡστόσο ἀποσιωπᾶ τίς αἰτίες τὴς Ὀλύμπιας συνωμοσίας νἀ αιχμαλωτιστεί ὃ Δίας μέ ἄλυτα δεσμὰ ἀλλὰ ἕνας θεὸς δεμένος, εἶναι θεὸς ἐκθρονισμένος: κι ἐκείνη τὴ φορά τοῦτο εἶχαν ἐπιδιώξει οἱ Ὀλύμπιοι Θεοί Ἢ γυναικεῖα βοήθεια ἤτον ἀποτελεσματική ὄχι μόνο γιὰ τοῦς ἥρωες, ἀλλά καὶ γιὰ τόν κυρίαρχο τῶν Θεῶν Καὶ ὃ Δίας ἀκόμη, στήν ἄθικτα σταθερότητα τοῦ Ὀλύμπου, γνώριζε ὄτι ή βασιλεία τοῦ εἶχε ἔνα τέλος. θὰ μπορούσαμε νἀ ποῦμε ὄτι ἀπό τά Ὁμηρικά κιόλας χρόνια ή κυριαρχία τοῦ Δία ὀφειλόταν σὲ ἔνα τέχνασμα. ἐπειδή γιὰ πρώτη φορά εἶχε ἀποδιώξει τήν ἐπιθυμία τοῦ γιὰ κάποια γυναίκα- καὶ τότε εἶχε γλυτώσει γιατί αὐτά ή ἴδια ή γυναίκα φώναξε σὲ βοήθεια τόν Βριάρεω, ἔνα ἀπό τά ἀρχέγονα, ἰσχυρά καὶ ἀτελῆ, πλάσματα γιὰ τά ὁποῖα δέν ἄρεσε στοὺς Ὀλύμπιους νἀ μιλοῦν Ὀ Δίας εἶχε συμπεριφερθεῖ μέ πονηριά ἀκόμη καὶ στὴ μοίρα καὶ εἶχε ἀναβάλει ὃ ἴδιος τό τέλος τοῦ Τὸ παιχνίδι ὄμως δέν εἶχε ἀκόμη τελειώσει.

Πρίν τό ἀποκαλύψει στοὺς Ὀλύμπιους, ή Θέμιδα τό ἐκμυστηρεύτηκε στό γιὸ τὴς Προμηθέα. ὃ Προμηθέας, ἀλυσοδεμένος στό βράχο, σκεφτόταν τόν Δία νἀ καταστρώνει δίχως ἀνάπαυλα τά ἐρωτικά «μάταια σχέδια» τοῦ , μὴ γνωρίζοντας ποῖα ἀπό τίς κατακτήσει τοῦ θά ἀποδεικνυόταν ή μοιραία. Ὑπάρχει κάτι σ ’ἐκεῖνες τίς ἐρωτικές περιπέτειες τοῦ ὀλύμπιου Θεοῦ ποῦ ὁμοιάζει μέ τὴ ρωσική ρουλέτα. Ὀ Προμηθέας ὄμως σιωποῦσε.

Οἱ ἔρωτες τοῦ Δία μᾶς παρουσιάζονται κάτω ἀπό ἔνα διαφορετικό φὼς Ἐκεῖ κρυβόταν ὸ ὑπέρτατος κίνδυνος. Κάθε φορά ποῦ πλησίαζε μία γυναίκα ὸ Δίας, ἤξερε ὅτι αύτό μποροῦσε νἀ ὁδηγήσει στήν καταστροφή τοῦ Μέχρι αύτό τὸ σημεῖο φτάνουν οἱ ἱστορίες ἀλλά γία κάθε μύθο ποῦ ἔχει εἰπωθεῖ, ὑπάρχει ἕνας ἄλλος ἀνείπωτος καὶ ἀκατονόμαστος, ποῦ μόλις διαφαίνεται ἀπό τὶς σκιές, ἀναδύεται μέσα ἀπό ὑπαινιγμούς, θραύσματα. συμπτώσεις, χωρίς ποτέ κανένας συγγραφέας νἀ τολμήσει νἀ τόν διηγηθεῖ σαν μία ξεχωριστή ἱστορία Κι ἐδῶ ὸ «γιός ἰσχυρότερος τοῦ πατέρα» δὲν πρόκειται νἀ γεννηθεί, γιατί εἶναι ἤδη παρών: ὸ Ἀπόλλωνας. Στὴν αἰώνια Ὀλύμπια συμβίωση, πατέρας καὶ γιός ἀλληλοκοιτάζονταν κι ἀνάμεσά τους, ἀόρατο στοὺς ἄλλους ἀλλά ὁρατὸ σ ’ἐκείνους, ἔλαμπε τό ὀδοντωτό δρεπάνι μέ τό ὁποῖο ὸ Κρόνος εἶχε κόψει τους ὄρχεις τοῦ Οὐρανοῦ




Ὅταν ὴ ζωή ἄναβε ἀπό ἐπιθυμία ή ἀγωνία ή απ'το συλλογισμό, οἱ ὁμηρικοί ἥρωες ἤξεραν ὅτι κάποιος Θεὸς ἦταν ὴ αἰτία Τόν ὑφίστατο καὶ τόν παρατηροῦσαν, ἀλλά αύτό ποῦ συνέβαινε ἦταν πάντα μία ἔκπληξη, εἰδικὰ γι’ αὐτούς Ἔτσι, ἐξαντλημένοι ἀπό τά πάθη, τὶς αἰσχύνες, ἀλλά καὶ τὶς δόξες τους, στάθηκαν ἐπιφυλακτικοί στόν προσδιορισμό τὴς προέλευσής τῶν πράξεων. «Ἐσύ δέ μου ‘φταιξες, οἱ ἀθάνατοι μοῦ φταίξαν», λέει ὸ Πρίαμος κοιτάζοντάς τήν Ἑλένη στίς Σκαιές Πύλες. Δέν κατάφερνε νᾶ τὴ μισήσει, ούτε νὰ δεῖ σ’ αὐτῆ τήν ὑπαίτιο ἐννιά αἱματηρῶν χρόνων πολέμου, μολονότι τὸ κορμὶ της ἦταν τὸ εἴδωλο τοῦ πολέμου ποῦ ἐτοιμαζόταν νἀ τελειώσει μέ μία ὁλοκληρωτικὴ σφαγή.

Ἀπὸ τότε καμία ψυχολογία δέν ἔκανε ούτε Βῆμα παραπέρα, παρά μόνον ἐπινόησε γιά τὶς δυνάμεις ποῦ μιὰς ἐπηρεάζουν, ἄλλες ὀνομασίες, μακρόσυρτες, πολυάριθμες, πιὸ ἄχαρες καὶ ἀναποτελεσματικές, λιγότερο συναφεῖς μέ τήν ἐσωτερικὴ δομή τοῦ γεγονότος, εἴτε αύτό εἶναι ἡδονή εἴτε τρόμος. Οἱ σύγχρονη εἶναι ἰδιαίτερα περήφανοι γιά τήν ὑπευθυνότητά τους, ἀλλά ἔτσι ἔχουν τήν ἀξίωση νἀ ἀπαντοῦν μ’ ἔνα λόγο ποῦ δέν ξέρουν, ούτε κἄν αν τους ἀνήκει Οἱ ὁμηρικοί ἥρωες δέν γνώριζαν μία τόσο ἄβολη λέξη ὅπως «ὴ ὑπευθυνότητά» καὶ δέν Θὰ τήν πίστευαν. Γι’ αὐτούς κάθε ἔγκλημα συνέβαινε σαν σε κατάσταση ψυχικῆς διαταραχῆς.

Ὅμως ἐκείνη ὴ διαταραχή σημαίνει ἐνεργῇ παρουσία κάποιου θεοῦ Αὐτό ποῦ γιά μιὰς εἶναι διαταραχή γιά κείνους ἦταν «σύγχυση τοῦ λογικοῦ προερχόμενη ἀπό τους θεούς» (ἄτη). Γνῶριζαν ὅτι ὴ παρεμβολή, τοῦ ἀόρατου (μὴ αἰσθητοῦ) συχνὰ ἔφερνε μαζί της τήν καταστροφή τόσο ποῦ, μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ὴ λέξη ἄτη κατέληξε νἀ σημαίνει «ὄλεθρος». Ἐπίσης, γνώριζαν, μιὰς τὸ λέει καὶ ὸ Σοφοκλῆς, ὅτι «στῆ ζωή τῶν θητῶν τίποτα δέν ἀγγίζει τὸ μεγαλεῖο δίχως τήν ἄτη».

Ὁ βασανισμένος λαός ἀπό τήν «ἀλαζονεία» (ὕβρις) κοίταξε μέ τὴ μέγιστη δυσπιστία τήν ἀξίωση ποῦ ἔχει τὸ ὑποκείμενο νἀ πράξει κάτι. Αὐτό ποῦ ὁπωσδήποτε πράττει τὸ ὑποκείμενο εἶναι ὴ μετριότητα· μόλις μία πνοή μεγαλεῖου, κάθε εἴδους, αἰσχρή ή ἐνάρετη, ἁπλὰ ψαύει, δέν εἶναι πιὰ τὸ ὑποκείμενο ποῦ ἐνεργεῖ. Μετά τὸ ὑποκείμενο σωριάζεται σαν ἔνα ὁποιοδήποτε μέντιουμ μόλις οἱ φωνὲς τὸ ἐγκαταλεἰψουν. Γιά τους ὁμηρικούς ἥρωες δέν ὑφίσταται ὸ ἔνοχος ἀλλά ὴ ἀβάσταχτη ἐνοχὴ Εἶναι τὸ μίασμά ποῦ ἐμποδίζει τὸ αἶμα, τὴ σκόνη καὶ τά δάκρυα. Οἱ ἀρχαῖοι, ἀφότου ξεκόπηκαν ἀπό τήν ἄτη, δέν εἶχαν τὴ διορατικότητα, τήν ὁποία ούτε οἱ σύγχρονη ἔχουν κατακτήσει ἀκόμη, νἀ διακρίνουν τὸ κακό τοῦ πνεύματος ἀπό τὸ κακό τοῦ ἀντικειμένου, τὴ δολοφονία καὶ τὸ θάνατο.


Ἢ ἔνοχη εἶναι σαν ἐμπόδιο ποῦ φράζει τὸ δρόμο· εἶναι ἁπτή, ἄμεση Ἴσως ὸ ἔνοχος νἀ τήν ὑφίσταται στόν ἴδιο βαθμό ή καὶ περισσότερο ἀπό τὸ θύμα. Ἀπέναντι στήν ἔνοχη τὸ μόνο ποῦ ἀξίζει εἶναι ὸ ἀμείλικτος ὑπολογισμός τῶν δυνάμεων. Ἀπέναντι στόν ἔνοχο ὑπάρχει πάντα ἔνα ὕστατο θέλγητρο. Ποτὲ δέν στάθηκε δυνατὸ νἀ ἐπιβεβαιωθεῖ ἴσαμε πιὸ σημεῖο εἶναι ἀληθινό τοῦτο, καθώς ὸ ἔνοχος γίνεται ἔνα μέ τήν ἔνοχη καὶ μετά ἀκολουθεῖ ὸ μηχανισμός της. Ἴσως ἐκμηδενισμένος, ἐγκαταλελειμμένος ή ἀπελευθερωμένος. Τοῦτα ἑνῶ ὴ ἔνοχη κυλάει μπροστά σε ὅλους, ὥστε νἀ διαμορφώσει νέες ἱστορίες καὶ ἀλλά θύματα.

Κάθε ἀπροσδόκητη αὔξηση της ἔντασης ὑπεισερχόταν στῆ σφαῖρα ἐπιρροῆς κάποιου θεοῦ Καὶ σ’ ἐκείνη τὴ σφαῖρα ὸ ἴδιος ὸ Θεός μαχόταν ή συμμαχοῦσε μέ ἄλλους θεούς σε μία ἄλλη σκηνή ποῦ της ἔδιναν ζωή οἱ μορφές. Ἐφεξῆς κάθε γεγονός, κάθε σύ­γκρουση συνέβαινε παράλληλα σε δύο τόπους. Ἢ ἀφήγηση μιὰς ἱστορίας συνίσταται στήν πλοκή τῶν δύο ἀλληλουχιῶν ἀπό παράλληλα γεγονότα, ἀποκαλύπτοντας ἔτσι καὶ τὶς δύο

Ὁ Ἀγαμέμνονας καὶ ὸ Ἀχιλλέας συγκρούονται γιά τὸ γέρας, δηλαδή τὸ κομμάτι τῶν λαφύρων τοῦ πολέμου ποῦ διαμοιράζεται ἀνισομερῶς σε ὄσους διαθέτουν κῦρος Ὁ Δίας, μιλῶντας στοῦς ἄλλους θεούς γιά τὶς συγκομιδές στό χρυσαφένιο πλάτωμα τόν Ὀλύμπου, θυμᾶται ὅτι οἱ Τρῶες τοῦ εἶναι ἀγαπητοὶ γιατί ποτέ δέν παρέλειπαν νἀ τοῦ προσφέρουν τὸ γέρας, τὸ κομμάτι ποῦ ἀφιερώνεται στό θεὸ με­τά τὶς θυσίες. Καὶ τά λέει αὐτά καθώς συζητάει γιά τὴ μοίρα τοῦ Ἀγαμέμνονα, τοῦ Ἀχιλλέα καὶ τῶν ἀντιπάλων τους.

Κάθε ἀνθρώπινο ὅριο διχάζεται σε μία ἀπώτερη θεϊκά ἔννοια, μόνο ποῦ οἱ λέξεις παραμένουν συχνὰ ταυτόσημες καὶ κάθε ἱστορία συμβαίνει ταυτό­χρονα: στῆ γῆ καὶ στόν οὐρανό. Ἢ ὀφθαλμαπάτη τοῦ Ὀλύμπου καταφέρνει νἀ δείξει μερικές φορές ὅτι ὴ σκηνή εἶναι μόνο μία. Ὅταν ὴ Ἑλένη ἐπισκέπτεται τόν Πάρη στήν κρεβατοκάμαρά τοῦ , ποῦ ἔχει γυρίσει απ’ τὸ πεδίο της μάχης «σα νἀ γύρισε μόλις ἀπό χορό», ὴ Α­φροδίτη της βρίσκει καρέκλα. Ὅμως ὴ ἐπαφὴ καὶ ὴ οἰκειότητα δέν μειώνουν μέ κανέναν τρόπο τήν ἀπόσταση Τὰ ὄντα ποῦ ἀρθρώνουν λόγο γνωρίζουν πῶς, ὁρισμένες στιγμές, κατέχουν ὀμορφιά ή δύναμη ή θεϊκή χάρη, κι ὅμως κάθε φορά κάτι Θὰ τους λείπει: τὸ ἀνυπόστατο βάθος ὅπως τὸ «ἀκατάσβεστο γέλιο» τῶν Ὀλύμπιων θεῶν σαν βλέπουν τόν Ἥφαιστο νἀ προχωράει κουτσαίνοντας στήν αἴθουσα τοῦ συμποσίου, ὴ ἀξιοσύνη τῶν «τρισεύτυχων θεῶν», χαρακτηριστικό ἐκείνων τῶν ἐλάχιστων μορφῶν ποῦ γνωρίζουν ὅτι Θὰ ζοῦν γιά πάντα.

Ο Γάμος του Κάδμου και της Αρμονίας" του Ρομπέρτο Καλάσο αποτελεί ένα σημαντικό έργο για όσους ενδιαφέρονται για τη μυθολογία, τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία, προσφέροντας μια μοναδική οπτική για την αρχαία ελληνική παράδοση.

Ὁ Ρομπέρτο Καλάσο, μὲ τὴ βαθιὰ καὶ ποιητική του γραφή, μᾶς προσκαλεῖ νὰ δοῦμε τὸν μῦθο του Κάδμου καὶ τῆς Ἁρμονίας ὄχι ἁπλὰ ὡς μιὰ παλιὰ ἱστορία ἀλλὰ ὡς ἕνα ζωντανὸ κείμενο ποὺ συνεχίζει νὰ μᾶς διδάσκει καὶ νὰ μᾶς ἐμπνέει. Μέσα ἀπὸ τὸ ἔργο του, ὁ μῦθος γίνεται ἕνα παράθυρο στὸ διαχρονικὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα καὶ στὶς ἀτέρμονες προσπάθειές του γιὰ νόημα καὶ κατανόηση. 


                                                             




Παρασκευή 5 Ιουλίου 2024

Σταυρός: Το Αρχαίο Ελληνικό σύμβολο του Θεού Ήλιου-Δία






                                 Το πανάρχαιο σύμβολο του σταυροῦ στὴν Κνωσό το 1600 π.Χ.


Ἀναρωτηθήκατε ποτέ γιατί ἡ ἑλληνική σημαία φέρει ἰσοσκελή σταυρό καὶ ὄχι τον ἀνισοσκελή χριστιανικό;

Ἡ πιθανότερη ἀπάντηση εἶναι ὅτι οἱ κατασκευαστές του ἐθνικοῦ σύμβολου... πρέπει νὰ γνώριζαν περισσότερα ἀπὸ ὅτι νομίζαμε!

Ὁ ἰσοσκελής σταυρός ἦταν ἀνέκαθεν ἱερὸ σύμβολο τῶν θαλασσοπόρων Ἑλλήνων, μιᾶς καὶ συμβόλιζε τα τέσσερα σημεῖα του ὁρίζοντα. 
Οἱ θαλασσοκράτορες Κρῆτες ἀλλὰ καὶ γενικότερα ἡ θαλασσινοί Ἕλληνες με τα ἀναρίθμητα νησιά καὶ τα ποντοπόρα ταξίδια τους, ὄφειλαν νὰ γνωρίζουν στοιχεῖα  προσανατολισμοῦ με κάθε δυνατή λεπτομέρεια

.

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2024

Ἡ διαχρονικὴ ἱστορία ἀγάπης καὶ γενναιότητας τοῦ Περσέα καὶ τῆς Ἀνδρομέδας


Ὁ Ἡμίθεος ἥρωας Περσέας καὶ ἡ Ανδρομέδα






Ὁ Ἀκρίσιος, ὁ Βασιλιάς του Ἄργους, εἶχε μία μοναχοκόρη, τὴ Δανάη, ἀλλὰ δὲν εἶχε γιούς ὥστε νὰ κληρονομήσουν το βασίλειο του. Ἡ ἐπιθυμία του νὰ ἀποκτήσει ἕνα γιὸ ἦταν τόσο μεγάλη, ποῦ ἀποφάσισε νὰ ταξιδέψει μέχρι το μαντεῖο των Δελφῶν γιά νὰ συμβουλευτεῖ την Πυθία. «Ὄχι ἐσὺ, Ἀκρίσιε, ἀλλὰ ἡ κόρη σου Δανάη θὰ ἀποκτήσει ἕνα γιὸ Κι αὐτὸ το παιδί θὰ εἶναι ἡ αἰτία του θανάτου σου!» του εἰπέ ἡ ἱέρεια του μαντείου.

Γιὰ νὰ ἐμποδίσει την πραγματοποίηση του χρησμοῦ, ὁ Ἀκρίσιος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κατασκευαστεῖ μία ὑπόγεια φυλακή, στὸ κέντρο της αὐλῆς του παλατιοῦ του, ὅπου ἔκλυσε την ὄμορφη Δανάη. Μόνο ἡ τροφός της Δανάης μποροῦσε νὰ την ἐπισκέπτεται καθημερινά σ' αὐτὸ το παράξενο κελί ποῦ ἔμοιαζε με τάφο, γιὰ νὰ της πηγαίνει φαγητό καὶ νὰ τὴ φροντίζει. Ὅμως το σχέδιο του Ἀκρίσιου δὲ στάθηκε ἱκανὸ νὰ ἐμποδίσει το Δία νὰ δεῖ την κοπέλα καὶ νὰ την ἐρωτευτεῖ Γιὰ νὰ καταφέρει νὰ την πλησιάσει, ὁ πατέρας των θεῶν μεταμορφώθηκε σε χρυσή βροχή ποῦ μπῆκε μέσα στὴν ὑπόγεια φυλακή ἀπὸ μία σχισμή στὴ μεταλλική σκεπή της.

Ἔτσι, ἔπειτα ἀπὸ λίγο καιρό ἡ Δανάη ἔφερε στὸν κόσμο ἕνα γιὸ, τον Περσέα, καὶ με τὴ βοήθεια της τροφοῦ της τον κράτησε κρυφό ἀπὸ τον κόσμο.

Ἥ ὀργὴ του Ακρίσιου

Είχαν περάσει τρία με τέσσερα χρόνια, ὅταν μία μέρα, περπατῶντας στὴν αὐλὴ του παλατιοῦ του, ὁ Ἀκρίσιος ἄκουσε μία παιδική φωνή κάτω ἀπὸ το ἔδαφος Ἦταν ἡ φωνή του Περσέα, ποῦ γέλαγε χαρούμενος παίζοντας. Ὀργισμένος ὁ βασιλιάς ποῦ ἐξαπατήθηκε, καταδίκασε σε θάνατο την τροφό της κόρης του καὶ ἀνάγκασε τὴ Δανάη νὰ ὁμολογήσει μπροστά στὸ ἱερὸ του Δία το ὄνομα του πατέρα του παιδιοῦ της.

«Το ὄνομα του εἶναι Δίας» ὁμολόγησε ἡ Δανάη, ἀλλὰ ὁ Ἀκρίσιος θύμωσε ἀκόμα περισσότερο, πιστεύοντας πῶς ἡ κόρη του ἔλεγε ψέματα.

«Κλεῖστε μητέρα καὶ παιδί σε μία λάρνακα, σφραγίστε την καὶ πετᾶξτε την στὴ θάλασσα» διέταξε ὁ βασιλιάς Ἔτσι κι ἔγινε, ἀλλὰ ἡ λάρνακα δὲν βούλιαξε. Παρασυρμένη ἀπό τα θαλάσσια ρεύματα, ταξίδεψε στὸ πέλαγος καὶ ἔφτασε ἔπειτα ἀπό καιρό στὴ Σέριφο, ἕνα ἀπό τα νησιά των Κυκλάδων. Ἐκεῖ βασιλιάς ἦταν ὁ Πολυδέκτης. Ἕνας ψαράς ποῦ τον ἔλεγαν Δίκτη εἶδε τὴ λάρνακα νὰ ἐπιπλέει στὸ νερό καὶ με τὴ βοήθεια μερικῶν συντρόφων του πέταξε στὴ θάλασσα ἕνα δίχτυ καὶ την τράβηξε στὴ στεριά. Ἔτσι ἡ Δανάη καὶ ὁ Περσέας σώθηκαν ἀπό βέβαιο πνιγμό, ἀλλὰ ὄχι καὶ ἀπό τις συμφορές ποῦ ἦταν γραφτό νὰ τους βροῦν στὸ μέλλον.

Στὸ νησί της Σερίφου

Ὁ Περσέας μεγάλωσε στὸ νησί καὶ ἔγινε ἕνα δυνατό παλικάρι ποῦ φρόντιζε τὴ μητέρα του, ἡ ὁποία στὸ μεταξύ εἶχε γοητεύσει το βασιλιά Πολυδέκτη. Μία μέρα, ὁ βασιλιάς κάλεσε τον Περσέα σε ἕνα ἀπό τα συμπόσια του παλατιοῦ ζητῶντας του, ὅπως καὶ με τους ὑπόλοιπούς καλεσμένους, νὰ του φέρει δῶρο ἕνα ἄλογο Βέβαιος πῶς ὁ Περσέας, ποῦ εἶχε μεγαλώσει δίπλα σε ἕναν ἁπλὸ ψαρά, δὲ θὰ μποροῦσε νὰ ἐκπληρώσει την ἐπιθυμία του. Ὁ νέος, ὅμως, δὲν πτοήθηκε καὶ ἀνακοίνωσε στὸ Βασιλιά πῶς θὰ ἐρχόταν στὸ συμπόσιο, ἀλλὰ ἀντί γιά ἄλογο θὰ του ἔφερνε το κεφάλι της Μέδουσας.

Οἱ Γοργόνες

Ἡ Μέδουσα ἦταν μία ἀπὸ τις Γοργόνες, τις τρεῖς τρομακτικές ἀδελφές με μορφή τεράτων. Στὰ χέρια τους εἶχαν νύχια ἁρπακτικοῦ, στὸ κεφάλι τους ἀντὶ γιὰ μαλλιά ζωντανά φίδια καὶ στὴν πλάτη χρυσά φτερά ποὺ τους ἐπέτρεπαν νὰ πετοῦν Τα μάτια τους, με βλέμμα ἀνατριχιαστικό, μεταμόρφωναν σε πέτρα ὅποιον θνητό τα κοιτοῦσε Ἀπὸ τις τρεῖς ἀδελφές ἡ μόνη θνητή ἦταν ἡ Μέδουσα.

Ὅταν ὁ Περσέας ξανασκέφτηκε την ὑπόσχεση ποὺ τόσο ἀπερίσκεπτα εἶχε δώσει στὸ βασιλιά, ρίγησε. Ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ τηρήσει την ὑπόσχεση του, ἀλλὰ δὲν εἶχε ἰδέα πώς θὰ τα κατάφερνε! Σκεπτικός, ἄρχισε νὰ περπατᾶ κατά μῆκος της ἀκτῆς του νησιοῦ Εἶχε φτάσει στὴν ἄκρη της ἀκτῆς, ἀλλὰ ἀκόμα δὲν εἶχε βρεῖ τή λύση.

Αποκαμωμένος, κάθισε σ' ἕνα βράχο καὶ ἔβαλε τα κλάματα. «Ἀλίμονο, πώς θὰ βρῶ τις Γοργόνες; Καὶ με τι τρόπο θὰ καταφέρω νὰ πιάσω την τρομερὴ Μέδουσα;» ἀναρωτιόταν Ὁ πρῶτος ἀπὸ τους θεούς ποὺ βοήθησε τον Περσέα ἦταν ὁ Ἑρμῆς, ὁ ἀγγελιαφόρος των θεῶν «Οἱ Γοργόνες ζοῦν στὴν ἄλλη ἄκρη του Ὠκεανοῦ, κοντά στοὺς κήπους των Ἑσπερίδων, ἐκεῖ ὅπου ἀρχίζει το Βασίλειο της Νύχτας» εἶπε ὁ Ἑρμῆς προσφέροντας στὸν Περσέα ἕνα κοφτερό ξίφος.

Μόλις ἔφυγε ὁ Ἑρμῆς, μπροστά στὰ ἔκπληκτα μάτια του Περσέα ἐμφανίστηκε ἡ Ἀθηνᾶ, ποὺ τον ὁδήγησε στὶς Ναιάδες, τις Νύμφες του ὑγροῦ στοιχείου, ποὺ κατοικοῦσαν στὸ νησί, σε μία σπηλιά ἐκεῖ κοντά. «Μόνο ἐσεῖς μπορεῖτε νὰ βοηθήσετε τον Περσέα» τις παρακάλεσε ἡ Ἀθηνᾶ Ἀμέσως, οἱ Ναιάδες ἔσπευσαν νὰ βοηθήσουν το νέο. Ἡ μία του ἔδωσε ἕνα ζευγάρι φτερωτά σανδάλια, ἡ ἄλλη του φόρεσε στὸ κεφάλι το κράνος του Ἄδη ποὺ ἔκανε ἀόρατο ὅποιον το φοροῦσε, ἐνῶ ἡ τρίτη του ἔδωσε ἕνα σακί μέσα στὸ ὁποῖο θὰ ἔπρεπε νὰ βάλει το κομμένο κεφάλι της Μεδούσας.

Ὁ θάνατος της Μέδουσας

Ὁ Περσέας ξεκίνησε ἀμέσως το ταξίδι του. Ἐλαφρύς σάν πούπουλο χάρη στά φτερωτά του σανδάλια, μποροῦσε νὰ πετάει ψηλά στὸν ἀέρα Διέσχισε με εὐκολία τον Ὠκεανό καὶ ἔφτασε γρήγορα στά σύνορα του βασιλείου της Νύχτας. Ἐκεῖ, στὶς ὑπόγειες στοές μιᾶς μυστηριώδους σπηλιᾶς, ποῦ τή φυλούσαν οἱ Γραῖες, κρύβονταν οἱ ἐφιαλτικές Γοργόνες.

(Περσέας καὶ Μέδουσα. Ἀττικό βάζο του 460 π.Χ. - Μουσεῖο Μονάχου, Γερμανία)

Οἱ Γραῖες, κόρες κι αὐτὲς, ὅπως καὶ οἱ Γοργόνες, του θαλασσινοῦ θεοῦ Φόρκη, ἦταν τρεῖς θεές με μορφή γερασμένων γυναικών. Φαλακρές ἀπὸ τότε ποῦ γεννήθηκαν, εἶχαν ἕνα μόνο δόντι καὶ ἕνα μόνο μάτι, ποῦ το δανείζονταν με τή σειρά. Γιὰ το λόγο αὐτὸ, φυλούσαν την εἴσοδο της σπηλιᾶς μία κάθε φορά καὶ ποτέ ὅλες μαζί. Τὴ στιγμή, μάλιστα, ποῦ ἡ μία ἀπὸ τις Γραῖες ἔβγαζε το μάτι γιὰ νὰ το παραδώσει στὴν ἑπομένη ἦταν καὶ οἱ τρεῖς τους τυφλές. Ὁ Περσέας φόρεσε το κράνος του Ἄδη ποῦ τον ἔκανε ἀόρατο, πλησίασε τις θεές καὶ, τή στιγμή ποῦ το μοναδικό τους μάτι ἄλλαζε χέρια, το ἅρπαξε σάν ἀστραπὴ «Θὰ σας ἐπιστρέψω το μάτι σας, ἄν μου δείξετε πού κρύβονται οἱ Γοργόνες» ἀπάντησε ἀποφασιστικά ὁ Περσέας στὶς τρεῖς γριές ποῦ ἀρχίσαν νὰ διαμαρτύρονται.

Ἀφοῦ πῆρε την ἀπάντηση ποῦ ἤθελε, ξεκίνησε το ταξίδι του μέσα στὴ σπηλιά, με την προστασία της Ἀθηνᾶς, ποῦ τον ακολουθούσε σιωπηρά. Περπάτησε ἀρκετὴ ὥρα μέσα στό λαβύρινθο με τις ὑπόγειες σήραγγες, ὥσπου ἔφτασε στὴν κρυψῶνα των Γοργόνων, ποῦ κοιμόνταν ἀνυποψίαστες Πλησίασε τή Μέδουσα καὶ, κοιτάζοντας την ἀντανάκλαση της στὴν ἀσπίδα της Ἀθηνᾶς, ὥστε νὰ ἀποφύγει το θανατηφόρο βλέμμα της, σήκωσε το σπαθί του καὶ με μία γρήγορη κίνηση ἔκοψε το φοβερό κεφάλι.

Πήγασος, το φτερωτό ἄλογο

Ἀπὸ το ἄψυχο σῶμα της τερατώδους Μέδουσας δὲν ἔτρεξε μόνο αἷμα Ἀπὸ τον ἀκέφαλο λαιμό της πετάχτηκε ἕνα φτερωτό ἄλογο, ὁ Πήγασος, καὶ ἕνας γίγαντας, ὁ Χρυσάορας. Ὁ Περσέας, ἀφοῦ ἔβαλε το κομμένο κεφάλι της Μέδουσας στό σακί του, ἀνέβηκε στή ράχη του φτερωτοῦ Πήγασου καὶ πέταξε μακριά ἀπό τή σπηλιά.

Οἱ ἄλλες δύο Γοργόνες, ποῦ στό μεταξύ εἶχαν ξυπνήσει, Βλέποντας το ἀκέφαλο σῶμα της ἀδελφῆς τους, πῆραν στό κυνήγι τον Περσέα. Ἔτρεξαν ὀργισμένες ἕξω ἀπό τή σπηλιά καὶ συνέχισαν την καταδίωξη στὸν οὐρανὸ Ὅμως ὁ Περσέας, φορῶντας το κράνος του Ἄδη, ἔγινε ἀόρατος καὶ κατάφερε νά τους ξεφύγει καὶ νά ἐξαφανιστεῖ

Ανδρομέδα

Στὸν δρόμο της ἐπιστροφή του ἀπό την Σέριφο, ὁ Περσέας πέρασε ἀπό την Αἰθιοπία. Ἐκεῖ, ἀντίκρυσε μία πανέμορφη κοπέλα ἁλυσοδεμένη πάνω σε ἕνα βράχο, την Ἀνδρομέδα, κόρη του βασιλιά Κηφέα καὶ της Κασσιόπειας. Ἡ μητέρα της κοπέλας, περήφανη γιά την ὀμορφιά της, εἶχε τολμήσει νά ἀνταγωνιστεῖ τις Νηρηίδες. Ἐκεῖνες, θυμωμένες, ἔτρεξαν στὸν πατέρα τους, τον Ποσειδῶνα, γιά νά εκδικηθεί την προσβολή. Ὁ θεός, ὀργισμένος, ἔστειλε ἕνα φοβερό δράκο ποῦ γεννήθηκε ἀπό τα ἀφρισμένα κύματα, γιά νά καταστρέψει την Αἰθιοπία. Ὁ βασιλιάς της χώρας, ἀπελπισμένος, ἔτρεξε στό μαντεῖο του Ἄμμωνα γιά νά ζητήσει βοήθεια.

«Ἡ κόρη του Κηφέα καὶ της Κασσιόπειας, ἤ Ανδρομέδα, πρέπει νά θυσιαστεῖ γιά νά σταματήσει ἤ συμφορά» ἦταν ὁ τρομερός χρησμός ποῦ ἔδωσε το μαντεῖο

Ἔτσι, ἤ κοπέλα δέθηκε πάνω στό βράχο γιά νά την κατασπαράξει το θαλάσσιο τέρας του Ποσειδῶνα, καὶ ἐκεῖ την εἶδε γιά πρώτη φορά ὁ Περσέας. «Θὰ ἐλευθερώσω την κόρη σας, ἄν μου ὑποσχεθεῖτε ὅτι θὰ μου δώσετε το χέρι της» εἶπε ὁ Περσέας στούς γονεῖς της κοπέλας.

Ἔχοντας ἀκόμα μαζί του τα θεϊκά ὅπλα ποῦ του εἶχαν δώσει οἱ Νύμφες, δέ δυσκολεύτηκε καθόλου νά σκοτώσει το δράκο. Ὅμως ὁ Φινέας, ἀδελφός του Κηφέα, ποῦ εἶχε βάλει σκοπό νά παντρευτεῖ ἐκεῖνος την Ἀνδρομέδα, ἐπιτέθηκε στὸν Περσέα γιά νά τον ἐξοντώσει Ἐκείνος, ὅμως, χρησιμοποιῶντας το κεφάλι της Μέδουσας με το θανατηφόρο βλέμμα, μεταμόρφωσε σε πέτρα το Φινέα καὶ τους στρατιῶτες του. Ἐλεύθερος καὶ με την ὄμορφη Ἀνδρομέδα στό πλευρό του, ὁ Περσέας μποροῦσε πλέον νά ἐπιστρέψει στή Σέριφο.

Ἡ ἐπιστροφή στή Σέριφο

Ὅταν ἔφτασε στὸ νησί, ὁ Περσέας χρησιμοποίησε γιά ἄλλη μία φορά τις μαγικές δυνάμεις της Μέδουσας ὥστε νά γλυτώσει τή μητέρα του Δανάη ἀπὸ την ἐνοχλητική πολιορκία του βασιλιά Πολυδέκτη. Ὁ ἥρωας ἔβγαλε ἀπὸ το σακί του το κομμένο κεφάλι της Γοργόνας καί το κράτησε μπροστά στὰ μάτια του βασιλιά, ὁ ὁποῖος μεταμορφώθηκε ἀμέσως σε πέτρα.

«Ἀπό ἐδῶ καί μπρὸς βασιλιάς της Σερίφου θὰ εἶναι ὁ Δίκτης» ἀνακοίνωσε ὁ Περσέας, ἀνταμείβοντας ἔτσι τον ἄνθρωπο ποῦ του εἶχε σώσει κάποτε τή ζωή καί τον εἶχε μεγαλώσει σὰν πατέρας.

Ὁ Ἑρμῆς, ποῦ εἶχε τόσο βοηθήσει τον Περσέα στίς περιπέτειες καί τα κατορθώματα του, ἀνέλαβε νά ἐπιστρέψει στίς Ναϊάδες τα μαγικά ἀντικείμενα ποῦ τους ἀνῆκαν: τα φτερωτά σανδάλια, το σακί καί το κράνος του Ἄδη Ὁ Περσέας ἐμπιστεύτηκε στήν Ἀθηνᾶ το κεφάλι της Μέδουσας, το ὁποῖο ἡ θεά τοποθέτησε στὸ κέντρο , της ἀσπίδας της.

Οἱ περιπέτειες του Περσέα, ὅμως, δέν εἶχαν φτάσει στὸ τέλος τους. Ὁ χρησμός ποῦ τόσα χρόνια πρίν εἶχε προβλέψει το χαμό του παπποῦ του Ἀκρίσιου δέν εἶχε ἀκόμα ἐπαληθευτεῖ

Ἤ ἐπιστροφή στό Ἀργός

Ὁ Περσέας φλεγόταν ἀπὸ την ἐπιθυμία νά ἐπιστρέψει στήν πατρίδα του, το Ἀργός Ὁ βασιλιάς Κρίσιμος, μαθαίνοντας τις προθέσεις του ἐγγονοῦ του, ἐγκατέλειψε την πόλη καί κατέφυγε στὴ Λάρισα ἐλπίζοντας νά ἀποφύγει την ἐκπλήρωση του φοβεροῦ χρησμοῦ Ὁ Περσέας, ποῦ ἦταν ἤδη στό δρόμο γιά το Ἀργός ταξιδεύοντας με τή γυναῖκα του, την Ἀνδρομέδα, ἀποφάσισε νά πάει στὴ Λάρισα, γιά νά λάβει μέρος στούς ἀγῶνες ποῦ διοργάνωνε ὁ βασιλιάς της πόλης πρὸς τιμήν του πατέρα του. Ἐπέλεξε τή δισκοβολία, πῆρε θέση στόν ἀγωνιστικό χῶρο καί ἔριξε με ὅλη του τή δύναμη το δίσκο ὅσο πιὸ μακριά μποροῦσε Το βαρύ ἀντικείμενο, όμωε, ξέφυγε ἀπὸ την πορεία του καί χτύπησε ἕναν ἀπὸ τους θεατές στό κεφάλι σκοτώνοντάς τον στὴ στιγμή. Ὁ ἀτυχῶς θεατής δέν ἦταν ἄλλος ἀπὸ τον Ἀκρίσιο. Ἔτσι, ὁ ἡλικιωμένος γεμόνας του Ἄργους σκοτώθηκε ἀπὸ το χέρι του ἐγγονοῦ του, ὅπως ἀκριβῶς εἶχε προβλέψει το μαντεῖο των Δελφῶν χρόνια πρίν

Ἀνάμεσα το' ἀστέρια του ουρανού

Ὁ Περσέας δέ δέχτηκε νά στεφθεῖ νέος βασιλιάς του Ἄργους. Ὁ πόνος του γιά το χαμό του παπποῦ του, ποῦ ὁ ἴδιος προκάλεσε ἄθελά του, ἦταν ἀβάσταχτος. «Θὰ γίνω βασιλιάς της Τίρυνθας, στὴ θέση του ἐξαδέλφου μου Μεγαπένθη, ὁ οποίος με τή σειρά του θὰ γίνει Βασιλιάς του Ἄργους.» ἀποφάσισε ὁ Περσέας. Ἀπὸ τον εὐτυχισμένο γάμο του με την Ἀνδρομέδα, ὁ Περσέας ἀπέκτησε πολλά παιδιά, ἀπὸ τα ὁποῖα ἦταν γραφτό νά γεννηθοῦν πολλοί καί σημαντικοί ἥρωες, ἀνάμεσα τους καί ὁ Ηρακλής.

Στό τέλος της ἐπίγειας ζωῆς τους, οἱ δύο σύζυγοι τιμήθηκαν ὡς ἡμίθεοι καί ἔγιναν ἀστερισμοί

Ὁ Περσέας καί ἡ Ἀνδρομέδα στέλνουν πλέον τή λάμψη τους στόν κόσμο ἀπὸ τον οὐρανὸ, διατηρῶντας ζωντανές στή μνήμη των ἀνθρώπων τις θαυμαστές τους περιπέτειες.

                                                              

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2024

Ἕλληνες Θεοὶ ἀπὸ τὰ ἄστρα ξεκίνησαν τὸ ἀνθρώπινο γένος!!!

 

Οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἔλεγαν τὸν Γαλαξία «Γαλακτίτη Κύκλο» καὶ «Ἠριδανὸ Ποταμὸ» ἢ «Δρόμο τοῦ Διός». Πίστευαν ὅτι ὁ Γαλαξίας μας ἦταν ὁ δρόμος ποὺ ἀκολούθησε ὁ ἥρωας ΠΕΡΣΕΑΣ γιὰ νὰ σώσει τὴν ΑΝΔΡΟΜΕΔΑ, πάνω στὸν ΠΗΓΑΣΟ, δημιουργῶντας μὲ τὸν «καλπασμό» του ἄφθονη ἀστρικὴ σκόνη.


Ἡ Ἑλληνικὴ Μυθολογία εἶναι γεμάτη ἀπὸ θεϊκὰ ὄντα, ποὺ κατέρχονται στὴν Γῆ, γιὰ νὰ πάρουν συζύγους. Ὅλες οἱ παραδόσεις τῶν ἀρχαίων λαῶν ὁμιλοῦν γιὰ οὐράνια φλεγόμενα ἅρματα ποὺ ἔφθασαν στὴν Γῆ ἀπὸ τὰ ἄστρα, καθὼς ἐπίσης γιὰ ἀνώτερες ἐξωγήινες ὑπάρξεις ποὺ χάρισαν στοὺς ἀνθρώπους νόμους καὶ ὄργανα, γιὰ νὰ οἰκοδομήσουν τὸν πολιτισμό τους.


Οἱ ἀρχαῖες Ἑλληνικὲς δοξασίες ὁμιλοῦν γιὰ τὸν Τιτᾶνα Προμηθέα, ποὺ ἔδωσε στοὺς ἀνθρώπους τὴν «Φωτιὰ» ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἔγινε ὡς ἐκ τούτου ὁ θεμελιωτὴς τοῦ ἀνθρωπίνου πολιτισμοῦ.


Ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος ἀναφέρει ὅτι «ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΞΕΚΙΝΗΣΕ ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΓΕΝΟΣ». Εἶναι οἱ «ΠΡΟΜΥΘΕΙΣ», ποὺ ἔφεραν τὸ ΠΥΡ τῆς Γνώσεως στὰ ἀνθρωποειδῆ τῆς Γῆς, ποὺ μέχρι τότε ζοῦσαν σὰν ζῶα σὲ λαγούμια καὶ βαθιὲς σπηλιές, ὅπως ἀναφέρει ὁ Αἰσχύλος στὴν τραγωδία του «Προμηθεὺς Δεσμώτης»:


«Μὰ ἀκουστὲ ἐδῶ τίς ταλαιπωρίες τῶν ἀνθρώπων, ποὺ χωρὶς μυαλὸ πρῶτα, πλάσματα μὲ νοῦ καὶ πνεῦμα τους ἔκανα νὰ εἶναι. Ψυχὴ εἶχαν, γιατί ἡ Ψυχὴ τῶν ἀνθρώπων προϋπάρχει. Μὰ καὶ τὰ δῶρα μου νὰ δεῖτε τί καλόγνωμα ποὺ ἦταν. Πρῶτα, βλέποντας οἱ ἄνθρωποι, βλέπανε τοῦ κάκου καὶ ἀκούοντας δὲν ἄκουαν. Καὶ ὅμοιοι μὲ τῶν ὀνείρων τοὺς ἴσκιους ἀνακάτευαν τὰ πάντα δίχως τάξη καὶ οὔτε τὰ πλινθόκτιστα σπίτια ποὺ προστατεύουν γνώριζαν, οὔτε τὴν τέχνη τοῦ ξύλου. Μὰ σὲ σκαφτὲς σπηλιὲς αὐτοὶ ζοῦσαν σὰν τὰ πολυκίνητα μυρμήγκια ποὺ στὸν ἄνθρωπο σὲ πολλὰ μοιάζουν, μὲς στ' ἀνήλια βάθη τῶν ἄντρων. Μὰ τὰ πάντα ἔπρατταν δίχως κρίση, ὡς τὴν ὥρα ποὺ τῶν ἄστρων τους ἔδειξα τίς ἀνατολὲς καὶ τίς δύσεις νὰ ξεκρίνουν καὶ τὴν ἔξοχη τέχνη τοῦ ἀριθμοῦ τους βρῆκα καὶ τῶν γραμμάτων πού 'ναι ἡ θύμηση ὅλων, ἡ μνήμη, ἡ ἐργατικὴ μουσογεννήτρα. Καὶ πρῶτος στὸν ζυγὸ ἔζεψα τὰ ζῶα, βοηθοὺς τοῦ ἀνθρώπου ἱερούς, τοὺς πιὸ βαριοὺς νὰ πάρουν ἀπὸ τοὺς μόχθους του, μὰ καὶ αὐτοὶ μὲ ἀγάπη νὰ τὰ βλέπουν. Τὸ σπουδαιότερο εἶναι πὼς ἂν σ' ἀρρώστια ἔπεφταν κανένα γιατρικὸ δὲν εἶχαν νὰ πιοῦν ἢ νὰ ἀλείψουν, μὰ χωρὶς γιατρειὰ ἀδυνάτιζαν, ὥσπου τοὺς ἔδειξα ἐγὼ πάλι τὰ γιατρικὰ ν' ἀνακατεύουν καὶ ὅλες τίς ἀρρώστιες νὰ πολεμοῦν, τοὺς διάφορους τρόπους τῆς μαντικῆς τέχνης ὅρισα. Κοντολογίς, μ' ἕνα λόγο μάθε το, ὅλες οἱ τέχνες ἀπὸ τὸν Προμηθέα στοὺς θνητοὺς δόθηκαν».


ΣΤΗΝ ΑΧΛΥΝ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Κατὰ (τὴν Ἱερά μας Παράδοση) τὴν Μυθολογία μας, οἱ ἄνθρωποι εὐρίσκοντο σὲ μιὰ ζωώδη,ζῳώδη κατάσταση, πρὶν ὁ Προμηθέας φέρει σ' αὐτοὺς τὸ Πῦρ ἐξ οὐρανοῦ. Ἡ ΒΙΑ (Χάος) κυριαρχοῦσε στὸν προηγούμενο κόσμο. Οἱ πρωτόγονοι ἄνθρωποι ποὺ προέκυψαν ἀπὸ τ' ἀποκοπέντα γεννητικὰ ὄργανα τοῦ Οὐρανοῦ, ποὺ τὰ ἔκοψε μὲ τὸ τσεκούρι του ὁ Κρόνος, γεννιόνταν ἀπὸ τὴν Γῆ, χωρὶς γονεῖς καὶ ζοῦσαν σὰν ζῶα σὲ λαγούμια.


Ὁ Προμηθέας ὅμως, κατὰ κάποιον τρόπο πρόδωσε τοὺς Τιτᾶνες καὶ προσχώρησε στοὺς ΘΕΟΥΣ (ὅπως ὁ θεὸς Ἀσσούρ, ποὺ ἀναφέρεται στὰ ἀσσυριακὰ κείμενα). Ξέκοψε ἀπὸ τοὺς φυσικούς του συμμάχους καὶ χρησιμοποίησε τὴν πεῖρα του ἐναντίον τους. Ὁ Δίας ἐκμεταλλεύτηκε τὴν προσχώρηση τοῦ Τιτᾶνα, γιὰ νὰ ἐκθρονίσει τὸν Κρόνο καὶ νὰ τὸν ρίξει στὰ Τάρταρα. Ὁ Προμηθέας ἐν συνεχείᾳ λυπήθηκε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἦταν χωρὶς λογικὴ καὶ τοὺς χάρισε τὴν ἐλπίδα τῆς αἰωνιότητας μὲ τὴν μεταφορὰ τοῦ οὐρανίου Πυρός, ποὺ ἀντιστοιχεῖ μὲ τὸν σπινθῆρα τῆς λογικῆς.


Ἡ θυσία του δὲν πῆγε χαμένη. Μὲ τὴν χρήση τοῦ πυρὸς ἐπῆλθε ἡ ἀνάπτυξη τοῦ πολιτισμοῦ. Ὁ Ζεὺς ὅμως «ὀργίστηκε». Στὸν «Φίληβο» ὅμως δίδεται μιὰ ἄλλη ἐξήγηση τοῦ Μύθου, ὅταν μᾶς λέει ὁ Σωκράτης ὅτι οἱ ἴδιοι οἱ Θεοὶ ἔδωσαν δῶρο στοὺς ἀνθρώπους τὴν γνώση τῆς ἀλήθειας, μαζὶ μὲ τὸ φωτεινὸ πῦρ. Πολλοὶ ἐρευνητὲς κατέληξαν στὸ συμπέρασμα, ὅτι πάνω στὴ Γῆ, ὑπάρχουν δυὸ φυλὲς ἀνθρώπων. Μία γήινη καὶ μιὰ οὐράνια, ἡ ὁποία μετέφερε τὸ πῦρ τῆς γνώσης καὶ μετάλλαξε τὰ ἀνθρωποειδῆ ποὺ ὑπῆρχαν καὶ τὰ μετέβαλε σὲ σώφρονας ἀνθρώπους. (HOMO SAPIENS).


Ἡ ὀνομασία Ἕλληνες, ἀπ' ὅτι γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν Ἱστορία, προέρχεται ἀπὸ τὸν Ἕλληνα, τὸν γιο τοῦ Δευκαλίωνος, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν σειρά του, ἦταν γιὸς τοῦ Προμηθέως! Πρὶν τὰ χρόνια τοῦ Ἕλληνος δὲν ὑπῆρχε ἡ ὀνομασία ΕΛΛΑΣ καὶ ἔδιναν στὴν χώρα κατὰ τόπους τὸ ὄνομα τους τὰ διάφορα προγονικὰ φῦλα, ποὺ κατοικοῦσαν τὴν πατρίδα μας, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον Πελασγοί! «Δοκει δὲ μοί, ἀλλά τα μὲν πρὸ Ἕλληνος τοῦ Δευκαλίωνος καὶ πᾶν,πᾷν οὐδὲ εἶναι ἡ ἐπίκλησις αὐτή, κατὰ ἔθνη δὲ ἄλλα τε καὶ τὸ Πελασγικὸν ἐπὶ πλεῖστον ἐφ' ἑαυτῶν την ἐπωνυμίαν παρέχεσθαι».


Ἀποκωδικοποίηση Ἑλληνικῆς Μυθολογίας

Σύμφωνα μὲ τὴν πινακίδα τοῦ Ἰδαλίου τῆς Κύπρου, ποὺ ἀποκρυπτογραφήθηκε πρόσφατα μὲ τὴν μέθοδο Chandwick, οἱ Μόες - Ἐλλοὶ (Ἕλληνες) ἦρθαν στὴν Γῆ ἀπὸ τὸν Σείριο (ποὺ νοεῖται ἀποικία του ἡ Γῆ), μὲ ἀρχηγό τους τὸν Μίνωα καὶ δίδαξαν τίς τέχνες καὶ τὸν πολιτισμό. Στὴν ἀρχὴ εἶχαν αἰθέρια μορφὴ (Χρυσοῦν Γένος), ἀλλὰ μετὰ ποὺ ἀναμείχτηκαν μὲ τοὺς κατοίκους τῆς γῆς, ἀπέκτησαν ὑλικὴ ὑπόσταση (δερμάτινους χιτῶνες).

Ὁ Μίνωας καὶ ὁ Προμηθέας ταυτίζονται, μιὰ καὶ οἱ δυὸ εἶχαν γυιό τους τὸν Δευκαλίωνα, δηλαδὴ τοὺς Ἐλλούς, ποὺ ἦλθαν μὲ τὴν Λάρνακά τους (κιβωτό - σκάφος) στὴν Γῆ, μεταφέροντας τὸ οὐράνιο Πῦρ στοὺς γήινους. Ἔκτοτε ἔμειναν σταυρωμένοι στὸ γήινο περιβάλλον. Ὁ σταυρὸς ποὺ βρέθηκε χαραγμένος μαζὶ μὲ ἄλλα Ἑλληνικὰ σύμβολα (ὅπως ὁ μαίανδρος καὶ τὸ ὀκτάκτινο ἀστέρι), σὲ ὅλα τὰ ἀρχαῖα μνημεῖα τῆς Γῆς, ἔγινε ἔμβλημα τοὺς καὶ δήλωνε τὸ ἐκπολιτιστικὸ ἔργο τους.


Εἶναι ἡ φυλὴ τῶν Ἑλλήνων, οἱ Προμηθεῖς, ποὺ δέθηκαν μεταξὺ Οὐρανοῦ καὶ Γής. Πολέμησαν μὲ τοὺς Ἄτλαντες καὶ τοὺς Κρόνιους δαίμονες, ποὺ εἶχαν ἔμβλημά τους τὴν Σελήνη (μισοφέγγαρο) κατὰ τὴν Τιτανομαχία.




Σάββατο 25 Μαΐου 2024

Το ματωμένο γεύμα: Όταν οι Παλαιολόγοι πρόδωσαν και έσφαξαν έναν ανεκτίμητο σύμμαχό τους !!

Στὸ σκοτεινὸ παρελθὸν τῆς Βυζαντινῆς Ἱστορίας ἁπλώνεται ἕνα σκηνικὸ ἀπὸ προδοσία καὶ αἷμα. Οἱ Παλαιολόγοι, ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους οἴκους τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, σφάζουν ἕναν ἀνεκτίμητο σύμμαχο.
 Ἂς ρίξουμε μιὰ ματιὰ σὲ αὐτὴν τὴν θλιβερὴ σελίδα τῆς Ἱστορίας. 









O Ροζέ ντε Φλορ τα είχε καταφέρει πολύ καλά στη ζωή του. Από πειρατής και τυχοδιώκτης, έβλεπε τον εαυτό του να κάθεται πια στο ίδιο τραπέζι με τον Μιχαήλ Παλαιολόγο, γιο του Βυζαντινού Αυτοκράτορα, και μάλιστα ως επίσημος προσκεκλημένος του. Ο Καταλανός έφερε πλέον τον τίτλο του Καίσαρα, αξίωμα που κέρδισε με το σπαθί του, σώζοντας την αυτοκρατορία ξανά και ξανά από τους όλο και πιο επιθετικούς Τούρκους.





Το 13το βασίλειο των Τούρκων είχε φτάσει να απέχει μόλις μία ημέρα δρόμο με άλογο από την Κωνσταντινούπολη και μέχρι την εμφάνισή του ίδιου, κανείς δεν έδειχνε ότι μπορούσε να τους αναχαιτίσει. Πίστευε -και είχε δίκιο- ότι η δύναμή του μέσα στην αυτοκρατορία μεγάλωνε συνεχώς, αυτό μαρτυρούσαν τα φέουδα που του είχαν δοθεί ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες του και οι τιμές που απολάμβανε. Δυστυχώς για εκείνον όμως, το ίδιο πίστευε και ο πατέρας του Μιχαήλ, ο Ανδρόνικος Β’ Παλαιολόγος, κι έτσι εκείνο το βράδυ στην Ανδριανούπολη θα ήταν και το τελευταίο της ζωής του. Δεν θα σηκωνόταν ποτέ απ’ αυτό το τραπέζι ζωντανός. Ο Ροζέ ντε Φλορ ήταν ο αρχηγός της Καταλανικής Εταιρείας, ενός μισθοφορικού σώματος 5.500 ανδρών, ίσως των πιο σκληρών και επιδέξιων πολεμιστών της εποχής του. Δεν προσκυνούσε κανέναν, παρά μόνο το χρυσάφι και γνωρίζοντας τη αξία του στρατού του, ζητούσε συνεχώς περισσότερα για να προσφέρει τις υπηρεσίες του.


Σημερινή όψηΌταν ο πόλεμος στη Σικελία όπου έπαιρνε μέρος, τελείωσε, ο ντε Φλορ άρχισε να ψάχνει τον επόμενο εργοδότη του. Τότε, το 1302, μετά από πρόσκληση του Ανδρόνικου και την προτροπή του ηγεμόνα της Σικελίας, θα δεχτεί να μετακομίσει στην Κωνσταντινούπολη, που εκείνα τα χρόνια πάλευε να προστατεύσει τη Μικρά Ασία από τους Οθωμανούς.

"Η μεγαλύτερη νίκη του Ροζέ ντε Φλορ θα έρθει κοντά στην Σιδηρά Πύλη, όταν ως επικεφαλής 8.000 πολεμιστών θα κατατροπώσει 30.000 Τούρκους, κυρίως γενίτσαρους, σκοτώνοντας 18.000 από αυτούς"

Και πράγματι, αυτό το φοβερό στράτευμα θα κάνει τους Τούρκους να υποχωρήσουν στο εσωτερικό της Ασίας, σχεδόν μέχρι τα σημερινά σύνορα της Συρίας. Θα καταλάβει τη Φιλαδέλφεια σκοτώνοντας σχεδόν 20.000 Τούρκους, τη Μαγνησία, όπου λίγο καιρό πριν ο Μιχαήλ είχε ηττηθεί και την Έφεσο, διεξάγοντας μία από τις ελάχιστες εκστρατείες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας εναντίον των Οθωμανών που στέφθηκε με επιτυχία.Για να τον ανταμείψει για τις υπηρεσίες του, το 1303 ο Ανδρόνικος θα του δώσει τον τίτλο του Μέγα Δούκα και τον θα τον κάνει και επίσημα μέλος της βασιλικής οικογένειας, δίνοντάς του για γυναίκα μία από τις ανιψιές του, τη Μαρία Ασέν, κόρη του Τσάρου της Βουλγαρίας.


Οι ιστορίες που θα κυκλοφορήσουν για αυτούς τους τρομακτικούς πολεμιστές θα είναι πολλές, στα όρια του θρύλου. Θα λένε ότι αρκεί μόνο ένα χτύπημα από ρόπαλο πάνω στο κράνος του εχθρού για να του πεταχτεί το μυαλό έξω, πώς δεν υπάρχει περίπτωση να μη βρουν στόχο τα τσεκούρια τους, πώς ένα βέλος τους αρκεί για να διαπεράσει ένα ολόκληρο άλογο.Αυτό το στράτευμα αποτελούταν από τους Αλμογάβαρους, τους σκληροτράχηλους άντρες που ζούσαν -και πολεμούσαν- στα τότε σύνορα μεταξύ μουσουλμανικής και χριστιανικής Ισπανίας., κάτι σαν τους δικούς μας Ακρίτες δηλαδή. Με τον ερχομό τους στο Βυζάντιο, θα στρατολογήσουν και 3.000 Τούρκους ιππείς μισθοφόρους.

Η μεγαλύτερη νίκη του Ροζέ ντε Φλορ θα έρθει κοντά στην Σιδηρά Πύλη, όταν ως επικεφαλής 8.000 πολεμιστών θα κατατροπώσει 30.000 Τούρκους, κυρίως γενίτσαρους, σκοτώνοντας 18.000 από αυτούς. Οι Τούρκοι, θα έκαναν πολλά χρόνια για να επιτεθούν ξανά μετά από αυτήν την συντριπτική ήττα, δίνοντας έτσι λίγο περισσότερο χρόνο ζωής στην παραπαίουσα αυτοκρατορία.

Λεπτομέρεια από ψηφιδωτό ορθόδοξης εκκλησίας AP


Ο πρώην ναΐτης Καταλανός θα ονομαστεί “Καίσαρας” και θα παραχωρηθεί σε εκείνον και στους ιππότες του το βυζαντινό φέουδο της Μικράς Ασίας, με την εξαίρεση των πόλεων. Ως μόνιμος τόπος κατοικίας θα τους δοθεί η Καλλίπολη, όπου όμως δεν θα σεβαστούν τον τοπικό πληθυσμό. Θα κάνουν συχνά ληστρικές επιδρομές και στις γύρω περιοχές, αφήνοντας πίσω τους καμένη γη, χωρίς να ενδιαφέρονται για το ποιος είναι σύμμαχός τους και ποιος όχι. Σύντομα η ανεξέλεγκτη συμπεριφορά τους θα αποτελέσει πρόβλημα για την Αυτοκρατορία.

Εντούτοις, δεν είναι 100% σίγουρο γιατί τα έσπασαν οι δύο πλευρές. Έφταιγε το γεγονός ότι ο Ανδρόνικος δεν είχε άλλα χρήματα να τους δώσει; Άλλωστε είχε ήδη καθυστερήσει έναν χρόνο να τους πληρώσει. Μήπως φοβόταν ότι ο ντε Φλορ θα δημιουργούσε το δικό του δεσποτάτο; Πάντως η απόφαση είχε ληφθεί. Παρά τις ανεκτίμητες υπηρεσίες του, ο αλαζόνας Λατίνος έπρεπε να βγει απ’ τη μέση.

Ο Μιχαήλ θα προσκαλέσει τον ντε Φλορ στην Αδριανούπολη και μετά από δύο βδομάδες, στις 5 Απριλίου 1305, θα τον καλέσει σε γεύμα, μαζί με μερικούς απ’ τους επιφανέστερους ιππότες του.

Κατά τη διάρκεια του συμποσίου όμως, οι πόρτες της σάλας θα ανοίξουν διάπλατα και θα ορμήσουν μέσα Αλανοί και Τούρκοι μισθοφόροι. Ο Γιρκόν, αρχηγός των Αλανών θα τρέξει κατευθείαν στον Ροζέ και θα τον καρφώσει με το μαχαίρι του επανειλημμένα στην πλάτη. Ο Καταλανός δεν θα προλάβει να κάνει τίποτα, δεν θα προλάβει καν να δει τα κεφάλια των άοπλων και μεθυσμένων αντρών του να πέφτουν το ένα μετά το άλλο. Θα πεθάνει ακαριαία.

Ο Μιχαήλ, με το που θα ξεκινήσει η σφαγή, θα πάρει τη γυναίκα του ντε Φλορ και θα εξαφανιστεί πίσω από ένα παραπέτασμα.

Η σφαγή θα συνεχιστεί στους δρόμους της Ανδριανούπολης όπου σχεδόν 1.300 Αλμογάβαροι θα πέσουν νεκροί, θύματα της προδοσίας του Αυτοκράτορα.

Ο Ροζέ ντε Φλορ έχει βγει απ’ τη μέση, και πια οι Βυζαντινοί πιστεύουν ότι θα κατατροπώσουν εύκολα το στράτευμα που απέμεινε. Όμως τα πράγματα δεν θα εξελιχθούν όπως θέλουν. Αν και θα εκστρατεύσουν αμέσως για την Καλλίπολη προκειμένου να εξοντώσουν τους υπόλοιπους ιππότες, θα ηττηθούν, οι Καταλανοί υπό την αρχηγία του Μπερενγκέρ ντε Εντένθα θα σφάξουν τον ντόπιο πληθυσμό και θα δώσουν το έναυσμα για αυτό που θα μείνει αργότερα γνωστό στην ιστορία ως “Καταλανική Εκδίκηση”.

Θα περάσουν στη Θράκη, όπου για δύο χρόνια θα επιδοθούν σε ένα όργιο σφαγής και λεηλασίας σε όλη τη βόρεια Ελλάδα. Στη συνέχεια θα προχωρήσουν στην φραγκοκρατούμενη νότια Ελλάδα, όπου και θα νικήσουν τους υπόλοιπους Φράγκους στη μάχη του Αλμυρού το 1311, με αποτέλεσμα να κατακτήσουν το Δουκάτο των Αθηνών και όλη τη σημερινή Στερεά Ελλάδα.

Η καταλανική κυριαρχία στην Ελλάδα θα διαρκέσει για 77 ολόκληρα χρόνια, από το 1311 μέχρι το 1388. Εκείνη τη χρονιά οι Ενετοί, με ηγέτη τον Νέριο Αγιατσόλι, θα πάρουν την Ακρόπολη μετά από πολύμηνη πολιορκία, βάζοντας οριστικά τέλος στην καταλανική κυριαρχία.

Ἡ ἱστορία τῶν Παλαιολόγων ἀναδεικνύει τὶς πολιτικὲς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετώπιζε ἡ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία. Ἡ προδοσία ἑνὸς ἀνεκτίμητου συμμάχου ἀποτελεῖ πολὺ σκοτεινὸ κεφάλαιο στὴν ἱστορία τους, ἀναδεικνύοντας τὴν ἀνθρώπινη ἀλλὰ καὶ πολεμικὴ πλευρά τους. 





Σάββατο 18 Μαΐου 2024

ΛΟΥΙ ΦΩΒΕΛ: ”ΛΕΗΛΑΤΗΣΤΕ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ..ΜΗΝ ΛΥΠΗΘΕΙΤΕ ΟΥΤΕ ΖΩΝΤΑΝΟΥΣ ΟΥΤΕ ΝΕΚΡΟΥΣ..”

 ΛΟΥΙ ΦΩΒΕΛ: ”ΛΕΗΛΑΤΗΣΤΕ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ..ΜΗΝ ΛΥΠΗΘΕΙΤΕ ΟΥΤΕ ΖΩΝΤΑΝΟΥΣ ΟΥΤΕ ΝΕΚΡΟΥΣ..”


Ὁ ΒΑΝΔΑΛΟΣ ΦΩΒΕΛ ΚΑΙ ΟΙ ΛΕΗΛΑΣΙΕΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΠΕΡΙ ΤΟ 1800 

Ὁ Λουὶς Φρανσουὰ Σεμπάστιαν Φωβέλ, πρόξενος τῆς Γαλλίας στὴν Ἀθήνα, ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους βάνδαλους καὶ ἀρπαγέας ἀρχαιοτήτων τῆς ἐποχῆς του. 




Ἀρχικά, μὲ τὸ πρόσχημα τοῦ καλλιτεχνικοῦ σύμβουλου τοῦ προξενου τῆς Γαλλίας στὴν Κωνσταντινούπολη Σουαζέλ-Γκουφιέ(Choiseul Gouffier)καὶ ἀργότερα σὰν ἀρχαιοδίφης καὶ συλλέκτης, κατόρθωσε μὲ διάφορες ἀνασκαφὲς νὰ "συλλέξει" ἕναν τεράστιο ὄγκο σημαντικῶν ἀρχαιοτήτων τὰ ὁποῖα εἴτε παρέδιδε στὸν ἐργοδότη του κόμη Γκουφιὲ εἴτε τὰ πουλοῦσε ἀργότερα σὲ Βρετανοὺς ποὺ ἐρχόταν σὰν ταξιδιῶτες στὴν Ἑλλάδα. 



Μόνο στὸν Γκουφιέ, περὶ τὸ 1787 εἶχε καταφέρει νὰ παραδώσει 16 κιβώτια μὲ γλυπτὰ καθὼς καὶ 40 ἐκμαγεῖα τῶν σημαντικότερων ἔργων τέχνης καὶ ἀρχαιοτήτων τῆς Ἀθήνας! 

Ἀνάμεσα στὶς σημαντικότερες ἀνασκαφὲς μνημείων καὶ τάφων ποὺ εἶχε κάνει,ήταν καὶ ὁ τύμβος τοῦ Μαραθῶνα,ενώ σύμφωνα μὲ κάποιες πληροφορίες φέρεται νὰ ἔκλεψε καὶ 2 περιστέρια ἀπὸ τὸ Ἱερὸ τῆς Ἀφροδίτης στὴν Ἀφαιά, τὰ ὁποῖα σήμερα βρίσκονται στὴν Ὁλλανδία. 


Ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀρχαιοτήτων ποὺ εἶχε καταφέρει νὰ συλλέξει ἦταν τόσο μεγάλος, ποὺ τὸ σπίτι του εἶχε μετατραπεῖ σὲ κανονικὸ μουσεῖο!! 

Στὸ σπίτι του ἐπίσης φιλοξενήθηκαν ἀνὰ διαστήματα οἱ μεγαλύτεροι Εὐρωπαῖοι "περιηγητὲς" ποὺ εἶχαν περάσει ἀπὸ τὴν Ἀθήνα γιὰ τὶς "ἔρευνες" τους... 


Ὅπως ἀποδεικνύεται ὁ Φωβὲλ δὲν ἦταν μόνο ἕνας πλιατσικολόγος τυχοδιώκτης, ἄλλα καὶ ἕνας ἀδίστακτος ἄνθρωπος. 

Σὲ μιὰ ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς συνεργάτες του ἔγραψε: 


"..Ἁρπάξτε ὅτι μπορεῖτε νὰ μεταφέρετε καὶ μὴν παραλείψετε νὰ λεηλατήσετε τὴν Ἀθήνα καὶ τὰ περίχωρα της.Πάρτε ὅτι ὑπάρχει καὶ μὴ λυπηθεῖτε οὔτε ζωντανοὺς οὔτε νεκρούς..." 

Οἱ καταστροφές, οἱ ἁρπαγὲς καὶ οἱ λεηλασίες ἀρχαιοτήτων στὶς ὁποῖες ἐπιδόθηκαν οἱ "πολιτισμένοι" Εὐρωπαῖοι περιηγητὲς ἐκείνη τὴν σκοτεινὴ περίοδο,είναι ἀνυπολόγιστες. 

Ἀναφέρετε ὅτι, μόνο κάποιος Βρετανὸς ὀνόματι Σαντφὸρντ Γκρέϊαμ, εἶχε καταφέρει νὰ ἀποσπάσει ἀπὸ διάφορες λαθροανασκαφὲς στὴν Ἀθήνα,περίπου χίλια ἀρχαῖα ἀγγεῖα!! 

To "πολιτιστικὸ" καὶ "ἀνασκαφικὸ ἔργο" τοῦ Φωβὲλ καὶ τῶν ὑπολοίπων "ἐρευνητῶν", θὰ συνεχίσει μερικὰ χρόνια ἀργότερα ὁ Λόρδος Ἔλγιν.. 

                                                              

Κυριακή 28 Απριλίου 2024

Ἡ Πηνελόπη μετα των Τραγικὸ θάνατο τοῦ Ὀδυσσέα..!!







Τὸ ὄνομα «Ὀδυσσέας» ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα «ὀδύσσομαι» (ὀργίζομαι, μισῶ κάποιον) καὶ σημαίνει ἐξοργισμένος, ἀλλὰ καὶ ὁ μισούμενος ἀπὸ τοὺς θεούς, αὐτὸς ποὺ ἔδωσε ἀφορμές. δυσαρέσκειας, τὸ ἔδωσε ὁ παπποῦς του (ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς μητέρας του), ὁ Αὐτόλυκος.

Σύμφωνα μὲ τὸν Ὅμηρο τὸ ὄνομα σημαίνει «γιος τῆς πέτρας», ἀλλὰ πιὸ πιθανὸ εἶναι νὰ συγγενεύει ἐτυμολογικὰ μὲ τὴν λέξη «ὁδηγὸς»..

.




Μπορεῖ ἐπίσης νὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα «ὀδυνάω» ποὺ σημαίνει «προκαλῶ πόνο» μὲ τὴν ἔννοια «αὐτὸς ποὺ προκαλεῖ καὶ αἰσθάνεται πόνο».

Ὁ Ὀδυσσέας ἐξάλλου αἰσθάνεται ἕναν διαρκῆ πόνο πνευματικὸ ἤ/καὶ σωματικό - προκαλεῖ δηλαδὴ πόνο σὲ κάποιον ἄλλο καὶ παράλληλα κάποιος ἄλλος σ΄αυτόν.

Στὸν Ὀδυσσέα ἀποδίδεται μερικὲς φορὲς καὶ τὸ πατρωνυμικὸ οὐσιαστικὸ Λαερτιάδης, δηλαδὴ «γιος τοῦ Λαέρτη».



Οἱ περισσότεροι θεωροῦν ὅτι ἀφοῦ σκότωσε τοὺς μνηστῆρες καὶ ἀνακατέλαβε τὸ βασίλειο τοῦ, "ζήσανε (μὲ τὴν Πηνελόπη καὶ τὸν Τηλέμαχο), αὐτοὶ καλὰ κι ἐμεῖς καλύτερα".

Εἶναι ὅμως ἔτσι; .


Προσπάθησε νὰ ξαναφτιάξει τὴ ζωή του ὅμως ἡ σχέση του μὲ τὴν Πηνελόπη δὲν ἐξελίχθηκε καλά. Ἄρχισαν οἱ τσακωμοὶ καθὼς ἡ Πηνελόπη, ἀκούγοντας τὸν Ὀδυσσέα νὰ τίς ἱστορεῖ τὰ κατορθώματα καὶ τίς περιπέτειες τῆς, ζήλεψε τὴν Καλυψώ, στὸ νησὶ τῆς ὁποίας ὁ Ὀδυσσέας εἶχε περάσει ἑπτὰ χρόνια.




Ἡ ἴδια τὸν περίμενε ὑπομονετικὰ καὶ δὲν ὑπέκυπτε στοὺς μνηστῆρες, ἐνῶ αὐτὸς ἔπεφτε ἀπὸ τὴν ἀγκαλιὰ τῆς Κίρκης καὶ τῆς Καλυψούς.


Τί ἀπέγινε λοιπὸν ὁ Ὀδυσσέας; Ἄς δοῦμε παρακάτω,,



Οἱ ἑκατὸ μνηστῆρες τῆς βασίλισσας Πηνελόπης εἶχαν σκοτωθεῖ καὶ τὰ πτώματά τους, τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, τὰ ἔβγαλαν ἀπὸ τὴ σάλα τῆς γιορτῆς τυλιγμένα μὲ χαλιά. Μολονότι κόντευαν μεσάνυχτα, τὸ σπίτι ἦταν ἀκόμη στὸ πόδι μετὰ τὰ φοβερὰ συμβάντα, τὰ παράθυρα ἅπλωναν φῶς μέσα στὴ νύχτα κι οἱ ὑπηρέτες ἔτρεχαν πέρα - δῶθε.

Στὸ λαμπροφώτιστο ὑπνοδωμάτιο ὁ Ὀδυσσέας ἄρχισε νὰ μιλάει στὴ γυναῖκα του τὴν Πηνελόπη γιὰ τίς εἰκοσάχρονες τοῦ περιπέτειες,γιὰ τὴν Τροία, γιὰ τὴ διαμάχη τῶν βασιλιάδων στὸ στρατόπεδο, γιὰ τὸ ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς καὶ τὰ παράξενα τῆς μακρινῆς θάλασσας.



Συγκεκριμένα στὸ τέλος τῆς Ι Ραψωδίας ἀναφέρεται :

Εἶπα, κ' ἐκεῖνος εὔχονταν στὸν μέγαν Ποσειδῶνα, στὸν ἀστροφόρον οὐρανὸν ἁπλώνοντας τὰ χέρια «ὦ Ποσειδῶνα, εἰσάκου με, γεωφόρε μαυροχήτη ἂν εἴμ' υἱός σου ἀληθινά, πατέρα, μὴν ἀφήσῃς ὁ Ὀδυσσηὰς ὁ πορθητής 'ς σπίτι του νὰ φθάσῃ



Λαερτιάδης, κάτοικος τῆς πετρωτὴς Ἰθάκης ἀλλ' ἂν τὸ θέλ' ἡ μοῖρα του νὰ ἰδῇ τοὺς ποθητούς του, τὸ σπίτι τὸ καλόκτιστο, καὶ τὴν γλυκειὰ πατρίδα, ἂς κακοφθάση ἀργὰ πολὺ καὶ ἀπὸ συντρόφους ἔρμος, μὲ ξένην πλώρη, καὶ κακά 'ς τὸ σπίτι μέσα ναύρη


Ὅμως ὅταν ἔφτασε στὴ Σκύλλα καὶ τὴ Χάρυβδη, παρατήρησε πὼς ἡ Πηνελόπη δίπλα του εἶχε ἀποκοιμηθεῖ. Καὶ σκέφτηκε: "τράβηξε πολλὰ σήμερα ἡ καημένη θὰ συνεχίσω αὔριο."

Κι ἀκούμπησε τὸ κεφάλι τοῦ πλάϊ στὸ δικό της, πάνω στὸ πορφυρένιο προσκεφάλι.



Στὸ μακρινὸ ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς ἀπ' ὅλα πιὸ πολλὴ χαρὰ ἔδινε στὸν Ὀδυσσέα το πὼς θὰ διηγιόταν στὴ γυναῖκα του ὅλες αὐτὲς τίς περιπέτειες καὶ πὼς ἐκείνη θὰ κρεμόταν ἀχόρταγα ἀπ' τὰ χείλη του καὶ θὰ τὸν διέκοπτε μὲ ἐρωτήσεις.

Ὅμως γρήγορα κατάλαβε πὼς δὲν ἦταν τόσο προσεκτικὸς ἀκροατὴς σὰν τοὺς Φαίακες, ποὺ δύο μέρες ὁλάκερες ἄκουγαν μὲ προσήλωση τὴ μελωδική του ἀφήγηση.

Ὅταν ἄρχισε τὴ διήγηση στὴν Πηνελόπη, ἐκείνη δούλευε ἀμίλητη τὸ χρυσὸ σχέδιο ἑνὸς κεντήματος καὶ κοίταζε ἀφῃρημένη ἀπ' τὸ παράθυρο.


Ὅταν κάποτε τῆς ἔκανε μιὰ ἐρώτηση, κατάλαβε πὼς μπέρδευε τοὺς Λαιστρυγόνες μὲ τοὺς Λωτοφάγους, κι αὐτὸ τὸν πόναγε, γιατί θυμόταν μὲ ἀκρίβεια τίς ἐμπειρίες του, ποὺ ὅσο γίνονταν πιὸ μακρινές, ὅλο καὶ πιὸ πολὺ τίς ἀγαποῦσε.




Μόνον ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὴ νύμφη Καλυψὼ φαινόταν ν' ἀκούει προσεκτικότερα. Καὶ τὸ ἐνδιαφέρον της αὐτὸ τὸν ἐρέθιζε κι ἐξιστοροῦσε τοῦτο τὸ κομμάτι τῆς περιπλάνησής του πιὸ διεξοδικά: τὸ μοναχικὸ νησί, τὸ θαυμαστὸ ἱερὸ ἄλσος, ποὺ στὰ δέντρα του φώλιαζαν τὰ θαλασσοπούλια, καὶ τὴν εὐωδιαστὴ σπηλιὰ τῆς θεᾶς.

-Πόσο καιρὸ ἔμεινες σ' αὐτὴ τὴν Καλυψώ; ρώτησε μιὰ φορά.

-Ἑπτὰ χρόνια, ἀπάντησε αὐτός.

Ἔσκυψε στὸ ἐργόχειρό της καὶ τὰ μάτια της σκοτείνιασαν.

-Περισσότερο θὰ ἤθελα νὰ μάθω γιὰ σένα, τί ἔκανες αὐτὰ τὰ δέκα χρόνια στὴν Καλυψώ.

-Ἑπτὰ χρόνια, ἀπάντησε.

-Χθὲς ἔλεγες δέκα ἔχεις, φαίνεται, πεῖ τόσα ψέματα στὰ ταξίδια σου, καημένε μοῦ φίλε, ποὺ δὲν ξέρεις πιὰ νὰ πεῖς τὴν ἀλήθεια. Ὅμως εἴτε δέκα χρόνια ἦταν εἴτε ἑπτά, ἦταν σίγουρα πολὺς καιρὸς καὶ φαίνεται πὼς καλοπέρασες ἐκεῖ. Ἀπάντησε λοιπὸν στὴν ἐρώτησή μου: τί ἔκανες τόσο καιρό;


Τώρα ἔπρεπε νὰ τῆς ἀπαντήσει:


"-Γυναῖκα, ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια νοσταλγοῦσα ἐσένα, αὐτὰ τὰ χρόνια καθόμουν στὴν ἀμμουδιὰ τοῦ μακρινοῦ νησιοῦ, κοίταζα πέρα ἀπὸ τὴ θάλασσα καὶ παρακαλοῦσα τοὺς θεούς, νὰ μπορέσω νὰ δῶ μιὰ φορὰ μονάχα ἀκόμα τὸν καπνὸ τοῦ σπιτιοῦ σου. "

Ἔτσι ἔπρεπε νὰ ἀπαντήσει....

Βλέποντας ὅμως πὼς τὰ μάτια της τὸν κοίταζαν παγερὰ καὶ σκληρά, τὰ κράτησε μέσα του αὐτά.

Καὶ ποτέ της δὲν ἔμαθε γιὰ τὴ μεγάλη του νοσταλγία γιὰ τὴν πατρίδα.

-Ἔπινα κρασὶ ἐκεῖ, ἀπάντησε ἤρεμα, τὸ κρασὶ εἶναι καλὸ σ' αὐτὰ τὰ νησιά, μολονότι λίγο ξινό...



Ἡ Πηνελόπη μάταια προσπαθεῖ νὰ τὸν καθησυχάσει. Ὁ Ὀδυσσέας ἐξακολουθεῖ νὰ ἀνησυχεῖ, νὰ ἀναρωτιέται:

Ἀπὸ ποῦ θά 'ρθεὶ θάνατος;

Ἀπὸ τὴ θάλασσα ἢ μακριὰ ἀπ' τὴ θάλασσα; Καὶ ποιός θὰ μὲ χτυπήσει;

Παρακάτω στὴν Ψ Ραψωδία, κατὰ τὴ συνομιλία μὲ τὴν Πηνελόπη, λέει:


Ἐκείνης ὁ πολύγνωμος ἀπάντησε Ὀδυσσέας· «Ὦ τρομερή, πόσο σφοδρὰ μὲ βιάζεις νὰ τὸν εἴπω· κ' ἰδοὺ τὸν φανερόνω ἐγώ, χωρὶς τὸ οὐδὲν νὰ κρύψω,


ἀλλὰ ποσῶς δὲν θὰ χαρῇς, καθὼς κ' ἐγὼ δὲν χαίρω· ότ' εἰς πολλαῖς χώραις θνητῶν παράγγειλε μοῦ ἐκεῖνος νὰ πάρω δρόμο, φέρνοντας ἴσιο κουπὶ μαζή μου, ὅσο νὰ φθάσω 'ς τοὺς θνητούς 'ποὺ θάλασσα δὲν ξεύρουν, καὶ ὁπού,ὁποῦ δὲν τρώγουν φαγητὸ μὲ ἄλατ' ἀρτυμένο.


οὔτε τὰ κοκκινόπλωρα καράβι' αὐτοὶ γνωρίζουν, οὔτε τὰ ἴσια κουπιά, 'πού 'ναι πτερὰ τῶν πλοίων, κ' ἕνα σημάδι φανερό μου εἶπε, ὁπού,ὁποῦ δὲν κρύβω· 'ς τὸν δρόμον ἄμ' ἀπαντηθῇ μ' ἐμέν' ἄλλος ὀδίτης καὶ εἰπῇ, 'ς τὸν λαμπρὸν ὦμον μου πὼς ἔχω λιχνιστήρι,

'ς την γῆ νὰ στήσω τὸ κουπί, μοῦ εἶπε, καί, ἀφοῦ κάμω τοῦ Ποσειδῶνα βασιληὰ καλόδεκταις θυσίαις, κριάρι, ταῦρον σφάζοντας, καὶ χοῖρον ἀναβάτην, νὰ γύρῳ 'ς τὴν πατρίδα μου καὶ νὰ δώσ' ἑκατόμβαις τῶν ἀθανάτων, 'πώχουσι τῶν οὐρανῶν τοὺς θόλους,

μὲ τὴν σειρὰ τοῦ καθενός· καὶ θάνατος θὰ μ' εὕρη ἔξω ἀπ' τὰ πέλαγα ἐλαφρός, καὶ θὰ μὲ σβύση ἀγάλι μὲς τὰ λαμπρὰ γεράματα· καὶ ωστόσ' ὁλόγυρά μου θά 'ναι μακάριος ὁ λαός· τούτ' όλ', εἶπε, θὰ γείνουν.


Ὑποψιάζεται τὸν Τηλέμαχο, τὸν ὁποῖο καὶ ἀποφασίζει νὰ ἐξορίσει στὴν Κεφαλληνία. Ἀργότερα, ὅμως, τὸ μετανιώνει, πείθεται καὶ ἠρεμεῖ. O Τηλέμαχος ἀνησυχεῖ, καθὼς εἶναι βέβαιος ὅτι αὐτός, σύμφωνα μὲ τὸν χρησμό, 

θὰ σκοτώσει τὸν πατέρα του. Ἀργότερα ἀποχαιρετᾷ τοὺς γονεῖς του καὶ φεύγει. Ὁ Ὀδυσσέας ἐκφράζει στὴν Πηνελόπη τὴν λύπη ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνακούφισή του γιὰ τὴν φυγὴ τοῦ Τηλεμάχου, τὸ κέφι του νὰ κατέβει στὴ θάλασσα μέ τα σκυλιά, καὶ τὴν ἐπιθυμία του νὰ βρεθοῦν ἐπιτέλους μόνοι τὸ βράδυ.

Ὁ Τειρεσίας, τὸν εἶχε ἐπίσης συμβουλεύσει ὅτι γιὰ νὰ ἐξευμενίσει τὸν Ποσειδῶνα ἔπρεπε, ὅταν θὰ γύριζε στὴν Ἰθάκη, νὰ φύγει ἀπὸ τὸν τόπο το νὰ πάρει ἕνα κουπὶ στὸν ὦμο καὶ νὰ ταξιδέψει στὴ στεριὰ μέχρι νὰ βρεῖ κάποιον ποὺ νὰ μὴν γνωρίζει τὴ θάλασσα καὶ τί εἶναι τὸ κουπί. Ἐκεῖ νὰ θυσιάσει στοὺς θεούς.



Σ' αὐτὴ τὴ νέα περιπλάνησή του θὰ συναντήσει κάποιον ποὺ θὰ νομίσει πὼς τὸ κουπὶ στὸν ὦμο του εἶναι λιχνιστήρι (ξύλινο, ἀγροτικὸ ἐργαλεῖο μὲ τὸ ὁποῖο ξεχωρίζεται ὁ καρπὸς τῶν σιτηρῶν ἀπὸ τὸ ἄχυρο). Ἐκεῖ νὰ σταματήσει, θυσιάζοντας στὸν Ποσειδῶνα ἕνα κριάρι, ἕναν κάπρο κι ἕναν ταῦρο.




Μόνο ἔτσι θὰ ἐξασφαλίσει τὸν ὁριστικὸ τοῦ πιὰ νόστο στὴν Ἰθάκη· ὅπου τὸν περιμένουν ἥσυχα χρόνια καὶ βαθιὰ γεράματα· καὶ γύρῳ του ὅλοι οἱ λαοί του θὰ ζοῦν εὐτυχισμένοι ἐκεῖ θὰ τὸν βρεῖ ἀνώδυνος θάνατος, κάπου μακριὰ ὡστόσο ἀπὸ τὸ νερὸ τῆς θάλασσας. (ἐξ ἁλὸς).



Πράγματι κατὰ τὴ μυθολογία ἔτσι κι ἔγινε.

Ὁ Ὀδυσσέας μετὰ τὸν φόνο τῶν μνηστήρων ἔφυγε πάλι γρήγορα μ' ἕνα κουπὶ στὸν ὦμο, γιὰ τὴ Θεσπρωτία τῆς Ἠπείρου. Προχωρῶντας στὸ ἐσωτερικὸ τῆς χώρας, συνάντησε κάποιους ἀνθρώπους ποὺ τὸν ρώτησαν γιατί κουβαλοῦσε μαζί του τὸ λιχνιστήρι. Τότε κατάλαβε πὼς αὐτὸς ἦταν ὁ τόπος ποὺ ἔπρεπε νὰ μπήξει τὸ κουπὶ καὶ νὰ θυσιάσει στὸν Ποσειδῶνα.



Στὴ Θεσπρωτία ὁ Ὀδυσσέας παντρεύτηκε τὴ βασίλισσα Καλλιδίκη. 

Ἀπέκτησε μαζί της ἕνα παιδὶ τὸν Πολυποίτη. Μετὰ τὸν θάνατο τῆς Καλλιδίκης ὕστερα ἀπὸ ἕναν πόλεμο τῶν Θεσπρωτῶν μὲ τοὺς Βρύγους, ὁ Ὀδυσσέας παρέδωσε τὴ βασιλεία τῶν Θεσπρωτῶν στὸν Πολυποίτη καὶ ἐπέστρεψε στὴν Ἰθάκη, πιστεύοντας πὼς θὰ περάσει ἤρεμα γεράματα.

Στὴν Χρηστομάθεια τοῦ Πρόκλου διαβάζουμε τὰ ἑξῆς:



"Μετὰ τὴν ταφὴ τῶν μνηστήρων, ὁ Ὀδυσσέας, ἀφοῦ θυσίασε στὶς Νύμφες, ταξίδεψε στὴν Ἤλιδα, γιὰ νὰ ἐπιθεωρήσει τὰ βουκόλιά του. Ἐκεῖ φιλοξενήθηκε ἀπὸ τὸν Πολύξενο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο καὶ ἔλαβε ὡς δῶρο ἕναν κρατῆρα. 

Ἔπειτα ἐπέστρεψε στὴν Ἰθάκη καὶ τέλεσε τὰς ὑπὸ Τειρεσίου ῥηθεῖσας θυσίας. Στὴν συνέχεια πῆγε στὴν Θεσπρωτία, παντρεύτηκε τὴν βασίλισσα Καλλιδίκη, ἡγήθηκε δὲ τῶν Θεσπρωτῶν στὸν πόλεμο ποὺ ξέσπασε ἀνάμεσα σ' αὐτοὺς καὶ τοὺς Βρύγους. Μετὰ τὸν θάνατο τῆς Καλλιδίκης, τὴν ἐξουσία ἀνέλαβε ὀπολυποίτης, γιος του Ὀδυσσέα ἀπὸ τὴν Καλλιδίκη, ὁ δὲ Ὀδυσσέας ἐπέστρεψε στὴν Ἰθάκη.

Στὸ μεταξὺ ὁ Τηλέγονος, γιος ποὺ ἀπέκτησε ὁ Ὀδυσσέας μὲ τὴν Κίρκη, ἀναζητῶντας τὸν πατέρα του ἀποβιβάστηκε στὴν Ἰθάκη καὶ οἱ σύντροφοί του κατέστρεψαν τὸ νησί.

Ὅταν ὁ Ὀδυσσέας ἔμαθε πὼς κάποιο καράβι εἶχε ἀράξει στὴν Ἰθάκη, καὶ πὼς οἱ ναῦτες εἶχαν βγεῖ ἔξω γιὰ λεηλασίες, ἔτρεξε μὲ τὸν στρατό του, νὰ τοὺς διώξει. Χτυπήθηκε ὅμως ἀπὸ τὸν ἀρχηγὸ τῶν ἐπιδρομέων μ' ἕνα κοντάρι, ποὺ ἀντὶ γιὰ σιδερένια λόγχη εἶχε τὸ ἀγκάθι ἑνὸς σαλαχιοῦ. Ἑτοιμοθάνατος μεταφέρθηκε στὸ παλάτι, ὅπου παραπονέθηκε γιὰ τὸ μαντεῖο ποὺ τὸν εἶχε γελάσει, λέγοντάς του νὰ φυλάγεται ἀπὸ τὸν γιο του, ἐνῶ τελικὰ χτυπήθηκε ἀπὸ κάποιον ξένο.

Σύντομα ὅμως φανερώθηκε πὼς ὁ φονιᾶς ἦταν ὁ γιος του Τηλέγονος, ποὺ τοῦ εἶχε γεννήσει ἡ Κίρκη, ὁ ὁποῖος δὲν τὸν γνώριζε. Ἡ αἰχμὴ τοῦ δόρατος, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Τηλέγονος τραυμάτισε θανάσιμα τὸν Ὀδυσσέα, ἦταν κατασκευασμένη ἀπὸ τὸ κέντρον τρυγόνος (τὸ σημερινὸ ὄνομα εἶναι «σελάχι» ἢ «σαλάχι»). Πρόκειται γιὰ ψάρι μὲ πιεσμένο στὴ ράχη καὶ τὴν κοιλιὰ σῶμα, πλακοειδῆ λέπια, μεγάλη οὐρὰ σὰν μαστίγιο ποὺ ἔχει μερικὲς φορὲς δηλητηριῶδες ἀγκάθι, τὸ ὁποῖο κολυμπᾷ γρήγορα καὶ συνήθως κινεῖται σὲ ἀμμώδεις καὶ λασπώδεις βυθούς.


Ὁ Ι. Κακριδὴς (Ἑλληνικὴ Μυθολογία. Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, ) ἀναφερόμενος στὴν νεκρομαντεία του Τειρεσία, παρατηρεῖ ὅτι «...οἱ προφητεῖες εἶναι πάντα διφορούμενες...» καὶ ὅτι «πραγματικά, ὁ θάνατος βρίσκει τὸν Ὀδυσσέα ἀπὸ τὴ θάλασσα, ὄχι μόνο ἐπειδὴ ὁ φονιᾶς εἶχε φθάσει στὴν Ἰθάκη μὲ καράβι, ἀλλὰ καὶ γιατί τὸ φονικὸ ὅπλο ἦταν θαλασσινό». Ὅταν ὁ Τηλέγονος κατάλαβε πὼς εἶχε σκοτώσει τὸν πατέρα του, ἦταν πιὰ ἀργά.

Πῆρε τὸ ἄψυχο κορμί του, τὸ γιο του, τὸν Τηλέμαχο, καὶ τὴν Πηνελόπη καὶ κατευθύνθηκε στὴν Αἴα.

Ἐκεῖ ἡ Κίρκη τους ἔκανε ὅλους ἀθάνατους. Ὁ Μῦθος λέει ὅτι ἡ Κίρκη παντρεύτηκε τὸν Τηλέμαχο καὶ ἡ Πηνελόπη τὸν Τηλέγονο...