Κυριακή 28 Μαΐου 2023

Ἡ καταγωγή τοῦ θρύλου τοῦ Μαρμαρωμένου Βασιλιά





Ἕνας ἀπὸ τους δημοφιλέστερους ἐθνικούς μας θρύλους εἶναι αὐτὸς του μαρμαρωμένου βασιλιά, ὁ ὁποῖος μέλλει κάποτε νὰ διώξει τους Τούρκους ἀπὸ την Κωνσταντινούπολη καὶ νὰ ἀναβιώσει τὴ βυζαντινή αὐτοκρατορία. Ἀναζητῶντας ὡστόσο την προέλευσή του, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι σχετίζεται με μεσσιανικές καὶ ἐσχατολογικές παραδόσεις πού διαπερνοῦν τὴ χιλιόχρονη ἱστορική διάρκεια του Βυζαντίου καὶ φτάνουν μέχρι τις πηγές του πρώιμου Χριστιανισμοῦ, οἱ ὁποῖες, ὡς γνωστόν, εἶναι ἰουδαϊκές.
«Ὅταν μπῆκαν οἱ Τοῦρκοι στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ βασιλιάς ἀντιστάθηκε ἡρωικά. Καθώς ὅμως οἱ ἐχθροὶ τον περικύκλωσαν καὶ ἑτοιμάζονταν νὰ τον σκοτώσουν, ἄγγελος Κυρίου τον ἅρπαξε καὶ τον πῆγε σε μία μυστική σπηλιά. Ἐκεῖ βρίσκεται μαρμαρωμένος καὶ περιμένει τον ἄγγελο νὰ τον σηκώσει καὶ νὰ του ξαναδώσει το σπαθί του. Ὅταν γίνει αὐτὸ, ὁ βασιλιάς θὰ διώξει τους Τούρκους ἀπὸ την Πόλη καὶ θὰ τους κυνηγήσει μέχρι την Κόκκινη Μηλιά».

Αὐτὸς εἶναι με δύο λόγια ὁ θρῦλος πού ἀπηχοῦσε τους πόθους τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων γιὰ την ἀποτίναξη του τουρκικοῦ ζυγοῦ καὶ την ἐπανασύσταση της βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Πρωταγωνιστής ἦταν ὁ τελευταῖος βυζαντινός αὐτοκράτορας, ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, ὁ ἡρωισμός του ὁποίου ἔκανε τὴ λαϊκή μοῦσα νὰ άρνηθεῖ το γεγονός πῶς εἶχε πεθάνει.

Ὁ θρῦλος του λυτρωτή βασιλιά πρὶν ἀπὸ την Ἅλωση

Το βασικό ὅμως θέμα αὐτῆς της παράδοσης – ὁ βασιλιάς-λυτρωτής ποὺ θὰ κατατρόπωνε τους ἐχθρούς καὶ θὰ ἀποκαθιστοῦσε την τάξη – δὲν γεννήθηκε οὔτε ἐξαιτίας τῶν φρικτῶν συνθηκῶν της Τουρκοκρατίας, οὔτε ἐξαιτίας της προσωπικότητας του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Ἀνάγεται πρὶν ἀπὸ την Ἅλωση του 1453, σε ἐποχὲς κατά τις ὁποῖες οἱ συνθῆκες ἦταν διαφορετικές. Προφητικά καὶ χρησμολογικά κείμενα, ὅπως οἱ «Ὁράσεις του Δανιήλ» καὶ οἱ «Χρησμοί του Λέοντος του Σοφοῦ», προέλεγαν ὅτι ὁ βασιλιάς-λυτρωτής θὰ ἐμφανιζόταν τὴ στιγμή του ἐσχάτου κινδύνου ἡ μετά ἀπὸ μία μεγάλη, ἀλλὰ πρόσκαιρη, καταστροφή. Ο βυζαντινός ἱστορικός Δούκας (εκδ. Βόννης, σ. 289-290) ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὅτι κατά την ἡμέρᾳ της Ἁλώσης ὁ λαός συνέρρεε στὴν Ἁγία Σοφία ἀναμένοντας τὴ θεία λύση του δράματος: ὅταν οἱ Τοῦρκοι θὰ ἔμπαιναν στὴν Πόλη σφάζοντας τους Ρωμαίους (Βυζαντινούς), ἄγγελος Κυρίου θὰ κατέβαινε ἀπὸ τον οὐρανὸ, θὰ ἔστεφε βασιλιά κάποιον ἄγνωστο καὶ φτωχοντυμένο ἄνδρα καὶ θὰ του ἔδινε τὴ ρομφαία με την ὁποία θὰ νικοῦσε τους ἄπιστους καὶ θὰ τους ἔδιωχνε ὡς τα σύνορα της Περσίας, στὸν τόπο ποῦ λέγεται Μονοδένδρι.

Ἡ εἰκόνα του ταπεινοῦ καὶ φτωχοῦ (πένητα) ἄνδρα ποῦ θὰ γινόταν ὁ λυτρωτής βασιλιάς εἶχε ἰδιαίτερη ἀπήχηση πρὶν την Ἅλωση. Ἄλλη ἐκδοχὴ μιλοῦσε γιὰ κάποιο μυστηριῶδες πρόσωπο ποὺ δὲν εἶχε πεθάνει, ἀλλὰ κοιμόταν (προδρομική φιγούρα του μαρμαρωμένου βασιλιά) καὶ θὰ ξυπνοῦσε τον κατάλληλο καιρό. Σε ὁρισμένες παραλλαγές εἶχε το ὄνομα Ἰωάννης, γεγονός ποὺ κάνει κάποιους σημερινούς θιασῶτες τῶν προφητειῶν νὰ τον ταυτίζουν με τον Ἰωάννη Γ’ Βατάτζη, ἕναν ἀπὸ τους ἱκανότερους βυζαντινούς αὐτοκράτορες, ὁ ὁποῖος ἔδρασε κατά την ἐποχῆ της λατινικῆς κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης (1204-1261). Οἱ περισσότερες ὅμως συμφωνοῦσαν σε ἕνα σημεῖο: μετά την ἐξουδετέρωση τῶν Ἰσμαηλιτῶν (Τούρκων) θὰ ἀκολουθοῦσε μία περίοδος γενικῆς εὐημερίας. Κατόπιν ὁ βασιλιάς θὰ παρέδιδε το στέμμα του στὸ Θεό καὶ τότε ἀκριβῶς θὰ ἐμφανιζόταν ὁ Ἀντίχριστος. Πώς συνδέεται ὅμως ὁ θρῦλος του λυτρωτή βασιλιά με τη χριστιανική παράδοση γιὰ τον Ἀντίχριστο καὶ το Τέλος του Κόσμου;

Ὁ τελευταῖος αὐτοκράτορας των Ρωμαίων

Μετά την Ἀποκάλυψη του Ἰωάννη, το προφητικό βιβλίο ποὺ ἄσκησε τὴ μεγαλύτερη ἐπιρροή τόσο στὴ βυζαντινή, ὅσο καὶ στὴ δυτική ἐσχατολογική παράδοση, ἦταν ἡ Ἀποκάλυψη του Μεθόδιου Πατάρων. Ἄν καὶ ἀποδόθηκε ψευδεπίγραφα στὸν ὁμώνυμο ὁσιομάρτυρα του 4ου αἱ., ἡ προφητεία γράφτηκε στὰ τέλη του 7ου αἱ., ὅταν οἱ Ἄραβες εἶχαν κατακτήσει τις βυζαντινές ἐπαρχίες της Παλαιστίνης, της Συρίας καὶ της Αἰγύπτου καὶ εἶχαν ὑποδουλώσει τους ντόπιους χριστιανούς. Ὁ ψεύδω-Μεθόδιος λοιπόν, ὁ ὁποῖος ἄνηκε σε μία χριστιανική κοινότητα της περιοχῆς της Μεσοποταμίας, προσδοκοῦσε την ἐλεήση ἑνὸς λυτρωτή ποὺ θὰ ἀναχαιτοῦσε την ἀραβική λαίλαπα. Αὐτὸς δὲν μποροῦσε νὰ ἦταν ἄλλος ἀπὸ τον Ρωμαῖο (Βυζαντινό) αὐτοκράτορα.

Σε μεταγενέστερες εποχές, η προφητεία κυκλοφόρησε σε πολλές παραλλαγές καὶ δέχθηκε ἀλλοιώσεις, ἡ ἀρχικὴ της ὅμως ἐκδοχὴ ἔλεγε τα ἐξῆς: «Οἱ Ἰσμαηλίτες γεμᾶτοι ἔπαρση θὰ ἰσχυριστοῦν ὅτι δὲν ὑπάρχει κανένας σωτῆρας γιὰ τους χριστιανούς. Τότε ξαφνικά θὰ σηκωθεῖ καὶ θὰ ἐπιτεθεῖ ἐναντίον τους με μεγάλο θυμό ἕνας βασιλιάς των Ρωμαίων, ὁ ὁποῖος θὰ ξυπνήσει ὅπως ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ξεμεθύσει ἀπὸ το κρασί καὶ θεωροῦνταν ‘ὤσει νεκρός’ καὶ χωρίς ἀξία».

Ἄς σταθοῦμε λίγο στὴν περιγραφή της ἐμφάνισης του αὐτοκράτορα. Πρόκειται γιὰ ἀντιγραφή των στίχων ἀπὸ τους Ψαλμούς του Δαυίδ («Καὶ ἐξηγέρθη ὡς ὁ ὑπνῶν Κύριος, ὡς δυνατός κεκραιπαληκώς ἐξ οἴνου καὶ ἐπάταξε τους ἐχθρούς αὐτοῦ», 77, 65-66) με την προσθήκη ὅτι θεωροῦνταν «σὰν νὰ ἦταν νεκρός», δηλαδή ὑπερβολικά ἀδύναμος. Ἡ αἰνιγματική αὐτή ἀναπαράσταση της μεταμόρφωσης ἑνὸς ἀνίσχυρου ἀρχικά Ρωμαίου αὐτοκράτορα σε πολέμαρχο-ἐκδικητή, ἔδωσε την ἀπαραίτητη τροφή ὥστε νὰ διαμορφωθοῦν οἱ παραλλαγές γιὰ τον ἀνωνύμῳ καὶ «πένητα» ἄνδρα ποὺ θὰ γινόταν ὁ ἐκλεκτὸς του Θεοῦ, καθώς καὶ γιὰ το βασιλιά ποῦ βρισκόταν ἕν ὑπνώσει σε ἕνα μυστικό τόπο καὶ θὰ σηκωνόταν κάποτε γιὰ νὰ ἀποκαταστήσει την τιμή του λαοῦ του. Η τελευταία μάλιστα πέρασε καὶ στη Δύση, με πρωταγωνιστές ὁρισμένους ἀπὸ τους σημαντικότερους ἡγεμόνες της Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπως τον Καρλομάγνο, το Φρειδερίκο Μπαρμπαρόσσα καὶ ἄλλους.

Η συνέχεια της Ἀποκάλυψης εἶναι ἡ ἀκόλουθη: Ἀφοῦ κατατροπώσει τους Ἱσμαηλίτες- Ἄραβες (τὴ θέση τῶν ὁποίων θὰ πάρουν στὶς μεταγενέστερες καὶ ἀναθεωρημένες προφητεῖες οἱ Τοῦρκοι, ὁ νέος θανάσιμος ἰσλαμικός κίνδυνος), ὁ αὐτοκράτορας θὰ ἐγκαινιάσει μία ἐποχῆ παγκόσμιας εἰρήνης καὶ εὐημερίας. Λίγο πρὶν το τέλος αἰτῆς της περιόδου, τα «ρυπαρά ἔθνη» του Γωγ καὶ του Μαγῶγ θὰ βγοῦν ἀπὸ τις «Πύλες του Βορρᾶ», ὁπού τα εἶχε κλείσει σύμφωνα με την παράδοση ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος, γιὰ νὰ ἐξουδετερωθοῦν τελικά ἀπὸ τον ἄγγελο του Θεοῦ. Στή συνέχεια ὁ αὐτοκράτορας θὰ μεταβεῖ στὴν Ἱερουσαλήμ καὶ θὰ ἐναποθέσει το στέμμα του πάνω στὸν Τίμιο Σταυρό ποὺ βρίσκεται στὸ Γολγοθᾶ, σὰν ἀπόδειξη πῶς κάθε ἐπίγεια βασιλεία θὰ λάβει τέλος. Αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῶν «ἔσχατων χρόνων» ποὺ θὰ περιλαμβάνουν την κυριαρχία του Ἀντίχριστου, τὴ συντριβή του καὶ τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστοῦ.

Ἕνας «μαρμαρωμένος» βασιλιάς ἀπέναντι στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες!

Ἕνα ἄλλο προφητικό κείμενο πού σχετίζεται ἄμεσα με τον θρῦλο του μαρμαρωμένου βασιλιά, ὁ χρησμός της Τιμπουρτίνας Σίβυλλας, ἀπηχεῖ ἀκόμα παλαιότερες καταστάσεις, ἀφοῦ σε αὐτὸ οἱ ἐχθροὶ ποὺ θὰ κατατροπώνονταν ἀπὸ τον τελευταῖο Ρωμαῖο αὐτοκράτορα δὲν εἶναι οἱ Ἰσμαηλῖτες, ἀλλὰ οἱ «παγανιστές». Ὁ ἀναμενόμενος αὐτοκράτορας, το ὄνομα του ὁποίου θὰ ἦταν Κώνστας, θὰ κατέστρεφε τις πόλεις καὶ τους ναούς τῶν Ἐθνικῶν, θὰ τους βάφτιζε στὸ ὄνομα του Χριστοῦ καὶ σε κάθε ναό θὰ τοποθετοῦσε τον Σταυρό. Ὅποιος ἀρνοῦνταν νὰ ἀποδώσει τιμές στὸ Σταυρό του Κυρίου θὰ τιμωροῦνταν με θάνατο. Η βασιλεία του θὰ ἀποτελοῦσε μία χρυσή ἐποχῆ γιὰ την ἀνθρωπότητα καὶ θὰ διαρκοῦσε 112 χρόνια. Κατά τις ἔσχατες μέρες ὁ αὐτοκράτορας θὰ νικοῦσε τους λαούς του Γωγ καὶ του Μαγώγ, θὰ πήγαινε στὴν Ἱερουσαλήμ ὅπου θὰ παρέδιδε τὴ βασιλεία του στὸ Θεό καὶ τότε θὰ ξεκινοῦσε ἡ ἐποχῆ του Ἀντίχριστου.

ὁ Μεσσίας τῶν Ἰουδαίων

Οἱ βυζαντινές λοιπόν Ἀποκαλύψεις δὲν ἐνδιαφέρονταν μόνο γιὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία καὶ την Οὐράνια Βασιλεία. Ἀνησυχοῦσαν παράλληλα γιὰ την τύχη της αὐτοκρατορίας καὶ ἀνέμεναν ἕναν ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος θὰ νικοῦσε ὁριστικά τους ἐχθροὺς ποὺ την ἀπειλοῦσαν καὶ θὰ ἔφερνε μία χρυσή ἐποχῆ ἐπὶ γῆς, λίγο πρὶν το Τέλος του Κόσμου. Με λίγα λόγια ἀνέμεναν ἕναν κοσμικό Μεσσία πρὶν τὴ Δευτέρα Παρουσία του πνευματικοῦ Μεσσία-Χριστοῦ.

Η προέλευση αὐτῆς της δοξασίας ἐντοπίζεται στὶς ἰουδαϊκές ρίζες του χριστιανισμοῦ. Συγκεκριμένα, στὴν ὕστερη ἰουδαϊκή φιλολογία παρατηροῦνταν ἔντονοι διαξιφισμοί σχετικά με τὴ μορφή του Μεσσία, καθώς ἄλλες πηγές τον παρουσίαζαν σὰν κοσμικό ἡγέτη καὶ λυτρωτή του ἑβραϊκοῦ ἔθνους καὶ ἄλλες σὰν ὑπερβατικό λυτρωτή ὅλης της ἀνθρωπότητας. Ὁρισμένοι συγγραφεῖς ἀπόκρυφων κειμένων (Εσδρας Δ’, Βαρούχ Β’), συνδυάζοντας τις δύο ἐκδοχὲς, προφήτευαν ἀρχικὰ την ἔλευση ἑνὸς ἐθνικοῦ Μεσσία ποὺ θὰ κατατρόπωνε τους ἐχθρούς καὶ θὰ ἐγκαινίαζε μία χρυσή ἐποχῆ γιὰ το Ἰσραήλ. Η τελική μάχη θὰ δινόταν με τους Γωγ καὶ Μαγώγ καὶ θὰ ἐπακολουθοῦσε η παγκόσμια βασιλεία του Γιαχβέ.

Ο Χριστιανισμός υἱοθέτησε ἐξ ἀρχῆς την ἐκδοχὴ του Μεσσία ὡς ὑπερβατικοῦ σωτῆρα ὅλης της ἀνθρωπότητας, δημιουργῶντας παράλληλα καὶ ἕναν τελικό ἐχθρὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ νικήσει ὁ Χριστός, ὥστε νὰ ἐγκαινιάσει την ἐποχὴ της οὐράνιας βασιλείας: τον Ἀντίχριστο. Κάποιοι χριστιανικοί κύκλοι ὡστόσο δὲν μποροῦσαν νὰ ἀποκοποῦν ἀπὸ την παράδοση γιὰ την ἐπίγεια βασιλεία ἑνὸς κοσμικοῦ Μεσσία. Ἔτσι, σύμφωνα με την Ἀποκάλυψη του Ἰωάννη (Κ’, 1-15), μετά τὴ συντριβή του Ἀντίχριστου θὰ ὑπάρξει μία χιλιετής βασιλεία του Χριστοῦ καὶ τῶν Δικαίων στὴ γῆ. Στὸ τέλος αὐτῆς της περιόδου θὰ γίνει ἡ σύγκρουση με τον Γωγ και τον Μαγώγ καὶ θὰ ἀκολουθήσει ἡ Τελική Κρίση.

Μπορεῖ ἡ ἐπίσημη Ἐκκλησία νὰ θεώρησε το συγκεκριμένο ἀπόσπασμα σὰν δικηγορικό (ποὺ ὑποτίθεται ὅτι συμβόλιζε την πνευματική βασιλεία του Χριστοῦ στὶς καρδιές τῶν πιστῶν, στὸ διάστημα μεταξύ της πρώτης καὶ της δεύτερης ἔλευσής του) καὶ νὰ ἀποκήρυξε σὰν πλάνη την πίστη σε ἕνα γήινο «Παράδεισο» ποὺ θὰ προηγηθεῖ του ἐπουράνιου, ἡ ἰδέα αὐτή ὅμως δὲν ἔσβησε. Η μεταστροφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ ἡ καθιέρωση του χριστιανισμοῦ ὡς ἐπίσημης θρησκείας, συνετέλεσαν ὥστε ἡ ρωμαϊκή αὐτοκρατορία νὰ θεωρηθεῖ σὰν προστάτης τῶν Χριστιανῶν, σὰν το 4Ο καὶ τελευταῖο βασίλειο του ὁράματος του προφήτη Δανιήλ ποὺ ἔμελλε νὰ διαρκέσει μέχρι τις ἔσχατες μέρες. Στὸ πλαίσιο αὐτὸ ἡ μορφή του μελλοντικοῦ τελευταίου αὐτοκράτορα τῶν Ρωμαίων, με τον ὁποῖο θὰ τερμάτιζε κάθε ἐπίγεια βασιλεία, μυθοποιήθηκε καὶ ἔλαβε τα χαρακτηριστικά του κοσμικοῦ Μεσσία της ἰουδαϊκῆς καὶ πρωτοχριστιανικής παράδοσης.

Mε το πέρασμα τῶν αἰώνων καὶ συνεχῶς μετασχηματιζόμενος ὥστε νὰ ἀνταποκρίνεται στὶς συνθῆκες της ἑκάστοτε ἐποχῆς, ὁ μῦθος αὐτὸς διατήρησε τὴ θρησκευτική του ἀπόχρωση (ποὺ ἀντανακλᾶται στὴν προσδοκία γιὰ την «ἀναλαμπὴ της Ὀρθοδοξίας»), ἀποκτῶντας παράλληλα ἐκ νέου ἐθνικὴ σημασία, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴ νεοελληνική παράδοση γιὰ το μαρμαρωμένο βασιλιά.



Παρασκευή 26 Μαΐου 2023

Ὁ θεός του ἔρωτα κατά τους Ἀρχαίους Φιλοσόφους

 Ὁ θεός του ἔρωτα κατά τους Ἀρχαίους Φιλοσόφους



Ἕξι Ἀρχαῖοι Ἕλληνες φιλόσοφοι καὶ διανοητές κλήθηκαν στὸ Συμπόσιο του Πλάτωνα νὰ ἐκφράσουν την ἄποψη τους γιὰ το θεό Ἔρωτα καὶ τον ἔρωτα σὰν κατάσταση καὶ συναίσθημα στὴν ἐποχῆ τους.

.

Ὁ θεός του ἔρωτα κατά τους Ἀρχαίους Φιλοσόφους

Ὁ θεός Ἔρωτας εἶναι ὁ πρῶτος θεός ποὺ φανερώθηκε στὴν ἱστορική πορεία του ἀνθρώπινου γένους, εἰπέ ὁ Φαῖδρος, ἐπικαλούμενος τον Ἡσίοδο: «μετά το Χάος, δύο τούτῳ γενέσθαι, Γῆν τε καὶ Ἔρωτα». Ὄχι μόνον ὁ πρεσβύτερος, ἀλλὰ κι ὁ πιὸ μεγάλος καὶ θαυμαστός:

Γιατί μέγας καὶ θαυμαστός; Ἐπειδή την ὀμορφιά καὶ την ποιότητα της ζωῆς τίποτε ἄλλο δὲν μπορεῖ νὰ ἐξασφαλίσει, οὔτε η συγγένεια, οὔτε τα δημόσια ἀξιώματα, οὔτε ὁ πλοῦτος, ὅπως ὁ ἔρωτας. Καὶ τοῦτο, γιατί αὐτὸς, καὶ μόνον αὐτὸς, μας κάνει νὰ ντρεπόμαστε γιὰ τ” ἄσχημα καὶ μας παρακινεῖ, φιλοτιμῶντας μας, γιὰ τα ὡραία:

«Δὲν εἶναι ἕνας καὶ μοναδικός ὁ ἔρωτας», του ἀντιπαρατήρησε ὁ Παυσανίας. «Εἶναι δύο: ὁ πάνδημος καὶ ὁ οὐράνιος. Γι” αὐτὸ πρέπει νὰ διευκρινίζουμε κάθε φορά, σε ποιόν ἀπὸ τους δύο ἀναφερόμαστε.»

Ἄξιος ἐγκωμιασμοῦ εἶναι ὁ οὐράνιος, ἐκεῖνος δηλαδή ὁ ἔρωτας ποῦ παρακινεῖ τους ἀνθρώπους νὰ ἐρωτεύονται με ὄμορφό καὶ καλλιεργημένο τρόπο. Ο ἔρωτας της πάνδημης Ἀφροδίτης ἁρπάζει ὁτιδήποτε κι ἄν τύχει στὸ δρόμο του. Εἶναι ὁ ἔρωτας τὠν φαύλων, ποὺ ποθοῦν μόνο τα σώματα, δίχως νὰ νοιάζονται γιὰ την ψυχή τους καὶ γιὰ την ὀμορφιά της συμπεριφοράς:

Ὁ ἔρωτας εἶναι ἡ ἕλξη τῶν ἀντιθέτων ποὺ ἐναρμονίζονται ὅπως ἡ μελωδική μουσική σύνθεση, εἶπε ὁ Ἐρυξίμαχος.

Ἀκολούθησε ὁ Ἀριστοφάνης καὶ ἀναφέρθηκε σ” ἕνα χαριτωμένο παραμύθι. Εἶπε δηλαδή πῶς ὁ θεός κάποτε ἀποφάσισε νὰ τιμωρήσει τους ἀνθρώπους γιὰ την ἀλαζονεία τους.

Στὰ μακρινά ἐκεῖνα χρόνια ἡ ἀνθρώπινη μορφή ἦταν διπλή, σε σύγκριση με αὐτὴν ποὺ ξέρουμε. Τιμωρῶντας τους ἀνθρώπους ἐκείνης της ἐποχῆς, ὁ θεός τους χώρισε ἐγκάρσια σε δύο, ἔτσι ὅπως εἶναι πιὰ γνωστή ἡ μορφή μας. Κι ἀπὸ τότε καθένας ψάχνει νὰ βρεῖ το χαμένο ταίρι του.

Ἑπομένως ὁ ἔρωτας εἶναι ἡ ἀκατανίκητη ροπή γιὰ την ἐπανασύνδεση στὴν ἀρχικὴ ἑνότητα καὶ ὁλοκλήρωση του ἤδη διχασμένου ἀνθρώπου. Ἐρωτευόμαστε γιατί ποθοῦμε νὰ ξαναβροῦμε τὴ χαμένη μας ἑνότητα, γιατί νοσταλγοῦμε, δηλαδή, την παλιά μας ὁλοκληρωμένη φύση.

Με ποιητική ἐξάρσει ὁ Ἀγαθῶν ἀντέκρουσε το Φαῖδρο, πού εἶχε ἀποκαλέσει τον Ἔρωτά πρεσβύτερο ἀπὸ ὅλους τους θεούς. Αὐτὸς μόνο με τα νιάτα συναναστρέφεται κι εἶναι ὁ ἴδιος πάντα νέος:

Κι ὅποιος τον συναπαντήσει, ἔ, τότε πιά καταλαμβάνεται ἀπὸ ποιητικό οἶστρο ἀκόμη κι ἄν προηγουμένως δὲν εἶχε καμιά μουσική καλλιέργεια. Μὰ το πιὸ σημαντικό στὸν ἔρωτα εἶναι πῶς μας ἀπελευθερώνει ἀπὸ τὴ μοναξιά καὶ την ἀλλοτριότητα ποὺ μας τυραννοῦσε προηγουμένως καὶ γεμίζει την ψυχή μας με την πιὸ εὐτυχισμένη ἐπικοινωνία.

Σωκράτης: Ὁ ἔρωτας εἶναι ἀναβάσῃ ἀπὸ τον κόσμο τῶν θνητῶν

Τελευταῖος μίλησε ὁ Σωκράτης, ἐπικαλούμενος ὅσα του εἶχε ἐκμυστηρευτεῖ μία ἑτέρα, ἡ Διοτίμα: ὁ ἔρωτας εἶναι ἡ ἀναβάσῃ του ἀνθρώπου ἀπὸ τον κόσμο τῶν θνητῶν στὸν ἐνδιάμεσο κόσμο ποὺ τον χωρίζει ἀπὸ ἐκεῖνον τῶν ἀθάνατων θεῶν.

Δαίμονας εἶναι ὁ ἔρωτας. Γιατί οἱ δαίμονες μετέχουν στὴ θνητή φύση τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ με στοιχεῖα ἀπὸ τὴ θεϊκή ἀθανασία. Καὶ μόνον οἱ δαίμονες μποροῦν νὰ ἀνεβάσουν τους ἀνθρώπους σ” ἐκεῖνα τα σκαλοπάτια, ἀπὸ τα ὁποία εἶναι πιὰ ἐφικτή κάποια ἐπικοινωνία ἀνάμεσα τους καὶ στοὺς θεούς:

Ὁ ἔρωτας, ποὺ σ” ὅλα του εἶναι μέγιστος καὶ πολυμήχανος, μπορεῖ νὰ προσδιοριστεῖ με δύο λέξεις, ὡς ἡ ἐπιθυμία πού τρέφουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ κάθε τί το καλό, ὥστε νὰ “ναί εὐτυχισμένοι:

Κάθε ἄνθρωπος ἔχει μέσα του το σπέρμα του καλοῦ σε ἀδράνεια. Ὁ ἔρωτας εἶναι πού το ἐνεργοποιεῖ, προκαλεῖ τη γονιμοποίηση, την κυοφορία καὶ τὴ γέννηση του καλοῦ. Ὁ ἔρωτας λοιπόν εἶναι μία ἀπὸ τις πιὸ θαυμαστές κατακτήσεις του ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ.

Ξεκίνησε, στὰ ἀπροσδιόριστα βάθη της ἱστορίας του ἀνθρώπινου γένους, σὰν ἁπλὸ καὶ ἀνεπίγνωτο ὁρμέμφυτο – το ἔνστικτο γιὰ την ἀναπαραγωγή καὶ τὴ διατήρηση του εἴδους.

Στή συνέχεια ἀνέβηκε στὸ πρῶτο σκαλοπάτι – της αἰσθησιακῆς ἡδονῆς. Μετά προχώρησε ἕνα βῆμα πιό πάνω, στὸ σκαλοπάτι της αἰσθητικῆς ἕλξης καὶ τελείωσης.

Ἀπ” ἐκεῖ ὁ ἔρωτας κορυφώθηκε στὴν ὄντως πολλαπλή ὁλοκλήρωση καὶ στὴν τελείωση της ἀνθρώπινης προσωπικότητας: συναισθηματική συγκίνηση, αὐθόρμητη ἔφεσή γιὰ προσφορά, δίχως ὑπολογισμούς, φλόγα γιὰ δημιουργία, ἀσυγκράτητη ὁρμὴ νὰ ἀναπτύξει ὁ ἐρωτευμένος ὅλες τις διανοητικές του ἱκανότητες, νὰ δείξει τον καλύτερο ἑαυτὸ του. Ὄχι μόνο νὰ φαίνεται, μὰ νὰ γίνει καὶ νὰ εἶναι πραγματικά καλύτερος,

Ἔτσι ὑψιπετής , καθώς ἀνοίγει τα φτερά του, ὁ ἔρωτας εἶναι εὐαίσθητος στὶς μικρότητες καὶ εὔθραυστος. Σὰν το κυκλάμινο τ” Ἀπρίλη. Φυτρώνει, δίχως νὰ το περιμένεις. Ἐκεῖ ποὺ δὲν το προσδοκᾶς, θάλλει κι εὐωδιάζει στ” ἀγιάζι , δίχως πολλές ἀπαιτήσεις. Κι ὅμως, τόσο εὔκολα μαραίνεται. Χάνεται, γίνεται ρουτῖνα κουραστική. Ὅμοια ἀπροσδόκητα, ὅπως εἶχε ἔρθει.

Ὁ ἔρωτας στὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα ἀπασχόλησε φιλοσόφους, ποιητές καὶ καλλιτέχνες ὡστόσο ἡ θεμελίωση της οὐσίας του ἔρωτα παρέμεινε ἕνα δυσεπίλυτο αἴνιγμα γιὰ ὅλους, ἀκόμα καὶ σήμερα.






Τετάρτη 24 Μαΐου 2023

Οἱ ΚΑΛΟΓΕΡΟΙ ΠΑΡΕΔΩΣΑΝ ΣΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΔΙΟΤΙ ΕΙΧΕ ΑΡΧΙΣΕΙ Ἡ ΕΠΑΝΕΛΛΗΝΙΣΗ






Εἶναι γνωστόν, πὼς κατὰ τὴν Ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης, οἱ ρασοφόροι λειτούργησαν ὡς πέμπτη φάλαγγα, καλλιεργῶντας εἴτε κλίμα ἡττοπάθειας -ἀντιτιθέμενοι στὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν- λέγοντας πὼς «εἶναι θέλημα Θεοῦ ἡ Πόλη νὰ τουρκέψει», εἴτε ἐρχόμενοι καὶ σὲ ἀπευθείας συνομιλίες μὲ τοὺς Ὀθωμανούς.



Τίς προδοσίες τῶν ρασοφόρων, προσπαθεῖ μέχρι καὶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία νὰ καλύψει μὲ τὸ παραμυθάκι τῆς ξεχασμένης Κερκόπορτας (λὲς καὶ ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ ἁπλῆ πόρτα ποὺ ἔκλεινε μὲ ἕνα ἁπλὸ πόμολο ποὺ δὲν ἀσφάλισε καλά).




Βεβαίως, γιὰ νὰ εἴμαστε ἀκριβοδίκαιοι, ἀκόμη κι ἂν παρακάμψουμε τὸ γεγονός, πὼς τοὐλάχιστον 30.000 ρασοφόροι «πέρδονταν κι ἔθρεφαν πρωκτό» (κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Δημήτρη Λιαντίνη) στὰ πάμπολλα μοναστήρια καὶ τίς ἐκκλησιὲς τῆς περιοχῆς τῆς Κωνσταντινούπολης (μόνο ἐντὸς τῆς πόλεως ὑπῆρχαν, ὅπως λέγεται, 300 μοναστήρια μὲ 10.000 καλόγερους, ἐνῶ διάφορες ἀναφορὲς καὶ ἐκτιμήσεις ἀνεβάζουν τὸν συνολικὸ ἀριθμὸ ἕως καὶ 300.000), ὅταν τὴν ἴδια στιγμή, τὴν ἄμυνα τῆς πόλης προσπαθοῦσαν νὰ κρατήσουν μετὰ βίας 10.000 ἄνδρες, ἀπέναντι στοὺς 150.000 περίπου


Ὀθωμανοὺς πολιορκητές, δὲν θὰ πρέπει νὰ ἀγνοήσουμε καὶ νὰ παραγνωρίσουμε τὸ γεγονὸς πὼς στὸ πλάϊ των ρασοφόρων αὐτῶν συντάχθηκαν καὶ πολλοὶ κοσμικοί, ποὺ βλέποντας τὸ τέλος νὰ πλησιάζει προσπάθησαν νὰ περισώσουν ὅτι μποροῦσαν.




Ἡ Κερκόπορτα -ποὺ ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι χρησιμοποιοῦνταν κυρίως ἀπὸ μοναχούς-, ὅτι κι ἂν συνέβῃ, δὲν ἀπέφερε τὸ ἀποφασιστικὸ πλῆγμα στὴν ἤδη παραπαίουσα Κωνσταντινούπολη.


Στὴν πραγματικότητα ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία εἶχε πάψει ἐκ τῶν πραγμάτων νὰ ὑφίσταται, ἀρκετὰ χρόνια πρίν, καὶ εἶχε περιοριστεῖ στὴν περιοχὴ τῆς Κωνσταντινούπολης.


Οἱ Ὀθωμανοὶ εἶχαν ἤδη κατακυριεύσει τὴν ἄλλοτε κραταιὰ αὐτοκρατορία καὶ τὸ μόνο ποὺ ἔμενε ἦταν ἡ χαριστικὴ βολή· τὸ κερασάκι στὴν τούρτα: Ἡ τυπικὴ κατάληψη τῆς πρωτεύουσας.


Καὶ λέμε τυπική, γιατί οὐσιαστικὰ ἡ Κωνσταντινούπολη εἶχε ὑποταχθεῖ, ὅταν πλήρωνε φόρο ὑποτέλειας στὸν Σουλτᾶνο. Ἡ Κωνσταντινούπολη ἔπαψε νὰ ἔχει τὸν ἔλεγχο τῶν Στενῶν, ἀπ' τὴν στιγμὴ ποὺ οἱ Τοῦρκοι εὐθαρσῶς ἔχτισαν δίπλα στὴν Πόλη, στὸν Βόσπορο, τὸ κάστρο «Ρούμελη Χισὰρ» καὶ φορολογοῦσαν τὰ διερχόμενα πλοῖα.




Ἡ Κερκόπορτα (ποὺ παρεμπιπτόντως, δὲν μνημονεύεται οὔτε στὸ χρονικό του Φραντζή, οὔτε τοῦ Μπαρμπάρο), εἴτε «ξεχάστηκε» ἀνοικτή, εἴτε -τὸ πιθανότερον- τὴν ἄνοιξαν κάποιοι ἀπὸ μέσα, δὲν συνέβαλε ἀποφασιστικὰ στὴν κατάληψη τῆς πόλης.


Ἄλλωστε οἱ Τοῦρκοι εἶχαν ἤδη σκαρφαλώσει στὰ μισογκρεμισμένα τείχη καὶ εἰσέβαλαν στὴν πόλη.
Ἐπέφερε ὅμως ἕνα ἄλλο πλῆγμα: Συνέβαλε στὸν ἐγκλωβισμὸ καὶ στὴν παρεμπόδιση διαφυγῆς τῶν ἀλλοφρονούντων κατοίκων.


Ὄχι ὅλων βέβαια, γιατί πολλοί -καὶ κυρίως οἱ ἀνθενωτικοί- κλειστήκαν στὶς ἐκκλησιὲς καὶ τὸ ἄβουλο καὶ φανατισμένο θρησκευτικὰ πλῆθος ἔψελνε μοιρολατρικὰ «Κύριε ἐλέησον» καὶ περίμενε βοήθεια ἀπ' τον ...;οὐρανό. Τὸ ἄνοιγμα τῆς Κερκόπορτας ὅμως, ἐξυπηρετοῦσε ἕναν πολὺ πιὸ οὐσιαστικὸ σκοπό.


Τὸ Κοράνι προβλέπει τὴν προστασία τῶν «ἀπίστων» κατοίκων μιᾶς πόλης ποὺ παραδίδονται οἰκειοθελῶς. Ἐκεῖ λοιπὸν θὰ πρέπει νὰ ἀναζητηθοῦν τὰ βασικὰ κίνητρα αὐτῶν ποὺ ἄνοιξαν τὴν Κερκόπορτα, εἴτε ρασοφόρων, εἴτε κοσμικῶν, εἴτε καὶ τῶν δυὸ μαζί.


Δὲν εἶναι ἄλλωστε τυχαῖο πὼς ἡ περιοχὴ ὅπου βρίσκονταν ἡ Κερκόπορτα -ὅπως καὶ ἀρκετὲς ἀκόμη- δὲν πειράχτηκε ἀπ' τοὺς Τούρκους.




Τὰ παραπάνω ἐνισχύει κι ἕνα ἔγγραφο ποὺ φέρει τὸν τίτλο «Ἡ πτῶσις τῆς Κωνσταντινουπόλεως» καὶ τὸ ὁποῖο συνέταξε ἡ Θεοδώρα Φραντζή, κόρη τοῦ πρωτοβεστιάριου τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, Γεωργίου Φραντζή.


Ἡ Θεοδώρα Φραντζὴ ἦταν σύζυγος τοῦ στρατιωτικοῦ σύμβολου τοῦ αὐτοκράτορα, Ἐδουάρδου Ντὲ Ριστόν. Τὸ ἔγγραφο ἐκδόθηκε στὴν Ἀγγλία τὸ 1454, ὅπου εἶχαν καταφύγει καὶ οἱ δύο μετὰ τὴν Ἅλωση.


Στὸ ἔγγραφο αὐτό, περιγράφεται, μεταξὺ ἄλλων καὶ μιὰ περίπτωση συνδιαλλαγῆς ρασοφόρων καὶ κοσμικῶν μὲ τὸν ἐκπρόσωπο τοῦ Μωάμεθ Β' τοῦ Πορθητῆ, Ρεσὶτ Πασᾶ τῆς Ἀνδριανούπολης, λίγες ἡμέρες πρὶν τὴν κατάληψη τῆς πόλης.


Οἱ συναντήσεις γινόταν -κρυφὰ καὶ νύχτα φυσικά- στὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Εὐθυμίας καὶ κατὰ τύχην ὑπέπεσαν στὴν ἀντίληψη τοῦ Ἐδουάρδου Ντὲ Ριστόν. Ἀπὸ πλευρὰς τῶν ρασοφόρων, στὶς διαπραγματεύσεις αὐτὲς ἔλαβε μέρος ὁ ἱεροκήρυκας τῆς Ἁγίας Σοφίας, Ἰωάσαφ, κι ἀπὸ πλευρᾶς τῶν κοσμικῶν ὁ Μέγας Δούκας Λεόντιος καὶ ὁ ἀρχιναύαρχος Νεόφυτος.




Παρατίθεται ὁ διάλογος μεταξὺ τῶν δωσίλογων καὶ τοῦ Ρεσὶτ Πασᾶ, ἔτσι ὅπως διασώθηκε καὶ δημοσιεύθηκε («Δαυλός», Μάρτιος 1993):



Μέγας Δούκας Λεόντιος: Πρέπει νὰ εἴμαστε ἐξασφαλισμένοι ἀπ' ὅλες τίς πλευρὲς πασᾶ μου.
Ἐσεῖς ζητᾶτε ὅρκους, ἐνέχυρα κι ὁμήρους, χωρὶς νὰ προσφέρετε τίποτε.





Ρεσὶτ Πασᾶς: Ὁ ἀρχηγὸς τῶν πιστῶν, ὁ Μωάμεθ, ὅσο ἐξαρτᾷται ἀπ' αὐτόν, ἐπιθυμεῖ νὰ μὴν χυθεῖ τὸ αἷμα τῶν ὑπηκόων του, καθὼς καὶ τῶν Ναζωραίων, γιατί ἔτσι μᾶς προστάζουν τὰ ἱερά μας βιβλία ποὺ γράφουν: «Αἰχμαλωσία στοὺς ἄπιστους καὶ θάνατος στοὺς ἀποστάτες». Μὲ ἔστειλε λοιπὸν νὰ συνθηκολογήσουμε μαζί σας, ὄχι γιατί ἀμφιβάλλει πὼς ὁ Ἀλλὰχ θὰ τοῦ παραδώσει τὴν Κωνσταντινούπολη, ἀλλὰ γιατί θέλει νὰ χαθοῦν ὅσο γίνεται λιγότεροι ἄνθρωποι γιὰ τὴν ἀπόκτησή της.



Ἰωάσαφ: Αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνει! Νὰ πεῖς ὅμως στὸν σουλτᾶνο σου, ὅτι ἂν θεωρεῖ ὅτι μπορεῖ νὰ καταλάβει τὴν πόλη πολεμῶντας, κάνει λάθος.
Θὰ πρέπει νὰ ρίξει στὴν μάχη ὅλον τὸν στρατό του κι ὁλάκερο τὸ πυροβολικό. Καὶ τότε πάλι, μὰ τοὺς Ἅγιους Ἀναργύρους, δὲν εἶναι σίγουρο πὼς θὰ νικήσει.




Ρεσὶτ Πασᾶς: Σας ἀκούω λοιπόν. Πέστε μας τίς προτάσεις σας.


Ιωάσαφ: Δὲν εἶναι καθόλου δύσκολο νὰ θυμηθεῖτε ὅσα θ' ἀκούσετε καὶ νὰ τὰ πεῖτε στὸν ἀφέντη σας. Πρῶτον, οἱ δέκα κυριότερες ἐκκλησίες καὶ ἡ Ἁγία Σοφία νὰ μείνουν στοὺς χριστιανούς, καθὼς καὶ ὅλα τὰ μοναστήρια μὲ τίς περιουσίες καὶ τὰ εἰσοδήματά τους.


Δεύτερον, ζητοῦμε ἐγγυήσεις ζωῆς, προσώπων, ἰδιοκτησίας, οἰκιῶν, γαιῶν, ὑπηρεσιῶν καὶ ὅλων ἐκείνων, τὰ ὀνόματα τῶν ὁποίων ἀναφέρονται μέσα σ' αὐτὸ τὸ ἔγγραφο ποὺ σᾶς παραδίδω.
Καὶ τρίτον, οἱ χριστιανοὶ ποὺ θὰ σωθοῦν, νὰ μὴν ὑποχρεωθοῦν ν' ἀλλάξουν τρόπο ντυσίματος καὶ νὰ ἔχουν δικαίωμα νὰ καβαλάνε σὲ ἄλογο. Ἐπίσης νὰ μὴν καταπιέζονται θρησκευτικά.




Οἱ συναντήσεις αὐτὲς γνωστοποιήθηκαν στὸν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο, ἀλλὰ ἀποφάσισε νὰ μὴν τοὺς συλλάβει, μέχρι νὰ μάθει τὴν ἀπάντηση τοῦ Μωάμεθ Β'. Στὴν ἑπόμενη συνάντηση, τὸν λόγο πῆρε πρῶτος ὁ Ρεσὶτ Πασᾶς:




Ρεσὶτ Πασᾶς: Σας ἀναγγέλλουμε, ὅτι σύμφωνα μὲ ὅσα εἴπαμε στὴν τελευταία μας συνάντηση, οἱ σύντροφοί μου κι ἐγὼ ἤρθαμε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν σεβαστό μας σουλτᾶνο στὴν Ἀνδριανούπολη ...;


Ἰωάσαφ: Ἐλπίζω ὅτι ἡ ἀπάντηση τοῦ σουλτάνου θὰ εἶναι εὐχάριστη γιὰ ὅλους. Ὁ κίνδυνος αὐτῶν τῶν συναντήσεων, εἶναι πολὺ μεγάλος γιὰ ἐμᾶς. Ἐσεῖς δὲν ἔχετε νὰ φοβηθεῖτε τίποτε.
Κι ἂν ἡ διαπραγμάτευση ἀποτύχει, ἐμεῖς θὰ ἔχουμε πάντα τὸν φόβο, μήπως καὶ μαθευτοῦν αὐτὰ ποὺ συζητᾶμε, ἐνῶ ἐσεῖς θὰ πάρετε ἀμοιβὴ ἀπὸ τὸν κύριό σας, γι' αὐτήν σας τὴν ἀποστολή.


Ρεσὶτ Πασᾶς: Οἱ ὅροι τοῦ σουλτάνου εἶναι εὐνοϊκοὶ γιὰ ὅλους, ἐκτὸς κι ἄν, παρὰ τὴν ἀπελπιστική σας θέση, φανεῖτε ἄνθρωποι παράλογοι.



Ἰωάσαφ: Ἡ θέση μας βρίσκεται στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Καὶ δὲν ἤρθαμε ἐδῶ γιὰ ν' ἀκούσουμε ἀπειλές. Προχώρα σὲ παρακαλῶ στὴν ἀπάντηση.
Ἔχε ὅμως ὑπόψιν σου, ὅτι ὅποιες κι ἂν εἶναι οἱ συνέπειες αὐτῶν τῶν νυχτερινῶν μας συναντήσεων, εἶναι ἡ τελευταία φορὰ ποὺ μαζευόμαστε ἐδῶ.


Ρεσὶτ Πασᾶς: Γιὰ τὴν πρώτη πρόταση, δηλαδὴ γιὰ τίς δέκα ἐκκλησιὲς καὶ τὰ μοναστήρια, καθὼς καὶ γιὰ τίς ἐκκλησιαστικὲς περιουσίες, ὁ σουλτᾶνος λέει «ναί», σας τὰ παραχωρεῖ. Γιὰ τὴν δεύτερη, λέει «ναί»· σὰν ἐγγύηση ὁρκίζεται στὸν ἅγιο μᾶς νόμο. Γιὰ τὴν τρίτη, λέει «μερικῶς ναί», γιατί οἱ μουφτῆδες δὲν συμφωνοῦν νὰ ἱππεύουν οἱ χριστιανοὶ σὲ ἄλογα. Διέταξε νὰ ἐξαιρεθοῦν αὐτοὶ ποὺ θὰ τοῦ παραδώσουν τὴν πόλη.



Μὲ τὸ τέλος τῆς συνάντησης, συνελήφθησαν ὅλοι οἱ συνωμότες καὶ ὁδηγήθηκαν στὸν αὐτοκράτορα. Ὁ ἀρχηγὸς τῆς συνωμοσίας, Ἰωάσαφ, ὄχι μόνο δὲν ἀρνήθηκε τὴν ἐνοχή του, ἀλλὰ καυχήθηκε γιὰ τὴν προδοσία του, αἰτιολογῶντας τὴν πὼς προτίμησε νὰ σώσει τὴν Ἐκκλησία «ἀπ' τοὺς Ἄζυμους (Καθολικοὺς) καὶ τὴν βδελυρὰ ἕνωση», ἀκόμη κι ἂν γι' αὐτὸ θὰ ἔπρεπε νὰ βάλει «τέλος στὴν ὕπαρξη αὐτῆς τῆς αὐτοκρατορίας».



Θεωρῶντας ὅτι ἡ πτώση καὶ κατάκτηση τῆς Πόλης εἶναι μοιραία κι ἀναπόφευκτη, λέει καταλήγοντας: «Τί χρειάζονται λοιπὸν οἱ ὑπεκφυγές; Ὅτι εἶναι νὰ γίνει, ἂς γίνει».




Ὁ Παλαιολόγος του ἀπάντησε, ἐπικαλούμενος τὴν προδοσία τοῦ Ἰούδα: «Ἀφοῦ ἦταν θέλημα Θεοῦ, νὰ σταυρωθεῖ ἡ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, τότε καλὰ ἔκανε ὁ Ἰσκαριώτης καὶ τὸν πρόδωσε. Ἄρα σὲ ἐρωτῶ: Ὁ Ἰούδας εἶναι συγχωρητέος;».



Ὁ Ἰωάσαφ, μπροστὰ σ' αὐτὸ τὸ ἐπιχείρημα, προτίμησε νὰ ἀπαντήσει μὲ τὴν γνωστὴ ξύλινη καὶ ὑπεκφεύγουσα ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα, λέγοντας: «Πεθαίνω, μαχόμενος κατὰ τῆς ἕνωσης τῶν Ἐκκλησιῶν. Σήμερα μὲ κρίνεις ἐσύ. Αὔριο ὁ Θεὸς θὰ δικάσει ἐσένα».



Φτάνουμε λοιπὸν στὶς μέρες, ὅπου ἡ Ἐκκλησία, ἐντελῶς ὑποκριτικὰ καὶ μὲ θράσος χιλίων καρδιναλίων κι ἄλλων τόσων πιθήκων, «θρηνεῖ» τὸν «μαρμαρωμένο βασιλιᾶ» ποὺ κάποτε θ' ἀναστηθεῖ καὶ θὰ ξαναπάρει τὴν Πόλη ποὺ οἱ ἴδιοι οἱ ρασοφόροι ἔκαναν τὰ πάντα γιὰ νὰ πέσει στὰ χέρια τῶν Τούρκων (ἂς μὴν ξεχνᾶμε τὴν ἀλησμόνητη ρήση τοῦ πατριάρχη Γεννάδιου, ποὺ ἔβγαινε στοὺς δρόμους καὶ καταριόταν τὸν Παλαιολόγο, μόλις ἔπεσε ἡ Πόλη: «Δὲν βλέπετε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία ἐθριάμβευσεν; Ἀπὸ τοῦ νῦν, οὐδὲν πλέον φοβεῖται»), ὅπως κι ἔκαναν τὰ πάντα γιὰ νὰ μὴν φύγει ἀπ' τὰ χέρια τους (βλέπε ἀφορισμοὺς καὶ προδοσίες).


Εἶναι ἀληθινὰ θαυμαστό, τί σχιζοφρενικὲς καταστάσεις μπορεῖ πράγματι νὰ δημιουργήσει ἡ περίφημη ἑλληνορθόδοξη «παράδοση».
Ἄς μὴν ξεχνᾶμε, πὼς τὴν ἔλευση τοῦ ἴδιου ἄγγελου Κυρίου, ποὺ σύμφωνα καὶ πάλι μὲ τὴν ἑλληνορθόδοξη «παράδοση», παρέλαβε τὸν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο καὶ τὸν μαρμάρωσε, μέχρι τὴν μεγάλη ὥρα ποὺ θὰ ἐπέστρεφε καὶ πάλι γιὰ νὰ ξαναπάρει τὴν Πόλη (τί ἀνοησίες ποὺ ἦταν καὶ εἶναι διατεθειμένος νὰ πιστέψει ὁ κόσμος ...wink, «προφήτευαν» οἱ ἀνθενωτικοὶ ρασοφόροι καὶ πρὶν τὴν Ἅλωση.
Μόνο ποὺ θὰ ἐρχόταν γιὰ διαφορετικὸ σκοπό: Νὰ καθαιρέσει τὸν Παλαιολόγο καὶ νὰ ὁρίσει ἄλλον αὐτοκράτορα -προφανῶς ἀνθενωτικό.
Ὡς τέτοιο «θεῖο» σημάδι μάλιστα, ἑρμήνευσαν μιὰ ἔκλειψη σελήνης ποὺ συνέβῃ την 23η Μαΐου 1453, σπέρνοντας τὸν πανικὸ καὶ ἐνισχύοντας τίς ὑπονομευτικὲς ἐνέργειες.




Ἀλλὰ μιᾶς καὶ ἔγινε -ἀναπόφευκτα- ἡ ἀναφορὰ στὸν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο, θὰ ἦταν σκόπιμο νὰ ληφθοῦν ὑπόψιν καὶ κάποιες παράμετροι -λιγότερο γνωστές- ποὺ ἀφοροῦν τὸν θάνατό του.
Γνωρίζουμε σήμερα -ἀπὸ τὸ χρονικὸ τοῦ Γεωργίου Φραντζή-, πὼς ὁ Παλαιολόγος ἔπεσε ἡρωικῶς μαχόμενος κι ὅταν ἀναγνωρίσθηκε ἀπ' τοὺς Τούρκους τὸ πτῶμα του ἀπὸ τοὺς χρυσοῦς δικέφαλους ἀετοὺς ποὺ κοσμοῦσαν τὰ πέδιλά του, ἀποκεφαλίστηκε καὶ τὸ μὲν κεφάλι ἐστάλῃ ὡς τρόπαιο σὲ περιφορὰ στὶς ὀθωμανικὲς κτήσεις, ἐνῶ τὸ σῶμα του παραδόθηκε στοὺς χριστιανοὺς γιὰ νὰ ταφεῖ μὲ βασιλικὲς τιμές.
Τὸ ἐρώτημα ποὺ ἀμέσως προκύπτει, εἶναι: Πού 'ν 'το; Ποὺ εἶναι ὁ τάφος του; Γιατί ἀπ' τὴν στιγμὴ ποὺ οἱ ἴδιοι οἱ Ὀθωμανοὶ παρέδωσαν ὅπως λέγεται τὸ σῶμα του, δὲν ὑπῆρχε κανέναν λόγος νὰ τὸν θάψουν κάπου κρυφά.


Ἐκτὸς κι ἂν τὸ ἐξαφάνισαν οἱ ἀνθενωτικοί. Ἀλλὰ σὲ κάθε περίπτωση, δὲν θὰ εἶχε διασωθεῖ ἀπὸ μαρτυρίες αὐτὸς ὁ τόπος; Ἀντ' αὐτοῦ γίνεται βομβαρδισμὸς ἀνοησιῶν περὶ «μαρμαρωμένου βασιλιᾶ» (κάποιοι αἰθεροβάμονες παραμυθατζῆδες μάλιστα, ἐπικαλοῦνται σήμερα μέχρι καὶ μαρτυρίες Τούρκων, οἱ ὁποῖοι λένε ὅτι γνωρίζουν ποὺ βρίσκεται ὁ «μαρμαρωμένος βασιλιᾶς» [ὑπονοεῖται κάπου στὰ ὑπόγεια τῆς Ἀγιὰς Σοφιάς]). Ὁ Ἑνετὸς γιατρός, Νικολὸ Μπαρμπάρο, γράφει πὼς «Γιὰ τὸν αὐτοκράτορα κανένας δὲν μπόρεσε νὰ μάθει ποτὲ εἴδηση γιὰ τίς πράξεις του. Οὔτε ζωντανὸς βρέθηκε κι οὔτε νεκρός, ἀλλὰ μερικοὶ λένε ὅτι τὸν εἶδαν ἀνάμεσα στὰ πτώματα τῶν σκοτωμένων».


ερα καὶ οἱ ἐκδοχὲς ποὺ ἀναφέρονται σὲ τοὐλάχιστον τρία χρονογραφήματα (τοῦ ἐπίσκοπου Σαμουήλ, τοῦ Ἀρμένιου Ἀβραὰμ ἀπ' τὴν Ἄγκυρα καὶ τοῦ Νικολὰ τῆς Τούκια) ποὺ σύμφωνα μ' αὐτές, ὁ Παλαιολόγος δὲν σκοτώθηκε στὴν μάχη, ἀλλὰ τίς κρίσιμες στιγμές, κατέφυγε σὲ πλοῖο καὶ διέφυγε; Ἄλλωστε, ἡ εἰκόνα ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὰ περισσότερα χρονικά, εἶναι ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἀντιστάθηκαν περισσότερο ἦταν οἱ Γενουάτες μισθοφόροι (ἂν καὶ ὁ ἀρχηγὸς τοὺς Τζιοβάνι Τζιουστινιάνι, ἐγκατέλειψε κι αὐτὸς τὴν μάχη δύο ἡμέρες πρὶν τὴν Ἅλωση), παρὰ οἱ ἴδιοι οἱ Βυζαντινοί. Ὅλα αὐτὰ στὴν κρίση τοῦ καθενός...




Σάββατο 20 Μαΐου 2023

29η Μαΐου 1453- Η πραγματική προδοσία



Ποῖοι καὶ γιατί ὁδήγησαν στὴν πτώση της Βασιλεύουσας

Πολλά ἔχουν ἀκουστεῖ καὶ γραφτεῖ γιὰ την ἅλωση της Κωνσταντινούπολης. Το πιὸ γνωστό εἶναι το σενάριο της «κερκόπορτας», ἡ ὁποῖα ἀνοίχθηκε ἐκ των ἔσω ἀπὸ ἄτομα συγκεκριμένης καταγωγῆς καὶ θρησκείας. Σε καμία περίπτωση κάτι τέτοιο δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκλειστεῖ, ἀλλὰ ἄς μελετήσουμε τα ἱστορικά δεδομένα ὅπως μας τα παραδίδουν παλαιοί καὶ σύγχρονου συγγραφεῖς ὅπως οἱ Φραντζής,
Δούκας,Barbaro,Leonardo, Ρανσιμαν κλπ.
Βλέποντας κανείς την διάταξη των δυνάμεων των ἀμυνομένων στὸν χάρτη ἐκπλήσσεται γιατί βλέπει σχεδόν μόνο



ΔΥΤΙΚΟΥΣ :


-στὶς Βλαχερνες, ὁ Βενετος βαΐλος ΜΙΝΟΤΟ (ἀπέναντι στὸν ΖΑΓΑΝΟ-ΠΑΣΑ) καὶ δίπλα οἱ ἐπίσης Βενετοί ΜΠΟΚΚΙΑΡΝΤΙ κατά του ΚΑΡΑΤΖΑ-ΠΑΣΑ τῶν Τούρκων)
-στὸ χερσαῖο τεῖχος, στὸ κέντρο (μεσοτειχιον) ὁ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ με τον Γενοβεζο ΤΖΟΥΣΤΙΝΙΑΝΙ δεξιά του καὶ τους ΜΑΝΟΥΕΛ, ΚΟΝΤΑΡΙΝΙ, ΘΕΟΦΙΛΟ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟ καὶ ΚΑΝΤΑΚΟΥΖΗΝΟ στὰ ἀριστερά του ὡς κάτω στὸ νότο στὸ Ἐπταπυργιο.

-στὰ θαλάσσια τείχη, ὁ Καταλανός ΠΕΡΕ ΧΟΥΛΙΑ στὸν Ἱππόδρομο κι ὁ Ἕλληνας Καρδινάλιος ΙΣΊΔΩΡΟΣ (ἀπεσταλμένος του Πάπα Νικολάου με 200 τοξότες) στὴν βυζ. Ἀκρόπολη, ἐνῶ τα τείχη στὴν περιοχή της Ἁγία σοφίας ὑπεράσπιζε ὁ.. Ὀθωμανός ἐξωμότης ΟΡΧΑΝ...

-οἱ ἑλληνικές δυνάμεις με ἡγέτη τον πρωθυπουργό ΛΟΥΚΑ ΝΟΤΑΡΑ (ὁ ὁποῖος καὶ ἐπέζησε της μάχης..) τέθηκαν ὡς γενική ἐφεδρεία στὴν περιοχή Φαναρίου.

-ὁ βυζαντινός στόλος στὸν Κεράτιο με τα λίγα βενετικὰ καὶ γενοβέζικα πλοῖα, μαζί με καμιά δεκαριά του Παλαιολόγου, τα διοικοῦσε ὁ Βενετὸς ναύαρχος ΝΤΙΕΝΤΟ.

-κατά την ἀπογραφή του Φραντζη οἱ Ἕλληνες μαχητὲς ἦταν 4983(!) καὶ οἱ ξένοι(Βενετοί, Γενουατες, Καταλανοι) γύρω στοὺς 2000,σύνολο δηλαδή 7000 ἀμυνόμενοι κατά των 80-100.000 Τούρκων του Μωάμεθ του Πορθητή.

Συνεπῶς τίθεται το ἐξῆς ἐρώτημα: δεδομένου ὅτι ὁ τότε πληθυσμός της Κων/πολης ὑπερέβαινε τις 50-60.000, (45000 αἰχμαλώτους κατέγραψαν οἱ Ὀθωμανοί) σύμφωνα με τις μετριοπαθεῖς πηγές 

 ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ?

ΜΟΝΟ 5000 ΜΑΧΙΜΟΥΣ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΣΤΡΑΤΟΛΟΓΗΣΕΙ Ο ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ ΑΠΟ 50-60000 ΠΛΗΘΥΣΜΟ?

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΠΟΛΕΜΗΣΑΝ ΟΙ ΈΛΛΗΝΕΣ?



Οἱ τραγικές αὐτὲς ἐρωτήσεις μποροῦν νὰ ἀπαντηθοῦν ἀπὸ ἕνα ἁπλὸ τεκμήριο: ἁπλά λιποτάκτησαν καὶ μάλιστα με την προτροπή του μετέπειτα πρώτου Πατριάρχη Γεωργίου -Γενναδίου Σχολάριου, ὁ ὁποῖος εἶχε καλέσει σε μαζική ἀποστασία τους Χριστιανούς μετά την ἀπογραφή της ἕνωσης τῶν δύο ἐκκλησιῶν ἀπὸ τον Παλαιολόγο στὶς 12 Δεκεμβρίου 1452.

Κι ἔτσι πρὶν κἄν χαθεῖ ἡρωικά ὁ Παλαιολογος στὴν Πύλη του Ρωμανού, οἱ Ἀνθενωτικοί ἔσπευσαν νὰ ἀνοίξουν σε ἀρκετὲς συνοικίες (Φανάρι, Πετριον κλπ) τις πύλες στοὺς Ὀθωμανούς "σώζοντας" στὶς περιοχές αὐτὲς τους ναούς τους. Καὶ γιὰ του λόγου το ἀληθὲς, παρατίθεται καὶ ὁ χάρτης των σωζόμενων ἐκκλησιῶν ποῦ ἀποδεικνύει το πῶς ἄνοιξαν τα τείχη στὴν Πόλη.

                                                                 

Πέμπτη 18 Μαΐου 2023

Ἡ ἀπόβαση τοῦ Κεμὰλ στὴ Σαμψούντα -Γενοκτονία τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου [19 Μαΐου 1919]



Ἡ ἀπόβαση τοῦ Κεμὰλ στὴ Σαμψούντα -Γενοκτονία τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου [19 Μαΐου 1919]

Ἡ Γενοκτονία τῶν Ποντίων θεωρεῖται μιὰ ἀπὸ τίς πρῶτες σύγχρονες γενοκτονίες.
Ἡ γενοκτονία ἦταν ἕνα προμελετημένο ἔγκλημα, τὸ ὁποῖο ἡ κυβέρνηση τῶν Νεότουρκων ἔφερε σὲ πέρας μὲ συστηματικότητα. Οἱ μέθοδοι ποὺ χρησιμοποίησε ἦταν ὁ ξεριζωμός, ἡ ἐξάντληση στὶς κακουχίες, τὰ βασανιστήρια, ἡ πεῖνα καὶ ἡ δίψα, καὶ τὰ στρατόπεδα θανάτου στὴν ἔρημο.

Ἕνα ἐκλεκτὸ τμῆμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ ζοῦσε στὰ βόρεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, στὴν περιοχὴ τοῦ Πόντου, μετὰ τὴ διάλυση τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ ἅλωση τῆς Τραπεζοῦντας τὸ 1461 ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανὲς δὲν τοὺς ἀλλοίωσε τὸ φρόνημα καὶ τὴν ἑλληνική τους συνείδηση, παρότι ζοῦσαν ἀποκομμένοι ἀπὸ τὸν ἐθνικὸ κορμό. Μπορεῖ νὰ ἀποτελοῦσαν μειονότητα -τὸ 40% τοῦ πληθυσμοῦ, ἀλλὰ γρήγορα κυριάρχησαν στὴν οἰκονομικὴ ζωὴ τῆς περιοχῆς, ζῶντας κυρίως στὰ ἀστικὰ κέντρα.



Τρίτη 16 Μαΐου 2023

Ἡ σφραγισμένη πύλη τῆς Ἀγιὰς Σοφιάς: Μῦθοι καὶ θρῦλοι γιὰ τὴν Ἅλωση τῆς Πόλης





Πάψετε τὸ Χερουβικό, κι ἂς χαμηλώσουν τ' Ἅγια γιατί εἶναι θέλημα Θεοῦ, ἡ Πόλη νὰ τουρκέψη».
«Ἡ Δέσποινα ταράχτηκε καὶ δάκρυσαν οἱ εἰκόνες». «Σώπασε, κυρὰ Δέσποινα, μὴν κλαῖς καὶ μὴ δακρύζῃς, πάλι μὲ χρόνια μὲ καιρούς, πάλι δικά μας θά' ναί».


29 Μαΐου 1453: Ἡ ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ! Ἡ χιλιόχρονη αὐτοκρατορία ἔπεσε. Ὁ θρῦλος λέει ὅτι «ἤτανε θέλημα Θεοῦ». Ἀπὸ τότε τὸ φρόνημα τῶν Ἑλλήνων τὸ κρατᾶνε ζωντανὸ ἀκριβῶς αὐτοὶ οἱ θρῦλοι γιὰ τὴν ἐπανάκτησή της.
«Κάποτε ἡ Ἀγιὰ Σοφιὰ θὰ λειτουργηθεῖ ξανὰ ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς» λέει ἡ παράδοση καὶ ὁ μαρμαρωμένος βασιλιᾶς θὰ ξυπνήσει... «Πάλι μὲ χρόνια μὲ καιρούς...»


Μῦθοι καὶ θρῦλοι ἀπὸ τὴν Ἅλωση τῆς Πόλης


Παραδοσιακοὶ καὶ θαυμαστοὶ θρῦλοι, ἀναπτύχθηκαν γύρω ἀπὸ τὴν ἅλωση τῆς Πόλης, γιὰ νὰ θρέψουν τίς ἐλπίδες καὶ τὸ θάρρος τοῦ ἔθνους ἐπὶ αἰῶνες. «Πάλι μὲ Χρόνους καὶ καιρούς».
Ὅταν ἔπεσε ἡ Κωνσταντινούπολη στοὺς Τούρκους, ἕνα πουλὶ ἀνέλαβε νὰ πάει ἕνα γραπτὸ μήνυμα στὴν Τραπεζοῦντα στὴν Χριστιανικὴ Αὐτοκρατορία τοῦ Πόντου γιὰ τὴν Ἅλωση τῆς Πόλης.


Μόλις ἔφτασε ἐκεῖ πῆγε κατευθεῖαν στὴ Μητρόπολη ποὺ λειτουργοῦσε ὁ Πατριάρχης καὶ ἄφησε τὸ χαρτὶ μὲ τὸ μήνυμα πάνω στὴν Ἅγια Τράπεζα. Κανεὶς δὲν τολμοῦσε νὰ πάει νὰ διαβάσει τὸ μήνυμα. Τότε πῆγε ἕνα παλληκάρι, γιὸς μιᾶς χήρας, καὶ διάβασε τὸ ἄσχημο μαντᾶτο «Πάρθεν ἡ Πόλη, Πάρθεν ἡ Ρωμανία».
Τὸ ἐκκλησίασμα καὶ ὁ Πατριάρχης ἄρχισαν τὸν θρῆνο, ἀλλὰ ὁ νέος τους ἀπάντησε.
«Κι ἂν ἡ Πόλη ἔπεσε, κι ἂν πάρθεν ἡ Ρωμανία, πάλι μὲ χρόνους καὶ καιρούς, πάλι δικά μας θά' ναί».


Ὁ μαρμαρωμένος βασιλιᾶς


Ὁ λαοφιλέστερος θρῦλος ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ τελευταῖο αὐτοκράτορα ποὺ μαρμάρωσε μέσα στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ἡ παράδοση πέρασε ἀπὸ στόμα σὲ στόμα ἀμέσως μετὰ τὴν κατάληψη τῆς Κωνσταντινούπολης.
Ὅταν ἡ Πόλη πέρασε στὰ χέρια τῶν Τούρκων, ὁ λαὸς δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει ὅτι ἕνα τέτοιο κτίσμα ἔχει περιέλθει σὲ μουσουλμανικὰ χέρια.
Διέδωσαν λοιπὸν ὅτι ὁ βασιλιᾶς κρύφτηκε πίσω ἀπὸ μία κολόνα τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας, χάθηκε μέσα στοὺς διαδρόμους καὶ παρέμεινε κρυμμένος ἐκεῖ.


Οἱ ὧρες ἀναμονῆς τὸν "μαρμάρωσαν". Εἶναι γεγονὸς ὅτι κανεὶς δὲν βρῆκε τὸ πτῶμα τοῦ τελευταίου ὑπερασπιστῆ, τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου. Χάθηκε καὶ πίστεψαν ὅτι Ἄγγελος Κυρίου τὸ ἔκρυψε καὶ τὸ μαρμάρωσε.
Κάποτε θὰ ἔρθει ἡ ὥρα ποὺ πνοὴ Θεοῦ θὰ τοῦ δώσει δύναμη καὶ ζωὴ ξανὰ καὶ ὅλα θὰ ξαναγίνουν ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ἡ Πόλη θὰ εἶναι καὶ πάλι ἐλεύθερη.


Ὁ παπᾶς τῆς Ἁγίας Σοφίας


Ἕνας ἄλλος θρῦλος ἰδιαίτερα ἀγαπητὸς εἶναι ὁ θρῦλος τοῦ παπᾶ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ἡ παράδοση λέει ὅτι τὴν ὥρα ποὺ οἱ Τοῦρκοι ἔμπαιναν στὴν ἐκκλησία, ὁ παπᾶς διέκοψε τὴ λειτουργία καὶ κρύφτηκε πίσω ἀπὸ τὸ ἱερό.
Σὲ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο ποὺ κρύφτηκε ἐνῶ ὑπῆρχε μία πόρτα, "ὡς δια μαγείας" ἡ πόρτα ἔγινε τοῖχος τὸν ὁποῖο κανεὶς καὶ ποτὲ δὲν κατάφερε νὰ σπάσει ἀπὸ τότε.
Οὔτε οἱ Τοῦρκοι, οὔτε οἱ Ἕλληνες μάστορες τοὺς ὁποίους ἔφερναν γιὰ αὐτὸ τὸ σκοπὸ δὲν μπόρεσαν νὰ γκρεμίσουν τὸν τοῖχο.
Ὁ θρῦλος καταλήγει ὅτι ὅταν ἡ Ἁγία Σοφία ξαναγίνει ἑλληνικὴ ἐκκλησία, τότε ὁ παπᾶς θὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ ἱερὸ καὶ θὰ ὁλοκληρώσει τὴν ἡμιτελῆ λειτουργία του.


Ἡ κρύπτη τῆς Ἁγίας Σοφίας


Ἕνα «μυστικὸ» δωμάτιο στὴν Aγία Σοφία τῆς Kωνσταντινούπολης ἀποκαλύπτεται τώρα ὡς «θυρανοίξια» τοῦ κρυφοῦ ἱεροῦ ὅπου εἶχε καταφύγει στὶς 29 Mαΐου 1453 ὁ βυζαντινὸς ἱερέας γιὰ νὰ συνεχίσει τὴ θεία λειτουργία ποὺ εἶχε διακοπεῖ στὸν κύριο Nαὸ τῆς Aγίας Σοφίας.
H ἀνακάλυψη ὀφείλεται στὸν καθηγητὴ τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Bιέννης Πολυχρόνης Eνεπεκίδης.
Tο ξεχασμένο δωμάτιο ἐντοπίστηκε ὅταν ἡ νέα διευθύντρια τοῦ Mουσείου τῆς Aγίας Σοφίας Zαλὲ Nτεντέογλου ρώτησε ἂν ὑπάρχει χῶρος ποὺ νὰ μὴν ἔχει ἀνοιχτεῖ καὶ διέταξε νὰ παραβιάσουν τὴν κλειδαριὰ τοῦ συγκεκριμένου χώρου, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε κλειδὶ τῆς πόρτας.


Ἀποκαλύφθηκε τότε πὼς τὸ δωμάτιο ποὺ δὲν εἶχε ἀνοιχτεῖ ἀπὸ τὸ 1968, ὑπῆρξε ἐργαστήρι τοῦ Γκάσπαρο Φοσάτι (1809 - 1883), ὁ ὁποῖος ἀκολουθῶντας τὴν ἐντολὴ τοῦ Σουλτάνου, ἀναστήλωσε πλήρως τὸ μνημεῖο στὴ διάρκεια τῆς περιόδου 1847 - 1849.
H ἔρευνα τοῦ καθηγητῆ Πολυχρόνη Eνεπεκίδη καταδεικνύει ὅτι ὁ Φοσάτι εἶχε ἁπλῶς μετατρέψει ἐπιδέξια σὲ γραφεῖο του τὴν κρύπτῃ ποὺ τοῦ εἶχαν ὑποδείξει οἱ Ἕλληνες φίλοι του στὴν Πόλη.
H κρύπτη, μία ἀπὸ τίς πολλὲς τοῦ μεγάλου ναοῦ, ἦταν τὸ κρυφὸ ἐκεῖνο ἱερὸ ὅπου συνεχίστηκε ἀπὸ τὸν ἱερέα ἡ διακοπεῖσα ἱεροτελεστία, καὶ ὅταν τελείωσε ἔκλεισε ἡ πόρτα τῆς κρύπτης καὶ θὰ ἄνοιγε, κατὰ τὴν παράδοση, ὅταν καὶ πάλι Ἕλληνες θὰ ἦταν οἱ ἱερεῖς καὶ τὸ ἐκκλησίασμα.


Ἡ Ἁγία Τράπεζα


Ἡ Ἁγία Τράπεζα ἦταν κατασκευασμένη ἀπὸ χρυσό. Ἀπὸ πάνω της κρέμονταν 30 στέμματα τῶν αὐτοκρατόρων, ἀνάμεσα τοὺς καὶ αὐτὸ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου. Καὶ λέγεται ὅτι αὐτὸ γινόταν γιὰ νὰ θυμίζουν στοὺς χριστιανοὺς τὴν προδοσία τοῦ Ἰούδα. Τὰ τριάκοντα ἀργύρια.
Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση πρὶν ὁ Μωάμεθ ὁ Β΄ καταλάβει τὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ αὐτοκράτορας Κών/νὸς διέταξε νὰ μεταφέρουν τὴν ἁγία τράπεζα καὶ ὅλα τὰ κειμήλια τῆς Ἁγίας Σοφίας μακριὰ ἀπὸ τὴν πόλη γιὰ νὰ μὴν πέσουν στὰ χέρια τῶν Τούρκων.
Τρία καράβια Ἑνετικὰ λοιπὸν ξεκίνησαν ἀπὸ τὴν πόλη γεμᾶτα μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ κειμήλια, ὅπως λέει καὶ ὁ θρῦλος, ἀλλὰ τὸ τρίτο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μετέφερε τὴν ἁγία τράπεζα βυθίστηκε στὰ νερὰ τοῦ Βοσπόρου στὴν περιοχὴ τοῦ Μαρμαρᾶ.


Ἡ περιοχὴ τοῦ Μαρμαρᾶ


Ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα στὸ σημεῖο ἐκεῖνο ποὺ εἶναι βυθισμένη ἡ ἁγία τράπεζα τὰ νερὰ τῆς θάλασσας εἶναι πάντοτε ἤρεμα καὶ γαλήνια, ἀσχέτως μὲ τίς καιρικὲς συνθῆκες ποὺ ἐπικρατοῦν στὴν γύρῳ,γύρω περιοχή.
Τὸ φαινόμενο μαρτυροῦν καὶ σύγχρονοι Τοῦρκοι ἐπιστήμονες, ποὺ ἔχουν κάνει κατὰ καιροὺς ἀπόπειρες νὰ ἀνακαλύψουν ποὺ ὀφείλεται αὐτὸ τὸ περίεργο φαινόμενο, ἀλλὰ λόγῳ τῆς λασπώδους σύστασης τοῦ βυθοῦ, ἐπέστησαν ἄκαρπες.
Στὸ βιβλίο τοῦ Δωροθέου Μονεμβασίας μὲ τίτλο «Βίβλος Χρονική» (1781) διαβάζουμε:
«Οἱ Ἑνετοὶ τὴν ὑπερθαύμαστον καὶ ἐξάκουστον Ἁγίαν Τράπεζαν τῆς Ἁγίας Σοφίας, τὴν πολύτιμον καὶ ωραιότατην, ἔβγαλαν ἀπὸ τὸν Ναὸ καὶ ἔβαλαν εἰς τὸ καράβι, καὶ καθὼς ἔκαναν ἄρμενα καὶ ἐπήγαιναν πρὸς Βενετία, ὦ, τοῦ θαύματος!


Πλησίον τῆς νήσου τοῦ Μαρμαρᾶ ἄνοιξε τὸ καράβι καὶ ἔπεσεν εἰς τὴν θάλασσαν ἡ Ἁγία Τράπεζα κξαὶ ἐβούλησε καὶ εἶναι ἐκεῖ ὡς σήμερον, καὶ τοῦτο εἶναι φανερὸν καὶ τὸ μαρτυροῦν οἱ πάντες, διότι ὅλον τὸ μέρος ἐκεῖνο, ὅταν κάμνει φουρτούνα, ἡ θάλασσα ὅλη κάμνει κύματα φοβερά, εἰς δὲ τὸν τόπο ὅπου εἶναι ἡ Ἁγία Τράπεζα εἶναι γαλήνη καὶ δὲν ταράσσεται ἡ θάλασσα.
Καὶ ὑπαγαίνουν τινὲς ἐκεῖ μὲ περάματα, καὶ λαμβάνουν ἀπὸ τὴν θάλασσαν ἐκείνην, ὅπου εἶναι ἡ Ἁγία Τράπεζα, καὶ μυρίζει θαυμασιώματα μυρωδίαν, ἀπὸ τὸ ἅγιον μύρον ὅπου ἔχει καὶ τῶν ἄλλων ἀρωμάτων».


Ὁ πατέρας τῆς Ἑλληνικῆς λαογραφίας, Νικόλαος Πολίτης, γράφει γιὰ τὸ περιστατικό:


«Τὴν ἡμέρα ποὺ πάρθηκεν ἡ Πόλη ἔβαλαν σ' ἕνα καράβι τὴν Ἁγία Τράπεζα, νὰ τὴν πᾶνε στὴν Φραγκιά, γιὰ νὰ μὴν πέσει στὰ χέρια τῶν Τούρκων. Ἐκεῖ ὅμως στὴν θάλασσα τοῦ Μαρμαρᾶ, ἄνοιξε τὸ καράβι καὶ ἡ Ἁγία Τράπεζα ἐβούλιαξε στὸν πάτο.


Στὸ μέρος ἐκεῖνο ἡ θάλασσα εἶναι λάδι, ὅση θαλασσοταραχὴ καὶ ἂν εἶναι γύρῳ.,γύρω. Καὶ τὸ γνωρίζουν τὸ μέρος αὐτὸ ἀπὸ τὴ γ΄λήνη ποὺ εἶναι πάντα ἐκεῖ καὶ ἀπὸ τὴν εὐωδία ποὺ βγαίνει. Πολλοὶ μάλιστα ἀξιώθηκαν νὰ τὴν ἰδοῦν στὰ βάθη τῆς θάλασσας».
«Τρία καρά - κρουσταλλένια μου, τρία καρά - τρία καράβια φεύγουνι,
ποὺ μέσα ποὺ τὴν Πόλι, κλαίει καρδιά μας, κλαίει κι ἀναστενάζει.
τό' νὰ φορτώνει του Σταυρό, κι τ' ἄλλο τοῦ Βαγγέλιου
τοῦ τρίτου του καλύτερου, τὴν Ἅγια Τράπεζά μας,
μὴ μᾶς τὴν πάρουν τα σκυλιά, κι μᾶς τὴ μαγαρίσουν
Ἡ Παναγιὰ ἀναστέναξι, κι δάκρυσαν οἱ 'κόνις...»
Ἡ Ἁγία Τράπεζα τῆς Ἁγίας Σοφίας ἀναπαύεται στὸ βυθὸ τῆς θάλασσας, πάνω στὴν ἄμμο καὶ στὰ κοχύλια. Τὸ σημεῖο ὅπου βούλιαξε τὸ καράβι τὸ ξέρουν καλὰ οἱ ναυτικοὶ καὶ εὔκολα τὸ βρίσκουν. Πραγματικά, ἀκόμα κι ὅταν ἡ πιὸ ἄγρια τρικυμία, φουσκώνει ὁλόγυρα τὰ κύματα καὶ κάνει τὴ θάλασσα νὰ μουγκρίζει, ἐκεῖ εἶναι γαλήνη καὶ ἡσυχία.


Ἀπὸ τὴ λεία καὶ λαμπρὴ ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ ἀνεβαίνουν γλυκὲς εὐωδιὲς καὶ ἀντίλαλος ἀπὸ ἀγγελικὲς ψαλμωδίες. Πολλοὶ ἄξιοι δύτες ποὺ μαζεύουν κοράλλια ἢ ψαρεύουν σφουγγάρια, προσπάθησαν νὰ κατέβουν καὶ νὰ δοῦν τὸ ναυαγισμένο καράβι.
Κανεὶς δὲν τὰ κατάφερε. Ἡ θάλασσα, πολὺ βαθιὰ σ αὐτὸ τὸ μέρος, φυλάει τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων ἀπὸ κάθε βέβηλο μάτι.
Ὅταν ὅμως θὰ ξαναπάρουμε τὴν Πόλη, ἡ Ἁγία Τράπεζα, ποὺ μένει στὴν ἄμμο τοῦ βυθοῦ, θ ἀνέβει στὴν ἐπιφάνεια ὅπως ἀνεβαίνει ὁ δύτης. Θ ἀρμενίσει μόνη τῆς κατὰ τὸ Βυζάντιο καὶ θὰ τὴν πάρουμε ἀπὸ κεῖ ποὺ θ ἀράξει. Θὰ τὴν ξαναφέρουμε στὴν Ἁγία Σοφία καὶ μὲ χαρούμενους ὕμνους, θὰ τὴν ἀφιερώσουμε πάλι στὴ Σοφία τοῦ Θεοῦ.
Τότε, μέσα στὴ Βασιλικὴ ποὺ ἔχτισε ὁ μεγάλος Ἰουστινιανός, θὰ λάμψουν πάλι τὰ μωσαϊκά, οἱ εἰκόνες τῶν Ἁγίων, τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ ὁ σταυρὸς θὰ ξαναφανεὶ πάνω ἀπὸ τὸ μαρμάρινο τραπέζι ποὺ ξέπλυναν τὰ κύματα.
«Τὸ ποτάμι ποὺ σταμάτησε νὰ κυλάει»


Οἱ περισσότεροι τοπικοὶ θρῦλοι γιὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης μοιάζουν σὲ ἕνα σημεῖο: ὅλοι δείχνουν ὅτι ὁ χρόνος σταμάτησε μὲ τὴν κατάληψη τῆς ἱερῆς πόλης τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τοὺς ἄπιστους Τούρκους καὶ ὅτι ἡ τάξη στὸν κόσμο θὰ ἐπανέλθει μὲ τὴν ἀνακατάληψη τῆς Βασιλεύουσας ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες.
Ἔτσι, καὶ στὴν Ἤπειρο ὑπάρχει μιὰ ἀντίστοιχη λαϊκὴ δοξασία. Συγκεκριμένα, ἕνα πουλὶ φέρνει τὴν ἀναγγελία τῆς πτώσης τῆς Πόλης σὲ μιὰ ὁμάδα βοσκῶν ποὺ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ποτίζουν τὰ κοπάδια τους σὲ ἕνα ποτάμι.
Ὁ θρῦλος λέει ὅτι στὸ ἄκουσμα τῆς φοβερῆς εἴδησης τὰ νερὰ τοῦ ποταμίου σταμάτησαν νὰ κυλᾶνε, ἀφοῦ καὶ τὸ φυσικὸ στοιχεῖο θεώρησε ὅτι ἡ πτώση τῆς Κωνσταντινούπολης ἦταν κάτι τὸ ἀνήκουστο. Τὸ ποτάμι θὰ συνεχίσει καὶ πάλι νὰ κυλάει, μόλις ἀπελευθερωθεῖ ἡ Πόλη, συνεχίζει ὁ λαϊκὸς θρῦλος...


«Τὰ ψάρια τοῦ καλόγερου»


Κάποιος καλόγερος εἶχε ψαρέψει σὲ ἕνα ποτάμι ψάρια καὶ τὰ τηγάνιζε κοντὰ στὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἀκούστηκε ἀπὸ ἕνα πουλὶ τὸ μήνυμα τῆς πτώσης τῆς Κωνσταντινούπολης στοὺς Τούρκους.
Ὁ καλόγερος σάστισε καὶ ἀμέσως τὰ μισοτηγανισμένα ψάρια πήδησαν ἀπὸ τὸ τηγάνι καὶ ξαναβρέθηκαν στὸ ποτάμι. Ἐκεῖ ζοῦν αἰώνια μέχρι τὴ στιγμὴ τῆς ἀπελευθέρωσης τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ὁπότε καὶ θὰ ξαναβγοῦν γιὰ νὰ συνεχιστεῖ τὸ τηγάνισμα τούς.


«Ὁ Πύργος τῆς Βασιλοπούλας»


Στὰ κάστρα τοῦ Διδυμότειχου ἕνας κυκλικὸς πύργος, ὁ ψηλότερος ὀνομάζεται "πύργος τῆς βασιλοπούλας". Ἡ παράδοση λέει πὼς κάποτε ὁ βασιλιᾶς διασκέδαζε κυνηγῶντας καὶ στὴ θέση του ἄφησε τὴν κόρη του.
Ὅταν τὸν εἰδοποίησαν ὅτι ἔρχονται οἱ Τοῦρκοι εἶχε τόση ἐμπιστοσύνη στὴν ὀχυρότητα τοῦ κάστρου ὥστε εἶπε: "ἂν σηκωθεῖ ἀπὸ τὴ χύτρα ὁ κόκορας καὶ λαλήσει, θὰ πιστέψω ὅτι κυριεύτηκε ἡ πόλη".
Οἱ Τοῦρκοι ὅμως χρησιμοποίησαν δόλο καὶ ἔδειξαν τὸ χρυσοκέντητο μαντήλι τοῦ βασιλιᾶ στὴν κόρη του. Αὐτὴ μόλις τὸ εἶδε, τοὺς παρέδωσε τὸ κλειδὶ τοῦ κάστρου κι ἔγινε αἰτία τῆς ἅλωσης. Ὅταν κατάλαβε πὼς τὴν ξεγέλασαν, δὲν ἄντεξε τὴν ντροπὴ καὶ αὐτοκτόνησε πέφτοντας ἀπὸ τὸν πύργο. Ἀπὸ τότε ὁ πύργος λέγεται τῆς βασιλοπούλας.


«Οἱ Κρητικοὶ Πολεμιστές»


Ἕναν ἀπὸ τοὺς πύργους τῶν τειχῶν τῆς Πόλης τὸν ὑπεράσπιζαν τρία ἀδέρφια, ἄρχοντες Κρητικοὶ ποὺ πολεμοῦσαν μὲ τὸ μέρος τῶν Βενετῶν (ἡ Κρήτη τότε ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῶν Βενετῶν).
Μετὰ τὴν πτώση τῆς πόλης τὰ τρία ἀδέρφια καὶ οἱ ἄντρες τους ἐξακολουθοῦσαν νὰ πολεμοῦν καὶ παρὰ τίς λυσσώδεις προσπάθειες τοὺς οἱ Τοῦρκοι δὲν εἶχαν κατορθώσει νὰ καταλάβουν τὸν πύργο. Γιὰ τὸ περιστατικὸ αὐτὸ ἐνημερώθηκε ὁ Σουλτᾶνος καὶ ἐντυπωσιάστηκε ἀπὸ τὴν παλικαριά τους.
Ἀποφάσισε, λοιπόν, νὰ τοὺς ἐπιτρέψει νὰ φύγουν μὲ ἀσφάλεια ἀπὸ τὸν πύργο καὶ νὰ πάρουν ἕνα καράβι μὲ τοὺς ἄντρες τους καὶ νὰ γυρίσουν στὴν Κρήτη. Πραγματικὰ ἡ πρόταση τοῦ ἔγινε δεκτὴ μὲ τὴ σκέψη ὅτι ἔπρεπε νὰ μείνουν ζωντανοὶ γιὰ νὰ πολεμήσουν νὰ ξαναπάρουν τὴ Βασιλεύουσα πίσω ἀπὸ τοὺς ἀπίστους.


Ἔτσι οἱ Κρητικοὶ ἐπιβιβάστηκαν στὸ πλοῖο τους καὶ ξεκίνησαν γιὰ τὸ νησί τους. Τὸ πλοῖο δὲν ἔφτασε ποτὲ στὴν Κρήτη καὶ ὁ θρῦλος λέει ὅτι περιπλανιοῦνται αἰώνια στὸ πέλαγος μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ ξεκινήσει ἡ μάχη γιὰ τὴν ἀνακατάληψη τῆς Πόλης ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες.
Τότε τὸ πλοῖο τῶν Κρητικῶν θὰ τοὺς ξαναφέρει στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ πάρουν καὶ αὐτοὶ μέρος στὴ μάχη καὶ νὰ ὁλοκληρώσουν τὴν ἀποστολή τους καὶ τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος νὰ ξανακερδίσει τὴν Πόλη.
«Στὴν πόρτα τῆς Ἀγια-Σοφιάς, ποὺ σφράγισε / ἑνὸς ἀγγέλου χέρι, / διπλοσφαγμένος ἔπεσ' ὁ Δικέφαλος / ἀπ' τ' ἄπιστο μαχαίρι».





Κυριακή 14 Μαΐου 2023

Ὁ τελευταίος λόγος του Κων/νου Παλαιολόγου πρὶν την Ἄλωση της Κωνσταντινούπολης (1453)




Ο τελευταίος λόγος του Κων/νου Παλαιολόγου πριν την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453)
Ὁ λόγος τοῦ Αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου πρὸς τοὺς συμπολεμιστές του,
τὴν παραμονὴ τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως. (7 Απριλίου 1453).


«Ὑμεῖς μέν, εὐγενέστατοι ἄρχοντες καὶ ἐκλαμπρότατοι δήμαρχοι καὶ στρατηγοὶ καὶ γενναιότατοι συστρατιώται καὶ πᾶς ὁ πιστὸς καὶ τίμιος λαός, καλῶς οἴδατε ὅτι ἔφθασεν ἡ ὥρα καὶ ὁ ἐχθρός της πίστεως ἡμῶν βούλεται ἵνα μετὰ πάσης τέχνης καὶ μηχανῆς ἰσχυροτέρως στενοχωρήσῃ ἡμᾶς, καὶ πόλεμον σφοδρὸν μετὰ συμπλοκῆς μεγάλης καὶ συρρήξεως ἐκ τῆς χέρσου καὶ θαλάσσης δώσῃ ἡμῖν μετὰ πάσης δυνάμεως, ἵνα, εἰ δυνατόν, ὡς ὄφις τὸν ἰὸν ἐκχύσῃ καὶ ὡς λέων ἀνήμερος καταπίῃ ἡμᾶς.


[Βιάζεται] διὰ τοῦτο λέγω καὶ παρακαλῶ ὑμᾶς ἵνα στῆτε ἀνδρείως καὶ μετὰ γενναίας ψυχῆς, ὡς πάντοτε ἕως τοῦ νῦν ἐποιήσατε, κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως ἡμῶν. Παραδίδωμι δὲ ὑμῖν τὴν ἐκλαμπροτάτην καὶ περίφημον ταύτην πόλιν καὶ πατρίδα ἡμῶν καὶ βασιλεύουσαν τῶν πόλεων.


Καλῶς οὖν οἴδατε, ἀδελφοί, ὅτι διὰ τέσσαρά τινα ὀφειλέται κοινῶς ἐσμὲν πάντες ἵνα προτιμήσωμεν ἀποθανεῖν μᾶλλον ἢ ζῆν,πρῶτον μὲν ὑπὲρ τῆς πίστεως ἡμῶν καὶ εὐσεβείας, δεύτερον δὲ ὑπὲρ τῆς πατρίδος, τρίτον δὲ ὑπὲρ τοῦ βασιλέως ὡς χριστοῦ κυρίου, καὶ τέταρτον ὑπὲρ συγγενῶν καὶ φίλων.


Λοιπόν, ἀδελφοί, ἐὰν χρεῶσταί ἐσμεν ὑπὲρ ἑνὸς ἐκ τῶν τεσσάρων ἀγωνίζεσθαι ἕως θανάτου, πολλώ μᾶλλον ὑπὲρ πάντων τούτων ἡμεῖς, ὡς βλέπετε προφανῶς, καὶ ἐκ πάντων μέλλομεν ζημιωθῆναι.


Ἐὰν διὰ τὰ ἐμὰ πλημμελήματα παραχωρήσῃ ὁ θεὸς τὴν νίκην τοῖς ἀσεβέσιν, ὑπὲρ τῆς πίστεως ἡμῶν τῆς ἁγίας, ἢν Χριστὸς ἐν τω οἰκείῳ αἵματι ἡμῖν ἐδωρήσατο, κινδυνεύομεν· ὅ ἐστι κεφάλαιον πάντων. Καὶ ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ τις καὶ τὴν ψυχὴν ζημιωθῇ, τί τὸ ὄφελος; Δεύτερον πατρίδα περίφημον τοιούτως ὑστερούμεθα καὶ τὴν ἐλευθερίαν ἡμῶν.


Σρίτον βασιλείαν τὴν ποτὲ μὲν περιφανῆ, νῦν δὲ τεταπεινωμένην καὶ ὠνειδισμένην καὶ ἐξουθενωμένην ἀπωλέσαμεν, καὶ ὑπὸ τοῦ τυράννου καὶ ἀσεβοῦς ἄρχεται.
Σέταρτον δὲ καὶ φιλτάτων τέκνων καὶ συμβίων καὶ συγγενῶν ὑστερούμεθα.




Αὐτὸς δὲ ὁ ἀλιτήριος ὁ ἀμηρᾶς πεντήκοντα καὶ ἑπτὰ ἡμέρας ἄγει σήμερον ἀφ᾿ οὗ ἡμᾶς ἐλθὼν ἀπέκλεισεν καὶ μετὰ πάσης μηχανῆς καὶ ἰσχύος καθ᾿ ἡμέραν τε καὶ νύκτα οὐκ ἐπαύσατο πολιορκῶν ἡμᾶς· καὶ χάριτι τοῦ παντεπόπτου Χριστοῦ κυρίου ἡμῶν ἐκ τῶν τειχῶν μετὰ αἰσχύνης ἄχρι τοῦ νῦν πολλάκις κακῶς ἀπεπέμφθη.
Σὰ νῦν δὲ πάλιν, ἀδελφοί, μὴ δειλιάσητε, ἐὰν καὶ τεῖχος μερόθεν ὀλίγον ἐκ τῶν κρότων καὶ τῶν πτωμάτων τῶν ἑλεπόλεων ἔπεσε, διότι, ὡς ὑμεῖς θεωρεῖτε, κατὰ τὸ δυνατὸν ἐδιωρθώσαμεν πάλιν αὐτό.


Ἡμεῖς πᾶσαν τὴν ἐλπίδα εἰς τὴν ἄμαχον δόξαν τοῦ θεοῦ ἀνεθέμεθα, οὗτοι ἐν ἄρμασι καὶ οὗτοι ἐν ἴπποις καὶ δυνάμει καὶ πλήθει, ἡμεῖς δὲ ἐν ὀνόματι κυρίου τοῦ θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν πεποίθαμεν, δεύτερον δὲ καὶ ἐν ταῖς ἡμετέραις χερσὶ καὶ ῥωμαλαιότητι, ἢν ἐδωρήσατο ἡμῖν ἡ θεία δύναμις.


Γνωρίζω δὲ ὅτι αὕτη ἡ μυριαρίθμητος ἀγέλη τῶν ἀσεβῶν, καθὼς ἡ αὐτῶν συνήθεια, ἐλεύσονται καθ᾿ ἡμῶν μετὰ βαναύσου καὶ ἐπῃρμένης ὀφρύος καὶ θάρσους πολλοῦ καὶ βίας, ἵνα διὰ τὴν ὀλιγότητα ἡμῶν θλίψωσι καὶ ἐκ τοῦ κόπου στενοχωρήσωσι, καὶ μετὰ φωνῶν μεγάλων καὶ ἀλαλαγμῶν ἀναριθμήτων, ἵνα ἡμᾶς φοβήσωσι. Σὰς τοιαύτας αὐτῶν φλυαρίας καλῶς οἴδατε, καὶ οὐ χρὴ λέγειν περὶ τούτων.


Καὶ ὥρᾳ ὀλίγῃ τοιαῦτα ποιήσωσι, καὶ ἀναριθμήτους πέτρας καὶ ἕτερα βέλη καὶ ἐλεβολίσκους ὡσεὶ ἄμμον θαλασσῶν ἄνωθεν ἡμῶν πτήσουσι· δι᾿ ὧν, ἐλπίζω γάρ, οὐ βλάψωσι, διότι ὑμᾶς θεωρῶ καὶ λίαν ἀγάλλομαι καὶ τοιαύταις ἐλπίσι τὸν λογισμὸν τρέφομαι, ὅτι εἰ καὶ ὀλίγοι πάνυ ἐσμέν, ἀλλὰ πάντες ἐπιδέξιοι καὶ ἐπιτήδειοι, ῥωμαλέοι τε καὶ ἰσχυροὶ καὶ μεγαλήτορες καὶ καλῶς προπαρασκευασμένοι ὑπάρχετε.
Σαῖς ἀσπίσιν ὑμῶν καλῶς τὴν κεφαλὴν σκέπεσθε ἐπὶ τῇ συμπλοκῇ καὶ συρρήξει.


Ἡ δεξιὰ ὑμῶν ἡ τὴν ῥομφαίαν ἔχουσα μακρὰ ἔστω πάντοτε. Αἱ περικεφαλαῖαι ὑμῶν καὶ οἱ θώρακες καὶ οἱ σιδηροῖ ἱματισμοὶ λίαν εἰσὶν ἱκανοὶ ἅμα καὶ τοῖς λοιποῖς ὅπλοις, καὶ ἐν τῇ συμπλοκῇ ἔσονται πάνυ ὠφέλιμα· ἃ οἱ ἐναντίοι οὐ χρῶνται, ἀλλ᾿ οὔτε κέκτηνται.


Καὶ ὑμεῖς ἔσωθεν τῶν τειχῶν ὑπάρχετε σκεπόμενοι, οἱ δὲ ἀσκεπεῖς μετὰ κόπου ἔρχονται.
Διό, ὦ συστρατιῶται, γίνεσθε ἕτοιμοι καὶ στερεοὶ καὶ μεγαλόψυχοι διὰ τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ θεοῦ.


Μιμηθῆτε τοὺς ποτε τῶν Καρχηδονίων ὀλίγους ἐλέφαντας, πῶς τοσούτον πλῆθος ἵππων Ρωμαίων τῇ φωνῇ καὶ θέᾳ ἐδίωξαν· καὶ ἐὰν ζωον ἄλογον ἐδίωξε, πόσον μᾶλλον ἡμεῖς οἱ τῶν ζῴων καὶ ἀλόγων ὑπάρχοντες κύριοι, καὶ οἱ καθ᾿ ἡμῶν ἐρχόμενοι ἵνα παράταξιν μεθ᾿ ἡμῶν ποιήσωσιν, ὡς ζωα ἄλογα, καὶ χείρονες εἰσιν.
Αἱ πέλται ὑμῶν καὶ ῥομφαῖαι καὶ τὰ τόξα καὶ ἀκόντια πρὸς αὐτοὺς πεμπέτωσαν παρ᾿ ὑμῶν. Καὶ οὕτως λογίσθητε ὡς ἐπὶ ἀγρίων χοίρων καὶ πληθὺν κυνήγιον, ἵνα γνώσωσιν οἱ ἀσεβεῖς ὅτι οὐ μετὰ ἀλόγων ζῴων, ὡς αὐτοί, παράταξιν ἔχουσιν, ἀλλὰ μετὰ κυρίων καὶ αὐθέντων αὐτῶν καὶ ἀπογόνων Ἑλλήνων καὶ Ῥωμαίων.
Οἴδατε καλῶς ὅτι ὁ δυσσεβὴς αὐτὸς ὁ ἀμηρᾶς καὶ ἐχθρός της ἁγίας ἡμῶν πίστεως, χωρὶς εὐλόγου αἰτίας τινὸς τὴν ἀγάπην ἢν εἴχομεν ἔλυσεν, καὶ τοὺς ὅρκους αὐτοῦ τοὺς πολλοὺς ἠθέτησεν ἀντ᾿ οὐδενὸς λογιζόμενος, καὶ ἐλθὼν αἰφνιδίως φρούριον ἐποίησεν ἐπὶ τὸ στενόν του Ἀσωμάτου, ἵνα καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν δύνηται βλάπτειν ἡμᾶς.
Σοὺς ἀγροὺς ἡμῶν καὶ κήπους καὶ παραδείσους καὶ οἴκους ἤδη πυριαλώτους ἐποίησε· τοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν τοὺς Χριστιανούς, ὅσους εὖρεν, ἐθανάτωσε καὶ ᾐχμαλώτευσε· τὴν φιλίαν ἡμῶν ἔλυσε.
Σοὺς δὲ τοῦ Γαλατᾶ ἐφιλίωσε, καὶ αὐτοὶ χαίρονται, μὴ εἰδότες καὶ αὐτοὶ οἱ ταλαίπωροι τὸν τοῦ γεωργοῦ παιδὸς μῦθον, τοῦ ἐψήνοντος τοὺς κοχλίας καὶ εἰπόντος ὦ ἀνόητα ζωα καὶ τὰ ἑξῆς.


Ἐλθὼν οὖν, ἀδελφοί, ἡμᾶς ἀπέκλεισε, καὶ καθ᾿ ἑκάστην τὸ ἀχανὲς αὐτοῦ στόμα χάσκων, πῶς εὕρῃ καιρὸν ἐπιτήδειον ἵνα καταπίῃ ἡμᾶς καὶ τὴν πόλιν ταύτην, ἥν ἀνήγειρεν ὁ τρισμακάριστος καὶ μέγας βασιλεὺς Κωνσταντῖνος ἐκεῖνος, καὶ τῇ πανάγνῳτε καὶ ὑπεράγνῳ δεσποίνῃ ἡμῶν θεοτόκῳ καὶ ἀειπαρθένῳ Μαρίᾳ ἀφιέρωσεν καὶ ἐχαρίσατο τοῦ κυρίαν εἶναι καὶ βοηθὸν καὶ σκέπην τῇ ἡμετέρᾳ πατρίδι καὶ καταφύγιον τῶν Χριστιανῶν, ἐλπίδα καὶ χαρὰν πάντων τῶν Ἑλλήνων, τὸ καύχημα πᾶσι τοῖς οὖσιν ὑπὸ τὴν τοῦ ἡλίου ἀνατολήν.
Καὶ οὗτος ὁ ἀσεβέστατος τήν ποτε περιφανῆ καὶ ὀμφακίζουσαν ὡς ῥόδον τοῦ ἀγροῦ βούλεται ποιῆσαι ὑπ᾿ αὐτόν.
Ἣ ἐδούλωσε σχεδόν, δύναμαι εἰπεῖν, πᾶσαν τὴν ὑφ᾿ ἥλιον καὶ ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτῆς Πόντον καὶ Ἀρμενίαν, Περσίαν καὶ Παφλαγονίαν, Ἀμαζόνας καὶ Καππαδοκίαν, Γαλατίαν καὶ Μηδίαν, Κολχοὺς καὶ Ἴβηρας, Βοσφοριανοὺς καὶ Ἀλβάνους, Συρίαν καὶ Κιλικίαν καὶ Μεσοποταμίαν, Φοινίκην καὶ Παλαιστίνην, Ἀραβίαν τε καὶ Ἰουδαίαν, Βακτριανοὺς καὶ Σκύθας, Μακεδονίαν καὶ Θετταλίαν, Ἑλλάδα, Βοιωτίαν, Λοκροὺς καὶ Αἰτωλούς, Ἀκαρνανίαν, Ἀχαΐαν καὶ Πελοπόννησον, Ἤπειρον καὶ τὸ Ἰλλυρικόν, Λυχνίτας κατὰ τὸ Ἀνδριατικόν, Ἰταλίαν Σουσκίνους, Κελτοὺς καὶ Κελτογαλάτας, Ἰβηρίαν τε καὶ ἕως τῶν Γαδείρων, Λιβύαν καὶ Μαυρητανίαν καὶ Μαυρουσίαν, Αἰθιοπίαν, Βελέδας Σκούδην,Νουμιδίαν καὶ Ἀφρικὴν καὶ Αἴγυπτον, αὐτὸς τὰ νῦν βούλεται δουλῶσαι, καὶ τὴν κυριεύουσαν τῶν πόλεων ζυγώ ὑποβαλεῖν καὶ δουλείᾳ, καὶ τὰς ἁγίας ἐκκλησίας ἡμῶν, ἔνθα ἐπροσκυνεῖτο ἡ ἁγία τριὰς καὶ ἐδοξολογεῖτο τὸ πανάγιον, καὶ ὅπου οἱ ἄγγελοι ἠκούοντο ὑμνεῖν τὸ θεῖον καὶ τὴν ἔνσαρκον τοῦ θεοῦ λόγου οἰκονομίαν, βούλεται ποιῆσαι προσκύνημα τῆς αὐτοῦ βλασφημίας καὶ τοῦ φληναφοῦ αὑτοῦ ψευδοπροφήτου Μωάμεθ, καὶ κατοικητήριον ἀλόγων καὶ καμήλων.


Λοιπόν, ἀδελφοὶ καὶ συστρατιῶται, κατὰ νοῦν ἐνθυμήθητε ἵνα τὸ μνημόσυνον ὑμῶν καὶ ἡ μνήμη καὶ ἡ φήμη καὶ ἡ ἐλευθερία αἰωνίως γενήσηται.»


Καὶ στραφεὶς πρὸς τοὺς Ἑνετοὺς ἐν τοῖς δεξιοῖς μέρεσιν ἱσταμένους ἔφη: «Ἑνετοὶ εὐγενεῖς, ἀδελφοὶ ἠγαπημένοι ἐν Χριστώ τώ θεώ, ἄνδρες ἰσχυροὶ καὶ στρατιῶται δυνατοὶ καὶ ἐν πολέμοις δοκιμώτατοι, οἳ διὰ τῶν ἐστιλβωμένων ὑμῶν ῥομφαίων καὶ χάριτος πολλάκις πλῆθος τῶν Ἀγαρηνῶν ἐθανατώσατε, καὶ τὸ αἷμα αὐτῶν ποταμειδῶς ἐκ τῶν χειρῶν ὑμῶν ἔρρευσε, τῇ σήμερον παρακαλῶ ὑμᾶς ἵνα τὴν πόλιν ταύτην τὴν εὐρισκομένην ἐπὶ τοσαύτῃ συμφορᾷ τοῦ πολέμου ὁλοψύχως καὶ ἐκ μέσου ψυχῆς γένητε ὑπερασπισταί.
Οἴδατε γὰρ καλῶς, καὶ δευτέραν πατρίδα καὶ μητέρα αὐτὴν ἀενάως εἴχετε· διὸ καὶ ἐκ δευτέρου πάλιν λέγω καὶ παρακαλῶ ἵνα ἐν αὐτῇ ὥρᾳ ὡς φιλοπιστοί τε καὶ ὁμόπιστοι καὶ ἀδελφοὶ ποιήσητε.»


Εἶτα στραφεὶς ἐν τοῖς ἀριστεροῖς μέρεσι λέγει τοῖς Λιγουρίταις: «Ὦ Λιγουρῖται, ἐντιμότατοι ἀδελφοί, ἄνδρες πολεμισταὶ καὶ μεγαλοκάρδιοι καὶ φημιστοί, καλῶς οἴδατε καὶ γινώσκετε ὅτι ἡ δυστυχὴς αὕτη πόλις πάντοτε οὐκ ἐμοὶ μόνον ὑπῆρχεν, ἀλλὰ καὶ ὑμῖν διὰ πολλά τινα αἴτια.


Ὑμεῖς μὲν πολλάκις μετὰ προθυμίας αὐτῇ ἐβοηθήσατε, καὶ συνδρομῇ ὑμετέρᾳ ἐλυτρώσατε ἀπὸ τῶν Ἀγαρηνῶν τῶν αὐτῆς ἐναντίων.
Σὰ νῦν πάλιν ὁ καιρός ἐστιν ἐπιτήδειος ἵνα δείξητε εἰς βοήθειαν αὐτῆς τὴν Χριστώ ἀγάπην καὶ ἀνδρίαν καὶ γενναιότητα ὑμῶν.»
Καὶ πληθυντικῶς στραφεὶς πρὸς πάντας εἶπεν: «Οὐκ ἔχω καιρὸν εἰπεῖν ὑμῖν πλείονα. Μόνον τὸ τεταπεινωμένον ἡμέτερον σκῆπτρον εἰς τὰς ὑμῶν χεῖρας ἀνατίθημι, ἵνα αὐτὸ μετ᾿ εὐνοίας φυλάξητε.
Παρακαλῶ δὲ καὶ τοῦτο καὶ δέομαι τῆς ὑμετέρας ἀγάπης, ἵνα τὴν πρέπουσαν τιμὴν καὶ ὑποταγὴν δώσητε τοῖς ὑμετέροις στρατηγοῖς καὶ δημάρχοις καὶ ἑκατοντάρχοις, ἕκαστος κατὰ τὴν τάξιν αὑτοῦ καὶ τάγμα καὶ ὑπηρεσίαν.


Γνωρίσατε δὴ τοῦτο. Καὶ ἐὰν ἐκ καρδίας φυλάξητε τὰ ὅσα ἐνετειλάμην ὑμίν, ἐλπίζω εἰς θεὸν ὡς λυτρωθείημεν ἡμεῖς τῆς ἐνεστώσης αὐτοῦ δικαίας ἀπειλῆς.


Δεύτερον δὲ καὶ ὁ στέφανος ὁ ἀδαμάντινος ἐν οὐρανοῖς ἐναπόκειται ὑμῖν, καὶ μνήμη αἰώνιος καὶ ἄξιος ἐν τώ κόσμῳ ἔσεται.» Καὶ ταῦτα εἰπὼν καὶ τὴν δημηγορίαν τελέσας καὶ μετὰ δακρύων καὶ στεναγμῶν τὸν θεὸν εὐχαριστήσας, οἱ πάντες ὡς ἐξ ἑνὸς στόματος ἀπεκρίναντο μετὰ κλαυθμοῦ λέγοντες «ἀποθάνωμεν ὑπὲρ τῆς Χριστοῦ πίστεως καὶ τῆς πατρίδος ἡμῶν.» Ἀκούσας δὲ ὁ βασιλεὺς καὶ πλεῖστα εὐχαριστήσας καὶ πλείστας δωρεῶν ἐπαγγελίας αὐτοῖς ἀπηγγείλατο.


Εἶτα πάλιν λέγει. «Λοιπόν, ἀδελφοὶ καὶ συστρατιῶται, ἕτοιμοι ἔστε τώ πρωΐ, Χάριτι καὶ ἀρετῇ τῇ παρὰ τοῦ θεοῦ ὑμῖν δωρηθείσῃ, καὶ συνεργούσης τῆς ἁγίας τριάδος, ἐν ᾗ τὴν ἐλπίδα πᾶσαν ἀνεθέμεθα, ποιήσωμεν τοὺς ἐναντίους μετὰ αἰσχύνης ἐκ τῶν ἐντεῦθεν κακῶς ἀναχωρήσωσιν.»
Ἀκούσαντες δὲ οἱ δυστυχεῖς Ῥωμαῖοι καρδίαν ὡς λέοντες ἐποίησαν, καὶ ἀλλήλοις συγχωρηθέντες ᾔτουν εἷς τῷ ἑτέρῳ καταλλαγῆναι, καὶ μετὰ κλαυθμοῦ ἐνηγκαλίζοντο, μήτε φιλτάτων τέκνων μνημονεύοντες οὔτε γυναικὼν ἢ πλούτου φροντίζοντες, εἰ μὴ μόνον τοῦ ἀποθανεῖν ἵνα τὴν πατρίδα φυλάξωσι.
Καὶ ἕκαστος ἐν τῷ διατεταγμένῳ τόπῳ ἐπανέστρεψε, καὶ ἀσφαλῶς ἐποίουν ἐν τοῖς τείχεσι τὴν φυλακήν.
Ὁ δὲ βασιλεὺς ἐν τῷ πανσέπτῳ ναῷ τῆς τοῦ θεοῦ λόγου σοφίας ἐλθὼν καὶ προσευξάμενος μετὰ κλαυθμοῦ τὰ ἄχραντα μυστήρια μετέλαβεν.
Ὁμοίως καὶ ἕτεροι πολλοὶ τῇ αὐτῇ νυκτὶ ἐποίησαν.
Εἶτα ἐλθὼν εἰς τὰ ἀνάκτορα ὀλίγον σταθεὶς καὶ ἐκ πάντων συγχώρησιν αἰτήσας, ἐν τῇδε τῇ ὥρᾳ τίς διηγήσεται τοὺς τότε κλαυθμοὺς καὶ θρήνους τοὺς ἐν τῷ παλατίῳ; Εἰ καὶ ἀπὸ ξύλου ἄνθρωπος ἢ ἐκ πέτρας ἦν, οὐκ ἐδύνατο μὴ θρηνῆσαι.
Καὶ ἀναβὰς ἐφ᾿ ἵππου ἐξήλθομεν τῶν ἀνακτόρων περιερχόμενοι τὰ τείχη [...]

Γεωργίου Σφραντζῆ, Χρονικὸν



Παρασκευή 12 Μαΐου 2023

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ! στὶς 12-13 Μαΐου 1821 Ο Κολοκοτρώνης δὲν ἄφηνε ὀθωμανικό ρουθούνι...

 


ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ! Ο Κολοκοτρώνης δὲν ἄφηνε ὀθωμανικό ρουθούνι...






Η μάχη του Βαλτετσίου σημειώθηκε στὶς 12-13 Μαΐου 1821 καὶ θεωρεῖται ὡς μία ἀπὸ τις πιὸ ἀποφασιστικές μάχες της Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης του 1821, ποὺ ὁδήγησε στὴν Ἅλωση της Τριπολιτσᾶς. Πρωτοστάτης της μάχης αὐτῆς ἦταν ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.




Το σχέδιο του Κολοκοτρώνη

Κατά τὴ διάρκεια της πολιορκίας της Τριπολιτσάς, ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ὀργάνωσε στρατόπεδα στὰ ὑψώματα γύρω ἀπὸ την πόλη. Ἔτσι στὶς 16 Ἀπριλίου 1821 διέταξε την ὀχύρωση τεσσάρων λόφων δίπλα στὸ χωριό Βαλτέτσι.

Ταυτόχρονα, οἱ Τοῦρκοι, ποὺ ἦταν κλεισμένοι στὴν Τριπολιτσά, με ἀγωνία περίμεναν βοήθεια ἀπὸ τον Χουρσίτ, ποὺ βρισκόταν στὰ Γιάννενα καὶ πολεμοῦσε τον Ἁλή Πασᾶ. Ο Χουρσίτ ἔστειλε ἰσχυρὸ στράτευμα με ἐπὶ κεφαλῆς τον Κιοσέ Μεχμέτ, ὁ ὁποῖος το χώρισε σε δύο τμήματα. Στὸ πρῶτο ἡγήθηκε ὁ ἴδιος με τον Ὁμέρ Βρυώνη, με 14.000 στρατό]καὶ κατευθύνθηκε ἀνατολικά. Το δεύτερο, ποὺ ἀποτελεῖτο ἀπὸ 3.500 Ἀλβανούς, κατευθύνθηκε πρὸς τὴ δυτική Ἑλλάδα, ὑπὸ την ἡγεσία του Κεχαγιάμπεη Μουσταφά.

Ὁ στρατός του Κεχαγιάμπεη πέρασε το Ἀντίρριο χωρίς ἀπώλειες. Πέρασε ἀπὸ την Πάτρα, πυρπόλησε τὴ Βοστίτσα (Αἴγιο) καὶ στὴ συνέχεια ἔλησε τις ἑλληνικές πολιορκίες σε Κόρινθο καὶ Ἀργός, γιὰ νὰ μπεῖ,τελικά, στὴν Τριπολιτσά.




Η πρώτη μάχη




Στὶς 24 Ἀπριλίου, ὁ Κεχαγιάμπεης βγῆκε ἀπὸ την Τρίπολη με 4.000 ἄνδρες καὶ ἐπιτέθηκε στὸ Βαλτέτσι . Οἱ ὀλιγάριθμοι ὑπερασπιστές του ὑποχώρησαν, χάνοντας ζῶα καὶ προμήθειες. Η μάχη συνεχίστηκε βόρεια του χωριοῦ ὅπου ὁ Κυριακοῦλης Μαυρομιχάλης εἶχε βρεθεῖ σε πολύ δύσκολη θέση. Σε βοήθειά του ἔσπευσε ὁ Δημήτρης Πλαποῦτας χτυπῶντας τους Τούρκους ἀπὸ τα νῶτα. Οἱ Τοῦρκοι ἀναγκάστηκαν σε ὑποχώρηση καὶ ὁ Κολοκοτρώνης τους κυνήγησε μέχρι το χωριό Μάκρη.

Μετά τὴ μάχη, το στρατόπεδο ἁνασυγκροτήθηκε ταχύτατα με φρουρά 1.000 ἀνδρῶν καὶ ἐπικεφαλῆς τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη καὶ δημιουργήθηκαν ἐκ νέου ταμπούρια καὶ κατέφθασαν ἐνισχύσεις. Στὸ πρῶτο ταμποῦρι βρέθηκαν ὁ Ἠλίας καὶ ὁ Κυριακούλης Μαυρομιχάλης με ὅλους τους Μανιάτες στὸ δεύτερο ο Μητροπέτροβας, ὁ Παπατσώνης, ὁ κεφάλας, ο Γιάννης Μαυρομιχάλης, ὁ Παναγιῶτης Κατριβάνος ἀπὸ το σαρι Μεγαλόπολης καὶ ὁ Θανάσης Δαγρές ἀπὸ τὴ Βρωμόβρυση Μεσσηνίας, με τους στρατιῶτες τους. Στὸ τρίτο ὁ Ἠλίας καὶ ὁ Νικήτας Φλέσσας, ὁ Σιώρης, ὁ Νικηταράς καὶ πολλοί Λιονταρίτες καὶ Γορτύνιοι.



Η δεύτερη μάχη

Τα χαράματα της 12ης Μαΐου, ο Κεχαγιάμπεης βγῆκε ἀπὸ την Τρίπολη με 10.000 Τουρκαλβανοῦς με προορισμό την Καλαμάτα. Κάποιοι Βαρδουνιώτες,με σκοπό τὴ λαφυραγωγία καὶ με ἀρχηγὸ τον Βαρδουνιώτη Ρουμπή,ἀντιλήφθηκαν την παρουσία Ἑλλήνων στὸ Βαλτέτσι, ἀρχίσαν τις ἁψιμαχίες μαζί τους, γιὰ νὰ προστεθοῦν στὴ συνέχεια καὶ οἱ ἄλλοι]. Τότε κατέφθασε ὁ Κολοκοτρώνης,ἀφοῦ εἰδοποιήθηκε, με 700 ἄνδρες. Ο Ρουμπῆς, ποὺ βρέθηκε πλέον περικυκλωμένος, ζήτησε ἐνίσχυση ἀπὸ τον Κεχαγιάμπεη ποὺ μέχρι τότε παρακολουθοῦσε τὴ μάχη ἐπικεφαλίς 3.000 ἱππέων.

Το ἀπόγευμα ἔφτασε ὁ Δημήτρης Πλαπούτας, ὁ Κανέλλος Δεληγιάννης με 700 ἄνδρες]. Η μάχη συνεχίστηκε μέχρι τὴ νύχτα χωρίς νὰ ὑποχωρεῖ καμία πλευρά. Τα ξημερώματα της 13ης Μαΐου, οἱ Τοῦρκοι ξεκίνησαν νέα ἐπίθεσή.




1. Ἡ φυγή τῶν Τούρκων καὶ ἡ νίκη του Κολοκοτρώνη

Μετά ἀπὸ 4 ὧρες μάχης καὶ ἐνῶ ὁ Ρουμπής κινδύνευε, ὁ Κεχαγιάμπεης διέταξε ὑποχώρηση. Βλέποντας αὐτὴν την κίνηση, ὁ Κολοκοτρώνης ξεκίνησε γενική ἀντεπίθεση. Ἔτσι οἱ Τοῦρκοι τράπηκαν σε ἄτακτη φυγή, πετῶντας τα ὅπλα τους.

Συνολικά οἱ Τοῦρκοι εἶχαν 300 νεκρούς καὶ πάνω ἀπὸ 500 τραυματίες, ἐνῶ οἱ Ἕλληνές μόλις 2. Ἀνάμεσα στὰ λάφυρα τῶν ἐπαναστατῶν ἦταν πολλά τουφέκια, 1 πυροβόλο καὶ 8 σημαῖες]. Η μάχη ὑπῆρξε καθοριστική γιὰ το ἠθικὸ τῶν ἀντιμαχομένων. Οἱ Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι πολέμησαν γιὰ πρώτη φορά κάτω ἀπὸ σωστή ὀργάνωση, πῆραν θάρρος συνειδητοποιῶντας την ἀνωτερότητά τους ἔναντι τῶν Τούρκων, ἐνῶ οἱ δεύτεροι κατάλαβαν ὅτι ἡ ἐπανάσταση ἦταν κάτι σοβαρότερο ἀπὸ μία ἁπλὴ ἐξέγερση ὀλιγάριθμων Ἑλλήνων.




Η λαϊκή μοῦσα τίμησε τὴ νίκη στὸ Βαλτέτσι με το ἀκόλουθο δημοτικό τραγούδι:




Τι ἔχεις, καημένε κόρακα, ποῦ σκούζεις καὶ φωνάζεις;

Μήπως διψᾶς γιὰ αἵματα, γιὰ τούρκικα κεφάλια;

Πέρασε ἀπὸ τα Τρίκορφα καὶ σῦρε στὸ Βαλτέτσι,

ὅπου είν' ὁ τόπος δυνατός καὶ δυνατά ταμπούρια,

ἐκεῖ θὰ βρεῖς τα αἵματα, τα τούρκικα κεφάλια,

Τρία μπαϊράκια κίνησαν ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴ χώρα,

το ἕνα πάει στὰ Τρίκορφα, τ' ἄλλο στοὺς Ἁραχαμίτες,

κι αὐτὸς ὁ Κεχαγιάμπεης πηγαίνει στὸ Βαλτέτσι.

Ὁ Κυριακούλης του μιλάει κι ο Μπεζαντές του λέει:

«Πού πᾶς, βρὲ Κεχαγιάμπεη, τ' Ἀλή πασᾶ κοπέλι;

Ἐδῶ δὲν εἶναι Κόρινθος, δὲν εἶναι Πέρα Χώρα,

δὲν εἶναι τ' ἀργίτικα κρασιά, του Μπέλεση τα κριάρια.

Ἐδῶ είν' ὀρδὴ Καρύταινας, μανιάτικο ντουφέκι,

Κολοκοτρώνης ἀρχηγὸς με το Μαυρομιχάλη».

Ἀφῆστε τα ντουφέκια σας καὶ βγάλτε τα σπαθιά σας

βάλτε τους Τούρκους ἐμπροστὰ, σὰν πρόβατα, σὰν γίδια.



Τετάρτη 10 Μαΐου 2023

Ἡ ἄνιση μάχη στὸ Χάνι της Γραβιᾶς καὶ ἡ ἐξόντωση τῶν μουσουλμάνων (6 Μαΐου 1821)

 





Μάχη 117 γενναίων Ἑλλήνων ἐναντίον 9.000 μουσουλμάνων.

Μόλις ξέσπασε ἡ Ἐπανάσταση του 1821, ὁ Χουρσίτ πασᾶς, ποῦ πολιορκοῦσε τον Ἀλὴ πασᾶ στὰ Γιάννενα, ἔστειλε στὴν Ἀνατολική Στερεά, ἰσχυρότατες στρατιωτικές δυνάμεις με ἐπικεφαλίς τον Τουρκαλβανό Ὁμέρπασα ( Ὀμερ) Βρυώνη καὶ τον Κιοσέ Μεχμέτ. Ὁ Ομέρ Βρυώνης, μόλις εἶχε διοριστεῖ ἀπὸ τον σουλτᾶνο πασᾶς του Βερατίου, καθώς τον θεωροῦσε ἕνα ἀπὸ τους πλέον ἱκανούς στρατηγούς του. Ἔτσι, ἦταν σίγουρος ὅτι θὰ κατέπνιγε εὔκολα την ἐπανάσταση στὴν Ἀνατολική Στερεά.
Στὰ μέσα Ἀπριλίου, οἱ δύο στρατηγοί του σουλτάνου, πέρασαν ἀπὸ τὴ Θεσσαλία στὴ Στερεά καὶ συγκρούστηκαν με τον Ἀθανάσιο Διάκο καὶ τους ἄντρες του στὴν Ἀλαμάνα, τους ὁποίους ὅπως εἶναι γνωστό ἐξουδετέρωσαν παρά την ἡρωική τους ἀντίσταση. Εἶναι ἐπίσης γνωστό καὶ το τραγικό τέλος του Ἀθανάσιου Διάκου.





Ἀμέσως μετά ἔγινε προσπάθεια νὰ ἀνασυνταχθοῦν οἱ ἑλληνικές δυνάμεις της περιοχῆς της Λειβαδιάς. Νέος ὁπλαρχηγός ἀνέλαβε ὁ Βασίλης Μπούσγος ποὺ εἶχε στὴ διάθεσή του 1.000 ἄνδρες καὶ ὅσους ἀπὸ τους ἄνδρες του Ἀθ. Διάκου σώθηκαν μετά την μάχη της Ἀλαμάνας. Ὁ Ὀμέρ Βρυώνης, ἀπὸ τὴ Λαμία ποὺ εἶχε στρατοπεδεύσει, πῆγε στὸ Ἐλευθεροχώρι ὁπού εἶχαν συγκεντρωθεῖ καὶ τους διέλυσε. Το ἠθικὸ τῶν ἐπαναστατημένων Ἑλλήνων εἶχε ἀρχίσει νὰ κλονίζεται καὶ ἡ Ἐπανάσταση σε Στερεά Ἑλλάδα καὶ Πελοπόννησο, κινδύνευε σοβαρά.

Ὁ Ομέρ Βρυώνης πίστευε ὅτι θὰ μπορέσει νὰ προσεταιριστεῖ τον Ἀνδροῦτσο. Γι' αὐτὸ, ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι βρίσκεται στὴ Στερεά Ἑλλάδα, του ἔστειλε περιστολή με την ὁποία ζητοῦσε νὰ συμπράξει μαζί του καὶ ὥς ἀντάλλαγμα, του πρόσφερε την ὀπλαρχηγία ὅλης της Ἀνατολίτικής Στερεάς.

Ὡς τόπος συνάντησης, ὁρίστηκε το χάνι της Γραβιᾶς.

Αὐτὸς ἄλλωστε ἦταν καὶ ὁ λόγος ποὺ ὁ Ἀνδροῦτσος βρέθηκε ἐκεῖ, ὅπως γράψαμε παραπάνω.

Μόνο ποῦ τον Ομέρ Βρυώνη, τον περίμεναν στὴ Γραβιᾶ ἰδιαίτερα δυσάρεστες ἐκπλήξεις…

Στὸ χάνι της Γραβιᾶς, πραγματοποιήθηκε συμβούλιο τῶν ὀπλαρχηγῶν. Ἀπὸ την ἐπιστολή του Ομέρ Βρυώνη στὸν Ἀνδροῦτσο, διαφαινόταν ὅτι ὁ Τουρκαλβανός στρατηγός θὰ ἔφευγε ἀπὸ τὴ Λαμία καὶ θὰ κατευθυνόταν πρὸς το Γαλαξίδι καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, με πλοῖα, θὰ μετέβαινε στὴν Πελοπόννησο, καθώς θεωροῦσε ὅτι ἄν πήγαινε στὸν Μωριᾶ μέσω Ἰσθμοῦ, στῆ διαδρομή θὰ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει πολλά προβλήματα, στὶς στενές καὶ δύσβατες διαβάσεις ποῦ θὰ ἀκολουθοῦσε.













Στὸ συμβούλιο, ὁ Ἀνδροῦτσος ἀπέμεινε νὰ ἀμυνθοῦν στὸ Χάνι, ἐνῶ ὁ Δυοβουνιώτης με τον Πανουργιᾶ διαφωνοῦσαν καὶ ἤθελαν νὰ ἀμυνθοῦν δεξιά καὶ ἀριστερά ἀπ' αὐτὸ. Οἱ Ἕλληνες ἦταν 1.300, ἐνῶ ὁ Ομέρ Βρυώνης εἶχε στὴ διάθεσή του περισσότερους ἀπὸ 9.000 ἄνδρες.

Ὁ Ανδροῦτσος ἤθελε νὰ ἀμυνθοῦν στὸ χάνι, γιατί οἱ ἀντίπαλοι θὰ ἦταν ἀκάλυπτοι καὶ θὰ δεχόταν πυρά κατά μέτωπο. Βέβαια, ὑπῆρχε ὁ κίνδυνος ἐπειδὴ το χάνι ἦταν πλινθόκτιστο νὰ το γκρεμίσουν με εὐκολία οἱ Τοῦρκοι.

Τελικά, ἀκολουθήθηκε μία μέση λύση. Ὁ Πανουργιᾶς κι ὁ Δυοβουνιώτης, πῆραν θέση ἀριστερά ἀπ' το χάνι στὸν δρόμο πρὸς το βουνό Χλωμό, ἐνῶ στὰ δεξιά, στὴ λεγόμενη ''κρήνη του Σίντσικα'', ὁ ἔμπιστος του Ἀνδρούτσου Χρῆστος Κοσμᾶς Σουλιώτης.

Ὁ Ἀνδροῦτσος ἀνέλαβε ὁ ἴδιος νὰ πολεμήσει ἀπὸ το χάνι. Τότε ἔκανε κάτι ἐξαιρετικά ἀσυνήθιστο.

Μὴν θέλοντας νὰ ἐπιβληθεῖ σε κανέναν, ἀλλὰ ζητῶντας οὐσιαστικά ἐθελοντές – συμπολεμιστές, φώναξε : ''Παιδιά ὅποιος θέλει νὰ με ἀκολουθήσει, ἄς πιαστεῖ στὸ χορό'' καὶ ἄρχισε νὰ τραγουδάει το γνωστό κλέφτικο ''Κάτω στοῦ Βάλτου τα Χωριά''.

Πρῶτος πιάστηκε δίπλα του ὁ Γκούρας, ἀκολούθησε ὁ πιστός του σύντροφος Τουρκαλβανός Γκίκας Μουσταφάς, ἀκολούθησαν οἱ ἀξιωματικοί Παπαντρέας, Τράκας, Μάρος, Βουντούνης, Γοβγίνας, Καπλάνης κ.ά. Συνολικά 117 πιάστηκαν σ' αὐτὸ τον ἀλλόκοτο χορό…

Ὅλοι αὐτοί μπῆκαν στὸ χάνι, ἔκλεισαν πρόχειρα τις πόρτες καὶ ἄνοιξαν πολεμίστρες. Ὁ ἔφορος Σαλώνων Ἀναγνώστης Κεχαγιάς, μόλις ποὺ πρόλαβε νὰ τους μεταφέρει πολεμοφόδια, καθώς ἤδη οἱ Τοῦρκοι εἶχαν φτάσει.

Ὁ Ομέρ Βρυώνης, ἀσχολήθηκε ἀρχικά με ὅσους βρίσκονταν ἐξῶ ἀπ' το χάνι. Στέλνοντας ἰσχυρές δυνάμεις ἐναντίον τους, ἀνάγκασε τους Ἕλληνες νὰ φύγουν πρὸς τα ὀρεινά μέρη. Ἡ ἀντίσταση ποὺ προέβαλλον, κάμφθηκε ἀπὸ τους πολύ περισσότερους ἀριθμητικά Τούρκους.

Ἔτσι, ἔφτασε ἡ ὥρα της ἀλήθειας… Ὀδυσσέας Ἀνδρούτσος ἐναντίον Ὀμέρ Βρυώνη στὸ Χάνι της Γραβιάς!













Ἡ ΜΕΓΑΛΗ ΜΑΧΗ – ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΒΑΤΕΡΛΟ

Ὁ Ὀμέρ Βρυώνης, ἔστειλε ἕναν ἔφιππο δερβίση (Τοῦρκο ἱερωμένο), νὰ ἐπαναλάβει τις προτάσεις γιὰ σύμπραξη στὸν Ἀνδροῦτσο. Ὁ Ἀνδροῦτσος τον ρώτησε: ''Πού πᾶς ὦρε Τοῦρκο'' ; ''Νὰ ἀποτάξω ἡ νὰ σφάξω ἀπίστους'', ἀπάντησε ἐκεῖνος. Ἕνας πυροβολισμός του Ἀνδρούτσου (ἡ του Γκίκα Μουσταφά σύμφωνα με ἄλλες πῆγες) ἔριξε τον δερβίση νεκρό.

Οἱ Ἀλβανοὶ ποὺ παρακολουθοῦσαν τὴ σκηνή, ὅρμησαν μαινόμενοι στὸ χάνι. Τελικά, τα συντονισμένα πυρά των ὑπερασπιστών του,τους ἀποδεκάτισαν.

Ὁ Ὀμέρ Βρυώνης ἐκνευρισμένος, διέταξε νέα ἐπιθέση, πιὸ ὀργανωμένη αὐτὴ τὴ φορά, Κάποιοι ἀπὸ τους ἄντρες του, κρατοῦσαν καὶ τσεκούρια γιὰ νὰ γκρεμίσουν τους τοίχους του πανδοχείου. Νέα σκληρή μάχη, ἀμυνόμενοι ἡρωικά οἱ Ἕλληνες κατάφεραν νὰ την ἀναχαιτίσουν. Ἔξαλλος ὁ Ὀμέρ Βρυώνης, ἔταξε μεγάλη ἀμοιβή σε ὅποιους ἔμπαιναν πρῶτοι στὸ χάνι. Ἦταν νωρίς το ἀπόγευμα ὅταν ξεκίνησαν νέες, ἑρμητικές ἐπιθέσεις, ποὺ ὅμως ἀποκρούστηκαν. Κατά τὴ δύση του ἥλιου, ὁ Ὀμέρ Βρυώνης βλέποντας ὅτι ἔχει χάσει πολλούς ἄντρες, διέταξε νὰ φέρουν πυροβόλα ἀπὸ την Λαμίᾳ γιὰ νὰ ἰσοπεδώσουν το χάνι.

Ἔβαλε φρουρούς γύρω ἀπ' αὐτὸ καὶ περίμενε…

Ὁ εὐφυής Ἀνδροῦτσος, κατάλαβε τις προθέσεις του Ἀλβανοῦ καὶ γνώριζε ὅτι ἄν ἐρχόταν τα κανόνια ἀπ' τὴ Λαμίᾳ αὐτὸς καὶ οἱ συμπολεμιστές του, δὲν εἶχαν καμία τύχη. Μάλιστα τα πυρομαχικά τους, εἶχαν τελειώσει. Τὴ νύχτα, ἀφαιρέθηκε ἕνα μέρος ἀπὸ τους πλίνθους της ἀνατολίτικής πλευράς. Οἱ ἕξι Ἕλληνες νεκροί της πολύωρης μάχης, θάφτηκαν πρόχειρα σε μία γωνιά του κτιρίου. Στὶς 2.00 π.μ., ἔδωσε ἐντολὴ ἀναχώρησης.

Οἱ ἡρωικοί μαχητές, περνῶντας ἀπὸ ἕνα σπαρμένο χωράφι ὅπου ὑπῆρχε κάλυψη καὶ μέσα σχεδόν ἀπ' τους Τούρκους φρουρούς ποὺ αἰφνιδιάστηκαν καὶ ὅταν ἄρχισαν νὰ πυροβολοῦν ἦταν ἀργὰ, ἔφτασαν τρέχοντας στὸ Χλωμό ὅπου συναντήθηκαν με τον Ἀπόστολο Γουβέλη, τον Παπακώστα καὶ τους ἄντρες τους.

Ἡ μάχη στὸ χάνι της Γραβιᾶς εἶχε τελειώσει.

Ἀπολογισμός: 6 Ἕλληνες νεκροί, ὅπως ἀναφέραμε, 300 Τοῦρκοι νεκροί καὶ 600 τραυματίες.

ΤΟ ΧΑΝΙ ΤΗΣ ΓΡΑΒΙΑΣ.



Μάχη της Γραβιάς. Το Χάνι
Μακρυγιάννη Ιωάννη – Ζωγράφου Παναγιώτη (Εικόνες του Αγώνος)

(6 Μαΐου 1821)

ΩΔΗ
«Μεγάλων δ' ἀέθλων
Μοῖσα μεμνᾶσθαι φιλεῖ.»
Πίνδαρος


Α΄.


Απὸ κρότον ὀργάνων βοΐζει
Τῆς Γραβιᾶς τὸ βουνὸν ἀντἰκρύ·
Λάμπουν ὅπλα χρυσᾶ, καὶ λερὴ
Φουστανέλλα μαυρίζει.


Πρὸς τὸ χάνι χορὸς κατεβαίνει
Ἀπ' ὁδόν ἐλικώδη, λοξὴν,
Καὶ φλογέρα μὲ ἦχον ὀξὺν
Χοροῦ ᾆσμα σημαίνει.


Ὀδυσσεὺς ὁ ταχύπους ἡγεῖται
Τοῦ μαχίμου ἐκείνου χοροῦ,
Καὶ ἐγκύμων σκοποῦ τολμηροῦ
Πρὸς το χάνι κινεῖται


Ἐκεῖ δὲ τὸν χορὸν διαλύει,
Κλεῖ τὴν μάνδραν καὶ οὕτω λαλεῖ·
Ἡ πατρίς μας ἐδὼ μᾶς καλεῖ,
Στρατιῶται ἀνδρεῖοι.


Μετ' ὀλίγον ἐδὼ καταφθάνει
Στρατιὰ μυριάνδων ἐχθρῶν·
Εἶναι στάδιον δόξης λαμπρὸν,
Τὸ μικρὸν τοῦτο χάνι.


Εἰς τὸ μέγα στενὸν θὰ 'ξυπνήσουν
Οἱ ἀρχαῖοι τῆς Σπάρτης νεκροὶ,
Καὶ τὸν τόπον αὐτὸν φοβεροὶ
Τουρκομάχοι θα σείσουν.


Κ' ἡ σκιὰ τοῦ Διάκου παρέκει
Τοῦ εἰς σούβλαν ψηθέντος σκληρὰν,
Μὲ μεγάλην θ' ἀκούσῃ χαρὰν.
Νὰ βροντᾷ τὸ τουφέκι.


Ἐκεῖ κάτω κυττάξετε. Φθάνει
Ὁ πομπώδης στρατὸς τῶν ἐχθρῶν·
Ἰδοὺ στάδιον δόξης λαμπρὸν
Τὸ μικρὸν τοῦτο χάνι.


Στρέφουν ὅλοι καὶ βλέπουν. Διέβη
Τὸ ποτάμι ἀπίστων πληθὺς,
Καὶ ἀκούεται δοῦπος βαθὺς,
Καὶ ὁ τόπος σαλεύει.


Πιστολίων ἀκούονται κτύποι
Καὶ βαρβάρων φωναὶ συνεχεῖς,
Καὶ τινάσσουν τὴν χαίτην ταχεῖς
Καὶ ἀφρόεντες ἵπποι.


Πρὸ τῶν ἄλλων ξιφήρης προβαίνει
Εἷς δερβίσης τὸν ἵππον κεντῶν·
Ὁ υἱὸς τοῦ Ἀνδρίτσου αὐτὸν
Ἐρωτᾷ ποῦ πηγαίνει.


Ἀποκρίνετ' ἐκεῖνος· Νὰ σφάξω
Ὅπου 'βρῶ τοῦ προφήτου ἐχθροὺς·
Καὶ πατῶν τοὺς ἀπίστους νεκροὺς
Τὸ ἀλλὰχ νὰ ἀνακράξω.


Ἀλλ' ἐδὼ, ὦ υἱὲ τοῦ προφήτου,
Μιναρὲν δὲν θὰ 'βρῇς ὑψηλὸν,
Ἀλλὰ μόνον τουφέκι καλὸν,
Καὶ ἰδοὺ ἡ φωνὴ του.


Καὶ ἡνίας καὶ σπάθην ἀφίνει
Ὁ δερβίσης τὰ στέρνα πληγεὶς,
Καὶ μὲ κρότον πεσών κατὰ γῆς,
Ῥεῖθρον αἵματος χύνει.


Τοῦ θανάτου ἱδρὼς περιβρέχει
Τὸ χλωμὸν μέτωπόν του εὐθὺς,
Καὶ ὁ ἵππος αὐτοῦ πτοηθεὶς
Κοῦφος κ' εὔκαιρος τρέχει.


Β΄.


Καθὼς ὅταν βοῤῥᾶς ῥιγοβόλος
Μὲ ἀκάθεκτον πνέῃ ὁρμὴν,
Κι' ὁ βαθύς τοῦ πελάγους πυθμὴν
Κατασείεται ὅλος,


Τῶν ἐχθρῶν οὕτω σείει τὰ στήθη
Κραταιὰ, ψυχοβόρος ὀργὴ,
Καὶ ἀκούεται λύσσης κραυγὴ
Ἀπὸ τ' ἄμμετρα πλήθη.


Σῶμα μέγα, πυκνὸν, ταραχῶδες,
Ἀλαλάζον ὁρμᾷ μὲ κραυγὴν,
Καὶ βαρύδουπον σκάπτουν τὴν γῆν
Σιδηροῖ ἵππων πόδες.


Ἀλλ' ἀκοίμητον πῦρ ἐκ τῆς μάνδρας
Τοὺς ὁρμῶντας προσβάλλει ἐχθροὺς,
Κ' ἐξαπλόνει τριγύρω νεκροὺς,
Νεκροὺς ἵππους καὶ ἄνδρας.


Οὔτε ἕν ὅπλον εἰς μάτην καπνίζει,
Οὔτε ἕν ὅπλον εἰς μάτην βροντᾷ·
Κάθε βόλι συρίζον πετᾷ
Καὶ τὰ κρέατα σχίζει.


Περιΐπτατ' ἐκεῖ πολυαίμων
Ἐν νεφέλαις καπνοῦ καὶ πυρὸς,
Μὲ τὸ βλέμμα δριμὺ, φοβερός
Τοῦ ὀλέθρου ὁ δαίμων.


Ταχυθάνατον πέλεκυν σείει,
Καὶ ἀκόρεστον βλέμμα κολλᾷ
Ὅπου αἵματα ῥέουν πολλὰ,
Ὅπου θνήσκουν ἀνδρεῖοι.


Ἡ κλαγγὴ ὡς γλυκύφθογγον μέλος
Τοῦ θηρίου τὰ ὦτα χτυπᾷ,
Καὶ τὰ μέλανα χείλη του σπᾷ
Καταχθόνιος γέλως.


Τὸ πᾶν βλέπει μὲ ὄψιν ἀγρίαν
Τὴν φριξότριχα κόμην κινῶν,
Ὡς ὁ λέων ὁπόταν πεινῶν
Ἐνεδρεύῃ τὴν λείαν.


Καταφλέγει ἐν ταύτῃ τῇ μάχῃ
Τὰς ψυχὰς τῶν ἀνδρῶν ἡ ὀργὴ,
Καὶ ἠχεῖ κ' ἡ πείβουνος γῆ
Καὶ οἱ λόγγοι κ' οἱ βράχοι.


Γ΄.


Μάχης πλὴν δὲν ἠχοῦν πλέον φθόγγοι,
Οὔτε μέταλλα λάμπουν στιλπνά·
Σιωποῦν τὰ κρημνώδη βουνὰ
Καὶ οἱ βράχοι κ' οἱ λόγγοι.


Ὅπου πρώην κραυγαὶ καὶ μανία,
Βασιλεύει θανάτου σιγὴ·
Ἔνθα κ' ἔνθα θνησκόντων κραυγὴ
Ἀντηχεῖ ἀπαισία.


Πεντακόσια πτώματ' ἀφίνων
Ὁ εἰς μάτην παλαίσας ἐχθρὸς,
Ἀπεσύρθη μακρὰν τοῦ πυρὸς
Μιᾶς φούκτας Ἑλλήνων.


Τοὺς ἀνδρείους στενὰ τριγυρίζει
Ὁ πασᾶς δι' ἀμέτρου στρατοῦ,
Καὶ τὴν λείαν εἰς χεῖρας αὑτοῦ
Ὡς βεβαίαν ἐλπίζει.


Ἀλλὰ σὺ, ὦ θεὰ ἐγερσίνους,
Ποῦ υἱοὺς Θρασυβούλων γεννᾷς,
Καὶ ἁλύσεις συντρίβεις δεινὰς,
Δὲν τρομάζεις κινδύνους.


Διὰ σοῦ τοὺς πολλοὺς οἱ ὀλίγοι
Ταπεινοῦν μὲ σπαθὶ κοπτερὸν·
Τὸ σπαθί σου ἐν μέσω ἐχθρῶν
Εὐρὺν δρόμον ἀνοίγει.


Δ΄.


Μελανόπτερος νὺξ, παραστάτις
Πολυτρόμου σωρείας νεκρῶν,
Ἐπέκτειν' εἰς τὴν γῆν σκιερὸν
Τὸ πλατὺ κάλλυμά της,


Καὶ ἰδοὺ οἱ σαπφείρινοι κάμποι
Ἀπὸ ἄστρα γεμίζουν λαμπρὰ,
Κ' ἐν τῷ μέσω αὐτῶν ἀργυρᾶ
Ἡ πανσέληνος λάμπει.


Τὴν βαθεῖαν σιγὴν καὶ τὰ σκότη
Διακόπτουν βαρβάρων κραυγαὶ,
Προσευχαὶ ἀσεβεῖς καὶ ἀργαὶ
Ὅπλων λάμψεις καὶ κρότοι.


Ἀδελφὸς πλὴν ὁ ὕπνος θανάτου
Εἰς τὰς τάξεις τῶν τούρκων πετᾷ,
Καὶ τὰ μέλη των ζώνει σφιγκτὰ
Μὲ τά κοῦφα δεσμά του.


Μόνος ἄγρυπνος εἷς ἐπροπάτει,
Ὁ πασᾶς, ἀνασπῶν τὰς ὀφρῦς,
Ἀλλ' ἐῤῥίφθη κ' ἐκεῖνος βαρὺς
Στὸ παχύ του κρεββάτι.


Μόλις δ' εἶχε τὰ ὄμματα κλείσει,
Αἱμωπὸν, μὲ θανάτου χροιὰν,
Ὀνειρόφαντον εἶδε σκιὰν,
Τὴν σκιὰν τοῦ δερβίση.


Ὁ θανὼν λειτουργὸς τοῦ προφήτου
Εἶχεν αἷμα πολὺ καὶ πηκτὸν,
Ὅπου ἔχαινε χάσμα φρικτὸν
Ἡ μεγάλη πληγή του.


Ἡ μορφή του πλὴν ἦτο γλυκεῖα
Καὶ ἡ ὄψις του λίαν φαιδρά.
Ἐκτυποῦσεν ἐν τούτοις σφόδρα
Τοῦ πασᾶ ἡ καρδία.


Ἡ σκιὰ, Μὴ τὸν εἶπε, φοβῆσαι,
Εἶμαι λόγου καλοῦ μηνυτής·
Χαῖρε, φίλε πασᾶ! Νικητὴς
Τῶν Ἑλλήνων θὰ ἦσαι.


Οἱ ἐν μάνδρᾳ κλεισμένοι ὀλίγοι
Εἶναι θύματα πείνης σκληρά.
Τὰ φρικώδη τῆς σούβλας πυρὰ
Οὔτε εἷς θ' ἀποφύγῃ.


Ὁ νεκρὸς ταῦτα λέγων δερβίσης,
Ἀνελήφθη τὸν φίλον πλανῶν.
- Μειδιᾷς ὦ πασᾶ; Ἐξυπνῶν
Μαῦρα δάκρυ θὰ χύσῃς.


Ε΄.


Σὺ, ὦ Μοῦσα, ὁδήγει μ' ἐν τάχει
Να ἰδῶ τοὺς ἀνδρείους φρουροὺς,
Νὰ μετρήσω κ' ἐκεῖ τοὺς νεκροὺς
Τοὺς πεσόντας ἐν μάχῃ.


Θαῦμα μέγα μεγάλου ἀγῶνος
Παριστᾷ ἡ ἐμπρός μου σκηνή·
Ἕνα μόνον ἡ νίκη θρηνεῖ,
Εἷς ἀπέθανε μόνος.


Οἱ ἀνδρεῖοι μεσάνυκτα σκάπτουν
Τὰ κατάψυχρα σπλάγχνα τῆς γῆς,
Καὶ ἐν τῷ μέσῳ πενθίμου σιγῆς
Ἕνα σύντροφο θάπτουν.


Εἰς τὸ μνῆμα δὲν καίει λιβάνι,
Δὲν σὲ κλαίει ψαλμὸς ἱερὸς,
Οὔτε θρήνους ἀκούω μητρὸς,
Ὦ ἀνδρεῖε Καπλάνη.


Ἡ μονότεκνος μήτηρ του, οἴμοι!
Νικητὴν τὸν υἱὸν καρτερεῖ.
Δυστυχὴς ὅταν φθάσῃ ἡ πικρὴ
Τῆς ἀνδρίας του φήμη!


ΣΤ΄.


Ἀλλ' εἰς τ' ὄρος κρυμμένη ἐν μέρει
Ἡ σελήνη γυρνᾷ, κ' ἡ πλειὰς
Σημαδεύει τὸν ῥοῦν τῆς Θεᾶς
Ποῦ τὸν ἥλιον φέρει.


Τῶν βουνῶν ἡ πολύοσμος αὖρα
Ἐκχυλίζουσα τ' ἄνθη φυσᾷ,
Κ' ἡ αὐγὴ χρωματίζει χρυσᾶ
Ὅσα ἦσαν πρὶν μαῦρα.


Οἱ μοχλοὶ τότε πίπτουν τῆς θύρας,
Κ' ἡ ἀνδρεία τῆς μάνδρας φρουρὰ,
Ὁρμᾷ ἔξω πυκνὴ, τολμηρὰ,
Μὲ τὰ ξίφη εἰς τὰς χεῖρας.


Σιγαλὴ, τακτικὴ κ' ἑνωμένη
Εἰς σωρείας πτωμάτων πατεῖ.
Καὶ εἷς ἄπιστος τὸ ὅπλον κροτεῖ,
Καὶ βοᾷ παντὶ σθένει.


Μουσουλμάνοι, βοᾷ τρομασμένος,
Ὁ Γκιαοὺρ, ὁ Γκιαοὺρ μᾶς ἐπῆ...
Δὲν ἐπρόφθασε -ρὲ- νὰ εἰπῇ,
Πίπτει κάτω σφαγμένος.


Θανατόνουν τὰ τέκνα τῆς νίκης
Τρεῖς προφύλακας ἄλλους, κ' εὐθὺς
Φθάνουν ὅπου ἐχθροὶ παμπλἠθεῖς
Ἐξυπνοῦν μετὰ φρίκης.


Ἐξυπνοῦν, δὲν ἐγείρονται ὅμως,
Ἐξυπνοῦν, ἀλλὰ τρέμουν πρηνεῖς
Οἱ δειλοὶ θεαταὶ τῆς σκηνῆς
'Ποῦ ἀνοίγει ὁ τρόμος.


Οὕτω πίπτουν πρηνεῖς οἱ κλεισμένοι
Στρατιῶται φρουρίου ἐντὸς,
Ὅταν βόμβα ἐν μέσῳ νυκτὸς
Φλογερὰ καταβαίνῃ.


Ὡς δὲ, ὅταν βαρύκροτος σπάσῃ,
Ῥίπτει κύκλω θανάτου πυρὰ,
Οὕτως ἕκαστος Ἕλλην περᾷ,
Σφάζων ὅπου περάσῃ.


Διαβαίνων καὶ σφάζων λαμβάνει
Ὁ Σεφέρης βαρεῖαν πληγὴν,
Καὶ ὁπλόδουπος πίπτ' εἰς τὴν γῆν,
Ἀλλὰ πρὶν ἀποθάνῃ,


Εἰς τὸ στῆθος μὲ σφαῖραν εὑρίσκει
Τὸν φονέα. Θεὲ τῶν πιστῶν,
Εἰς τοὺς κόλποὺς σου δέξου αὐτὸν,
Ὑπὲρ σοῦ ἀποθνήσκει.


Ζ΄.


Τί σημαίνει ὁ κρότος 'ποῦ βράζει,
Καὶ βαρὺς καὶ τυφλὸς ἀντηχεῖ;
Κονισάλου δὲ νέφος παχὺ
Διατί πλησιάζει;


Πολυκρόταλον ἦχον κυμβάλων
Καὶ σπαθίων ἀκούω κλαγγήν·
Κατασείουν ῥιζόθεν τὴν γῆν
Βαρεῖς δοῦποι πετάλων.


Ἀνατέλλων ὁ ἤλιος λάμπει
Εἰς ἱππέων σπαθία γυμνά,
Ἀπὸ μέταλλ' ἀστράπτουν στιλπὰ
Οἱ ἱππόκροτοι κάμποι.


Φθάν' ἰδοὺ μεθ' ὁρμῆς ἀκρατή του
Στρατιὰ ἡ μεγάλη αὐτή.
Ὁ πασᾶς ὠργισμένος ζητεῖ
Τοὺς ἐχθροὺς τοῦ προφήτου.


Τῷ δεικνύουν τοῦ ὄρους τὸ πλάγι,
Τῷ δεικνύουν σφαγὴν τὴν οἰκτρὰν,
Κ' εἶτα λέγουν· ἀπῆλθον μακρὰν
Οἱ ἐχθροὶ τουρκοφάγοι.


Ὡς ποιμὴν ποῦ 'ξυπνᾷ τρομασμένα,
Καὶ τοὺς λύκους ἀντὶ νὰ εὑρῇ,
Ἴχνοι αἵματος μαύρου θωρεῖ,
Καὶ ἀρνία σχισμένα,


Ὁ πασᾶς θεωρεῖ ἐμπροσθά του,
Τὴν σκληρὰν τῶν οἰκείων σφαγὴν,
Καὶ τραβᾷ μὲ ἀγρίαν ὀργήν
Τὰ πυκνὰ γένειά του.


Η΄.


Εἰς τὰ ὕψη τοῦ ὄρους ἐπάνου,
Τῆς Γραβιᾶς σταματοῦν ἀντικρὺ,
Τῶν Ἑλλήνων οἱ παίδες, λαμπροί
Νικηταὶ τοῦ τυράννου.


Ὁ ἱδρὼς εἰς τὸ πρόσφατον αἵμα
Μὲ κονίσαλον ῥέει πηκτόν·
Μαῦρα εἶναι τὰ μέτωπ' αὐτῶν
Καὶ ἀστράπτον τὸ βλέμμα.


- Εἰς γραμμὴν, παλλικάρια, σταθῆτε.
Ὁ υἱος τοῦ Ἀνδρίτσου μετρᾷ·
Εἰς τὰ μάτια του λάμπει χαρά,
Παλλικάρια, χαρῆτε!


Ἑκατὸν δεκοκτὼ ἦσθε ὅλοι,
Καὶ ἐδαμάσατε τόσους ἐχθροὺς,
Δύο μόνον δ' ἀφῆκε νεκροὺς
Τῶν ἀπίστων τὸ βόλι.



Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης











Πέμπτη 4 Μαΐου 2023

ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΡΑΒΙΝΕ καί στούς πλησίον λόφους

ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΡΑΒΙΝΕ καὶ στοὺς πλησίον λόφους (Μέρος Α')


«Τὸ Ραβινὲ κατελήφθῃ καὶ θὰ κρατηθῇ, μέχρις ὅτου καὶ ὁ τελευταῖος μας φονευθεῖ...»(Λογαγὸς Γουλιανός, 1η Μαΐου 1917)




Ἀπόσπασμα ἀπό τό περιοδικό «Ο ΤΟΛΜΩΝ»

Ὁ γεννηθεὶς στὴν Ναύπακτο τὸ 1885 Λεωνίδας Καρακουλάκης ἀρχικὰ εἶχε ἀποφασίσει νὰ σπουδάσει Νομικά. Εἰσήχθῃ ὅμως ἀργότερα στὴ Σχολὴ Ἐφέδρων Ἀξιωματικῶν Κέρκυρας, ἀπ' ὅπου ἀποφοίτησε ὡς Ἔφεδρος Ἀνθυπολοχαγὸς Πεζικοῦ.
Μὲ τὸ βαθμὸ αὐτὸ πῆρε μέρος στοὺς δύο Βαλκανικοὺς πολέμους καὶ ἐν συνεχείᾳ γιὰ πέντε μῆνες συμμετεῖχε στὸν βορειοηπειρωτικὸ Ἀγῶνα.



Δευτέρα 1 Μαΐου 2023

"Ἡ Ἑλλὰς ἐν Σμύρνῃ" - Σὰν σήμερα τὸ 1919 ἡ ἀποβίβαση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ

 


Οἱ εἰκόνες εἶναι ἀπὸ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοῦ στὴ Σμύρνη τὸν Μάϊο τοῦ 1919.
 Στὴν ἀρχὴ τοῦ βίντεο διακρίνεται
 ὁ πλοίαρχος Μαυρουείδης, κυβερνήτης τοῦ θωρηκτοῦ "Ἀβέρωφ" ἐπικεφαλῆς τῆς στρατιωτικῆς ἀποστολῆς, ὁ ὁποῖος διάβασε τὸ διάγγελμα τοῦ Ἕλληνα πρωθυπουργοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου στοὺς κατοίκους τῆς Σμύρνης .
Ὅπως γράφει ὁ Κάρολος Μπρούσαλης στὸ historyreporter, "ἡ 1η ἑλληνικὴ μεραρχία ἀποβιβάστηκε στὴ Σμύρνη, στὶς 2 Μαΐου 1919.
 Μεταφέρθηκε ἐκεῖ μὲ δυὸ ὑπερωκεάνια καὶ δώδεκα ἐπιβατικὰ πλοῖα ποὺ συνοδεύονταν ἀπὸ ἕνα ἀντιτορπιλικὸ καὶ τέσσερα τορπιλοβόλα τοῦ ἑλληνικοῦ πολεμικοῦ στόλου.
 Γιὰ νὰ ὑπογραμμιστεῖ ἡ κάλυψη τῆς συμμαχίας στὸ ὅλο ἐγχείρημα ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ προληφθεῖ ὁποιαδήποτε ἰταλικὴ ἐνέργεια, τὴ νηοπομπὴ συνόδευαν καὶ τέσσερα βρετανικὰ ἀντιτορπιλικά.
Ἀπὸ τὰ ξημερώματα, χιλιάδες 
Ἕλληνες τῆς Σμύρνης συνωστίζονταν στὴν προκυμαία γιὰ νὰ ὑποδεχτοῦν τὸν ἑλληνικὸ στρατό. Ὅταν, στὶς 7, τὸ πρῶτο ὑπερωκεάνιο φάνηκε νὰ μπαίνει στὸ λιμάνι, χιλιάδες σημαῖες ξεδιπλώθηκαν.


Ἡ ἀποβίβαση ξεκίνησε στίς

Ἡ ἀποβίβαση ξεκίνησε στὶς 7.30', ἐνῶ γονατιστοὶ οἱ Σμυρνιοὶ τραγουδοῦσαν τὸ ἐθνικὸ ὕμνο κι ὁ μητροπολίτης Χρυσόστομος εὐλογοῦσε τοὺς πρώτους φαντάρους καὶ εὔζωνες ποὺ πατοῦσαν τὴν ἰωνικὴ γῆ κάτω ἀπὸ τίς ὁδηγίες τοῦ μεράρχου, συνταγματάρχη Ν. Ζαφειρίου.
 Λαὸς καὶ στρατὸς ἔγιναν ἕνα. Ξεχείλιζε κι ἀπὸ τίς δυὸ πλευρὲς ἡ συγκίνηση. Μὲ δυσκολία οἱ ἀξιωματικοὶ προσπαθοῦσαν νὰ ἐπιβάλουν κάποια τάξη. 
Πρώτη φάλαγγα ποὺ ξεκίνησε γιὰ τὰ ἐνδότερα ἦταν αὐτὴ τοῦ ταγματάρχη Κ. Τζαβέλα. 
Οἱ ἄνδρες παρατάχθηκαν κατὰ τετράδες καὶ προχώρησαν, ἐνῶ δεξιὰ κι ἀριστερά τους ὁ κόσμος ἔτρεχε παραληρώντας ἀπὸ συγκίνηση καὶ ἐνθουσιασμό.
Σὲ μιὰ στροφή, μέ το ποὺ φάνηκε κρατῶντας ὑψωμένη τὴ σημαία ὁ σημαιοφόρος μὲ τοὺς παραστάτες εὔζωνες, μιὰ ὁμοβροντία ἀκούστηκε. 
Ὁ σημαιοφόρος κι ἕνας εὔζωνας χτυπήθηκαν. Ταυτόχρονα, ἄρχισαν νὰ πέφτουν πυροβολισμοὶ ἀπὸ παράθυρα ξενοδοχείων καὶ σπιτιῶν. 
Οἱ Ἕλληνες εἶχαν πέσει σὲ τουρκικὴ ἐνέδρα. Ἀνασυντάχθηκαν γρήγορα καὶ ξεκίνησαν συστηματικὴ ἐκκαθάριση τῶν ὁπλισμένων Τούρκων, ἐνῶ τὴν ἴδια ὥρα ὁ κυβερνήτης τοῦ ἰταλικοῦ θωρηκτοῦ στὸ λιμάνι ζητοῦσε νὰ γίνει ἀπόβαση Ἰταλικῶν ἀγημάτων «γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς τάξης». 
Τοῦ τὴν ἀπαγόρευσε ὁ Βρετανὸς ναύαρχος. 
Ἡ τάξη ἀποκαταστάθηκε γύρῳ,γύρω στὶς 4 μετὰ τὸ μεσημέρι, μὲ νεκροὺς καὶ τραυματίες πολλοὺς Ἕλληνες καὶ Τούρκους. Στὴ διάρκεια τῆς ἀναταραχῆς, σημειώθηκαν καὶ πολλὲς λεηλασίες καὶ βανδαλισμοί".