Τετάρτη 22 Μαρτίου 2023

ΤΗΣ ΛΕΝΩΣ ΤΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ (1804)




[Μετά την παράδοσιν του Σουλίου διὰ της συνθήκης της 12 Δεκεμβρίου 1803, δι' ᾖς ἐπετρέπετο εἰς τους Σουλιώτας νὰ μεταθῶσιν ἔνοπλοι ὁποῦ ἤθελον, ὁ Ἀλή πασᾶς παρασπονδήσας ἐπεχείρησε νὰ ἐξοντώση τους ἐπιζήσαντας. Τούτων ὁ Κίτσος Βότσαρης φεύγων την δίωξιν ἦλθεν εἰς Βουλγαρέλι τῶν Τσουμέρκων, ἀλλὰ βλέπων ὅτι καὶ ἐκεῖ διέτρεχε κίνδυνον νὰ κυκλωθῆ ὑπὸ των Ἀλβανῶν, παρέλαβε πάντας τους ἐκεῖ Σουλιώτας, ἀνερχόμενους εἰς 1148, καὶ κατέφυγε την 22 Δεκεμβρίου εἰς τα Ἄγραφα, εἰς μονήν τινα ἐπὶ Ἀποκρήμνου βράχου. Πολιορκηθείς ἐν αὐτή ὑπὸ ἰσχυράς δυνάμεως του Ἀλή, ἀντέστη ἐπὶ τέσσαρας μήνας, ἀλλὰ περί τα μέσα του Ἀπριλίου 1804 οἱ Ἀλβανοί κατέλαβον διὰ προδοσίας την μονήν καὶ κατέσφαξαν τους ἐν αὐτή, πλὴν 80 περίπου ἀνδρῶν καὶ δύο γυναικών, διαφυγόντων μετά του ἀρχηγοῦ. Η Λένω, εἰς ἦν ἀναφέρεται το τραγούδι, δεκαπενταέτις θυγάτηρ του Κίτσου Βότσαρη ἐκ πρώτου γάμου, ἐπολέμει εἰς την μονήν παρά το πλευρόν του ἀδελφοῦ της Γιαννάκη· φονευθέντος δὲ τούτου, μετέβη πλησίον του θείου της Νίκζα, πολεμοῦντος παρά τον Ἀχελῶον, καὶ ἐφόνευσε πολλούς Τούρκους. Ἀλλὰ περικυκλωθεῖσα ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν, ὅπως μὴ συλληφθῆ, ἔπεσεν εἰς τον ποταμόν καὶ ἐπνίγη].
Ὅλαις οἱ καπετάνισσαις ἀπὸ το Κακοσούλι
ὅλαις την Ἅρτα πέρασαν, 'ς τα Γιάννινα τοῖς πᾶνε,
σκλαβώθηκαν οἱ ἀρφαναῖς, σκλαβώθηκαν οἱ μαύραις,
κ’ η Λένω δὲν ἐπέρασε, δέν την ἐπῆραν σκλάβα.
Μόν πῆρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
σέρνει τουφέκι σισανέ κ' ἐγγλέζικα κουμποῦρια,
ἔχει καὶ ‘ς τη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε Τοῦρκοι την κυνηγοῦν, πέντε τζοχανταραῖοι.
Τοῦρκοι, γιὰ μὴν παιδεύεστε, μὴν ἔρχεστε σιμά μου,
σέρνω φυσέκια 'ς την ποδιά καὶ βόλια 'ς τοῖς μπαλᾶσκαις
-Κόρη, γιὰ ρηξε τάρματα, γλύτωσε τὴ ζωή σου.
-Τι λέτε, μωρ' παλιότουρκοι καὶ σεῖς παλιοζαγάρια;
Ἐγὼ εἶμαι η Λένω Μπότσαρη, ἡ ἀδελφὴ του Γιάννη,
καὶ ζωντανή δὲν πιάνουμε εἰς των Τουρκῶν τα χέρια".











ΤΟΥ ΔΡΆΜΑΛΗ, Δημοτικό τραγούδι (Ιούλιος 1822)

ΤΟΥ ΔΡΆΜΑΛΗ, Δημοτικό τραγούδι (Ιούλιος 1822)


Ὁ Μαχμούδ πασᾶς, ὁ ἐπιλεγόμενος Δράμαλης και καταγόμενος ἀπὸ την Δρᾶμα της Μακεδονίας, διορίστηκε ἀπὸ το Σουλτᾶνο σερασκέρης στρατιᾶς τριάντα χιλιάδων περίπου πεζῶν καὶ ἱππέων, κατέβηκε ἀπὸ την Λάρισα στὴν Ἀνατολική Ἑλλάδα γιὰ νὰ εἰσβάλλει στὴν Πελοπόννησο καὶ νὰ καταπνίξει την ἐπανάσταση τῶν Ἑλλήνων, με την βοήθεια του τουρκικοῦ στόλου στὸν Κορινθιακό καὶ Ἀργολικό κόλπο. Μὴ βρίσκοντας καμία ἀντίσταση στὴν Ἀνατολική Στερεά Ἑλλάδα καὶ στὰ Μέγαρα, κατέλαβε τον Ἀκροκόρινθο, καὶ προήλασε στὴν Αργολική πεδιάδα διὰ μέσου των ἀφύλακτων στενῶν τῶν Δερβενακίων, ὅπου ἀπέτρεψε την παράδοση της τουρκικῆς φρουράς του Ναυπλίου καὶ ἀκύρωσε την συναφθεῖσα συνθήκη της παραδόσεως. Οἱ Ἕλληνες συγκεντρωθέντες στοὺς Μύλους της Λέρνης καὶ στὶς πηγές του Ἐρασίνου, ὑπὸ την στρατηγεῖα του Κολοκοτρώνη, τον ἀπασχόλησαν γιὰ πολύ χρόνο με την πολιορκία της ἀκροπόλεως του Ἄργους Λαρίσης καὶ κατέστρεψαν ὅσα περισσότερα τρόφιμα μπόρεσαν. Ὁ Κολοκοτρώνης προβλέποντας δὲ ὅτι θ' ἀναγκασθεῖ ὁ Δράμαλης νὰ ὑποχωρήσει στὴν Κόρινθο, κατέλαβε τα στενά τῶν Δερβενακίων με 2500 περίπου ἄνδρες με ἀρχηγὸ τον Νικηταρά. Καὶ ὅταν την 26 Ἰουλίου 1822 ἐπεχείρησε ὁ στρατός του Δράμαλη νὰ περάσει ἀπὸ τα στενά ὑπέστη καταστροφή, ἔκτοτε δὲ ὁ Νικηταράς ὀνομάσθηκε Τουρκοφάγος. Οἱ διαφυγόντες στὴν Κόρινθο ἀποδεκατίστηκαν ἀπὸ τις στερήσεις καὶ τις ἀσθένειες, καὶ ὁ ἴδιος Δράμαλης πέθανε στὴν Κόρινθο.
Φύσα μαϊστρο δροσερέ κι' ἀέρα του πελάγου,
νὰ πᾶς τα χαιρετίσματα 'ς του Δράμαλη τὴ μάννα.
Της Ρούμελης οἱ μπέηδες, του Δράμαλη οἱ ἀγάδες
'ς το Δερβενάκι κείτονται, 'ς το χῶμα ξαπλωμένοι.
Στρῶμα χουνε τὴ μαύρη γῆς, προσκέφαλο λιθάρια
καὶ γι' ἀπανωσκεπάσματα του φεγγαριοῦ τὴ λάμψη.


Κ' ἕνα πουλάκι πέρασε καὶ το συχνορωτάνε.
"Πουλί, πῶς πάει ὁ πόλεμος, το κλέφτικο ντουφέκι;
-Μπροστά πάει ὁ Νικηταράς, πίσω ὁ Κολοκοτρώνης,
καὶ παραπίσω οἱ Ἕλληνες με τα σπαθιά 'ς τα χέρια".

Γράμματα πᾶνε κ' ἔρχονται 'ς των μπέηδων τα σπίτια.
Κλαῖνε ταχούρια γιὰ ἄλογα καὶ καὶ τα τζαμιά γιὰ Τούρκους,
κλαῖνε μανοῦλες γιὰ παιδιά, γυναῖκες γιὰ τους ἄνδρες.



Τρίτη 21 Μαρτίου 2023

ΤΗΣ ΠΑΡΓΑΣ (1819)



ΤΗΣ ΠΑΡΓΑΣ
(1819)
[Ή Πάργα τελευταία τῶν πόλεων της Στερεάς καὶ της Πελοποννήσου ὑπεδουλώθη εἰς τους Τούρκους. Ταχθεῖσα ἀπὸ τῶν ἀρχῶν του ΙΕ' αἰῶνος ὑπὸ την προστασίαν τῶν Ἐνετῶν, μετά την κατάλυσιν της “'Ενετικής πολιτείας περιῆλθε μετά τῶν Ἰονίων νήσων εἰς την κατοχήν τῶν Γάλλων. 
Ἀλλά τῷ 1814 παρεδόθη εἰς τους Ἄγγλους, οἵτινες βραχύν μόνον χρόνον την ἐκράτησαν, ἀπεμπολήσαντες αὐτὴν εἰς τους Τούρκους τῷ 1817. 
Πρὸ της παραδόσεως αὐτῆς, συντελεσθείσης την 28 Ἀπριλίου 1819, οἱ Παργινοί, εἰς τετρακισχιλίους ἀνερχόμενοι, κατέλιπον την πατρίδα των, ἀφοῦ προηγουμένως ἀνασκάψαντες τους πατρώους τάφους συνήθροισαν τα ὀστᾶ καὶ τα ἔκαψαν εἰς την πλατεῖαν της ἀγορᾶς διὰ νὰ μὴ βεβηλωθοῦν ὑπὸ τῶν Ἀλβανῶν].


Α'
Μαύρῳ πουλάκι, πόρχεσαι ἀπὸ τ' ἀντικρὺ μέρη,
πὲς μου τί κλάψαις θλιβεραῖς, τί μαῦρα μοιρολόγια
ἀπὸ τὴν Πάργα βγαίνουνε, ποῦ τὰ βουνὰ ραγίζουν;
Μῆνα τὴν πλάκωσε Τουρκιὰ καὶ πόλεμος τὴν καίει;
-Δὲν τὴν ἐπλάκωσε Τουρκιά, πόλεμος δὲν τὴν καίει
-Τοὺς Παργινοὺς ἐπούλησαν σὰ γίδια, σὰ γελάδια,
κι' ὅλοι 'ς τὴν ξενιτειὰ θὰ πᾶν νὰ ζήσουν οἱ καϊμένοι.
Τραυοῦν γυναῖκες τὰ μαλλιά, δέρνουν τάσπρα τοὺς στήθια, μοιριολογοῦν οἱ γέροντες μὲ μαῦρα μοιρολόγια,
παπᾶδες μὲ τὰ δάκρυα γδύνουν ταῖς ἐκκλησιαίς τους.
Βλέπεις ἐκείνῃ τὴ φωτιά, μαῦρο καπνὸ ποὺ βγάνει;
Ἐκεῖ καίγονται κόκκαλα, κόκκαλα ἀντρειωμένων,
ποὺ τὴν Τουρκιὰ τρομάξανε καὶ το βεζίρη κάψαν.
Ἐκεῖ ναὶ κόκκαλα γονιοῦ, ποὺ τὸ παίδι τὰ καίει,
νὰ μὴν τὰ βροῦνε οἱ Λιάπηδες, Τοῦρκοι μὴν τὰ πατήσουν.
Ἀκοῦς τὸ θρῆνο τὸν πολύν, ὁποῦ βογγοῦν τὰ δάση,
καὶ το δαρμὸ ποῦ γίνεται, τὰ μαῦρα μοιρολόγια;
Εἶναι π' ἀποχωρίζονται τὴ δόλια τὴν πατρίδα,
φιλοῦν τοῖς πέτραις καὶ τὴ γῆ κι' ἀσπάζονται τὸ χῶμα.
Β'
Τρία πουλιὰ ἀπ' τὴν Πρέβεζα διαβήκανε 'ς τὴν Πάργα,
τὸ νὰ κυττάει τὴν ξενιτειά, τάλλο τὸν Ἄη Γιαννάκη,
τὸ τρίτο τὸ κατάμαυρο μοιριολογάει καὶ λέει.
"Πάργα, Τουρκιὰ σὲ πλάκωσε, Τουρκιὰ σὲ τριγυρίζει.
Δὲν ἔρχεται γιὰ πόλεμο, μὲ προδοσία σὲ παίρνει.
Βεζίρης δὲ σ' ἐνίκησε μὲ τὰ πολλὰ τασκέρια.
Ἔφευγαν Τοῦρκοι σὰ λαγοὶ τὸ Παργινὸ τουφέκι,
κ' οἱ Λιάπηδες δὲν ἤθελαν νὰ ρτοὺν νὰ πολεμήσουν.
Εἶχες λεβένταις σὰ θεριά, γυναῖκες ἀντρειωμέναις,
πότρωγαν βόλια γιὰ ψωμί, μπαρούτι γιὰ προσφάγι.
Τάσπρα πουλήσαν τὸ Χριστό, τάσπρα πουλοῦν καὶ σένα."
Πᾶρτε, μαννᾶδες, τὰ παιδιά, παπᾶδες τοὺς ἁγίους. Ἄστε, λεβένταις, τάρματα κι' ἀφῆστε τὸ τουφέκι,
σκάψτε πλατιά, σκάψτε βαθιά, ὅλα σας τὰ κιβούρια,
καὶ ταντρειωμένα κόκκαλα ξεθάψτε τοῦ γονιοῦ σας
Τούρκους δὲν ἐπροσκύνησαν, Τοῦρκοι μὴν τὰ πατήσουν.
















Κυριακή 19 Μαρτίου 2023

Ὁ Κίτσος Τζαβέλας ἡ Τσαβέλλας (Σούλι, 1800- Ἀθήνα, 9 Μαρτίου 1855)



Ὁ Κίτσος Τζαβέλας ἡ Τσαβέλλας (Σούλι, 1800- Ἀθήνα, 9 Μαρτίου 1855) ἦταν Ἕλληνας – Ἀρβανίτης ἀγωνιστής της ἐπανάστασης του ’21 ἀπὸ το Σούλι της Ἠπείρου καὶ μετέπειτα στρατηγός, ὑπουργός καὶ πρωθυπουργός.






Ὁ Κίτσος Τζαβέλας ἡ Τσαβέλλας (Σούλι, 1800- Ἀθήνα, 9 Μαρτίου 1855) ἦταν Ἕλληνας – Ἀρβανίτης ἀγωνιστής της ἐπανάστασης του ’21 ἀπὸ το Σούλι της Ἠπείρου καὶ μετέπειτα στρατηγός, ὑπουργός καὶ πρωθυπουργός.

— Βιογραφία
— Ἦταν δευτερότοκος γιὸς του Φώτου Τζαβέλα καὶ ἐγγονός του Λάμπρου Τζαβέλα καὶ της Μόσχως. Γεννήθηκε στὸ Σούλι, μεγάλωσε στὴν Κέρκυρα καὶ το 1820 γύρισε μαζί με τους Σουλιῶτες στὴν πατρίδα τους, ὅπου ἀνακηρύχτηκε καπετάνιος – ἀρχηγός, σε ἡλικία μόλις 19 χρονῶν. Μετά την ἡττᾶ καὶ τον θάνατο του Ἀλή Πασᾶ, πῆγε στὴν Πίζα της Ἰταλίας γιὰ νὰ συνεννοηθεῖ με τους Φιλικούς γιὰ την Ἐπανάσταση. Το 1822 γύρισε καὶ πῆρε μέρος ὥς ἀρχηγὸς 35 Σουλιωτῶν, μαζί με το Μάρκο Μπότσαρη, στὴν Πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου το φθινόπωρο του 1822 καὶ στὴ μάχη του Κεφαλόβρυσου το 1823. Πῆρε μέρος καὶ στὴ Δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου το 1823.
— Συνεργάστηκε με τον Καραϊσκάκη στὴ νίκη της Ἄμπλιανης το 1824. Πολέμησε στὸ Δίστομο καὶ στὸ Κρεμμύδι της Πύλου. Διέσπασε τα στρατεύματα του Κιουταχή τον Ἰούνιο του 1825 στὸ Μεσολόγγι καὶ μπῆκε στὴν πόλη. Κατά την ἡρωική ἔξοδο τῶν Μεσολογγιτῶν, ὥς ἀρχηγὸς 2.500 ἀνθρώπων ἔσπασε τις γραμμές των Τούρκων καὶ κατέφυγε στὰ Σάλωνα (Ἀμφισσα) με 1.300 ἄνδρες. Πῆρε μέρος μαζί με τον Καραϊσκάκη στὶς μάχες τις Ἀττικῆς καὶ, μετά το θάνατο του δεύτερου, ἀνατέθηκε σ” αὐτὸν η ἀρχιστρατηγία, προσωρινά.
— Ὁ Καποδίστριας τον ἔκανε χιλίαρχο, ἀναθέτοντάς του μάλιστα νὰ καθαρίσει την Στερεά Ἑλλάδα ἀπὸ τους Τουρκαλβανούς καὶ τους Τουρκοαιγυπτίους. Μαζί με τον Κολοκοτρώνη, στὰ χρόνια της Ἀντιβασιλεῖας, ρίχτηκε στὴ φυλακή, διότι ὑπῆρξε μέλος της ρωσόφιλης μερίδας. Ὁ Ὄθωνας τον ἔκανε ὑποστράτηγο κι ἀργότερα ἀντιστράτηγο καὶ ὑπασπιστή του. Το 1844 Ἀναδείχθηκε Ὑπουργός Στρατιωτικῶν στὴν κυβέρνηση Κωλέττη, το 1847-1848 πρωθυπουργός (Κυβέρνηση Κίτσου Τζαβέλλα 1847) καὶ το 1849 Ὑπουργός τῶν Στρατιωτικῶν πάλι.
Το 1854, ὅταν στὴν Ἑλλάδα ξέσπασε το Ἀπελευθερωτικό Κίνημα των Ἀλύτρωτων περιοχῶν, μαζί με ἄλλους Σουλιώτες ἀξιωματικούς ἀνέλαβε την ἡγεσία τῶν ἐπιχειρήσεων στὴν Ἤπειρο. Μετά την ἀποτυχία του ἐγχειρήματος, ἀποσύρθηκε.
Πέθανε στὶς 9 Μαρτίου 1855 στὴν Ἀθήνα.

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023

ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΟΥ ΔΗΡΟΥ

ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΟΥ ΔΗΡΟΥ





[Κατ' Ἰούνιον του 1826 ὁ Ἰμπραΐμ ἐξέπεμψε πρὸς ὑποδούλωσιν της Μάνης στρατιάν ἐπτακισχιλίων πεζῶν καὶ ἱππέων, ἥτις την 22 του μηνός εὑρίσκετο πρὸ του στενοῦ του Ἀρμυροῦ, εἰς τα ὅρια της Μεσσηνίας καὶ της Μάνης. Την προέλασιν τῶν Αἰγυπτίων ἀνέκοψαν χίλιοι περίπου Μανιάται, οἵτινες προφυλασσόμενοι ὑπὸ ἀσθενοῦς ὀχυρώματος, της λεγομένης Βέργας, ἤτοι λιθοκτίστου μάνδρας μήκους δισχιλίων μέτρων περίπου, κλειούσης την μεταξύ της ὑπώρειας του βουνοῦ της Σέλιτσας καὶ της θαλάσσης δίοδον, ἔφεραν πολύν φθοράν εἰς τον ἐχθρὸν. Ἀποκρουσθέντες ἐπανειλημμένως, ἠναγκάσθησαν νὰ ὑποχωρήσωσιν οἱ Αἰγύπτιοι καὶ ἐπέστρεψαν την 25 Ἰουνίου εἰς την Καλαμάταν της Μεσσηνίας. Ἐν τω μεταξύ δ' ὅμως καὶ ἅμα τὴ ἐνάρξει της μάχης της Βέργας, ὁ Ἰμπραΐμ ἀποσπάσας 1500 ἄνδρας ἔπεμψε διὰ πλοίων εἰς τα παράλια της Μάνης διὰ νὰ ἐνεργήσουν ἀντιπερισπασμόν. Αὐθημερόν οὗτοι ἀπεβιβάσθησαν εἰς τον ὅρμον του Δηροῦ, καταλαβόντες δὲ τα πρὸς δεξιά χωρία Πύργον καὶ Χαριάν, ἐστράφησαν πρὸς ταριστερά, ἵνα προσβάλωσι την Τσίμοβαν (την μετονομασθεῖσαν ὕστερον Ἀρεόπολιν). Ὀλίγιστοι μόνον Μανιάται, διότι οἱ λοιποί ἐμάχοντο εἰς τον Ἀρμυρόν, εὑρισκόμενοι εἰς τους πύργους τῶν, ἀνθίσταντο κατά των ἐπιδρομέων, ἀλλὰ γνωσθείσης της ἀποβάσεως τών Ἀράβων, ἔγινε διὰ κωδωνοκρουσιών συναγερμός των ὑπολειφθέντων κατοίκων των πέριξ χωρίων, καὶ προσέτρεξαν πάντες, καὶ γέροντες καὶ ἱερείς, καὶ αἵ θερίζουσαι εἰς τους ἀγρούς γυναῖκες με τα δρέπανά των, ἑνωθέντες δὲ μετ' ὀλίγων ὁπλοφόρων, οἵτινες ἔτυχε νὰ διαβαίνωσιν ἐκείθεν ὑπὸ τον Κωνσταντῖνον Μαυρομιχάλην, ἠμύνοντο κατά τῶν Ἀράβων, εὐάριθμοι μὲν δι’ ὁπλῶν, οἱ δὲ λοιποί διὰ πετρῶν καὶ των δρεπάνων. Την ὁρμήν του ἀσυντάκτου λαοῦ δὲν ἠδυνήθησαν νὰ ὑπομείνουν οἱ ἐπιδρομεῖς καὶ ἔσπευσαν νὰ ἐπιβιώσει πάλιν των πλοίων κακώς έχοντες, απήλθον δε την 25 Ιουνίου, πολλούς καταλιπόντες νεκρούς].

Στὸ ρημοκλήσι του Δηροῦ

λειτούργα ὁ πρωτοσύγκελος,

καὶ τάχραντα μυστήρια

ἔφερνε ‘ς το κεφάλι του,

ψάλλοντας το χερουβικό.

Μὰ ἔξαφνα κι 'ἀνέλπιστα

Τοῦρκοι τον περιλάβανε,

Κ’ ἔλαβε μόνον τον καιρό

καὶ σήκωσε τα χέρια του,

κ' είπεκε, "Παντοδύναμε,

δυνάμωσε τους Χριστιανούς,

τύφλωσε τους Ἀγαρηνούς

τή μέρα τη σημερινή".

Μὰ οἱ ἄνδρες ὅλοι ἐλείπασι,

ἦταν ‘ς τη Βέργα τ' Ἀρμυροῦ,

ὁποῦ Τρωάδα ὁ πόλεμος

ἐπάηνε δυὸ μερόνυχτα.

Μόνα τα γυναικόπαιδα

καὶ γέροντες ἀνώφελοι,

(γιατ' ἦτο θέρος) βρέθεσαν

με τα δρεπάνια 'ς τα λουριά.

Καθόλου δὲ δειλιάσασι,

καθόλου δὲν τρομάξασι,

μόν' ἔδωκαν την εἴδηση

'ς τον Κωνσταντῖνο με πεζόν.

Κ' ἐκείνος ὡς πολέμαρχος

εσύναξ' ὅλα τα χωριά,

γράφει καὶ στέλνει ς' τ’ Ἀρμυρό,

κ' ἔδραμε κατά το Δηρό.

Βλέπει γυναῖκες νὰ χεροῦν

καὶ τα δρεπάνια να κρατοῦν,

τους Αραπάδες νὰ χτυποῦν.

"Εὖγε σας, μεταεύγε σας,

γυναῖκες, ἄνδρες γίνετε,

σὰν ἀνδρειωμέναις μάχεσθε,

σὰν Ἀμαζόνες κρούετε".

Εἰπέ κ' ἐβρυχουμάνισε

σὰν το λιοντάρι 'ς τα βουνά.

Τους Τούρκους κόφτει ἀψήφιστα.

Τότε τα παλληκάρια του

πετάχτησαν σὰν τους αϊτούς,

κ' ἐπιάστηκαν με τους ἐχτροῦς,

χέρια με χέρια ἀνάκατα.

Τους ἐκαταποντίσασι

καὶ τους ἐβάλασι μπροστά,

σὰν νὰ ἦσαν γιδοπρόβατα.

Σφάζοντας καὶ σκοτώνοντας

φτάσασι 'ς την ακρογιαλιά,

ποὺ μέλισσα ἧτο ἡ Τουρκιά.

Τότε 'ς ἐκείνην τὴ στιγμή,

ἀγνάντιαζαν κ' έπρόφτασαν

τα παλληκάρια τ' Αρμυρού,

οπού τη νίκη φέρνασι.

Πρῶτος ήτο κ' εμπροστινά

ο γιος του γέρου βασιλιά,

εἶχε 'ς τα πόδια του φτερά,

ποὺ τον ὁ πρῶτος ἄγωρος.

Ξεγυμνωμένο το σπαθί

ἐκράτει, καὶ τα μάτια του

σπίκιαις καὶ φλόγες βγάζασι.

"Ἔχετε θάρρος, είπεκε

με μιά φωνή σὰν τὴ βροντή,

μὴ τα φοβᾶστε τα σκυλιά,

ἄς ειν' πολλοί κι’ ἀμέτρητοι.

Ἦταν πολλοί καὶ 'ς τ' Ἀρμυρό,

κι' ἐμεῖς τους ἐνικήσαμεν,

κι' ὅλους τους ἐξωφλήσαμεν".

Πρόφτασε τότε κι' ὁ ἀρχηγὸς,

πρόφτασε κι' ὁ ἀρχιστράτηγος,

ὁποῦ ναὶ πενταγνώστικος

'ς τοῖς μάχαις, 'ς τα πολιτικά,

κ' εἶπε 'ς τα παλληκάρια του,

κ' εἶπε 'ς ὅλο το στράτευμα.

"Ὅσοι πιστοί ἐμπρὸς, παιδιά,

σήμερον γεννηθήκαμε,

καὶ θὰ σωθοῦμε σήμερον".

Ήνοιξ' ἡ μάχη τρομερά,

κ' ἤτανε ξεσυνέριση

'ς ὅλα τα Σπαρτιατόγονα

ποῖοι νὰ πᾶσι μπροστινοί.

Οἱ Τοῦρκοι αντισταθήκασι,

τι ἦσαν 'ς την ἄκρη του γιαλοῦ.

Μεσ’ 'ς το στερνό δειλιάσασι

κ' ἐπέφτασι 'ς τὴ θάλασσα,

σὰν τα τυφλά τετράποδα,

γιατ' ἦτο θέλημα θεοῦ

νὰ σακουστή ἡ παράκληση

τ’ ἁγίου πρωτοσύγκελου.


                                                    

ΤΗΣ ΔΕΣΠΩΣ

 




Ἀχὸς βαρύς ἀκούεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.

Μῆνα σε γάμο ρήχνονται, μῆνα σε χαροκόπι;

Οὐδὲ σε γάμο ρήχνονται οὐδέ σε χαροκόπι,

ἡ Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφαις καὶ μ' γγόνια.

Ἀρβανιτιά την πλάκωσε 'ς του Δημουλᾶ τον πύργο.

Γιώργαινα, ρῆξε τάρματα, δὲν είν' ἐδῶ το Σούλι.

Ἐδῶ εἶσαι σκλάβα του πασᾶ, σκλάβα τῶν Ἀρβανίτων.

-Το Σούλι κι' αν προσκύνησε, κι’ ἄν τούρκεψε νὴ Κιάφα.

Η Δέσπω ἀφέντες Λιάπηδες δὲν ἔκαμε, δὲν κάνει»

Δαυλί 'ς το χέρι νάρπαξε, κόραις καὶ νύφαις κράζει.

«Σκλάβαις Τούρκων μὴ ζήσωμε, παιδιά μ', μαζί μου ἐλᾶτε».

Καὶ τα φυσέκια ἀνάψανε, κι' ὅλοι φωτιά γενῆκαν.

(25 Δεκεμβρίου 1803)

[Κατά την δίωξιν τῶν Σουλιωτῶν, περί ἧς ἔγινε λόγος ἕν τὴ προηγουμένη σημειώσει, μικρόν ἀπόσπασμα ἐξ 78 ψυχῶν κατέφυγεν εἰς το χωρίον 'Ρινιάσαν (μεταξύ Πρεβέζης καὶ Ἄρτης), ὁποῦ παρέμενον καὶ ἄλλαι τινές σουλιώτικαι οἰκογένειαι. Ἀλλὰ στῖφος Ἀλβανῶν,

κατάφθασαν εἰς το χωρίον την 23 Δεκεμβρίου 1803, κατέλαβεν ἐξ ἀπρόοπτου τους κατοίκους, καὶ ἄλλους μὲν κατέσφαξεν, ἄλλους δὲ ἠχμαλώτισε. Μεταξύ τῶν κατοίκων ἦτο καὶ ή οἰκογένεια του Γεωργάκη Μπότση, του ὁποίου ἀπόντος, ἡ ἡρωική σύζυγος Δέσπω ἀντέταξε σθεναράν ἀντίστασιν κατά των σφαγέων. Κλεισθεῖσα εἰς πύργον, την λεγομένην Κοΰλαν του Δημουλά, μετά δέκα ἄλλων, θυγατέρων, νυμφών, καὶ ἐγγόνων της, ἀφοῦ ἐπὶ πολύ πολέμησε πρὸς τους Ἀλβανούς, ὅτε εἶδεν ὅτι πᾶσα περαιτέρω ἀντίστασις ἦτο ματαία, ἠρώτησε τα τέκνα της ἂν δὲν προτιμοῦν ἀπὸ την σκλαβιάν τον θάνατον. Πάντες ἐζήτησαν τον θάνατον, τότε δὲ συσσωρεύσασα εἰς το μέσον ὅσην πυρίτιδα εἶχεν, ἔθεσε πῦρ εἷς αὐτὴν καὶ ἐκάησαν].






Πέμπτη 16 Μαρτίου 2023

Ἡ ἵδρυση του μαντείου τῶν Δελφῶν



Ὁ θρῦλος λέει ὅτι οἱ Δελφοί ἦταν το σημεῖο ποὺ συναντήθηκαν οἱ δύο ἀετοί. ὅταν ὁ Δίας τους ἔστειλε νὰ πετάξουν ἀπὸ δύο διαφορετικές κατευθύνσεις. Σ' αὐτὸ το σημεῖο ὁ Δίας ἔριξε τον ἱερὸ βράχο καὶ οἱ Δελφοί ἔγιναν γνωστοί στὰ πέρατα του τότε κόσμου ὥς ο ὀμφαλός της Γῆς, το κέντρο του κόσμου.


«Δέλφις» σημαίνει στ' ἀρχαία Ἑλληνικά Δελφίνι, καὶ γι' αὐτὸ οἱ Δελφοί ὀνομάστηκαν ἔτσι. Πρὸς τιμή του δελφινιοῦ, καὶ αὐτὸ γιατί αὐτὴ τὴ μορφή πῆρε ὁ Ἀπόλλωνας κατά το ταξίδι της εὔστροφής του, ὁδηγῶντας το καράβι με τους Κρῆτες ναυτικούς με σκοπό νὰ μείνουν στοὺς Δελφούς γιὰ νὰ χτίσουν το ἱερὸ του καὶ νὰ γίνουν οἱ Ἱερεῖς του.


Με την ἐπιστροφή του ὁ Ἀπόλλωνας στέφτηκε ἐπισήμως προστάτης καὶ ἄρχοντας των Δελφῶν. Στό σημεῖο ποὺ ἔγινε ἡ σφαγή του Πύθωνα, τοποθετήθηκε ὁ ὀμφαλός βράχος. Ὁ ὀμφαλὸς σημαίνει «κέντρο της γῆς» καὶ ἐκεῖ ἦταν το Ἱερὸ Μαντεῖο τῶν Δελφῶν.


Το πώς καὶ ἀπὸ ποῖον δημιουργήθηκε ἀρχικὰ το Μαντεῖο δὲν εἶναι εὔκολο νὰ βρεθεῖ, ἀφοῦ πολλοί μελετητές θεωροῦν ὅτι ἡ δράση του ἀνάγεται στὴν προκατακλυσμιαία ἐποχή, γεγονός ποῦ ἐνισχύεται καὶ ἀπὸ τις διάφορες θεότητες ποῦ το προστάτευαν στὸ διάβα της ἱστορίας: ἡ Γῆ, στὴ συνέχεια ἡ Θέμιδα, ἔπειτα ὁ Ἀπόλλωνας καὶ ὁ Διόνυσος. Καθώς ἡ ἱστορία ἅπλωνε περίτεχνα το πέπλο της πάνω ἀπὸ το Μαντεῖο τῶν Δελφῶν, δημιουργήθηκαν διάφοροι μῦθοι ποῦ ἐξιστοροῦσαν τις ἀπαρχές του.


Ἕνας ἀπὸ τους πιὸ γνωστούς μύθους δημιουργίας του Μαντείου, ὁ ὁποῖος διασώθηκε ἀπὸ τον Διόδωρο τον Σικελιώτη μιλάει γιὰ ἕναν βοσκό, ὁ ὁποίος καθώς ἔβοσκε το κοπάδι του στὴν περιοχή διαπίστωσε ὅτι ἀπὸ ἕνα ἄνοιγμα, δίπλα στὶς Φαιδριάδες πέτρες, ἔβγαιναν διάφορες ἀναθυμιάσεις. Παρατήρησε μάλιστα ὅτι τα ζῶα ποῦ πλησίαζαν στὸ ἄνοιγμα ἀποκτοῦσαν μία πολύ περίεργη συμπεριφορά. Πλησιάζοντας, λοιπόν, καὶ ὁ ἴδιος στὸ χάσμα γιά νὰ δεῖ τι συμβαίνει ἄρχισε νὰ λέει διάφορα ἀκατάληπτα πράγματα πέφτοντας σε ἐκστάσῃ, λόγια τα ὁποία ἐκ τῶν ὑστέρων διαπιστώθηκε ὅτι προέλεγαν τα μελλούμενα. Ἀπὸ τότε ἐγκαταστάθηκε στὸ σημεῖο ἐκεῖνο μία ἱέρεια, ἡ Πυθία καὶ ἄρχισε νὰ λειτουργεῖ το Μαντεῖο. Ἕνας ἄλλος μῦθος θέλει τον ἥρωα Παρνασσό, το ὄνομα του ὁποίου δόθηκε στὸ ὁμώνυμο βουνό, ν’ ἀνακαλύπτει σ’ ἐκείνη την περιοχή την οἰωνοσκοπία, μαντεύοντας ἀπὸ τον τρόπο ποῦ πετοῦσαν τα πουλιά της περιοχῆς.


Στήν Ὁμηρική Ὀδύσσεια, στὴν Ραψωδία Θ’ γίνεται ἀναφορὰ στό Μαντεῖο τῶν Δελφῶν, χωρίς ὅμως νὰ δίνονται ἐπιπλέον πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο καὶ τον χρόνο ἵδρυσής του. Ἐπιπλέον πληροφορίες παίρνουμε ἀπὸ ἄλλα τρία κείμενα: τον Ὁμηρικό Ὕμνο στὸν Ἀπόλλωνα καὶ τις τραγωδίες Εὐμενίδες του Αἰσχύλου καὶ Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις του Εὐριπίδη.


Σύμφωνα με τον Ὁμηρικό Ὕμνο εἰς Ἀπόλλωνα Πύθιον, ὁ Ἀπόλλων ἔχτισε τον πρῶτο του ναό στοὺς Δελφούς, ἀφοῦ σκότωσε πρῶτα τον δράκοντα με μορφή φιδιοῦ Πύθωνα, ἀπὸ το ὄνομα του ὁποίου φαίνεται νὰ προῆλθαν μετέπειτα καὶ τα ὀνόματα Πυθώ, Πυθία, Πύθιος κλπ. Θέλοντας ὁ θεός νά ἐξαγνίσει τον χῶρο ἀπὸ τὴ παρουσία του θηρίου ἔφερε ἐκεῖ το ἱερὸ του δέντρο, τὴ δάφνη, με την ὁποία ἔχτισε μάλιστα καὶ τον πρῶτο του ναό. Στὸ μέρος αὐτὸ χρησμοδοτοῦσε ὁ Ἀπόλλων διά στόματος της Πυθίας, ἡ ὁποία καθόταν πάνω σ’ ἕνα γήινο χάσμα ἀπὸ το ὁποῖο ἔβγαιναν ἀναθυμιάσεις.


Μάλιστα σύμφωνα με τον ὕμνο, οἱ πρῶτοι ἱερεῖς του ναοῦ ἦταν Κρῆτες, τους ὁποίους ἔσωσε ὁ ἴδιος ὁ θεός με τὴ μορφή δελφινιοῦ μεταφέροντάς τους στὴν πλάτη του σ’ ἐκείνη την περιοχή. Σε ἐρώτησή τους πρὸς το θεό πῶς θὰ καταφέρουν νὰ ἐπιβιώσουν σε αὐτὸ τον τόπο, ἐκεῖνοι ποῦ ἦταν συνηθισμένοι νὰ ζοῦν κοντά στὴ θάλασσα, ὁ θεός τους ἀπάντησε ὅτι θὰ ζήσουν ἀπὸ τις προσφορές των πιστῶν. Ἔτσι, λοιπόν, φαίνεται ὅτι οἱ Κρῆτες ἔφεραν στὸν τόπο τὴ λατρεία του Ἀπόλλωνα Δελφίνιου καὶ μᾶλλον ἀπὸ αὐτούς ὀνομάστηκε το μέρος Δελφοί. Ὁ μῦθος αὐτὸς ἐπιβίωσε σε διάφορες ἑορταστικές ἀναπαραστάσεις ποῦ λάμβαναν χώρα στούς Δελφούς με ἀποκορύφωμα τα Πύθια, τα ὁποία περιελάμβαναν μουσικούς διαγωνισμούς κι ἀθλητικούς ἀγῶνες καὶ τελοῦνταν κάθε τέσσερα χρόνια.


Στήν τραγωδία Εὐμενίδες ὁ Αἰσχύλος μας παρουσιάζει μία διαφορετική ἐκδοχή. Η πρώτη προφήτισσα στοὺς Δελφούς ἦταν ἡ θεά Γῆ την ὁποία διαδέχθηκε ἡ κόρη της Θέμις. Στὴ συνέχεια ἦρθε ἡ Τιτάνιδα Φοίβη, κόρη ἐπίσης της Γῆς καὶ ἔπειτα ἦρθε ὁ Ἀπόλλων, ὁ ὁποῖος προφανῶς καὶ ὀνομάστηκε Φοῖβος ἀπὸ τὴ Φοίβη. Στὸ μῦθο του Αἰσχύλου, ὁ Ἀπόλλων φαίνεται νὰ ἦρθε ἀπὸ τὴ Δῆλο καὶ νὰ ἐγκαταστάθηκε στὸν τόπο χωρίς νὰ χρειαστεῖ να φονεύσει τον Πύθωνα.


Στήν Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις του Εὐριπίδη, ἀναφέρεται ὅτι ὁ Ἀπόλλων ἐνῶ ἦταν ἀκόμα βρέφος ἔφτασε μαζί με τὴ μητέρα του Λητώ ἀπὸ τὴ Δῆλο στὸν Παρνασσό κι ἐκεῖ κατέλαβε το μαντεῖο, ἀφοῦ πρῶτα σκότωσε το τεράστιο τέρας ποῦ το φύλαγε. Ἡ Γῆ ὅμως θύμωσε γιατί με αὐτὸ τον τρόπο ἐκδιώχθηκε βίαια ἀπὸ το μαντεῖο ἡ κόρη της ἡ Θέμις κι ἄρχισε νὰ στέλνει προφητικά ὄνειρα στοὺς ἀνθρώπους, με σκοπό ν’ ἀποδυναμώσει τὴ δύναμη του θεοῦ Ἀπόλλωνα. Το πρόβλημα ἐπιλύθηκε τελικά με παρέμβαση του Δία, ὁ ὁποῖος πῆρε το μέρος του Ἀπόλλωνα δίνοντάς του την ἐξουσία.


Διαπιστώνουμε μέσα ἀπὸ αὐτὰ τα χαρακτηριστικά παραδείγματα ὅτι ὑπῆρχαν διάφοροι μῦθοι σχετικά με το ἀπὸ ποῖον καὶ κάτω ἀπὸ ποῖες συνθῆκες ξεκίνησε νὰ λειτουργεῖ το Δελφικό Μαντεῖο, το ὁποῖο με τον καιρό ἐξελίχθηκε σε θρησκευτικό κέντρο της ἀρχαίας Ἑλλάδας.


Η πρακτική της χρησμοδοσίας


Στήν ἀρχαία Ἑλλάδα ὑπῆρχαν διάφορα εἴδη μαντικῆς τα ὁποία χρησιμοποιοῦνταν καὶ ἦταν ἰδιαίτερα δημοφιλῆ, ὅπως ἡ οἰωνοσκοπία, ἡ σπλαγχνοσκοπία, ἡ ὀνειρομαντεία, ἡ κληρομαντεία, ἡ ἀστρολογία κλπ. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δὲν ἦταν μοιρολάτρες. Ἀντιθέτως μελετοῦσαν τὴ φύση καὶ προσπαθοῦσαν νὰ διαβάσουν τα μηνύματά της ὥστε νὰ κατανοήσουν καλύτερα τις δομές του παρόντος καὶ νὰ μπορέσουν νὰ πορευτοῦν σωστά καὶ στὸ μέλλον. Δὲν θὰ πρέπει ἑπομένως νὰ τους κρίνουμε με βάση τον σημερινό τρόπο σκέψης, μιᾶς καὶ ζοῦμε σε πολύ διαφορετικούς καιρούς. Ἐπίσης, πρὶν προχωρήσουμε παρακάτω κι ἀρχίσουμε νὰ μιλᾶμε γιὰ τὴ μαντική τέχνη ὅπως αὐτή χρησιμοποιοῦνταν στὸ Δελφικό Μαντεῖο, καλό θὰ ἦταν νὰ ἐπισημάνουμε τον πολύ χρήσιμο διαχωρισμό ποὺ ἐπιχείρησε ὁ Δ. Δημόπουλος στὸ βιβλίο Στὸ ἄδυτο των ἑλληνικῶν μαντείων.


Χωρίζει, λοιπόν, τὴ μαντική σε δύο εἴδη: την «ἔντεχνο μαντική» καὶ την «ἔνθεο μαντική». Με τον ὀρό «ἔντεχνο μαντική» ἐννοεῖ κάθε μορφή μαντικῆς, ἡ ὁποία γίνεται μέσω «προφητῶν», οἱ ὁποῖοι προλέγουν το μέλλον διαβάζοντας διάφορα φυσικά σημάδια. Η μορφή αὐτὴ δὲν εἶναι ὅμως ἀξιόπιστη μίας καὶ το ἀποτέλεσμα ἐξαρτᾶται ἄμεσα ἀπὸ την εὐσυνειδησία ἀλλὰ καὶ την ἑρμηνευτική ἱκανότητα τῶν λειτουργῶν του. Ἐνῶ, ἡ «ἔνθεος μαντική» ἀναφέρεται στὶς προφητεῖες ποῦ δίνονταν στούς πιστούς ἀπὸ τον ἴδιο τον θεό μέσω τῶν ἀντιπροσώπων του. Τέτοια εἶναι κι ἡ περίπτωση του Δελφικοῦ Μαντείου, ὅπου ἡ Πυθία χρησμοδοτούσε διά στόματος του θεοῦ. Αὐτό εἶναι καὶ το εἶδος της μαντικῆς τέχνης ποῦ ἐξυψώνει τον ἄνθρωπο, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν θὰ πρέπει νὰ ὑποβιβάζεται στὸ ἐπίπεδο της «ἐντέχνου μαντικῆς». Δέν εἶναι ἄλλωστε τυχαῖο το γεγονός ὅτι το μόνο εἶδος μαντικῆς ποῦ ἔχει ἐπιβιώσει καὶ χρησιμοποιεῖται μαζικά ἀπὸ ἑκατομμύρια ἀνθρώπους εἶναι ἡ «ἔντεχνος μαντική», ἐνῶ η «ἔνθεος μαντική» χάθηκε μαζί με την καταστροφή των μαντείων.


Ὅπως ἦταν φυσικό, οἱ πιστοί εἶχαν σε πολύ ὑψηλὴ ἐκτίμηση τους χρησμούς ποῦ ἔδινε το Μαντεῖο καθώς θεωροῦσαν ὅτι τους μιλάει ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόλλων. Ἡ Πυθία καὶ οἱ Ἱερεῖς του Μαντείου ἦταν ἁπλὰ τα φερέφωνα του θείου λόγου. Η πρόσβαση στὸ Μαντεῖο ἦταν ἐλεύθερη σε κάθε πιστό ποῦ ἤθελε νὰ συμβουλευτεῖ τον θεό, ὄχι ὅμως καὶ σε ὁποιοδήποτε ἤθελε νὰ παρίσταται στὴν τελετή ἀπὸ περιέργεια. Ἡ εἴσοδος στὸ ἱερὸ ἀπαγορευόταν μόνο στὶς γυναῖκες. Μποροῦσαν ὅμως νὰ στείλουν κάποιον ἀντιπρόσωπο γιὰ νὰ θέσει στὴν Πυθία ἀντὶ γι’ αὐτές τα ἐρωτήματά τους.


Ὁ Πλούταρχος στὰ Ἠθικά ἀναφέρει ὅτι ἡ Πυθία ἀρχικὰ χρησμοδοτούσε μία φορά τον χρόνο, στὶς 7 του μῆνα Βυσίου (μέσα Φεβρουαρίου-Μαρτίου), μέρα τῶν γενεθλίων του Ἀπόλλωνα. Ἀπὸ τον 6ο αἰῶνα π.Χ. ὅμως ποῦ οἱ πιστοί ἀρχίσαν νὰ πληθαίνουν, το Μαντεῖο ἄρχισε νὰ χρησμοδοτεῖ στὶς 7 κάθε μῆνα, πλὴν των «ἀποφράδων ἡμερῶν», ὁπού δὲν μποροῦσε νὰ δώσει χρησμό ἡ Πυθία καὶ τους τρεῖς χειμερινούς μῆνες, τότε ποῦ ὁ Ἀπόλλωνας ταξίδευε στοὺς Ὑπερβορείους καὶ την ἐξουσία του ἱεροῦ χώρου ἀναλάμβανε ὁ ἀδερφός του Διόνυσος.


Ἡ διαδικασία ποῦ θὰ ἔπρεπε ν’ ἀκολουθήσουν ὅλοι ὅσοι ζητοῦσαν χρησμό ἦταν ἡ ἐξῆς: κατ’ ἀρχὴν πρίν μποῦν στὸ ἄδυτο, ἔπρεπε νὰ πληρώσουν στοὺς ἱερεῖς τον «πέλανο», ἕνα εἶδος γλυκοῦ, καὶ νὰ φέρουν κάποια ζῶα γιὰ τις θυσίες ποῦ γίνονταν πρὶν τὴ χρησμοδοσία. Ἐπίσης, ἔπρεπε νὰ γνωστοποιήσουν στούς ἱερεῖς ἐκ τῶν προτέρων τα ρωτήματά τους. Στή συνέχεια καθοριζόταν με κλήρωση ἡ σειρά με την ὁποία θὰ ἔμπαιναν στὸ ἱερό γιὰ νὰ πάρουν τον χρησμό τους. Σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις, κάποιοι πιστοί ἀπολάμβαναν γιὰ τιμητικούς λόγους το δικαίωμα της «προμαντείας», ἔπαιρναν δηλαδή χρησμό πρὶν ἀπὸ τους ὑπόλοιπους. Σημαντικό ρόλο στὴν ὅλη διαδικασία ἔπαιζε ὁ ἐξαγνισμός στὴν Κασταλία πηγή, ποῦ ἀφοροῦσε τόσο την Πυθία ὅσο καὶ τους ἱερεῖς καὶ αὐτούς ποῦ ζητοῦσαν χρησμό.


Ἀφοῦ, λοιπόν, ἐξαγνίζονταν ἔμπαιναν μέσα στὸ ἄδυτο κι ὁδηγοῦνταν σε μία εἰδική θέση μπροστά στὴ Πυθία, χωρίς ὅμως νὰ μποροῦν νὰ τὴ δοῦν. Τους χώριζε ἕνα παραπέτασμα. Ἡ Πυθία μασῶντας φύλλα δάφνης καὶ πίνοντας νερό ἀπὸ την Κασσωτίδα πηγή ἄκουγε τα ἐρωτήματά καὶ χρησμοδοτούσε. Οἱ χρησμοί ἦταν συνήθως ἔμμετροι, σε δακτυλικό ἐξάμετρο ἄν καὶ καθοριστικό ρόλο γιὰ το ποῖο ἀκριβῶς θὰ ἦταν το μέτρο του χρησμοῦ ἔπαιζε πάντα το εἶδος του, σε ποῖον δινόταν ἀλλὰ καὶ ὁ βαθμός του προβλήματος. Κάποιες φορές ἡ Πυθία κατέφευγε καὶ σε κληρομαντεία, εἰδικὰ ὅταν τα ἐρωτήματα ἀφοροῦσαν διαζευκτικές ἐρωτήσεις κι ὅταν δὲν ὑπῆρχε πολύς χρόνος γιὰ χάσιμο. Ἐπειδή ὁ λόγος της Πυθίας ἦταν συνήθως δυσκολονόητος καὶ γεμάτος γρίφους, οἱ ἱερεῖς του ναοῦ καλοῦνταν ν’ ἀποκωδικοποιήσουν καὶ νὰ μεταφέρουν το μήνυμα του θεοῦ στοὺς χρηστηριαζόμενους.


Εἴπαμε ὅμως λίγο πιὸ πάνω ὅτι ὑπῆρχαν κάποιες μέρες ποῦ ἡ Πυθία δὲν μποροῦσε νὰ χρησμοδοτήσει. Οἱ ἱερεῖς του Μαντείου γιὰ νὰ διαπιστώσουν ἄν ὁ θεός ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀπαντήσει μέσω της Πυθίας στὶς ἐρωτήσεις τῶν πιστῶν κατέβρεχαν με κρύο νερό μία κατσίκα. Ἄν το ζωντανό ἔτρεμε, τότε ἐκείνη τὴ μέρα μποροῦσε νὰ χρησμοδοτήσει ἡ Πυθία. Ἄν δὲν ἔτρεμε, τότε ὅλοι οἱ πιστοί καλοῦνταν νὰ ἔρθουν μία ἄλλη μέρα. Ὁ Πλούταρχος, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε κι ὁ ἴδιος ἱερέας του Δελφικοῦ Μαντείου, κάνει λόγο γιὰ μία περίπτωση ὁπού ἐνῶ ἡ κατσίκα δέν ἄρχισε νὰ τρέμει, οἱ ἱερεῖς της ἔριξαν παγωμένο νερό ὥστε νὰ ἐκβιάσουν τὴ διαδικασία. Ἡ Πυθία ἄρχισε νὰ χρησμοδοτεί ἐκείνη τὴ μέρα παρά τὴ θέληση τὴ δική της ἀλλὰ καὶ του θεοῦ. Ἀπὸ το στόμα της ὅμως ἄρχισαν νὰ βγαίνουν κάποιες ἄναρθρες κραυγές λές καὶ εἶχε καταληφθεῖ ἀπὸ δαίμονα καὶ οὐρλιάζοντας πετάχτηκε ἐξῶ ἀπὸ το ἱερό, τρομάζοντας ὅλους ὅσοι παρευρίσκονταν μέσα σ’ αὐτὸ. Σε λίγες μέρες ἡ Πυθία πέθανε.


Πυθία, ἡ ἐκπρόσωπος του Ἀπόλλωνα.


Ἡ Πυθία γιὰ νὰ ἀποσαφηνίσουμε μία συχνή παρανόηση δὲν ἦταν ἕνα συγκεκριμένο πρόσωπο, ἀλλὰ τίτλος ποῦ δινόταν στὶς προφήτισσες του Ἀπόλλωνα ποῦ ἐπιλέγονταν γιὰ νὰ ἀφιερώσουν τὴ ζωή τους στὴν ὑπηρεσία του. Ἀρχικά, οἱ πρῶτες Πυθίες ἦταν νεαρές, παρθένες κοπέλες. Μετά ἀπὸ ἕνα συμβάν ὅμως ὅπου ἕνας ἄνδρας ποῦ εἶχε ἔρθει νὰ ζητήσει χρησμό, ἐρωτεύτηκε μία Πυθία καὶ την ἔκλεψε, οἱ Πυθίες ἦταν γυναῖκες προχωρημένης ἡλικίας, γύρω στὰ 50, συνήθως παντρεμένες με παιδιά. Ἀπὸ τὴ στιγμή ὅμως ποῦ μία γυναῖκα με οἰκογένεια καλοῦνταν νὰ ὑπηρετήσει τον Ἀπόλλωνα, ἐγκατέλειπε το σπίτι καὶ την οἰκογένειά της κι ἔμενε σ’ ἕνα συγκεκριμένο οἴκημα ἐντός του ναοῦ γιά νὰ διατηρεῖται ἀμόλυντη. Φοροῦσε ἄσπρα ροῦχα καὶ ζοῦσε με βάσει τους κανονισμούς ποῦ της εἶχαν θέσει ἐξ ἀρχῆς οἱ ἱερεῖς. Δὲν χρειαζόταν νὰ ἔχει κάποια συγκεκριμένη μόρφωση, οὔτε καὶ κάποιες ἱκανότητες ἐνόρασης ἡ διορατικότητας. Στὴν ἀρχὴ ἦταν μία ἡ Πυθία.


Ὅσο ὅμως τα χρόνια περνοῦσαν κι ἡ φήμη του Μαντείου μεγάλωνε οἱ Πυθίες ἦταν συνήθως τρεῖς. Το ποῖες ἀκριβῶς ἦταν αὐτὲς οἱ γυναῖκες, με ποία κριτήρια ἐπιλέγονταν ἀλλὰ καὶ πώς ἀκριβῶς ἔρχονταν σε ἐπαφῆ με το θεῖο καὶ χρησμοδοτούσαν, εἶναι ἐρωτήσεις ποῦ δύσκολα μποροῦν νὰ βροῦν ἀπάντηση. Παρ’ ὅλο ποῦ ἔχουν σωθεῖ πολλές μαρτυρίες ἀνθρώπων ποῦ εἴτε διετέλεσαν ἱερεῖς του ναοῦ, εἴτε ἔφτασαν στοὺς Δελφούς γιὰ νὰ ζητήσουν τὴ συμβολή του θεοῦ, ἡ ἀρχαιολογική σκαπάνη δὲν ἔχει φέρει μέχρι στιγμῆς στὸ φῶς κάποια εὑρήματα ποῦ θὰ μποροῦσαν νὰ διαλευκάνουν το μυστήριο της χρησμοδοσίας. Μάλιστα, ἡ ἔρευνα τῶν ἀρχαιολόγων κατέληξε στὸ συμπέρασμα ὅτι σ’ αὐτή την περιοχή δὲν ὑπῆρχε κάποιο χάσμα γῆς ἀπ’ το ὁποῖο νὰ ἐκλύονταν ἀναθυμιάσεις. Ὅπως καταλαβαίνουμε, το κουβάρι περιπλέκεται ἀκόμα περισσότερο γεννῶντας νέα ἐρωτήματα.


Το Μαντεῖο κι ὁ ρόλος του στήν ἀρχαία ἑλληνική ἱστορία


Ὅσο παράξενη καὶ νὰ μας φαίνεται σήμερα ὅλη αὐτή ἡ διαδικασία, θὰ πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι δὲν προβλημάτιζε καθόλου τους ἀρχαίους Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι ἔσπευδαν σωρηδόν γιὰ νὰ συμβουλευτοῦν το Μαντεῖο. Ἡ ἐμπιστοσύνη τους στὴ δύναμη του Μαντείου ἦταν τόσο μεγάλη ποῦ το συμβουλεύονταν γιά πλεῖστα θέματα, τόσο γιὰ πολιτικά ὅσο καὶ γιὰ προσωπικά ζητήματα. Ὄχι μόνο φτωχοί ἄνθρωποι ἀλλὰ καὶ βασιλιᾶδες κατέφευγαν στὸ Μαντεῖο ἡ ἔστελναν τους ἀντιπροσώπους τους προκειμένου νὰ ζητήσουν βοήθεια ἀπὸ τον θεό. Πολλές φορές κατέφθαναν καὶ ἀντιπροσωπεῖες ἀπὸ πόλεις ποῦ εἶχαν πληγεῖ ἀπὸ κάποια φυσική καταστροφή καὶ ζητοῦσαν ἐξιλέωση.


Σε περιόδους κρίσης το πρῶτο πρᾶγμα ποῦ ἔκαναν οἱ Ἕλληνες πρίν ἀναλάβουν δράση ἦταν νὰ συμβουλευτοῦν το Μαντεῖο. Ὁ πιὸ σημαντικός ρόλος ὅμως ποῦ ἔπαιξε το Μαντεῖο τῶν Δελφῶν ἔχει νὰ κάνει με τὴ στάση ποῦ κράτησε καὶ τον τρόπο με τον ὁποῖο χειρίστηκε τους ἀποικισμούς ποῦ ἔλαβαν χώρα τον 8ο – 6ο αἰῶνα π.Χ.


Κατά τὴ διάρκεια αὐτῶν τῶν αἰώνων οἱ Ἕλληνες ἀποίκισαν τα παράλια της Μικράς Ἀσίας, τον Ἑλλήσποντο καὶ τον Εὔξεινο Πόντο, την Κάτω Σικελία καὶ ἔφτασαν μέχρι καὶ τα παράλια της Ἀφρικῆς, ἱδρύοντας ἑκατοντάδες ἀποικίες, οἱ περισσότερες ἐκ τῶν ὁποίων ἐπρόκειτο νὰ σημειώσουν μία λαμπρή πορεία ποῦ ἔμελλε νὰ ἀλλάξει γιὰ πάντα τον ἑλληνισμό καὶ τον ὑπόλοιπο κόσμο. Ἕνα μεγάλο μέρος αὐτῆς της ἐπιτυχίας θὰ πρέπει ν’ ἀποδοθεῖ καὶ στὸ Μαντεῖο τῶν Δελφῶν ὁ ρόλος του ὁποίου, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τα ἱστορικά στοιχεῖα, ἦταν μείζονος σημασίας.





Οἱ ἄποικοι ξεκινῶντας νὰ καταλάβουν μία ξένη περιοχή, πολύ μακριά ἀπὸ τὴ γενέτειρά τους γνώριζαν πολύ καλά ὅτι θὰ καλοῦνταν ν’ ἀντιμετωπίσουν μεγάλους κινδύνους. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ τὴ βοήθεια καὶ την εὐλογία τῶν θεῶν, την ὁποία ἐπιδίωκαν νὰ ζητήσουν ἀπὸ τον θεό Ἀπόλλωνα, μιᾶς καὶ το Μαντεῖο ἀποτελοῦσε ἐκείνη την ἐποχῆ το κατεξοχήν θρησκευτικό κέντρο του Ἑλλαδικού χώρου. Ὁ Ἀπόλλωνας, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τους χρησμούς ποῦ ἔχουν σωθεῖ, ἄλλες φορές ἔδινε ἁπλὰ τὴ συγκατάθεση καὶ την εὐλογία του κι ἄλλες φορές τους ὑποδείκνυε ἀκόμα καὶ σε ποῖα ἀκριβῶς περιοχή νὰ πᾶνε ἡ ὅριζε ὁ ἴδιος τον ἐπικεφαλῆς του ἀποικισμού.