Παρασκευή 31 Μαρτίου 2023

ΑΠΡΙΛΙΟΣ



ΑΠΡΙΛΙΟΣ
ΜΟΥΝΙΧΙΩΝ (ΑΘΗΝΑΙ ΑΤΤΙΚΗ )

ΑΡΤΕΜΙΣΙΟΣ ( ΣΠΑΡΤΗ

ΜΟΥΝΙΧΙΩΝ ὁ δέκατος μὴν παρὰ Αθηναίοιs. Ἐν δὲ τούτῳ Ἀρτέμιδι ἔθυον Μουνυχία
{ Φωτίου Λεξικὸν }

Μουνιχιὼν ἦταν ὁ δέκατος μῆνας τῶν Ἀθηναίων. Κατὰ αὐτὸν τὸν μῆνα θυσίαζαν στὴν Μουνυχία Ἄρτεμιν. ( Μουνυχία εἶναι η Σημερινὴ περιοχὴ τῆς Καστελλασ στὸν
Πειραιᾶ, ὁπού ὑπῆρχε καὶ ἱερό τῆς Θεᾶς }.

ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ '' ΜΟΥΝΥΧΙΑ '
'
Πρότερον ὁ Πειραιεὺς νῆσος, ὅθεν καὶ τοὔνομα εἴληφεν ἀπὸ διαπερᾶν.
Οὗ τα ἄκρα Μούνυχοs κατασχὼν μουνυχίαs Ἀρτέμιδοs ἱερόν ἱδρύσατο. {Παυσανίου } << Αττικῶν ὀνομάτων συναγωγή >> Λεξικὸν Σουΐδα

Στὴν ἀρχὴ ὁ Πειραιεύς ἦταν ἕνα νησί, ἀπό ὅπου πῆρε καὶ τὸ ὄνομα του, ἀπό τὸ διαπερνῶ ( διότι ἔπρεπε νὰ διαπερασησ τὴν Θάλασσα.) Ἀφοῦ ὁ Μούνυχοs κατέλαβε
τὰ ἄκρα του ἵδρυσε ἱερό τῆς Μουνυχίαs Ἀρτέμιδοs

Μουνυχία τόπος παραθαλάσσιος ἐν τὴ Ἀττική. ἙλλΆνικοs δὲ ὠνομάσθαι φησίν ἀπό Μουνυχου τινὸς βασιλέως, τοῦ παντακλέουσ, ὅς Μουνυχίασ Ἀρτέμιδοσ ἱερόν ιδρύσατο [ Λεξικὸν Σουΐδαs ]

Μουνυχία Τόπος παραθαλάσσιος στὴν Ἀττική. Ὁ Ἑλλάνικοs ἀναφέρει ὅτι ὠνομάσθηκε


ἔτσι ἀπό κάποιον βασιλέα Μούνυχο, γυιὸ τοῦ Παντακλέουs ὁ ὁποῖοs ἵδρυσε ἱερό τῆς Μουνυχίαs Ἀρτέμιδοs ]







Τρίτη 28 Μαρτίου 2023

Ὁ Ἀπόλλωνας ἡ Φοῖβος, ὁ αἰώνιος ἔφηβος ...Θὰ ἔρθει πάλι Καὶ θὰ μείνει γιὰ πάντα

Ὁ Ἀπόλλωνας ἡ Φοῖβος, ὁ αἰώνιος ἔφηβος ...Θὰ ἔρθει πάλι Καὶ θὰ μείνει γιὰ πάντα



Ὁ τελευταῖος χρησμός της Πυθίας Νικάνδρας ἦταν:

Ἔστ ἦμαρ ὅτε Φοῖβος

πάλιν ἐλεύσεται

καὶ ἐς ἀεί ἔσεται!


Μετάφραση

Θὰ ἔρθη μέρα ποῦ ὁ Ἀπόλλων

Θὰ ἔρθει πάλι

Καὶ θὰ μείνει γιὰ πάντα.


Ἀναμφίβολα ὁ Ἀπόλλων εἶναι ὁ ἑλληνικότερος τῶν θεῶν. Ὅπως πολύ σωστά ἐπισημαίνουν σύγχρονοι μελετητές της ἑλληνικής θρησκείας,...

τοῦτος ὁ θεός ἀντιπροσωπεύει τὴ νέα ἔκφραση θρησκευτικῆς γνώσης γιὰ τον κόσμο καὶ την ἀνθρώπινη ὕπαρξη, πράγματα πέρα γιὰ πέρα ἑλληνικά καὶ ἀνεπανάληπτα. Ὁ Ἀπόλλων εἶναι ὁ ὄμορφος, ὁ εὐγενικός θεός του φωτός καὶ του ἥλιου. Ἡ προσωνυμία Φοῖβος (ὁ «φωτεινός») ἐκφράζει αὐτὴ την πτυχή του χαρακτῆρα του. Ἐπιπλέον, ἡ γνώση, ἡ ἀλήθεια, ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἁγνότητα βρίσκονται κάτω ἀπὸ την προστασία του. Δὲν θὰ ἀποτελοῦσε ὑπερβολή, ἄν λέγαμε πῶς η πνευματική δύναμη, ποῦ ὁ Ἀπόλλων ἐνσαρκώνει, εἶναι το θεμέλιο του δυτικοῦ πολιτισμοῦ.

Ἡ λατρεία του Ἀπόλλωνα, ἀπαντᾶ σε ὁλόκληρο τον ἑλληνόφωνο κόσμο: ἀπὸ τὴ Σικελία στὴ Δύση μέχρι τον Φάση ποταμό στὸν Εὔξεινο Πόντο. Στὸν θεό αὐτό ἀνήκουν οἱ πρῶτοι ναοί καὶ τα λατρευτικά ἀγάλματα, καὶ ἀπὸ τον θεό αὐτὸν προέρχονται τα θεοφορικά ὀνόματα Ἀπολλώνιος, Ἀπολλόδωρος, Ἀπολλοφάνης κ.ά.

Ἀπὸ τα τεμένη του Ἀπόλλωνα το σπουδαιότερο εἶναι οἱ Δελφοί – το «κέντρο του κόσμου», ὁ «ὀμφαλός της γῆς». Στοὺς Δελφούς χαράχτηκε ἡ περιβόητη ρήση «Γνῶθι σεαυτόν», το ἀνωτάτῳ ἀπολλώνιο δίδαγμα. Γιὰ πολλούς αἰῶνες τοῦτο το Δελφικό μαντεῖο εἶναι ἡ ζωτική δύναμη ὁλόκληρου του Ἑλληνισμοῦ. Ὁ Ἀπόλλωνας εἶναι ὁ Θεός του φωτός, ὁ Θεός της μαντικῆς τέχνης καὶ τῶν ὁραμάτων, της μουσικῆς, τῶν τραγουδιῶν καὶ της ποίησης (προστάτης τῶν καλῶν τεχνῶν), ὁ αἰώνιος ἔφηβος. Ἀκόμη εἶναι ὁ Θεός της θεραπείας ἀλλὰ ἐπειδή πολύ συχνά στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ὅποιος εἶναι ἱκανὸς γιὰ το καλύτερο, εἶναι ἱκανὸς καὶ γιὰ το χειρότερο, ὁ Ἀπόλλωνας εἶναι ὁ θεός της πανούκλας καὶ τῶν ἀρρωστιῶν.

Ὁ Ἀπόλλωνας ἡ πολύ συχνά ὀνομαζόμενος με το γνωστότερο προσωνύμιο του, Φοῖβος, εἶναι ὁ δίδυμος ἀδελφὸς της Θεάς Ἄρτεμις. Πατέρας του εἶναι ὁ Δίας καὶ μητέρα του ἡ Λητώ μία ἐκ τῶν τιτάνων ποῦ ἡ σεμνότητα καί ἡ μετριοφροσύνη την ἀντιπροσώπευαν πλήρως. Γιὰ πολλούς ἡ Λητώ ἀντιπροσωπεύει το σκοτάδι κατ’ ἄλλους πάλι το φῶς της ἡμέρας. Ὁ Δίας σε μία ἀπὸ τις πολλές ἀπιστίες του στὴν ᾞρα, ἐρωτεύτηκε την Λητώ καὶ ἔσμιξε μαζί της. Μήν μπορῶντας ἡ ᾞρα νὰ τιμωρήσει τον ἄπιστο σύζυγό της, στράφηκε στὴ Λητώ μὴν ἀφήνοντάς την νὰ γεννήσει. Ἡ Λητώ, ἐτοιμόγεννη γυρνοῦσε ἀπὸ μέρος σε μέρος ψάχνοντας τον κατάλληλο τόπο γιὰ νὰ φέρει στὸ φῶς τα παιδιά της, ὅμως καμία γῆ δὲν την φιλοξενοῦσε ἀπὸ τον φόβο γιὰ την ὀργὴ της Ἥρας ποὺ θὰ ἔπεφτε πάνω της. Ὕστερά ἀπὸ καιρό, βρέθηκε το κατάλληλο μέρος γιὰ την Λητώ, ἦταν ἕνα πλεούμενο ξερονήσι το ὁποῖο φανέρωσε ὁ Ποσειδῶνας, καὶ το ὁποῖο δὲν φοβόταν την ὀργὴ της Ἥρας. Το νησί ἦταν ἄγονο καὶ δὲν προσφερόταν οὔτε γιὰ καλλιέργεια, οὔτε γιὰ κτηνοτροφική δραστηριότητα, ἔτσι δὲν εἶχε νὰ χάσει τίποτα ὅταν ἡ ὀργὴ της βασίλισσας τῶν Θεῶν θὰ ἔπεφτε πάνω του. Το ὄνομα του ἀρχικά ἦταν Ὀρτυγία καὶ σήμαινε γῆ των ὀρτυκιῶν στὴ συνέχεια ὅμως μετά την γέννηση του Ἀπόλλωνα καὶ ἀφοῦ ὁ Θεός το στερέωσε με τέσσερις πασσάλους στὸ βυθό, το ὀνόμασε Δῆλο (Φωτεινό). Το μέρος εἶχε βρεθεῖ γιὰ την γέννηση τὠν θεῶν, παρόλα αὐτά ὅμως ἡ Λητώ δὲν μποροῦσε νὰ γεννήσει τους θεούς, ἀφοῦ ἡ Ἤρα, κράταγε στὸν Ὄλυμπο την Εἰλειθυία, την θεά τῶν αἴσιων τοκετῶν. Ἡ Δήμητρα, ἡ Ἀθηνᾶ καὶ ἡ Ἀφροδίτη ἔσπευσαν σε βοήθεια της σπαράζουσας τιτάνιδας ὅμως ἦταν ἀδύνατο νὰ γεννήσει ἡ Λητώ παρά την παρουσία τους, χωρίς την συγκατάθεση της Ἥρας. Τότε οἱ θεές ἔστειλαν την Ἴριδα στὴν Ἥρα γιὰ νὰ την πείσει, προσφέροντάς της καὶ ἕνα περίτεχνο περιδέραιο κατασκευασμένο ἀπὸ τον Ἥφαιστο. Ἡ ᾞρα το δέχτηκε καὶ ἠρέμησε, ἀφήνοντας την Εἰλειθυία νὰ πάει στὴ Δῆλο. Μετά ἀπὸ την τεράστια ταλαιπωρία της ἡ Λητώ κατάφερε νὰ γέννηση, πρῶτα την Ἄρτεμη καὶ μετά τον Ἀπόλλωνα.

Χαρακτηριστικό της γέννησης του Ἀπόλλωνα, ἐκτὸς της μεγάλης ταλαιπωρίας της μητέρας του, ἦταν ὅτι δὲν βύζαξε καθώς ἀμέσως ἡ Θέμιδα ἔσταξε στὸ στόμα του μερικές σταγόνες ἀπὸ νέκταρ καὶ ἀμβροσία καὶ το βρέφος ἄρχισε νὰ μεγαλώνει με ἐκπληκτικό ρυθμό. Μέσα σε λίγη ὥρα πῆρε την ὁριστική του μορφή, μία πανέμορφη ὄψη καὶ ἔγινε ὁ Θεός ποῦ ἀντάξιός του σε ὀμορφιά δὲν ὑπῆρχε. Δικαίως οἱ θεές τον χάζευαν νὰ κάνει τα πρῶτα του βήματα πάνω στὸ νησί, το ὁποῖο ἄφησε σε λίγο ταξιδεύοντας γιὰ τον Ὄλυμπο ὅπου στήθηκε μεγάλη γιορτή γιὰ χάρη του, στὴν ὁποία ἔπαιζε την λύρα ποῦ μόλις του εἶχε χαρίσει ὁ πατέρας του καὶ δὲν την ἀποχωρίστηκε ποτέ. Ἕνα ἀπὸ τα κατορθώματα του Ἀπόλλωνα ἦταν ὅτι κατάφερε νὰ σκοτώσει στούς Δελφούς, τον Δράκοντα Πύθωνα. Το τέρας αὐτὸ εἶχε δέκα χέρια καὶ τέσσερα μάτια καὶ κυνηγοῦσε την Λητώ μὴν ἀφήνοντας την νὰ γεννήσει. Ἀφοῦ γέννησε πῆγε στοὺς Δελφούς καὶ ἐκεῖ κατάστρεφε τα πάντα καὶ σκότωνε τους ἀνθρώπους. Ἀφοῦ το σκότωσε ὁ Ἀπόλλωνας, γιὰ νὰ τον τιμήσουν οἱ κάτοικοι, ἔχτισαν μαντεῖο πρὸς τιμή του καὶ θέσπισαν τα Πύθια (ἀγῶνες πρὸς τιμή του Ἀπόλλωνα). Το μαντεῖο αὐτὸ ἦταν το σημαντικότερο της ἀρχαιότητας καὶ σε αὐτὸ κατέφευγαν ἀπὸ ὅλη την Ἑλλάδα ὅσοι ἀναζητοῦσαν κάποιο χρησμό. Ἐκεῖ, ἡ Πυθία καθήμενη πάνω στὸν ἱερὸ τρίποδα καὶ μασῶντας φύλλα δάφνης ἔδινε τους διφορούμενους χρησμούς της. Χωρίς ἀμφιβολία ὁ Ἀπόλλωνας εἶναι ὁ πιὸ ὄμορφος σε θεούς καὶ ἀνθρώπους. Το ὑπέροχο σῶμα του, το καλογυμνασμένο, ἁρμονικό, ἄτριχο κορμί του καὶ τα πάρα πολύ ὄμορφα χαρακτηριστικά του προσώπου του, με τα γαλανά του μάτια καὶ τις μικρές ξανθές του μποῦκλες θὰ τα ζήλευε ὁ καθένας. Παρόλα αὐτὰ ὅμως, παρά την ὀμορφιά του, δὲν ἔχει τις ἐρωτικές ἐπιτυχίες ποῦ ἀναμένουμε. Οἱ γυναῖκες ὄχι μόνο δὲν γοητεύονται ἀπὸ τον Θεό ἀλλὰ τρέχουν μακριά του μὴ θέλοντας νὰ ἔρθουν σε ἐπαφῆ μαζί του. Ἔτσι ὅταν ἐρωτεύτηκε την Δάφνη, την κόρη του θεοῦ ποταμοῦ Πηνειού της Θεσσαλίας αὐτή ἔτρεχε μακριά στὸ δάσος μὴ θέλοντας νὰ τον παντρευτεῖ.

Πέρασαν μερόνυχτα με τον Θεό νὰ την κυνηγάει καὶ νὰ καταφέρνει τελικά νὰ την πλησιάσει ἀρκετὰ, ὅμως τότε ἡ Νύμφη παρακάλεσε τον πατέρα της νὰ την σώσει καὶ ἐκεῖνος την λυπήθηκε καὶ την μεταμόρφωσε στὸ ὁμώνυμο φυτό. Βλέποντάς την ὁ Ἀπόλλωνας τότε ἀπογοητευμένος καὶ ἀπαρηγόρητος ποῦ δέν κατάφερε νὰ ἑνωθεῖ μαζί της, ἀγκάλιασε το δέντρο ποῦ κάποτε ἦταν το σῶμα της κοπέλας, ἔκοψε ἕνα κλαδί με φύλλα της ποὺ κάποτε ἦταν τα μαλλιά της καὶ το φόρεσε στὸ κεφάλι του οἰκιζόμενος πῶς ἔκτοτε θὰ την εἶχε πάντα μαζί του καὶ ἡ Δάφνη ἔγινε το ἱερὸ του δέντρο. Ἀκόμη ἕνα παράδειγμα ἀνεπιτυχοῦς ἔρωτα του θεοῦ, εἶναι ὁ ἔρωτας του με την Κασσάνδρα, την κόρης του βασιλιά της Τροίας Πριάμου. Ὁ Θεός ἐρωτεύτηκε την νεαρή βασιλοποῦλα, ὅμως καὶ αὐτή ἀρνήθηκε τον ἐρώτα του. Τότε γιὰ νὰ την πείσει, της ὑποσχέθηκε πῶς θὰ της χάριζε την ἱκανότητα της μαντείας. Ἡ Κασσάνδρα ἐνέδωσε τελικά στὸν Θεό ὅμως ἀπογοητεύτηκε πολύ ἀπὸ την συνεύρεση μαζί του καὶ τον ἔδιωξε. Τότε ὁ Ἀπόλλωνας θυμωμένος ποῦ μία κοινή θνητή τόλμησε νὰ τον ὑποτιμήσει, σεβόμενος ὅμως καὶ την ὑπόσχεση ποῦ της εἶχε δώσει, της παραχώρησε μὲν την ἱκανότητα νὰ προβλέπει το μέλλον, ὅμως την ἔκανε ἔτσι ὥστε κανείς νὰ μὴν την πιστεύει.

Τέλος ἕνας ἀκόμη χαρακτηριστικός μῦθος ποὺ ὅπως καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἔτσι καὶ αὐτὸς φανερώνει μεταξύ ἄλλων ὅτι δὲν ἀρκεῖ νὰ εἶσαι ὁ ὀμορφότερος ἀλλὰ πρέπει νὰ εἶσαι ὁ κατάλληλος, εἶναι ὁ ἔρωτας του Φοίβου γιὰ την Μάρπησσα, την βασιλοπούλα της Αἰτωλίας. Την κοπέλα διεκδίκησε ὁ Θεός με ἕναν θνητό, τον Ἵδα, τον ὁποῖο καὶ πολέμησε. Ὁ Δίας ὅμως με ἕναν κεραυνό του τους χώρισε καὶ ὁ Μάρπησσα ἔπρεπε νὰ διαλέξει. Ὁ Ἀπόλλωνας της ὑποσχέθηκε πῶς θὰ της ἦταν γιὰ

πάντα πιστός καὶ ἡ ζωή δίπλα σε ἕναν θεό θὰ ἦταν ὀνειρική, ἡ Μάρπησσα ὅμως, φοβούμενη πῶς ὅταν τα χρόνια θὰ περνοῦσαν καὶ ἡ ὀμορφιά καὶ τα νιάτα της θὰ χανόντουσαν ὁ Ἀπόλλωνας θὰ την ἐγκατέλειπε, διάλεξε τον θνητό Ἵδα. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ γυναῖκες, ὁ Θεός ἀγάπησε καὶ ἄντρες, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον ἐρωτᾶ του γιὰ τον Ὑάκινθο, ἕναν πολύ ὄμορφο θνητό. Παίζοντας ὅμως μαζί του με τον δίσκο μία μέρα, ὁ Ζέφυρος, ὁ ἄνεμος ποῦ ζήλευε τον Ἀπόλλωνα, παρέσυρε τον δίσκο του καὶ σκότωσε τον θνητό. Ἀπαρηγόρητος ὁ Ἀπόλλωνας τον μεταμόρφωσε στὸ γνωστό λουλούδι γιὰ νὰ μείνει ἀθάνατο γιὰ πάντα ἔτσι το ὄνομα του.

Ὁ Ἀπόλλωνας δύο φορές, ἀφοῦ του ἀφαιρέθηκαν ἀπὸ τον Δία οἱ θεϊκές του δυνάμεις, διατάχθηκε ἀπὸ τον πατέρα του νὰ ὑπηρετήσει ὡς δοῦλος σε κάποιον θνητό. Καὶ τις δύο φορές ὁ Φοῖβος ὑπηρέτησε ὁ βοσκός σε κάποιο κοπάδι γι’ αὐτὸ θεωρεῖται καὶ ποιμένας θεός. Η πρώτη φορά ἦταν ὅταν ὑπηρέτησε τον βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα ἐπειδὴ συνωμότησε με την Ἤρα, την Ἀθηνᾶ καὶ τον Ποσειδῶνα γιὰ νὰ πάρουν την ἐξουσία ἀπὸ τον Δία. Ὁ Λαομέδωντας, στὸ τέλος ἀρνήθηκε νὰ πληρώσει τον Ἀπόλλωνα γιὰ τις ὑπηρεσίες του λέγοντας του μάλιστα, ὅταν ὁ θεός διαμαρτυρήθηκε, πῶς θὰ του ἔκοβε τα αὐτιά καὶ θὰ τον πουλοῦσε ὡς δοῦλο. Ὅταν ὁ χρόνος πέρασε καὶ ὁ θεός ξαναπέκτησε τις θεϊκές του δυνάμεις τον τιμώρησε στέλνοντας φονικό λοιμό στὴν Τροία θερίζοντας την χώρα γιά ἕξι μῆνες. Ἡ δεύτερη φορά ποῦ ὑπηρέτησε θνητό ὁ Θεός ἦταν ὅταν, ἐπειδή ὁ Δίας κεραυνοβόλησε τον γιὸ του Ἀπόλλωνα τον Ἀσκληπιό ὅταν ὁ τελευταῖος ἔχοντας προοδεύσει πάρα πολύ στὴν ἰατρική του τέχνη ποῦ καὶ μποροῦσε νὰ ἀνάσταινε μέχρι καὶ νεκρούς, ὁ Φοῖβος τόξευε πάνω ἀπὸ τον οὐρανό τους Κύκλωπες ποῦ χάρισαν στὸν πατέρα του τον φονικό κεραυνό. Τότε ο Δίας ἀφαιρῶντας ξανά τις δυνάμεις του γιοῦ του τον ἔστειλε στὶς Φέρρες της Θεσσαλίας, στὸν βασιλιά Ἅδμητο. Ὁ Ἄδμητος ἀντικρύζοντας την ἐξαίσια μορφή του Ἀπόλλωνα ἀντιλήφθηκε ἀμέσως την θεϊκή του ὑπόσταση καὶ του πρόσφερε τον θρόνο του ὅμως ὁ Φοῖβος του φανέρωσε πῶς ἦταν θέλημα του πατέρα του νὰ μπεῖ στὴν ὑπηρεσία του. Εὐχαριστημένος ἀπὸ την συμπεριφορά του Ἄδμητου ὁ Ἀπόλλωνας, τον ἀντάμειψε γιὰ την εὐγένεια καὶ τους καλούς του τρόπους χαρίζοντας την εὐημερία στὸ παλάτι καὶ στὴν χώρα του, ἡ ὁποία ἔγινε ἰδιαίτερα καρποφόρα με συγκομιδή δύο φορές το χρόνο ἐνῶ οἱ ἀγελάδες τους γεννοῦσαν δύο μοσχάρια τὴ φορά.

Σημείωση:Ὑπάρχει μία παράδοση, ποὺ λέει πῶς στὴ χώρα τών Ὑπερβορείων ἕνας ἱερὸς κῆπος ἦταν ἀφιερωμένος στὸν Ἀπόλλωνα, καθώς καὶ κάποια λατρεία του θεοῦ, με το ἱερατεῖο στὴν ἀπόλυτη δικαιοδοσία της οἰκογένειας τῶν Βορείων. Οἱ πληροφορίες, ποὺ ἔχουμε, γιὰ τον κῆπο ἔρχονται ἀπὸ ἕνα ἀπόσπασμα τραγωδίας του Σοφοκλῆ, ὅπου ὁ ποιητής μιλᾶ γιὰ την ἁρπαγῆ της παρθένας Ὀρείθυιας ἀπὸ τον θεό του Βορείου Ἀνέμου καὶ τὴ μεταφορά της μακριά, στὴν ἀπώτρεη ἄκρη της γῆς καὶ του οὐρανοῦ, στὸν κῆπο του Ἀπόλλωνα. Οἱ σχετικοί στίχοι της ἐν λόγω τραγωδίας του Σοφοκλῆ, ὅπως ἐμφανίζονται στὸν Στράβωνα (7.3), δείχνουν τον Ἀπόλλωνα νὰ εἶναι Ὑπερβόρειος θεός με το ἱερὸ του μέσα σ’ ἕναν κῆπο.




Κυριακή 26 Μαρτίου 2023

Τελικά, τὸ Ἄρβανο, τὸ Σούλη, ἡ Ἑλλάδα, οἱ μῆτρες ἀπὸ τίς ὁποῖες γεννήθηκαν οἱ περισσότεροι ἥρωες,




Τελικά, τὸ Ἄρβανο, τὸ Σούλη, ἡ Ἑλλάδα, οἱ μῆτρες ἀπὸ τίς ὁποῖες γεννήθηκαν οἱ περισσότεροι ἥρωες,



— Τελικά, τὸ Ἄρβανο, τὸ Σούλη, ἡ Ἑλλάδα, οἱ μῆτρες ἀπὸ τίς ὁποῖες γεννήθηκαν οἱ περισσότεροι ἥρωες, ἀποδείχθηκαν ὅτι δὲν ἦσαν ἀρκετὲς γιὰ ἐπαναστάτες - γίγαντες, σὰν τὸν Ἕλληνα - Ἀρβανίτη ΜΑΡΚΟ ΜΠΟΤΣΑΡΗ. Χρειάζεται ἡ οἰκουμένη!!!!!!



=== Διονυσίου Σολωμοῦ: Εἰς τὸν Μάρκο Μπότσαρη


— ἡ Δόξα δεξιὰ συντροφεύει


τὸν ἄντρα, ποὺ τρέχει μὲ κόπους


τῆς Φήμης τοὺς δύσβατους τόπους,
καὶ ὁ Φθόνος τοῦ στέκει ζερβά,
μὲ μάτια, μὲ χείλη πικρά.
— Ἀλλ᾿ ὅποτε ἡ μοῖρα τοῦ γράψει
τὸν δρόμον τοῦ κόσμου νὰ πάψει,
ἡ Δόξα καθίζει μονάχη
στὴν πλάκα τοῦ τάφου λαμπρή,
καὶ ὁ Φθόνος ἀλλοῦ περπατεῖ.
— Στὴν πλάκα τοῦ Μάρκου καθίζει
ἡ Δόξα λαμπράδες γιομάτη.
Κλεισμένο γιὰ πάντα τὸ μάτι,
ὁποῦχε πολέμου φωτιά. -
Ἐλᾶτε ν᾿ ἀκοῦστε, παιδιά!
— Σοφοὶ λεξιθῆρες μακρύα,
μὴ λάχῃ σᾶς βλάψω τ᾿ αὐτία.
Τρεχάτε στὰ μνήματα μέσα,
καὶ ψάλτε μὲ λόγια τρελλὰ -
ἐλᾶτε ν᾿ ἀκοῦστε, παιδιά!
— Τὸ λείψανο, ποῦχε γλυτώσει
ὁ Πρίαμος μὲ θρήνους, μὲ δῶρα,
ἐγύριζε ὀπίσω τὴν ὥρα
ποὺ πέφτει στὴν ὄψι τῆς γῆς
τὸ φῶς τὸ γλυκὸ τῆς αὐγῆς.







ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ 2 ΠΟΙΗΜΑ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ — Ἐβγῆκαν



μαζὶ τῆς θλιμμένης


Τρωάδας ἀπ᾿ ὅλα τὰ μέρη


γυναῖκες, παιδάκια καὶ γέροι,


θρηνῶντας, νὰ ἰδοῦν τὸ κορμὶ


ποὺ χάνει γί᾿ αὐτοὺς τὴν ψυχή.


— Κλεισμένο δὲν ἔμεινε στόμα


ἀπάνου στοῦ Μάρκου τὸ σῶμα.


Ἀπέθαν᾿ ἀπέθαν᾿ ὁ Μάρκος.


Μία θλίψη, μία ἄκρα βοή,


καὶ θρῆνος καὶ κλάψα πολλή.


— Παρόμοια ἠχὼ θὰ λαλήσει,


τοῦ κόσμου τὴν ὕστερη μέρα,


παντοῦ στὸν καινούργιον ἀέρα.


Παρόμοια στοὺς τάφους θὰ ἐμβεῖ


νὰ κάμει καθένας νὰ ἐβγεῖ.






Σάββατο 25 Μαρτίου 2023

Ἡ ὁμιλία τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στὴν Πνύκα





Ὁ λόγος ποὺ ἔβγαλε ὁ Κολοκοτρώνης ἀνεβασμένος στὰ βράχια τῆς Πνύκας, ὅπως στὰ παλιὰ τὰ χρόνια τόσοι τρανοὶ ρήτορες στοὺς Ἀθηναίους, στέκεται ἡ πνευματικὴ διαθήκη τοῦ ἥρωα στὸ Ἔθνος.
Ὁ λόγος τοῦ ἀγράμματου, μὰ σοφοῦ στρατηγοῦ πρὸς τὰ νιᾶτα τῆς Ἀθήνας τοῦ 1838. Τὸν παρακάτω λόγο τὸν ἀπεύθυνε πρὸς τοὺς νέους του Ἀ΄ Γυμνασίου τῆς Ἀθήνας:


Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
7 Ὀκτωβρίου 1838

Παιδιά μου!

Εἰς τὸν τόπο τοῦτο, ὁπού,ὁποῦ ἐγὼ πατῶ σήμερα, ἐπατοῦσαν καὶ ἐδημηγορούσαν τὸν παλαιὸ καιρὸ ἄνδρες σοφοί, καὶ ἄνδρες μὲ τοὺς ὁποίους δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ συγκριθῶ καὶ οὔτε νὰ φθάσω τὰ ἴχνη των. Ἐγὼ ἐπιθυμοῦσα νὰ σᾶς ἰδῶ, παιδιά μου, εἰς τὴν μεγάλη δόξα τῶν προπατόρων μας, καὶ ἔρχομαι νὰ σᾶς εἰπῶ, ὅσα εἰς τὸν καιρὸ τοῦ ἀγῶνος καὶ πρὸ αὐτοῦ καὶ ὕστερα ἀπ' αὐτὸν ὁ ἴδιος ἐπαρατήρησα, καὶ ἀπ' αὐτὰ νὰ κάμωμε συμπερασμοὺς καὶ δια τὴν μέλλουσαν εὐτυχίαν σας, μολονότι ὁ Θεὸς μόνος ἠξεύρει τὰ μέλλοντα. Καὶ δια τους παλαιοὺς Ἕλληνας, ὁποίας γνώσεις εἶχαν καὶ ποία δόξα καὶ τιμὴν ἔχαιραν κοντὰ εἰς τὰ ἄλλα ἔθνη τοῦ καιροῦ των, ὁποίους ἥρωας, στρατηγούς, πολιτικοὺς εἶχαν, δια ταῦτα σᾶς λέγουν καθ' ἡμέραν οἱ διδάσκαλοί σας καὶ οἱ πεπαιδευμένοι μας.
Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀρκετός. Σᾶς λέγω μόνον πὼς ἦταν σοφοί, καὶ ἀπὸ ἐδῶ ἐπῆραν καὶ ἐδανείσθησαν τὰ ἄλλα ἔθνη τὴν σοφίαν των. Εἰς τὸν τόπον, τὸν ὁποῖον κατοικοῦμε, ἐκατοικοῦσαν οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους καὶ ἡμεῖς καταγόμεθα καὶ ἐλάβαμε τὸ ὄνομα τοῦτο. Αὐτοὶ διέφεραν ἀπὸ ἡμᾶς εἰς τὴν θρησκείαν.

Οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες, οἱ πρόγονοί μας, ἔπεσαν εἰς τὴν διχόνοια καὶ ἐτρώγονταν μεταξύ τους, καὶ ἔτσι ἔλαβαν καιρὸ πρῶτα οἱ Ρωμαῖοι, ἔπειτα ἄλλοι βάρβαροι καί τους ὑπόταξαν.
Ὕστερα ἦλθαν οἱ Μουσουλμᾶνοι καὶ ἔκαμαν ὅ,τι ἠμποροῦσαν, δια νὰ ἀλλάξῃ ὁ λαὸς τὴν πίστιν του. Ἔκοψαν γλῶσσες εἰς πολλοὺς ἀνθρώπους, ἀλλ' ἐστάθῃ ἀδύνατο νὰ τὸ κατορθώσουν.
Τὸν ἕνα ἔκοπταν, ὁ ἄλλος τὸ σταυρό του ἔκαμε. Σὰν εἶδε τοῦτο ὁ σουλτᾶνος, διόρισε ἕνα βιτσερέ [ἀντιβασιλέα], ἕναν πατριάρχη, καί του ἔδωσε τὴν ἐξουσία τῆς ἐκκλησίας.
Αὐτὸς καὶ ὁ λοιπὸς κλῆρος ἔκαμαν ὅ,τι τοὺς ἔλεγε ὁ σουλτᾶνος.
Ὕστερον ἔγιναν οἱ κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εἰς ὅλα τὰ μέρη. Ἡ τρίτη τάξη, οἱ ἔμποροι καὶ οἱ προκομμένοι, τὸ καλύτερο μέρος τῶν πολιτῶν, μὴν ὑποφέρνοντες τὸν ζυγὸ ἔφευγαν, καὶ οἱ γραμματισμένοι ἐπῆραν καὶ ἔφευγαν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, τὴν πατρίδα των, καὶ ἔτσι ὁ λαός, ὅστις στερημένος ἀπὸ τὰ μέσα τῆς προκοπῆς, ἐκατήντησεν εἰς ἀθλίαν κατάσταση, καὶ αὐτὴ αὔξαινε κάθε ἥμερα χειρότερα· διότι, ἂν εὑρίσκετο μεταξὺ τοῦ λαοῦ κανεὶς μὲ ὀλίγην μάθηση, τὸν ἐλάμβανε ὁ κλῆρος, ὅστις ἔχαιρε προνόμια, ἢ ἐσύρετο ἀπὸ τὸν ἔμπορο τῆς Εὐρώπης ὡς βοηθός του ἢ ἐγίνετο γραμματικὸς τοῦ προεστοῦ. Καὶ μερικοὶ μὴν ὑποφέροντες τὴν τυραννίαν τοῦ Τούρκου καὶ βλέποντας τὲς δόξες καὶ τὲς ἡδονὲς ὁπού,ὁποῦ ἀνελάμβαναν αὐτοί, ἄφηναν τὴν πίστη τους καὶ ἐγίνοντο Μουσουλμᾶνοι.
Καὶ τοιουτοτρόπως κάθε ἥμερα ὁ λαὸς ἐλίγνευε καὶ ἐπτώχαινε.

Εἰς αὐτὴν τὴν δυστυχισμένη κατάσταση μερικοὶ ἀπὸ τοὺς φυγάδες γραμματισμένους ἐμετάφραζαν καὶ ἔστελναν εἰς τὴν Ἑλλάδα βιβλία, καὶ εἰς αὐτοὺς πρέπει νὰ χρωστοῦμε εὐγνωμοσύνη, διότι εὐθὺς ὁπού,ὁποῦ κανένας ἄνθρωπος ἀπό το λαὸ ἐμάνθανε τὰ κοινὰ γράμματα, ἐδιάβαζεν αὐτὰ τὰ βιβλία καὶ ἔβλεπε ποίους εἴχαμε προγόνους, τί ἔκαμεν ὁ Θεμιστοκλῆς, ὁ Ἀριστείδης καὶ ἄλλοι πολλοὶ παλαιοί μας, καὶ ἐβλέπαμε καὶ εἰς ποίαν κατάσταση εὑρισκόμεθα τότε.
Ὅθεν μᾶς ἦλθεν εἰς τὸ νοῦ νὰ τοὺς μιμηθοῦμε καὶ νὰ γίνουμε εὐτυχέστεροι. Καὶ ἔτσι ἔγινε καὶ ἐπροόδευσεν ἡ Ἑταιρεία.

Ὅταν ἀποφασίσαμε νὰ κάμωμε τὴν Ἐπανάσταση, δὲν ἐσυλλογισθήκαμε οὔτε πόσοι εἴμεθα οὔτε πὼς δὲν ἔχομε ἅρματα οὔτε ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐβαστοῦσαν τὰ κάστρα καὶ τὰς πόλεις οὔτε κανένας φρόνιμος μᾶς εἶπε «ποῦ πᾶτε ἐδῶ νὰ πολεμήσετε μὲ σιταροκάραβα βατσέλα», ἀλλὰ ὡς μία βροχὴ ἔπεσε εἰς ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας μας, καὶ , καὶ ὁ κλῆρος μας καὶ οἱ προεστοὶ καὶ οἱ καπεταναῖοι καὶ οἱ πεπαιδευμένοι καὶ οἱ ἔμποροι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλοι ἐσυμφωνήσαμε εἰς αὐτὸ τὸ σκοπὸ καὶ ἐκάμαμε τὴν Ἐπανάσταση.

Εἰς τὸν πρῶτο χρόνο τῆς Ἐπαναστάσεως εἴχαμε μεγάλη ὁμόνοια καὶ ὅλοι ἐτρέχαμε σύμφωνοι. Ὁ ἕνας ἐπῆγεν εἰς τὸν πόλεμο, ὁ ἀδελφός του ἔφερνε ξύλα, ἡ γυναῖκα του ἐζύμωνε, τὸ παιδί του ἐκουβαλοῦσε ψωμὶ καὶ μπαρουτόβολα εἰς τὸ στρατόπεδον καὶ ἐὰν αὐτὴ ἡ ὁμόνοια ἐβαστοῦσε ἀκόμη δύο χρόνους, ἠθέλαμε κυριεύσει καὶ τὴν Θεσσαλία καὶ τὴν Μακεδονία, καὶ ἴσως ἐφθάναμε καὶ ἕως τὴν Κωνσταντινούπολη.
Τόσον τρομάξαμε τοὺς Τούρκους, ὁπού,ὁποῦ ἄκουγαν Ἕλληνα καὶ ἔφευγαν χίλια μίλια μακρά. Ἑκατὸν Ἕλληνες ἔβαζαν πέντε χιλιάδες ἐμπρός, καὶ ἕνα καράβι μιὰν ἄρμάδα. Ἄλλὰ δὲν ἐβάσταξε!.

Ἦλθαν μερικοὶ καὶ ἠθέλησαν νὰ γένουν μπαρμπέρηδες εἰς τοῦ κασίδη τὸ κεφάλι. Μᾶς πονοῦσε τὸ μπαρμπέρισμά τους. Μὰ τί νὰ κάμομε; Εἴχαμε καὶ αὐτουνῶν τὴν ἀνάγκη. Ἀπὸ τότε ἤρχισεν ἡ διχόνοια καὶ ἐχάθῃ ἡ πρώτη προθυμία καὶ ὁμόνοια.
Καὶ ὅταν ἔλεγες τὸν Κώστα νὰ δώσει χρήματα διὰ τὰς ἀνάγκας τοῦ ἔθνους ἢ νὰ ὑπάγει εἰς τὸν πόλεμο, τοῦτος ἐπρόβαλλε τὸν Γιάννη.
Καὶ μ' αὐτὸν τὸν τρόπο κανεὶς δὲν ἤθελε οὔτε νὰ συνδράμει οὔτε νὰ πολεμήσει. Καὶ τοῦτο ἐγίνετο, ἐπειδὴ δὲν εἴχαμε ἕνα ἀρχηγὸ καὶ μίαν κεφαλή.
Ἄλλὰ ἕνας ἔμπαινε πρόεδρος ἕξι μῆνες, ἐσηκώνετο ὁ ἄλλος καὶ τὸν ἔριχνε καὶ ἐκάθετο αὐτὸς ἄλλους τόσους, καὶ ἔτσι ὁ ἕνας ἤθελε τοῦτο καὶ ὁ ἄλλος τὸ ἄλλο. Ἰσως ὅλοι ἠθέλαμε τὸ καλό, πλὴν καθένας κατὰ τὴν γνώμη του.
Ὅταν προστάζουνε πολλοί, ποτὲ τὸ σπίτι δὲν χτίζεται οὔτε τελειώνει.
Ὁ ἕνας λέγει ὅτι ἡ πόρτα πρέπει νὰ βλέπει εἰς τὸ ἀνατολικὸ μέρος, ὁ ἄλλος εἰς τὸ ἀντικρινὸ καὶ ὁ ἄλλος εἰς τὸν Βορέα, σὰν νὰ ῆτον τὸ σπίτι εἰς τὸν ἀραμπᾶ καὶ νὰ γυρίζει, καθὼς λέγει ὁ καθένας. Μὲ τοῦτο τὸν τρόπο δὲν κτίζεται ποτὲ τὸ σπίτι, ἀλλὰ πρέπει νὰ εἶναι ἕνας ἀρχιτέκτων, ὁπού,ὁποῦ νὰ προστάζει πὼς θὰ γενεί.
Παρομοίως καὶ ἡμεῖς ἐχρειαζόμεθα ἕναν ἀρχηγὸ καὶ ἕναν ἀρχιτέκτονα, ὅστις νὰ προστάζει καὶ οἱ ἄλλοι νὰ ὑπακούουν καὶ νὰ ἀκολουθοῦν. Ἀλλ' ἐπειδὴ εἴμεθα εἰς τέτοια κατάσταση, ἐξ αἰτίας τῆς διχόνοιας, μᾶς ἔπεσε ἡ Τουρκιὰ ἐπάνω μας καὶ κοντέψαμε νὰ χαθοῦμε, καὶ εἰς τοὺς στερνοὺς ἑπτὰ χρόνους δὲν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.


Εἰς αὐτὴ τὴν κατάσταση ἔρχεται ὁ βασιλεύς, τὰ πράγματα ἡσυχάζουν καὶ τὸ ἐμπόριο καὶ ἢ γεωργία καὶ οἱ τέχνες ἀρχίζουν νὰ προοδεύουν καὶ μάλιστα ἢ παιδεία. Αὐτὴ ἡ μάθησις θὰ μᾶς αὐξήσει καὶ θὰ μᾶς εὐτυχήσει. Ἀλλὰ διὰ νὰ αὐξήσομεν, χρειάζεται καὶ ἡ στερέωσις τῆς πολιτείας μας, ἡ όποία γίνεται μὲ τὴν καλλιέργεια καὶ μὲ τὴν ὑποστήριξη τοῦ Θρόνου.
Ὁ βασιλεύς μας εἶναι νέος καὶ συμμορφώνεται μὲ τὸν τόπο μας, δὲν εἶναι προσωρινός, ἀλλ' ἡ βασιλεία του εἶναι διαδοχικὴ καὶ θὰ περάσει εἰς τὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν του, καὶ μὲ αὐτὸν κι ἐσεῖς καὶ τὰ παιδιά σας θὰ ζήσετε. Πρέπει νὰ φυλάξετε τὴν πίστη σας καὶ νὰ τὴν στερεώσετε, διότι, ὅταν ἐπιάσαμε τὰ ἅρματα εἴπαμε πρῶτα ὑπὲρ πίστεως καὶ ἔπειτα ὑπὲρ πατρίδος.
Ὅλα τὰ ἔθνη τοῦ κόσμου ἔχουν καὶ φυλάττουν μιὰ Θρησκεία. Καὶ αὐτοί, οἱ Ἑβραῖοι, οἱ όποῖοι κατατρέχοντο καὶ μισοῦντο καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη, μένουν σταθεροὶ εἰς τὴν πίστη τους.

Νὰ μὴν ἔχεται πολυτέλεια, νὰ μὴν πηγαίνεται εἰς τοῦς καφενέδες καὶ εἴς τὰ μπιλιάρδα .
Νὰ δοθῆτε εἰς τᾶς σπουδάς σας , καὶ καλλίτερα νὰ κοπιάσετε ὁλίγον δύο καὶ τρεῖς χρόνους καὶ νὰ ζήσετε ἐλεύθεροι εἵς τὸ ἐπίλοπο τῆς ζωῆς σας , παρὰ νὰ περάσετε τεσσάρους πέντε χρόνους τὴ νεότητά σας , καὶ νὰ μείνετε ἀγράμματοι . Νὰ σκλαβωθῆτε εἰς τὰ γράμματα σᾶς Νὰ ἀακούετε τᾶς συμβουλὰς τῶν διδασκάλων καὶ γεροντοτέρων
καὶ κατὰ τὴν παροιμία, μύρια ἡξευρε καὶ χίλια μάθαινε . ἡ προκοπὴ σᾶς καὶ ἡ μάθηση σᾶς νὰ μὴν γίνει σκερπάρνι μόνο γιὰ τὸ ἀτομό σας , ἀλλὰ νὰ κοιτάζει τὸ κάλο τῆς Κοινότητας , καὶ μέσα εἰς τὸ κάλο αὐτὸ εὐρίσκεται καὶ τὸ δικόσας .

Ἐγώ, παιδιά μου, κατὰ κακὴ μοῦ τύχη, ἐξ αἰτίας τῶν περιστάσεων, ἔμεινα ἀγράμματος καὶ δια τοῦτο σᾶς ζητῶ συγχώρηση, διότι δὲν ὁμιλῶ καθὼς οἱ δάσκαλοι σᾶς.
Σᾶς εἶπα ὅσα ὁ ἴδιος εἶδα, ἤκουσα καὶ ἐγνώρισα, δια νὰ ὠφεληθῆτε ἀπὸ τὰ ἀπερασμένα καὶ ἀπὸ τὰ κακὰ ἀποτελέσματα τῆς διχονοίας, τὴν ὁποίαν νὰ ἀποστρέφεσθε, καὶ νὰ ἔχετε ὁμόνοια. Ἐμᾶς μὴ μᾶς τηρᾶτε πλέον.
Τὸ ἔργο μας καὶ ὁ καιρός μας ἐπέρασε. Καὶ αἱ ἡμέραι τῆς γενεᾶς, ἡ ὁποία σᾶς ἄνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ' ὀλίγον περάσει. Τὴν ἡμέρα τῆς ζωῆς μας θέλει διαδεχθῇ ἡ νύκτα τοῦ θανάτου μας, καθὼς τὴν ἡμέραν τῶν Ἁγίων Ἀσωμάτων θέλει διαδεχθῇ ἡ νύκτα καὶ ἡ αὐριανὴ ἥμερα.
Εἰς ἐσᾶς μένει νὰ ἰσάσετε καὶ νὰ στολίσετε τὸν τόπο, ὁπού,ὁποῦ ἡμεῖς ἐλευθερώσαμε· καί, δια νὰ γίνῃ τοῦτο, πρέπει νὰ ἔχετε ὡς θεμέλια τῆς πολιτείας τὴν ὁμόνοια, τὴν θρησκεία, τὴν καλλιέργεια τοῦ Θρόνου καὶ τὴν φρόνιμον ἐλευθερία.

Τελειώνω το λόγο μου.

Ζήτω ὁ Βασιλεύς μας Ὄθων! Ζήτω οἱ σοφοὶ διδάσκαλοι! Ζήτω ἡ Ἑλληνικὴ Νεολαία!

                                   




Παρασκευή 24 Μαρτίου 2023

ΣΟΥΛΙΩΤΙΚΟ

ΣΟΥΛΙΩΤΙΚΟ




Οἱ ἥρωες τοῦ Σουλίου καὶ ἡ ἐπανάσταση τοῦ 1792 ἀποτελοῦν ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ λαμπρὰ κεφαλαία τῆς νεοελληνικῆς ἱστορίας. Οἱ Σουλιῶτες, ἕνας μικρὸς ἀλλὰ ἀνυπότακτος λαὸς στὴν ὀρεινὴ περιοχὴ τῆς Ἠπείρου, ἀντιστάθηκαν σθεναρὰ στὶς ὀθωμανικὲς δυνάμεις καὶ τὴν κυριαρχία του Ἀλὴ Πασᾶ τῶν Ἰωαννίνων, δείχνοντας ἐξαιρετικὴ γενναιότητα καὶ ἄν. 




[Κατά την πρώτην ἐκστρατείαν αὐτοῦ κατά του Σουλίου (τον Ἰούλιον του 1792) ὁ Ἀλή πασᾶς ἦτο βέβαιος ὅτι θὰ καθυποτάξη τους Σουλιῶτας, καταλαμβάνων αὐτούς ἀνύποπτους καὶ ἀπαρασκεύους. Διότι, προσποιηθείς ὅτι ἐκστρατεύει κατά του Ἀργυροκάστρου, ἐζήτησε την συνδρομήν τῶν Σουλιωτῶν, οἵτινες παρεπλανήθησαν μὲν ἐκ τῶν λόγων του, ἀλλὰ δέν τῷ ἀπέστειλαν εἰμὴ 70 ἐπιλέκτους ὑπὸ τον Λαμπρόν Τζαβέλαν.
Τούτους ἀφοπλίσας καὶ φυλακίσας ὁ ἄπιστος Ἀλής, ἐστράφη κατά του Σουλίου, μετά δυνάμεως δωδεκακισχιλίων περίπου πεζῶν καὶ ἱππέων. Ἀλλ’ εἰς τῶν Σουλιωτῶν κατορθώσας νὰ διαφύγη, ἐμήνυσε το πρᾶγμα εἰς τους συμπολίτας του, οἵτινες ὑπὸ την ὁδηγίαν του Γεώργη Μπότσαρη (του πατρός του Μάρκου) ὀργάνωσαν κρατεράν ἄμυναν.
Ο στρατός του Ἀλή συνετρίβη εἰς τας κλεισωρεῖας του Σουλίου την 20 Ἰουλίου 1792, ὁ δὲ Ἀλής διεσώθη φυγών εἰς Ἰωάννινα.
Εἰς την νίκην συνετέλεσαν μεγάλως αἱ Σουλιώτισσαι, διότι τετρακόσιαι περίπου ὑπὸ την ἀρχηγίαν της Μόσκως Τζαβέλαινας (της γυναικός του Λάμπρου) ὀπλισθεῖσαι μετέσχον της μάχης.
Μετά την ἧτταν ὁ Άλής ἠναγκάσθη νὰ συνθηκολογήση πρὸς τους Σουλιῶτας].

Τρία μπαϊράκια φαίνονται ποκάτω ἀπὸ το Σούλι.
Το ‘νὰ ναί του Μουχτάρ πασᾶ, τάλλο του Σελιχτάρη,
το τρίτο το καλύτερο εἶναι του Μιτσομπόνου.
Μία παπαδιά τ' ἀγνάντεψε ναπό ψήλη ραχούλα.
"Πού στε του Λάμπρου τα παιδιά, πού ‘στε νοῖ Μποτσαραίοι;
Ἀρβανιτιά μας πλάκωσε, θέλει νὰ μας σκλαβώση.
- Ἄς ἔρτουν οἱ παλιότουρκοι, τίποτε δὲ μας κάνουν
Ἄς ἔρτουν πόλεμο νὰ ἰδοῦν καὶ Σουλιωτῶν τουφέκια,
νὰ μάθουν Λάμπρου το σπαθί, Μπότσαρη το τουφέκι,
τ’ ἅρματα των Σουλιώτισσων, της ξακουσμένης Χάιδως".
Κι’ ὁ Κουτσονίκας φώναξεν ἀπὸ το μετερίζι,
"Παιδιά, σταθῆτε στέρεα, σταθῆτε ἀντροειωμένα,
γιατ' ἔρχεται ὁ Μουχτᾶρ πασᾶς με δώδεκα χιλιάδες".
Ο πόλεμος άρχίνησε κι’ ἀνάψαν τα τουφέκια.
Τον Ζέρβα καὶ τον Μπότσαρη ἐφώναξε ὁ Τζαβέλας.
"Παιδιά μ', ήρθ' ὥρᾳ του σπαθιοῦ κι’ ἄς πάψη το τουφέκι".
Κι' ὅλοι ἔπιασαν καὶ σπάσανε τοῖς θήκαις τῷ σπαθιώ τους,
τους Τούρκους βάνουνε μπροστά, τους βάνουν σὰν κριάρια.
Ἄλλοι ἔφευγαν κι' ἄλλοι ἔλεγαν "Πασᾶ μου, ἀνάθεμα σε!
Μέγα κακό μας ἔφερες τοῦτο το καλοκαίρι,
ἐχάλασε τόση Τουρκιά, σπαΐδες κι’ Ἀρβανίταις.
Δὲν είν' ἐδῶ το Χόρμοβο, δὲν είν' ἡ Λαμποβίτσα,
ἐδῶ είν' το Σούλι το κακό, ἐδῶ είν' το Κακοσούλι,
ποὺ πολεμοῦν μικρά παιδιά, γυναῖκες σὰν τους ἄνδρες,
ποὺ πολεμάει η Τζαβέλαινα σὰν ἄξιο παλληκάρι".
Κι' ὁ Μπότσαρης ἐφώναξε με το σπαθί 'ς το χέρι.
"Ἔλα, πασᾶ, τι κάκιωσες καὶ φεύγεις με μενζίλι;
Γύρισ’ ἐδῶ 'ς τον τόπο μας 'ς την ἔρημη την Κιάφα,
ἐδῶ νὰ στήσης το θρονί, νὰ γένης καὶ σουλτᾶνος".


Οἱ ἡρωικὲς πράξεις των Σουλιωτὼν κατὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1792 καὶ γενικότερα κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἀγῶνα τους κατὰ τῶν Ὀθωμανῶν, ἔγιναν σύμβολα τοῦ ἑλληνικοῦ ἀγῶνα γιὰ ἐλευθερία. Οἱ Σουλιῶτες ἐνέπνευσαν τὶς ἑπόμενες γενιὲς Ἑλλήνων ἐπαναστατῶν καὶ ἡ συμβολή τους ἀναγνωρίστηκε κατὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση το 


Οἱ θυσίες καὶ ἡ ἀντίσταση τῶν Σουλιωτὼν παραμένουν ἕνα φωτεινὸ παράδειγμα ἀνδρείας καὶ ἀγάπης γιὰ τὴν ἐλευθερία, ὑπενθυμίζοντας στοὺς Ἕλληνες τὴν ἀξία του ἀγῶνα καὶ τῆς ἑνότητας ἀπέναντι στίς 



Ἄγνωστες πτυχὲς τῆς ζωῆς καὶ τῆς δράσης τοῦ Νικηταρά





Ὁ Νικήτας Σταματελόπουλος ἢ Νικηταρὰς ἢ Τουρκοφάγος (1782-1849) γεννήθηκε στὴ Νέδουσα Μεσσηνίας, ἕνα μικρὸ χωριὸ ποὺ βρίσκεται στοὺς πρόποδες τοῦ Ταϋγέτου, 25 χλμ ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Καλαμάτας. Καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Τουρκολέκα, τοῦ δήμου Φαλαισίας τῆς Μεγαλόπολης. Ἦταν ἀνηψιὸς τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Ὁ Νικηταρὰς συνελήφθῃ τὸ 1839 καὶ καταδικάστηκε, ἂν καὶ παντελῶς ἀθῶος, σὲ ἑνάμιση χρόνο φυλακή, τὴν ὁποία ἐξέτισε στὶς φυλακὲς τῆς Αἴγινας. Ὅταν ἀποφυλακίστηκε, ἢ ὑγεία του ἦταν ἐξασθενημένη ἐνῶ ἔχασε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴν ὅραση τοῦ. Βίωσε τὴν ἀχαριστία καὶ τὴν ἀγνωμοσύνη τῆς ἑλληνικῆς πολιτείας ὅταν τοῦ ἀρνήθηκε μιὰ ἀξιοπρεπῆ σύνταξη ὥστε νὰ ζεῖ αὐτὸς καὶ ἡ οἰκογένεια τοῦ εὐπρεπῶς καὶ ἀντὶ αὐτοῦ, τοῦ χορηγήθηκε "ἄδεια ἐπαιτείας" στὸν ναὸ τῆς Εὐαγγελίστριας κάθε Παρασκευή. Τὸ 1843 του ἀπονεμήθηκε ὁ βαθμὸς τοῦ ὑποστράτηγου μαζὶ μὲ μία πενιχρὴ σύνταξη. Πέθανε τὸ 1849 σὲ ἡλικία 67 ἐτῶν. Τελευταία του ἐπιθυμία ἦταν νὰ ταφεῖ δίπλα στὸ Κολοκοτρώνη ὅπως κι ἔγινε.
Ὁρισμένες ἄγνωστες πτυχὲς τῆς ζωῆς καὶ τῆς δράσης του :
Ὁ Νικηταρὰς ἄνοιξε τὴν αὐλαία τῆς Ἐπανάστασης, ἀλλὰ ὑπῆρξε καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς πρωταγωνιστές της. Τὴ νύκτα τῆς 16ης πρὸς 17η Μαρτίου 1821 συνεπλάκῃ μὲ μιὰ ὁμάδα Τούρκων ἔξω ἀπὸ τὴν Καλαμάτα. Στὶς 12 Σεπτεμβρίου 1829 ἔριξε τοὺς τελευταίους πυροβολισμοὺς τοῦ Ἀγῶνα στὴν Πέτρα τῆς Βοιωτίας.
Στὴ νεκρολογία ἡ ὁποία δημοσιεύτηκε στὴν ἐφημερίδα «Αἰών», ἀναφέρθηκε ὅτι οἱ μάχες στὶς ὁποῖες συμμετεῖχε ξεπερνοῦσαν σὲ ἀριθμὸ τὰ χρόνια τῆς ἡλικίας του. Τὰ παραπάνω δὲν παρουσιάζονται ὡς ὑπερβολὴ ἂν ἀναλογιστοῦμε ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τίς μεγαλύτερες καὶ ἀποφασιστικότερες μάχες τοῦ Ἀγῶνα (Βαλτέτσι, Δολιανά, Δερβενάκια, Ἀράχωβα, Μεσολόγγι, Φάληρο κλπ.) συμμετεῖχε καὶ δεκάδες ἄλλες. Μέσα σὲ τέσσερις μόνο μῆνες (ἀπό τα Μαΐου μέχρι τίς 23 Σεπτεμβρίου 1821) συμμετεῖχε σὲ περισσότερες ἀπὸ εἴκοσι μάχες καὶ συμπλοκὲς γύρω ἀπὸ τὴν Τριπολιτσά.
Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση κατὰ τὴ διάρκεια τῆς μάχης στὰ Δερβενάκια ἄλλαξε τέσσερα σπαθιά, καθὼς τὰ τρία ἔσπασαν. Μετὰ τὸ τέλος τῆς σύγκρουσης χρειάστηκε ἰατρικὴ βοήθεια γιὰ νὰ ξεκολλήσει τὸ σπαθὶ ἀπὸ τὸ χέρι του, καθὼς εἶχε ὑποστεῖ βαριᾶς μορφῆς ἀγκύλωση. Κατὰ τὴν ἴδια μάχη ὅταν ἔνιωθε τὴν κούραση νὰ τὸν καταβάλλει ἔδινε κουράγιο στὸν ἑαυτό του λέγοντας «κουράγιο Νικήτα, Τούρκους σφάζεις».
Σύμφωνα μὲ μαρτυρίες συμπολεμιστῶν του ὁ Νικηταρὰς κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐπανάστασης ἐξολόθρευσε πάνω ἀπὸ 300 Τούρκους. Ὁ ἀριθμὸς δὲν εἶναι ὑπερβολικὸς ἂν ἀναλογιστοῦμε τὸν ἀριθμὸ τῶν μαχῶν στὶς ὁποῖες συμμετεῖχε, τὴν τρομακτικὴ ὀρμητικότητα καὶ τὴν ἰδιαίτερη μαχητική του ἱκανότητα. Ὁ ἴδιος ὁ ἥρωας σὲ μιὰ συνάντησή του μὲ τὸν Γερμανὸ φιλέλληνα C. F. Bojons τοῦ εἶπε πὼς εἶχε ἐξολοθρεύσει 300 Τούρκους μέσα σὲ ἕνα ἑξάμηνο!
Ὅταν τὸ γαλλικὸ ἐκστρατευτικὸ σῶμα, ὑπὸ τὸν στρατηγὸ Μαιζόν, ἀποβιβάστηκε στὸ Πεταλίδι τῆς Μεσσηνίας μὲ ἀποστολὴ τὴν ἐπιτήρηση τῆς ἀποχώρησης τοῦ στρατοῦ τοῦ Ἰμπραήμ, ὁ Νικηταρὰς ἔσπευσε νὰ προσφέρει τίς ὑπηρεσίες του. Καθόταν τυλιγμένος μὲ τὴν κάπα του στὴ σκηνή του τρέμοντας ἀπὸ τὸν πυρετό. Μοναδική του τροφὴ ἦταν λίγες ἐλιὲς μέσα σὲ ἕνα πήλινο δοχεῖο. Ὅταν τὸν ἐπισκέπτονταν Γάλλοι ἀξιωματικοὶ ἔκρυβε τίς ἐλιὲς κάτω ἀπὸ τὴν κάπα του. Ὁ Μαιζόν, ὅταν του τὸ ἀνέφεραν, θέλησε νὰ τὸν περιποιηθεῖ ὅπως τοῦ ἅρμοζε. Ὁ περήφανος ὁπλαρχηγὸς ἀρνήθηκε λέγοντας ὅτι δὲν τοῦ ἔλειπε τίποτα καὶ ὅτι ἡ Ἑλλάδα μποροῦσε νὰ θρέψει τοὺς στρατιῶτες της. Ταυτόχρονα ἔκρυβε ἐπιμελέστερα τὸ δοχεῖο μὲ τίς ἐλιές του.
Σὲ ἕναν περίπατο τοῦ Τερτσέτη καὶ τοῦ Πολυζωίδη, ἀμέσως μετὰ τὴν πολύκροτη δίκη τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ τὴν πεισματικὴ ἄρνηση τῶν δύο δικαστῶν νὰ τὸν καταδικάσουν, ὁ λαὸς τοῦ Ναυπλίου στάθηκε εὐλαβικὰ μπροστὰ στοὺς διερχόμενους, ἐκδηλώνοντας ἔτσι τὸν ἀπεριόριστο θαυμασμὸ γιὰ τὴ στάση τους. Ξαφνικὰ μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος ξεπρόβαλε ὁ Νικηταράς, πλησίασε τὸν Πολυζωίδη καὶ τοῦ εἶπε δακρυσμένος: «Πρόεδρε μὲ τὴν ἡρωική σου διαγωγή μου πῆρες τίς δάφνες τῶν Δερβενακίων».
Ὁ Νικηταρὰς ἐτάφῃ δίπλα στὸν Θ. Κολοκοτρώνη στὸ Α' Νεκροταφεῖο Ἀθηνῶν. Ὡστόσο φαίνεται πὼς ὁ θάνατος τῆς γυναίκαςκαι τῶν παιδιῶν του καὶ ἡ ἔλλειψη στενῶν συγγενῶν καὶ ἄμεσων ἀπογόνων στάθηκε ἀφορμὴ νὰ μὴν ἐνδιαφερθεῖ κανένας γιὰ τὴ σορό του. Τὴ στιγμὴ ποὺ χῶρες μὲ σαφῶς μικρότερη στρατιωτικὴ ἱστορία ἀπὸ αὐτὴ τῆς Ἑλλάδας «κτενίζουν» τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης γιὰ νὰ ἀνακαλύψουν ὀστᾶ στρατιωτῶν τους, νὰ τὰ ἐπαναφέρουν στὴν πατρίδα καὶ νὰ τὰ ἐνταφιάσουν μὲ τίς πρέπουσες τιμές, ἡ χώρα μας ἀγνοεῖ τὴν τύχη τῶν ὀστῶν τῶν περισσοτέρων πολεμιστῶν ποὺ χάρη στὴν προσωπική τους θυσία τῆς ἐπέτρεψαν νὰ συνεχίσει τὴν ἱστορική της πορεία.






Πέμπτη 23 Μαρτίου 2023

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΩΝ ΛΑΖΑΙΩΝ





[Οἱ τέσσαρες υἱοί του Λάζου (Λαζαῖοι, ἡ τα Λαζόπουλα) Τόλιας, Χρῆστος, Νῖκος καὶ Κώστας, ἁμαρτωλοί του Ὀλύμπου, εἶχον μετάσχη μὲν της ἐπαναστάσεως του 1807, ἀλλὰ μετά την καταστολήν ταύτης ἀποταχθέντες, οἱ μὲν τρεῖς παρέμενον ἐν Ραψάνη, ὁ δὲ Κώστας ἐκρατεῖτο ὑπὸ του Ἀλή πασᾶ εἰς τα Ἰωάννινα ὥς ὅμηρος. Ὅτε δὲ κατά το 1812 ἀνέλαβε το πασαλίκιον της Θεσσαλίας ὁ λιός του Ἀλή Βελή πασᾶς, προέβη εἰς καταδίωξιν πάντων τῶν παλαιῶν ἀρματολῶν καὶ των κλεφτῶν, φόνευσε τους ἐν Ραψάνη Λαζαίους (ὁ ἐν Ἰωαννίνοις Κώστας φονεύθη μικρόν ὕστερον ὑπὸ του Ἀλή), τας δὲ οἰκογενείας τῶν ἀπήγαγεν εἰς Τίρναβον, ἥρπαοε δὲ διὰ το χαρέμι του την γυναῖκα του Κώστα.]


Τρία πουλάκια κάθουνται στον Έλυμπο στὴ τὴ ράχη,

τό να τηράει τα Γιάννινα, τάλλο την Κατερίνα,

το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει καὶ λέει:

Τι είν’ το κακό ποὺ πάθαμε οἱ μαῦροι οἱ Λαζαῖοι;

Μας χάλασε ὁ Βελή πασᾶς, μας ἔκαψε τα σπίτια,

μας πῆρε τοῖς γυναῖκες μας, μας πῆρε τα παιδιά μας,

στον Τούρναβο τοῖς πάησε, πεσκέσι του βεζίρη.

Μπροστά παγαίνει η Τόλιαινα, κι’ ὀπίσω οἱ συννυφάδες,

κι’ ὀπίσω ὀπίσω ἡ Κώσταινα με το παιδί στο χέρι,

σά μῆλο, σὰ τριαντάφυλλο, σὰ νερατζιά κομμένη.

Βγαίνουν κυράδες την τηροῦν ἀπὸ τα παραθύρια.

«Ποιαῖς είν’ αὐταίς ὀπόρχουνται στην Πόρτα, στο Σαράϊ;

-Κυράδες τί λογιάζετε, κυράδες, τί τηρᾶτε;

Ἐμεῖς εἶμεστε κλέφτισαις, γυναῖκες τῶν Λαζαῖων.»

Βελή πασᾶς ἀγνάντευε, στέκει καὶ τοῖς ρωτάει.

"Γυναῖκες, πού ειν' οἱ ἄντροι σας κ' οἱ καπιταναραῖοι;

-Εἶναι ψηλά 'ς τον Ἔλυμπο, ψηλά 'ς τα κυπαρίσσια.

-Πᾶρτε ταῖς τρεῖς φλακώστε ταις, βάλτε ταῖς 'ς το μπουντροῦμι,

την Κώσταινα την ὄμορφη φέρτε την στο χαρέμι.

-Ἁφές μ', ἀφέντη μ', ἄφες με, δύο λόγια νὰ σου κρίνω,

νὰ γράψω μία πικρή γραφή στον καπετάνιο Κώστα.

"Ἐσὺ, Κώστα μου στον Ἕλυμπο, ψηλά στα κυπαρίσσια,

κ' η Κώσταινα στον Τούρναβο σε τούρκικο χαρέμι."










Τετάρτη 22 Μαρτίου 2023

ΤΗΣ ΛΕΝΩΣ ΤΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ (1804)




[Μετά την παράδοσιν του Σουλίου διὰ της συνθήκης της 12 Δεκεμβρίου 1803, δι' ᾖς ἐπετρέπετο εἰς τους Σουλιώτας νὰ μεταθῶσιν ἔνοπλοι ὁποῦ ἤθελον, ὁ Ἀλή πασᾶς παρασπονδήσας ἐπεχείρησε νὰ ἐξοντώση τους ἐπιζήσαντας. Τούτων ὁ Κίτσος Βότσαρης φεύγων την δίωξιν ἦλθεν εἰς Βουλγαρέλι τῶν Τσουμέρκων, ἀλλὰ βλέπων ὅτι καὶ ἐκεῖ διέτρεχε κίνδυνον νὰ κυκλωθῆ ὑπὸ των Ἀλβανῶν, παρέλαβε πάντας τους ἐκεῖ Σουλιώτας, ἀνερχόμενους εἰς 1148, καὶ κατέφυγε την 22 Δεκεμβρίου εἰς τα Ἄγραφα, εἰς μονήν τινα ἐπὶ Ἀποκρήμνου βράχου. Πολιορκηθείς ἐν αὐτή ὑπὸ ἰσχυράς δυνάμεως του Ἀλή, ἀντέστη ἐπὶ τέσσαρας μήνας, ἀλλὰ περί τα μέσα του Ἀπριλίου 1804 οἱ Ἀλβανοί κατέλαβον διὰ προδοσίας την μονήν καὶ κατέσφαξαν τους ἐν αὐτή, πλὴν 80 περίπου ἀνδρῶν καὶ δύο γυναικών, διαφυγόντων μετά του ἀρχηγοῦ. Η Λένω, εἰς ἦν ἀναφέρεται το τραγούδι, δεκαπενταέτις θυγάτηρ του Κίτσου Βότσαρη ἐκ πρώτου γάμου, ἐπολέμει εἰς την μονήν παρά το πλευρόν του ἀδελφοῦ της Γιαννάκη· φονευθέντος δὲ τούτου, μετέβη πλησίον του θείου της Νίκζα, πολεμοῦντος παρά τον Ἀχελῶον, καὶ ἐφόνευσε πολλούς Τούρκους. Ἀλλὰ περικυκλωθεῖσα ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν, ὅπως μὴ συλληφθῆ, ἔπεσεν εἰς τον ποταμόν καὶ ἐπνίγη].
Ὅλαις οἱ καπετάνισσαις ἀπὸ το Κακοσούλι
ὅλαις την Ἅρτα πέρασαν, 'ς τα Γιάννινα τοῖς πᾶνε,
σκλαβώθηκαν οἱ ἀρφαναῖς, σκλαβώθηκαν οἱ μαύραις,
κ’ η Λένω δὲν ἐπέρασε, δέν την ἐπῆραν σκλάβα.
Μόν πῆρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
σέρνει τουφέκι σισανέ κ' ἐγγλέζικα κουμποῦρια,
ἔχει καὶ ‘ς τη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε Τοῦρκοι την κυνηγοῦν, πέντε τζοχανταραῖοι.
Τοῦρκοι, γιὰ μὴν παιδεύεστε, μὴν ἔρχεστε σιμά μου,
σέρνω φυσέκια 'ς την ποδιά καὶ βόλια 'ς τοῖς μπαλᾶσκαις
-Κόρη, γιὰ ρηξε τάρματα, γλύτωσε τὴ ζωή σου.
-Τι λέτε, μωρ' παλιότουρκοι καὶ σεῖς παλιοζαγάρια;
Ἐγὼ εἶμαι η Λένω Μπότσαρη, ἡ ἀδελφὴ του Γιάννη,
καὶ ζωντανή δὲν πιάνουμε εἰς των Τουρκῶν τα χέρια".











ΤΟΥ ΔΡΆΜΑΛΗ, Δημοτικό τραγούδι (Ιούλιος 1822)

ΤΟΥ ΔΡΆΜΑΛΗ, Δημοτικό τραγούδι (Ιούλιος 1822)


Ὁ Μαχμούδ πασᾶς, ὁ ἐπιλεγόμενος Δράμαλης και καταγόμενος ἀπὸ την Δρᾶμα της Μακεδονίας, διορίστηκε ἀπὸ το Σουλτᾶνο σερασκέρης στρατιᾶς τριάντα χιλιάδων περίπου πεζῶν καὶ ἱππέων, κατέβηκε ἀπὸ την Λάρισα στὴν Ἀνατολική Ἑλλάδα γιὰ νὰ εἰσβάλλει στὴν Πελοπόννησο καὶ νὰ καταπνίξει την ἐπανάσταση τῶν Ἑλλήνων, με την βοήθεια του τουρκικοῦ στόλου στὸν Κορινθιακό καὶ Ἀργολικό κόλπο. Μὴ βρίσκοντας καμία ἀντίσταση στὴν Ἀνατολική Στερεά Ἑλλάδα καὶ στὰ Μέγαρα, κατέλαβε τον Ἀκροκόρινθο, καὶ προήλασε στὴν Αργολική πεδιάδα διὰ μέσου των ἀφύλακτων στενῶν τῶν Δερβενακίων, ὅπου ἀπέτρεψε την παράδοση της τουρκικῆς φρουράς του Ναυπλίου καὶ ἀκύρωσε την συναφθεῖσα συνθήκη της παραδόσεως. Οἱ Ἕλληνες συγκεντρωθέντες στοὺς Μύλους της Λέρνης καὶ στὶς πηγές του Ἐρασίνου, ὑπὸ την στρατηγεῖα του Κολοκοτρώνη, τον ἀπασχόλησαν γιὰ πολύ χρόνο με την πολιορκία της ἀκροπόλεως του Ἄργους Λαρίσης καὶ κατέστρεψαν ὅσα περισσότερα τρόφιμα μπόρεσαν. Ὁ Κολοκοτρώνης προβλέποντας δὲ ὅτι θ' ἀναγκασθεῖ ὁ Δράμαλης νὰ ὑποχωρήσει στὴν Κόρινθο, κατέλαβε τα στενά τῶν Δερβενακίων με 2500 περίπου ἄνδρες με ἀρχηγὸ τον Νικηταρά. Καὶ ὅταν την 26 Ἰουλίου 1822 ἐπεχείρησε ὁ στρατός του Δράμαλη νὰ περάσει ἀπὸ τα στενά ὑπέστη καταστροφή, ἔκτοτε δὲ ὁ Νικηταράς ὀνομάσθηκε Τουρκοφάγος. Οἱ διαφυγόντες στὴν Κόρινθο ἀποδεκατίστηκαν ἀπὸ τις στερήσεις καὶ τις ἀσθένειες, καὶ ὁ ἴδιος Δράμαλης πέθανε στὴν Κόρινθο.
Φύσα μαϊστρο δροσερέ κι' ἀέρα του πελάγου,
νὰ πᾶς τα χαιρετίσματα 'ς του Δράμαλη τὴ μάννα.
Της Ρούμελης οἱ μπέηδες, του Δράμαλη οἱ ἀγάδες
'ς το Δερβενάκι κείτονται, 'ς το χῶμα ξαπλωμένοι.
Στρῶμα χουνε τὴ μαύρη γῆς, προσκέφαλο λιθάρια
καὶ γι' ἀπανωσκεπάσματα του φεγγαριοῦ τὴ λάμψη.


Κ' ἕνα πουλάκι πέρασε καὶ το συχνορωτάνε.
"Πουλί, πῶς πάει ὁ πόλεμος, το κλέφτικο ντουφέκι;
-Μπροστά πάει ὁ Νικηταράς, πίσω ὁ Κολοκοτρώνης,
καὶ παραπίσω οἱ Ἕλληνες με τα σπαθιά 'ς τα χέρια".

Γράμματα πᾶνε κ' ἔρχονται 'ς των μπέηδων τα σπίτια.
Κλαῖνε ταχούρια γιὰ ἄλογα καὶ καὶ τα τζαμιά γιὰ Τούρκους,
κλαῖνε μανοῦλες γιὰ παιδιά, γυναῖκες γιὰ τους ἄνδρες.



Τρίτη 21 Μαρτίου 2023

ΤΗΣ ΠΑΡΓΑΣ (1819)



ΤΗΣ ΠΑΡΓΑΣ
(1819)
[Ή Πάργα τελευταία τῶν πόλεων της Στερεάς καὶ της Πελοποννήσου ὑπεδουλώθη εἰς τους Τούρκους. Ταχθεῖσα ἀπὸ τῶν ἀρχῶν του ΙΕ' αἰῶνος ὑπὸ την προστασίαν τῶν Ἐνετῶν, μετά την κατάλυσιν της “'Ενετικής πολιτείας περιῆλθε μετά τῶν Ἰονίων νήσων εἰς την κατοχήν τῶν Γάλλων. 
Ἀλλά τῷ 1814 παρεδόθη εἰς τους Ἄγγλους, οἵτινες βραχύν μόνον χρόνον την ἐκράτησαν, ἀπεμπολήσαντες αὐτὴν εἰς τους Τούρκους τῷ 1817. 
Πρὸ της παραδόσεως αὐτῆς, συντελεσθείσης την 28 Ἀπριλίου 1819, οἱ Παργινοί, εἰς τετρακισχιλίους ἀνερχόμενοι, κατέλιπον την πατρίδα των, ἀφοῦ προηγουμένως ἀνασκάψαντες τους πατρώους τάφους συνήθροισαν τα ὀστᾶ καὶ τα ἔκαψαν εἰς την πλατεῖαν της ἀγορᾶς διὰ νὰ μὴ βεβηλωθοῦν ὑπὸ τῶν Ἀλβανῶν].


Α'
Μαύρῳ πουλάκι, πόρχεσαι ἀπὸ τ' ἀντικρὺ μέρη,
πὲς μου τί κλάψαις θλιβεραῖς, τί μαῦρα μοιρολόγια
ἀπὸ τὴν Πάργα βγαίνουνε, ποῦ τὰ βουνὰ ραγίζουν;
Μῆνα τὴν πλάκωσε Τουρκιὰ καὶ πόλεμος τὴν καίει;
-Δὲν τὴν ἐπλάκωσε Τουρκιά, πόλεμος δὲν τὴν καίει
-Τοὺς Παργινοὺς ἐπούλησαν σὰ γίδια, σὰ γελάδια,
κι' ὅλοι 'ς τὴν ξενιτειὰ θὰ πᾶν νὰ ζήσουν οἱ καϊμένοι.
Τραυοῦν γυναῖκες τὰ μαλλιά, δέρνουν τάσπρα τοὺς στήθια, μοιριολογοῦν οἱ γέροντες μὲ μαῦρα μοιρολόγια,
παπᾶδες μὲ τὰ δάκρυα γδύνουν ταῖς ἐκκλησιαίς τους.
Βλέπεις ἐκείνῃ τὴ φωτιά, μαῦρο καπνὸ ποὺ βγάνει;
Ἐκεῖ καίγονται κόκκαλα, κόκκαλα ἀντρειωμένων,
ποὺ τὴν Τουρκιὰ τρομάξανε καὶ το βεζίρη κάψαν.
Ἐκεῖ ναὶ κόκκαλα γονιοῦ, ποὺ τὸ παίδι τὰ καίει,
νὰ μὴν τὰ βροῦνε οἱ Λιάπηδες, Τοῦρκοι μὴν τὰ πατήσουν.
Ἀκοῦς τὸ θρῆνο τὸν πολύν, ὁποῦ βογγοῦν τὰ δάση,
καὶ το δαρμὸ ποῦ γίνεται, τὰ μαῦρα μοιρολόγια;
Εἶναι π' ἀποχωρίζονται τὴ δόλια τὴν πατρίδα,
φιλοῦν τοῖς πέτραις καὶ τὴ γῆ κι' ἀσπάζονται τὸ χῶμα.
Β'
Τρία πουλιὰ ἀπ' τὴν Πρέβεζα διαβήκανε 'ς τὴν Πάργα,
τὸ νὰ κυττάει τὴν ξενιτειά, τάλλο τὸν Ἄη Γιαννάκη,
τὸ τρίτο τὸ κατάμαυρο μοιριολογάει καὶ λέει.
"Πάργα, Τουρκιὰ σὲ πλάκωσε, Τουρκιὰ σὲ τριγυρίζει.
Δὲν ἔρχεται γιὰ πόλεμο, μὲ προδοσία σὲ παίρνει.
Βεζίρης δὲ σ' ἐνίκησε μὲ τὰ πολλὰ τασκέρια.
Ἔφευγαν Τοῦρκοι σὰ λαγοὶ τὸ Παργινὸ τουφέκι,
κ' οἱ Λιάπηδες δὲν ἤθελαν νὰ ρτοὺν νὰ πολεμήσουν.
Εἶχες λεβένταις σὰ θεριά, γυναῖκες ἀντρειωμέναις,
πότρωγαν βόλια γιὰ ψωμί, μπαρούτι γιὰ προσφάγι.
Τάσπρα πουλήσαν τὸ Χριστό, τάσπρα πουλοῦν καὶ σένα."
Πᾶρτε, μαννᾶδες, τὰ παιδιά, παπᾶδες τοὺς ἁγίους. Ἄστε, λεβένταις, τάρματα κι' ἀφῆστε τὸ τουφέκι,
σκάψτε πλατιά, σκάψτε βαθιά, ὅλα σας τὰ κιβούρια,
καὶ ταντρειωμένα κόκκαλα ξεθάψτε τοῦ γονιοῦ σας
Τούρκους δὲν ἐπροσκύνησαν, Τοῦρκοι μὴν τὰ πατήσουν.
















Κυριακή 19 Μαρτίου 2023

Ὁ Κίτσος Τζαβέλας ἡ Τσαβέλλας (Σούλι, 1800- Ἀθήνα, 9 Μαρτίου 1855)



Ὁ Κίτσος Τζαβέλας ἡ Τσαβέλλας (Σούλι, 1800- Ἀθήνα, 9 Μαρτίου 1855) ἦταν Ἕλληνας – Ἀρβανίτης ἀγωνιστής της ἐπανάστασης του ’21 ἀπὸ το Σούλι της Ἠπείρου καὶ μετέπειτα στρατηγός, ὑπουργός καὶ πρωθυπουργός.






Ὁ Κίτσος Τζαβέλας ἡ Τσαβέλλας (Σούλι, 1800- Ἀθήνα, 9 Μαρτίου 1855) ἦταν Ἕλληνας – Ἀρβανίτης ἀγωνιστής της ἐπανάστασης του ’21 ἀπὸ το Σούλι της Ἠπείρου καὶ μετέπειτα στρατηγός, ὑπουργός καὶ πρωθυπουργός.

— Βιογραφία
— Ἦταν δευτερότοκος γιὸς του Φώτου Τζαβέλα καὶ ἐγγονός του Λάμπρου Τζαβέλα καὶ της Μόσχως. Γεννήθηκε στὸ Σούλι, μεγάλωσε στὴν Κέρκυρα καὶ το 1820 γύρισε μαζί με τους Σουλιῶτες στὴν πατρίδα τους, ὅπου ἀνακηρύχτηκε καπετάνιος – ἀρχηγός, σε ἡλικία μόλις 19 χρονῶν. Μετά την ἡττᾶ καὶ τον θάνατο του Ἀλή Πασᾶ, πῆγε στὴν Πίζα της Ἰταλίας γιὰ νὰ συνεννοηθεῖ με τους Φιλικούς γιὰ την Ἐπανάσταση. Το 1822 γύρισε καὶ πῆρε μέρος ὥς ἀρχηγὸς 35 Σουλιωτῶν, μαζί με το Μάρκο Μπότσαρη, στὴν Πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου το φθινόπωρο του 1822 καὶ στὴ μάχη του Κεφαλόβρυσου το 1823. Πῆρε μέρος καὶ στὴ Δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου το 1823.
— Συνεργάστηκε με τον Καραϊσκάκη στὴ νίκη της Ἄμπλιανης το 1824. Πολέμησε στὸ Δίστομο καὶ στὸ Κρεμμύδι της Πύλου. Διέσπασε τα στρατεύματα του Κιουταχή τον Ἰούνιο του 1825 στὸ Μεσολόγγι καὶ μπῆκε στὴν πόλη. Κατά την ἡρωική ἔξοδο τῶν Μεσολογγιτῶν, ὥς ἀρχηγὸς 2.500 ἀνθρώπων ἔσπασε τις γραμμές των Τούρκων καὶ κατέφυγε στὰ Σάλωνα (Ἀμφισσα) με 1.300 ἄνδρες. Πῆρε μέρος μαζί με τον Καραϊσκάκη στὶς μάχες τις Ἀττικῆς καὶ, μετά το θάνατο του δεύτερου, ἀνατέθηκε σ” αὐτὸν η ἀρχιστρατηγία, προσωρινά.
— Ὁ Καποδίστριας τον ἔκανε χιλίαρχο, ἀναθέτοντάς του μάλιστα νὰ καθαρίσει την Στερεά Ἑλλάδα ἀπὸ τους Τουρκαλβανούς καὶ τους Τουρκοαιγυπτίους. Μαζί με τον Κολοκοτρώνη, στὰ χρόνια της Ἀντιβασιλεῖας, ρίχτηκε στὴ φυλακή, διότι ὑπῆρξε μέλος της ρωσόφιλης μερίδας. Ὁ Ὄθωνας τον ἔκανε ὑποστράτηγο κι ἀργότερα ἀντιστράτηγο καὶ ὑπασπιστή του. Το 1844 Ἀναδείχθηκε Ὑπουργός Στρατιωτικῶν στὴν κυβέρνηση Κωλέττη, το 1847-1848 πρωθυπουργός (Κυβέρνηση Κίτσου Τζαβέλλα 1847) καὶ το 1849 Ὑπουργός τῶν Στρατιωτικῶν πάλι.
Το 1854, ὅταν στὴν Ἑλλάδα ξέσπασε το Ἀπελευθερωτικό Κίνημα των Ἀλύτρωτων περιοχῶν, μαζί με ἄλλους Σουλιώτες ἀξιωματικούς ἀνέλαβε την ἡγεσία τῶν ἐπιχειρήσεων στὴν Ἤπειρο. Μετά την ἀποτυχία του ἐγχειρήματος, ἀποσύρθηκε.
Πέθανε στὶς 9 Μαρτίου 1855 στὴν Ἀθήνα.

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023

ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΟΥ ΔΗΡΟΥ

ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΟΥ ΔΗΡΟΥ





[Κατ' Ἰούνιον του 1826 ὁ Ἰμπραΐμ ἐξέπεμψε πρὸς ὑποδούλωσιν της Μάνης στρατιάν ἐπτακισχιλίων πεζῶν καὶ ἱππέων, ἥτις την 22 του μηνός εὑρίσκετο πρὸ του στενοῦ του Ἀρμυροῦ, εἰς τα ὅρια της Μεσσηνίας καὶ της Μάνης. Την προέλασιν τῶν Αἰγυπτίων ἀνέκοψαν χίλιοι περίπου Μανιάται, οἵτινες προφυλασσόμενοι ὑπὸ ἀσθενοῦς ὀχυρώματος, της λεγομένης Βέργας, ἤτοι λιθοκτίστου μάνδρας μήκους δισχιλίων μέτρων περίπου, κλειούσης την μεταξύ της ὑπώρειας του βουνοῦ της Σέλιτσας καὶ της θαλάσσης δίοδον, ἔφεραν πολύν φθοράν εἰς τον ἐχθρὸν. Ἀποκρουσθέντες ἐπανειλημμένως, ἠναγκάσθησαν νὰ ὑποχωρήσωσιν οἱ Αἰγύπτιοι καὶ ἐπέστρεψαν την 25 Ἰουνίου εἰς την Καλαμάταν της Μεσσηνίας. Ἐν τω μεταξύ δ' ὅμως καὶ ἅμα τὴ ἐνάρξει της μάχης της Βέργας, ὁ Ἰμπραΐμ ἀποσπάσας 1500 ἄνδρας ἔπεμψε διὰ πλοίων εἰς τα παράλια της Μάνης διὰ νὰ ἐνεργήσουν ἀντιπερισπασμόν. Αὐθημερόν οὗτοι ἀπεβιβάσθησαν εἰς τον ὅρμον του Δηροῦ, καταλαβόντες δὲ τα πρὸς δεξιά χωρία Πύργον καὶ Χαριάν, ἐστράφησαν πρὸς ταριστερά, ἵνα προσβάλωσι την Τσίμοβαν (την μετονομασθεῖσαν ὕστερον Ἀρεόπολιν). Ὀλίγιστοι μόνον Μανιάται, διότι οἱ λοιποί ἐμάχοντο εἰς τον Ἀρμυρόν, εὑρισκόμενοι εἰς τους πύργους τῶν, ἀνθίσταντο κατά των ἐπιδρομέων, ἀλλὰ γνωσθείσης της ἀποβάσεως τών Ἀράβων, ἔγινε διὰ κωδωνοκρουσιών συναγερμός των ὑπολειφθέντων κατοίκων των πέριξ χωρίων, καὶ προσέτρεξαν πάντες, καὶ γέροντες καὶ ἱερείς, καὶ αἵ θερίζουσαι εἰς τους ἀγρούς γυναῖκες με τα δρέπανά των, ἑνωθέντες δὲ μετ' ὀλίγων ὁπλοφόρων, οἵτινες ἔτυχε νὰ διαβαίνωσιν ἐκείθεν ὑπὸ τον Κωνσταντῖνον Μαυρομιχάλην, ἠμύνοντο κατά τῶν Ἀράβων, εὐάριθμοι μὲν δι’ ὁπλῶν, οἱ δὲ λοιποί διὰ πετρῶν καὶ των δρεπάνων. Την ὁρμήν του ἀσυντάκτου λαοῦ δὲν ἠδυνήθησαν νὰ ὑπομείνουν οἱ ἐπιδρομεῖς καὶ ἔσπευσαν νὰ ἐπιβιώσει πάλιν των πλοίων κακώς έχοντες, απήλθον δε την 25 Ιουνίου, πολλούς καταλιπόντες νεκρούς].

Στὸ ρημοκλήσι του Δηροῦ

λειτούργα ὁ πρωτοσύγκελος,

καὶ τάχραντα μυστήρια

ἔφερνε ‘ς το κεφάλι του,

ψάλλοντας το χερουβικό.

Μὰ ἔξαφνα κι 'ἀνέλπιστα

Τοῦρκοι τον περιλάβανε,

Κ’ ἔλαβε μόνον τον καιρό

καὶ σήκωσε τα χέρια του,

κ' είπεκε, "Παντοδύναμε,

δυνάμωσε τους Χριστιανούς,

τύφλωσε τους Ἀγαρηνούς

τή μέρα τη σημερινή".

Μὰ οἱ ἄνδρες ὅλοι ἐλείπασι,

ἦταν ‘ς τη Βέργα τ' Ἀρμυροῦ,

ὁποῦ Τρωάδα ὁ πόλεμος

ἐπάηνε δυὸ μερόνυχτα.

Μόνα τα γυναικόπαιδα

καὶ γέροντες ἀνώφελοι,

(γιατ' ἦτο θέρος) βρέθεσαν

με τα δρεπάνια 'ς τα λουριά.

Καθόλου δὲ δειλιάσασι,

καθόλου δὲν τρομάξασι,

μόν' ἔδωκαν την εἴδηση

'ς τον Κωνσταντῖνο με πεζόν.

Κ' ἐκείνος ὡς πολέμαρχος

εσύναξ' ὅλα τα χωριά,

γράφει καὶ στέλνει ς' τ’ Ἀρμυρό,

κ' ἔδραμε κατά το Δηρό.

Βλέπει γυναῖκες νὰ χεροῦν

καὶ τα δρεπάνια να κρατοῦν,

τους Αραπάδες νὰ χτυποῦν.

"Εὖγε σας, μεταεύγε σας,

γυναῖκες, ἄνδρες γίνετε,

σὰν ἀνδρειωμέναις μάχεσθε,

σὰν Ἀμαζόνες κρούετε".

Εἰπέ κ' ἐβρυχουμάνισε

σὰν το λιοντάρι 'ς τα βουνά.

Τους Τούρκους κόφτει ἀψήφιστα.

Τότε τα παλληκάρια του

πετάχτησαν σὰν τους αϊτούς,

κ' ἐπιάστηκαν με τους ἐχτροῦς,

χέρια με χέρια ἀνάκατα.

Τους ἐκαταποντίσασι

καὶ τους ἐβάλασι μπροστά,

σὰν νὰ ἦσαν γιδοπρόβατα.

Σφάζοντας καὶ σκοτώνοντας

φτάσασι 'ς την ακρογιαλιά,

ποὺ μέλισσα ἧτο ἡ Τουρκιά.

Τότε 'ς ἐκείνην τὴ στιγμή,

ἀγνάντιαζαν κ' έπρόφτασαν

τα παλληκάρια τ' Αρμυρού,

οπού τη νίκη φέρνασι.

Πρῶτος ήτο κ' εμπροστινά

ο γιος του γέρου βασιλιά,

εἶχε 'ς τα πόδια του φτερά,

ποὺ τον ὁ πρῶτος ἄγωρος.

Ξεγυμνωμένο το σπαθί

ἐκράτει, καὶ τα μάτια του

σπίκιαις καὶ φλόγες βγάζασι.

"Ἔχετε θάρρος, είπεκε

με μιά φωνή σὰν τὴ βροντή,

μὴ τα φοβᾶστε τα σκυλιά,

ἄς ειν' πολλοί κι’ ἀμέτρητοι.

Ἦταν πολλοί καὶ 'ς τ' Ἀρμυρό,

κι' ἐμεῖς τους ἐνικήσαμεν,

κι' ὅλους τους ἐξωφλήσαμεν".

Πρόφτασε τότε κι' ὁ ἀρχηγὸς,

πρόφτασε κι' ὁ ἀρχιστράτηγος,

ὁποῦ ναὶ πενταγνώστικος

'ς τοῖς μάχαις, 'ς τα πολιτικά,

κ' εἶπε 'ς τα παλληκάρια του,

κ' εἶπε 'ς ὅλο το στράτευμα.

"Ὅσοι πιστοί ἐμπρὸς, παιδιά,

σήμερον γεννηθήκαμε,

καὶ θὰ σωθοῦμε σήμερον".

Ήνοιξ' ἡ μάχη τρομερά,

κ' ἤτανε ξεσυνέριση

'ς ὅλα τα Σπαρτιατόγονα

ποῖοι νὰ πᾶσι μπροστινοί.

Οἱ Τοῦρκοι αντισταθήκασι,

τι ἦσαν 'ς την ἄκρη του γιαλοῦ.

Μεσ’ 'ς το στερνό δειλιάσασι

κ' ἐπέφτασι 'ς τὴ θάλασσα,

σὰν τα τυφλά τετράποδα,

γιατ' ἦτο θέλημα θεοῦ

νὰ σακουστή ἡ παράκληση

τ’ ἁγίου πρωτοσύγκελου.


                                                    

ΤΗΣ ΔΕΣΠΩΣ

 




Ἀχὸς βαρύς ἀκούεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.

Μῆνα σε γάμο ρήχνονται, μῆνα σε χαροκόπι;

Οὐδὲ σε γάμο ρήχνονται οὐδέ σε χαροκόπι,

ἡ Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφαις καὶ μ' γγόνια.

Ἀρβανιτιά την πλάκωσε 'ς του Δημουλᾶ τον πύργο.

Γιώργαινα, ρῆξε τάρματα, δὲν είν' ἐδῶ το Σούλι.

Ἐδῶ εἶσαι σκλάβα του πασᾶ, σκλάβα τῶν Ἀρβανίτων.

-Το Σούλι κι' αν προσκύνησε, κι’ ἄν τούρκεψε νὴ Κιάφα.

Η Δέσπω ἀφέντες Λιάπηδες δὲν ἔκαμε, δὲν κάνει»

Δαυλί 'ς το χέρι νάρπαξε, κόραις καὶ νύφαις κράζει.

«Σκλάβαις Τούρκων μὴ ζήσωμε, παιδιά μ', μαζί μου ἐλᾶτε».

Καὶ τα φυσέκια ἀνάψανε, κι' ὅλοι φωτιά γενῆκαν.

(25 Δεκεμβρίου 1803)

[Κατά την δίωξιν τῶν Σουλιωτῶν, περί ἧς ἔγινε λόγος ἕν τὴ προηγουμένη σημειώσει, μικρόν ἀπόσπασμα ἐξ 78 ψυχῶν κατέφυγεν εἰς το χωρίον 'Ρινιάσαν (μεταξύ Πρεβέζης καὶ Ἄρτης), ὁποῦ παρέμενον καὶ ἄλλαι τινές σουλιώτικαι οἰκογένειαι. Ἀλλὰ στῖφος Ἀλβανῶν,

κατάφθασαν εἰς το χωρίον την 23 Δεκεμβρίου 1803, κατέλαβεν ἐξ ἀπρόοπτου τους κατοίκους, καὶ ἄλλους μὲν κατέσφαξεν, ἄλλους δὲ ἠχμαλώτισε. Μεταξύ τῶν κατοίκων ἦτο καὶ ή οἰκογένεια του Γεωργάκη Μπότση, του ὁποίου ἀπόντος, ἡ ἡρωική σύζυγος Δέσπω ἀντέταξε σθεναράν ἀντίστασιν κατά των σφαγέων. Κλεισθεῖσα εἰς πύργον, την λεγομένην Κοΰλαν του Δημουλά, μετά δέκα ἄλλων, θυγατέρων, νυμφών, καὶ ἐγγόνων της, ἀφοῦ ἐπὶ πολύ πολέμησε πρὸς τους Ἀλβανούς, ὅτε εἶδεν ὅτι πᾶσα περαιτέρω ἀντίστασις ἦτο ματαία, ἠρώτησε τα τέκνα της ἂν δὲν προτιμοῦν ἀπὸ την σκλαβιάν τον θάνατον. Πάντες ἐζήτησαν τον θάνατον, τότε δὲ συσσωρεύσασα εἰς το μέσον ὅσην πυρίτιδα εἶχεν, ἔθεσε πῦρ εἷς αὐτὴν καὶ ἐκάησαν].






Πέμπτη 16 Μαρτίου 2023

Ἡ ἵδρυση του μαντείου τῶν Δελφῶν



Ὁ θρῦλος λέει ὅτι οἱ Δελφοί ἦταν το σημεῖο ποὺ συναντήθηκαν οἱ δύο ἀετοί. ὅταν ὁ Δίας τους ἔστειλε νὰ πετάξουν ἀπὸ δύο διαφορετικές κατευθύνσεις. Σ' αὐτὸ το σημεῖο ὁ Δίας ἔριξε τον ἱερὸ βράχο καὶ οἱ Δελφοί ἔγιναν γνωστοί στὰ πέρατα του τότε κόσμου ὥς ο ὀμφαλός της Γῆς, το κέντρο του κόσμου.


«Δέλφις» σημαίνει στ' ἀρχαία Ἑλληνικά Δελφίνι, καὶ γι' αὐτὸ οἱ Δελφοί ὀνομάστηκαν ἔτσι. Πρὸς τιμή του δελφινιοῦ, καὶ αὐτὸ γιατί αὐτὴ τὴ μορφή πῆρε ὁ Ἀπόλλωνας κατά το ταξίδι της εὔστροφής του, ὁδηγῶντας το καράβι με τους Κρῆτες ναυτικούς με σκοπό νὰ μείνουν στοὺς Δελφούς γιὰ νὰ χτίσουν το ἱερὸ του καὶ νὰ γίνουν οἱ Ἱερεῖς του.


Με την ἐπιστροφή του ὁ Ἀπόλλωνας στέφτηκε ἐπισήμως προστάτης καὶ ἄρχοντας των Δελφῶν. Στό σημεῖο ποὺ ἔγινε ἡ σφαγή του Πύθωνα, τοποθετήθηκε ὁ ὀμφαλός βράχος. Ὁ ὀμφαλὸς σημαίνει «κέντρο της γῆς» καὶ ἐκεῖ ἦταν το Ἱερὸ Μαντεῖο τῶν Δελφῶν.


Το πώς καὶ ἀπὸ ποῖον δημιουργήθηκε ἀρχικὰ το Μαντεῖο δὲν εἶναι εὔκολο νὰ βρεθεῖ, ἀφοῦ πολλοί μελετητές θεωροῦν ὅτι ἡ δράση του ἀνάγεται στὴν προκατακλυσμιαία ἐποχή, γεγονός ποῦ ἐνισχύεται καὶ ἀπὸ τις διάφορες θεότητες ποῦ το προστάτευαν στὸ διάβα της ἱστορίας: ἡ Γῆ, στὴ συνέχεια ἡ Θέμιδα, ἔπειτα ὁ Ἀπόλλωνας καὶ ὁ Διόνυσος. Καθώς ἡ ἱστορία ἅπλωνε περίτεχνα το πέπλο της πάνω ἀπὸ το Μαντεῖο τῶν Δελφῶν, δημιουργήθηκαν διάφοροι μῦθοι ποῦ ἐξιστοροῦσαν τις ἀπαρχές του.


Ἕνας ἀπὸ τους πιὸ γνωστούς μύθους δημιουργίας του Μαντείου, ὁ ὁποῖος διασώθηκε ἀπὸ τον Διόδωρο τον Σικελιώτη μιλάει γιὰ ἕναν βοσκό, ὁ ὁποίος καθώς ἔβοσκε το κοπάδι του στὴν περιοχή διαπίστωσε ὅτι ἀπὸ ἕνα ἄνοιγμα, δίπλα στὶς Φαιδριάδες πέτρες, ἔβγαιναν διάφορες ἀναθυμιάσεις. Παρατήρησε μάλιστα ὅτι τα ζῶα ποῦ πλησίαζαν στὸ ἄνοιγμα ἀποκτοῦσαν μία πολύ περίεργη συμπεριφορά. Πλησιάζοντας, λοιπόν, καὶ ὁ ἴδιος στὸ χάσμα γιά νὰ δεῖ τι συμβαίνει ἄρχισε νὰ λέει διάφορα ἀκατάληπτα πράγματα πέφτοντας σε ἐκστάσῃ, λόγια τα ὁποία ἐκ τῶν ὑστέρων διαπιστώθηκε ὅτι προέλεγαν τα μελλούμενα. Ἀπὸ τότε ἐγκαταστάθηκε στὸ σημεῖο ἐκεῖνο μία ἱέρεια, ἡ Πυθία καὶ ἄρχισε νὰ λειτουργεῖ το Μαντεῖο. Ἕνας ἄλλος μῦθος θέλει τον ἥρωα Παρνασσό, το ὄνομα του ὁποίου δόθηκε στὸ ὁμώνυμο βουνό, ν’ ἀνακαλύπτει σ’ ἐκείνη την περιοχή την οἰωνοσκοπία, μαντεύοντας ἀπὸ τον τρόπο ποῦ πετοῦσαν τα πουλιά της περιοχῆς.


Στήν Ὁμηρική Ὀδύσσεια, στὴν Ραψωδία Θ’ γίνεται ἀναφορὰ στό Μαντεῖο τῶν Δελφῶν, χωρίς ὅμως νὰ δίνονται ἐπιπλέον πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο καὶ τον χρόνο ἵδρυσής του. Ἐπιπλέον πληροφορίες παίρνουμε ἀπὸ ἄλλα τρία κείμενα: τον Ὁμηρικό Ὕμνο στὸν Ἀπόλλωνα καὶ τις τραγωδίες Εὐμενίδες του Αἰσχύλου καὶ Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις του Εὐριπίδη.


Σύμφωνα με τον Ὁμηρικό Ὕμνο εἰς Ἀπόλλωνα Πύθιον, ὁ Ἀπόλλων ἔχτισε τον πρῶτο του ναό στοὺς Δελφούς, ἀφοῦ σκότωσε πρῶτα τον δράκοντα με μορφή φιδιοῦ Πύθωνα, ἀπὸ το ὄνομα του ὁποίου φαίνεται νὰ προῆλθαν μετέπειτα καὶ τα ὀνόματα Πυθώ, Πυθία, Πύθιος κλπ. Θέλοντας ὁ θεός νά ἐξαγνίσει τον χῶρο ἀπὸ τὴ παρουσία του θηρίου ἔφερε ἐκεῖ το ἱερὸ του δέντρο, τὴ δάφνη, με την ὁποία ἔχτισε μάλιστα καὶ τον πρῶτο του ναό. Στὸ μέρος αὐτὸ χρησμοδοτοῦσε ὁ Ἀπόλλων διά στόματος της Πυθίας, ἡ ὁποία καθόταν πάνω σ’ ἕνα γήινο χάσμα ἀπὸ το ὁποῖο ἔβγαιναν ἀναθυμιάσεις.


Μάλιστα σύμφωνα με τον ὕμνο, οἱ πρῶτοι ἱερεῖς του ναοῦ ἦταν Κρῆτες, τους ὁποίους ἔσωσε ὁ ἴδιος ὁ θεός με τὴ μορφή δελφινιοῦ μεταφέροντάς τους στὴν πλάτη του σ’ ἐκείνη την περιοχή. Σε ἐρώτησή τους πρὸς το θεό πῶς θὰ καταφέρουν νὰ ἐπιβιώσουν σε αὐτὸ τον τόπο, ἐκεῖνοι ποῦ ἦταν συνηθισμένοι νὰ ζοῦν κοντά στὴ θάλασσα, ὁ θεός τους ἀπάντησε ὅτι θὰ ζήσουν ἀπὸ τις προσφορές των πιστῶν. Ἔτσι, λοιπόν, φαίνεται ὅτι οἱ Κρῆτες ἔφεραν στὸν τόπο τὴ λατρεία του Ἀπόλλωνα Δελφίνιου καὶ μᾶλλον ἀπὸ αὐτούς ὀνομάστηκε το μέρος Δελφοί. Ὁ μῦθος αὐτὸς ἐπιβίωσε σε διάφορες ἑορταστικές ἀναπαραστάσεις ποῦ λάμβαναν χώρα στούς Δελφούς με ἀποκορύφωμα τα Πύθια, τα ὁποία περιελάμβαναν μουσικούς διαγωνισμούς κι ἀθλητικούς ἀγῶνες καὶ τελοῦνταν κάθε τέσσερα χρόνια.


Στήν τραγωδία Εὐμενίδες ὁ Αἰσχύλος μας παρουσιάζει μία διαφορετική ἐκδοχή. Η πρώτη προφήτισσα στοὺς Δελφούς ἦταν ἡ θεά Γῆ την ὁποία διαδέχθηκε ἡ κόρη της Θέμις. Στὴ συνέχεια ἦρθε ἡ Τιτάνιδα Φοίβη, κόρη ἐπίσης της Γῆς καὶ ἔπειτα ἦρθε ὁ Ἀπόλλων, ὁ ὁποῖος προφανῶς καὶ ὀνομάστηκε Φοῖβος ἀπὸ τὴ Φοίβη. Στὸ μῦθο του Αἰσχύλου, ὁ Ἀπόλλων φαίνεται νὰ ἦρθε ἀπὸ τὴ Δῆλο καὶ νὰ ἐγκαταστάθηκε στὸν τόπο χωρίς νὰ χρειαστεῖ να φονεύσει τον Πύθωνα.


Στήν Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις του Εὐριπίδη, ἀναφέρεται ὅτι ὁ Ἀπόλλων ἐνῶ ἦταν ἀκόμα βρέφος ἔφτασε μαζί με τὴ μητέρα του Λητώ ἀπὸ τὴ Δῆλο στὸν Παρνασσό κι ἐκεῖ κατέλαβε το μαντεῖο, ἀφοῦ πρῶτα σκότωσε το τεράστιο τέρας ποῦ το φύλαγε. Ἡ Γῆ ὅμως θύμωσε γιατί με αὐτὸ τον τρόπο ἐκδιώχθηκε βίαια ἀπὸ το μαντεῖο ἡ κόρη της ἡ Θέμις κι ἄρχισε νὰ στέλνει προφητικά ὄνειρα στοὺς ἀνθρώπους, με σκοπό ν’ ἀποδυναμώσει τὴ δύναμη του θεοῦ Ἀπόλλωνα. Το πρόβλημα ἐπιλύθηκε τελικά με παρέμβαση του Δία, ὁ ὁποῖος πῆρε το μέρος του Ἀπόλλωνα δίνοντάς του την ἐξουσία.


Διαπιστώνουμε μέσα ἀπὸ αὐτὰ τα χαρακτηριστικά παραδείγματα ὅτι ὑπῆρχαν διάφοροι μῦθοι σχετικά με το ἀπὸ ποῖον καὶ κάτω ἀπὸ ποῖες συνθῆκες ξεκίνησε νὰ λειτουργεῖ το Δελφικό Μαντεῖο, το ὁποῖο με τον καιρό ἐξελίχθηκε σε θρησκευτικό κέντρο της ἀρχαίας Ἑλλάδας.


Η πρακτική της χρησμοδοσίας


Στήν ἀρχαία Ἑλλάδα ὑπῆρχαν διάφορα εἴδη μαντικῆς τα ὁποία χρησιμοποιοῦνταν καὶ ἦταν ἰδιαίτερα δημοφιλῆ, ὅπως ἡ οἰωνοσκοπία, ἡ σπλαγχνοσκοπία, ἡ ὀνειρομαντεία, ἡ κληρομαντεία, ἡ ἀστρολογία κλπ. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δὲν ἦταν μοιρολάτρες. Ἀντιθέτως μελετοῦσαν τὴ φύση καὶ προσπαθοῦσαν νὰ διαβάσουν τα μηνύματά της ὥστε νὰ κατανοήσουν καλύτερα τις δομές του παρόντος καὶ νὰ μπορέσουν νὰ πορευτοῦν σωστά καὶ στὸ μέλλον. Δὲν θὰ πρέπει ἑπομένως νὰ τους κρίνουμε με βάση τον σημερινό τρόπο σκέψης, μιᾶς καὶ ζοῦμε σε πολύ διαφορετικούς καιρούς. Ἐπίσης, πρὶν προχωρήσουμε παρακάτω κι ἀρχίσουμε νὰ μιλᾶμε γιὰ τὴ μαντική τέχνη ὅπως αὐτή χρησιμοποιοῦνταν στὸ Δελφικό Μαντεῖο, καλό θὰ ἦταν νὰ ἐπισημάνουμε τον πολύ χρήσιμο διαχωρισμό ποὺ ἐπιχείρησε ὁ Δ. Δημόπουλος στὸ βιβλίο Στὸ ἄδυτο των ἑλληνικῶν μαντείων.


Χωρίζει, λοιπόν, τὴ μαντική σε δύο εἴδη: την «ἔντεχνο μαντική» καὶ την «ἔνθεο μαντική». Με τον ὀρό «ἔντεχνο μαντική» ἐννοεῖ κάθε μορφή μαντικῆς, ἡ ὁποία γίνεται μέσω «προφητῶν», οἱ ὁποῖοι προλέγουν το μέλλον διαβάζοντας διάφορα φυσικά σημάδια. Η μορφή αὐτὴ δὲν εἶναι ὅμως ἀξιόπιστη μίας καὶ το ἀποτέλεσμα ἐξαρτᾶται ἄμεσα ἀπὸ την εὐσυνειδησία ἀλλὰ καὶ την ἑρμηνευτική ἱκανότητα τῶν λειτουργῶν του. Ἐνῶ, ἡ «ἔνθεος μαντική» ἀναφέρεται στὶς προφητεῖες ποῦ δίνονταν στούς πιστούς ἀπὸ τον ἴδιο τον θεό μέσω τῶν ἀντιπροσώπων του. Τέτοια εἶναι κι ἡ περίπτωση του Δελφικοῦ Μαντείου, ὅπου ἡ Πυθία χρησμοδοτούσε διά στόματος του θεοῦ. Αὐτό εἶναι καὶ το εἶδος της μαντικῆς τέχνης ποῦ ἐξυψώνει τον ἄνθρωπο, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν θὰ πρέπει νὰ ὑποβιβάζεται στὸ ἐπίπεδο της «ἐντέχνου μαντικῆς». Δέν εἶναι ἄλλωστε τυχαῖο το γεγονός ὅτι το μόνο εἶδος μαντικῆς ποῦ ἔχει ἐπιβιώσει καὶ χρησιμοποιεῖται μαζικά ἀπὸ ἑκατομμύρια ἀνθρώπους εἶναι ἡ «ἔντεχνος μαντική», ἐνῶ η «ἔνθεος μαντική» χάθηκε μαζί με την καταστροφή των μαντείων.


Ὅπως ἦταν φυσικό, οἱ πιστοί εἶχαν σε πολύ ὑψηλὴ ἐκτίμηση τους χρησμούς ποῦ ἔδινε το Μαντεῖο καθώς θεωροῦσαν ὅτι τους μιλάει ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόλλων. Ἡ Πυθία καὶ οἱ Ἱερεῖς του Μαντείου ἦταν ἁπλὰ τα φερέφωνα του θείου λόγου. Η πρόσβαση στὸ Μαντεῖο ἦταν ἐλεύθερη σε κάθε πιστό ποῦ ἤθελε νὰ συμβουλευτεῖ τον θεό, ὄχι ὅμως καὶ σε ὁποιοδήποτε ἤθελε νὰ παρίσταται στὴν τελετή ἀπὸ περιέργεια. Ἡ εἴσοδος στὸ ἱερὸ ἀπαγορευόταν μόνο στὶς γυναῖκες. Μποροῦσαν ὅμως νὰ στείλουν κάποιον ἀντιπρόσωπο γιὰ νὰ θέσει στὴν Πυθία ἀντὶ γι’ αὐτές τα ἐρωτήματά τους.


Ὁ Πλούταρχος στὰ Ἠθικά ἀναφέρει ὅτι ἡ Πυθία ἀρχικὰ χρησμοδοτούσε μία φορά τον χρόνο, στὶς 7 του μῆνα Βυσίου (μέσα Φεβρουαρίου-Μαρτίου), μέρα τῶν γενεθλίων του Ἀπόλλωνα. Ἀπὸ τον 6ο αἰῶνα π.Χ. ὅμως ποῦ οἱ πιστοί ἀρχίσαν νὰ πληθαίνουν, το Μαντεῖο ἄρχισε νὰ χρησμοδοτεῖ στὶς 7 κάθε μῆνα, πλὴν των «ἀποφράδων ἡμερῶν», ὁπού δὲν μποροῦσε νὰ δώσει χρησμό ἡ Πυθία καὶ τους τρεῖς χειμερινούς μῆνες, τότε ποῦ ὁ Ἀπόλλωνας ταξίδευε στοὺς Ὑπερβορείους καὶ την ἐξουσία του ἱεροῦ χώρου ἀναλάμβανε ὁ ἀδερφός του Διόνυσος.


Ἡ διαδικασία ποῦ θὰ ἔπρεπε ν’ ἀκολουθήσουν ὅλοι ὅσοι ζητοῦσαν χρησμό ἦταν ἡ ἐξῆς: κατ’ ἀρχὴν πρίν μποῦν στὸ ἄδυτο, ἔπρεπε νὰ πληρώσουν στοὺς ἱερεῖς τον «πέλανο», ἕνα εἶδος γλυκοῦ, καὶ νὰ φέρουν κάποια ζῶα γιὰ τις θυσίες ποῦ γίνονταν πρὶν τὴ χρησμοδοσία. Ἐπίσης, ἔπρεπε νὰ γνωστοποιήσουν στούς ἱερεῖς ἐκ τῶν προτέρων τα ρωτήματά τους. Στή συνέχεια καθοριζόταν με κλήρωση ἡ σειρά με την ὁποία θὰ ἔμπαιναν στὸ ἱερό γιὰ νὰ πάρουν τον χρησμό τους. Σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις, κάποιοι πιστοί ἀπολάμβαναν γιὰ τιμητικούς λόγους το δικαίωμα της «προμαντείας», ἔπαιρναν δηλαδή χρησμό πρὶν ἀπὸ τους ὑπόλοιπους. Σημαντικό ρόλο στὴν ὅλη διαδικασία ἔπαιζε ὁ ἐξαγνισμός στὴν Κασταλία πηγή, ποῦ ἀφοροῦσε τόσο την Πυθία ὅσο καὶ τους ἱερεῖς καὶ αὐτούς ποῦ ζητοῦσαν χρησμό.


Ἀφοῦ, λοιπόν, ἐξαγνίζονταν ἔμπαιναν μέσα στὸ ἄδυτο κι ὁδηγοῦνταν σε μία εἰδική θέση μπροστά στὴ Πυθία, χωρίς ὅμως νὰ μποροῦν νὰ τὴ δοῦν. Τους χώριζε ἕνα παραπέτασμα. Ἡ Πυθία μασῶντας φύλλα δάφνης καὶ πίνοντας νερό ἀπὸ την Κασσωτίδα πηγή ἄκουγε τα ἐρωτήματά καὶ χρησμοδοτούσε. Οἱ χρησμοί ἦταν συνήθως ἔμμετροι, σε δακτυλικό ἐξάμετρο ἄν καὶ καθοριστικό ρόλο γιὰ το ποῖο ἀκριβῶς θὰ ἦταν το μέτρο του χρησμοῦ ἔπαιζε πάντα το εἶδος του, σε ποῖον δινόταν ἀλλὰ καὶ ὁ βαθμός του προβλήματος. Κάποιες φορές ἡ Πυθία κατέφευγε καὶ σε κληρομαντεία, εἰδικὰ ὅταν τα ἐρωτήματα ἀφοροῦσαν διαζευκτικές ἐρωτήσεις κι ὅταν δὲν ὑπῆρχε πολύς χρόνος γιὰ χάσιμο. Ἐπειδή ὁ λόγος της Πυθίας ἦταν συνήθως δυσκολονόητος καὶ γεμάτος γρίφους, οἱ ἱερεῖς του ναοῦ καλοῦνταν ν’ ἀποκωδικοποιήσουν καὶ νὰ μεταφέρουν το μήνυμα του θεοῦ στοὺς χρηστηριαζόμενους.


Εἴπαμε ὅμως λίγο πιὸ πάνω ὅτι ὑπῆρχαν κάποιες μέρες ποῦ ἡ Πυθία δὲν μποροῦσε νὰ χρησμοδοτήσει. Οἱ ἱερεῖς του Μαντείου γιὰ νὰ διαπιστώσουν ἄν ὁ θεός ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀπαντήσει μέσω της Πυθίας στὶς ἐρωτήσεις τῶν πιστῶν κατέβρεχαν με κρύο νερό μία κατσίκα. Ἄν το ζωντανό ἔτρεμε, τότε ἐκείνη τὴ μέρα μποροῦσε νὰ χρησμοδοτήσει ἡ Πυθία. Ἄν δὲν ἔτρεμε, τότε ὅλοι οἱ πιστοί καλοῦνταν νὰ ἔρθουν μία ἄλλη μέρα. Ὁ Πλούταρχος, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε κι ὁ ἴδιος ἱερέας του Δελφικοῦ Μαντείου, κάνει λόγο γιὰ μία περίπτωση ὁπού ἐνῶ ἡ κατσίκα δέν ἄρχισε νὰ τρέμει, οἱ ἱερεῖς της ἔριξαν παγωμένο νερό ὥστε νὰ ἐκβιάσουν τὴ διαδικασία. Ἡ Πυθία ἄρχισε νὰ χρησμοδοτεί ἐκείνη τὴ μέρα παρά τὴ θέληση τὴ δική της ἀλλὰ καὶ του θεοῦ. Ἀπὸ το στόμα της ὅμως ἄρχισαν νὰ βγαίνουν κάποιες ἄναρθρες κραυγές λές καὶ εἶχε καταληφθεῖ ἀπὸ δαίμονα καὶ οὐρλιάζοντας πετάχτηκε ἐξῶ ἀπὸ το ἱερό, τρομάζοντας ὅλους ὅσοι παρευρίσκονταν μέσα σ’ αὐτὸ. Σε λίγες μέρες ἡ Πυθία πέθανε.


Πυθία, ἡ ἐκπρόσωπος του Ἀπόλλωνα.


Ἡ Πυθία γιὰ νὰ ἀποσαφηνίσουμε μία συχνή παρανόηση δὲν ἦταν ἕνα συγκεκριμένο πρόσωπο, ἀλλὰ τίτλος ποῦ δινόταν στὶς προφήτισσες του Ἀπόλλωνα ποῦ ἐπιλέγονταν γιὰ νὰ ἀφιερώσουν τὴ ζωή τους στὴν ὑπηρεσία του. Ἀρχικά, οἱ πρῶτες Πυθίες ἦταν νεαρές, παρθένες κοπέλες. Μετά ἀπὸ ἕνα συμβάν ὅμως ὅπου ἕνας ἄνδρας ποῦ εἶχε ἔρθει νὰ ζητήσει χρησμό, ἐρωτεύτηκε μία Πυθία καὶ την ἔκλεψε, οἱ Πυθίες ἦταν γυναῖκες προχωρημένης ἡλικίας, γύρω στὰ 50, συνήθως παντρεμένες με παιδιά. Ἀπὸ τὴ στιγμή ὅμως ποῦ μία γυναῖκα με οἰκογένεια καλοῦνταν νὰ ὑπηρετήσει τον Ἀπόλλωνα, ἐγκατέλειπε το σπίτι καὶ την οἰκογένειά της κι ἔμενε σ’ ἕνα συγκεκριμένο οἴκημα ἐντός του ναοῦ γιά νὰ διατηρεῖται ἀμόλυντη. Φοροῦσε ἄσπρα ροῦχα καὶ ζοῦσε με βάσει τους κανονισμούς ποῦ της εἶχαν θέσει ἐξ ἀρχῆς οἱ ἱερεῖς. Δὲν χρειαζόταν νὰ ἔχει κάποια συγκεκριμένη μόρφωση, οὔτε καὶ κάποιες ἱκανότητες ἐνόρασης ἡ διορατικότητας. Στὴν ἀρχὴ ἦταν μία ἡ Πυθία.


Ὅσο ὅμως τα χρόνια περνοῦσαν κι ἡ φήμη του Μαντείου μεγάλωνε οἱ Πυθίες ἦταν συνήθως τρεῖς. Το ποῖες ἀκριβῶς ἦταν αὐτὲς οἱ γυναῖκες, με ποία κριτήρια ἐπιλέγονταν ἀλλὰ καὶ πώς ἀκριβῶς ἔρχονταν σε ἐπαφῆ με το θεῖο καὶ χρησμοδοτούσαν, εἶναι ἐρωτήσεις ποῦ δύσκολα μποροῦν νὰ βροῦν ἀπάντηση. Παρ’ ὅλο ποῦ ἔχουν σωθεῖ πολλές μαρτυρίες ἀνθρώπων ποῦ εἴτε διετέλεσαν ἱερεῖς του ναοῦ, εἴτε ἔφτασαν στοὺς Δελφούς γιὰ νὰ ζητήσουν τὴ συμβολή του θεοῦ, ἡ ἀρχαιολογική σκαπάνη δὲν ἔχει φέρει μέχρι στιγμῆς στὸ φῶς κάποια εὑρήματα ποῦ θὰ μποροῦσαν νὰ διαλευκάνουν το μυστήριο της χρησμοδοσίας. Μάλιστα, ἡ ἔρευνα τῶν ἀρχαιολόγων κατέληξε στὸ συμπέρασμα ὅτι σ’ αὐτή την περιοχή δὲν ὑπῆρχε κάποιο χάσμα γῆς ἀπ’ το ὁποῖο νὰ ἐκλύονταν ἀναθυμιάσεις. Ὅπως καταλαβαίνουμε, το κουβάρι περιπλέκεται ἀκόμα περισσότερο γεννῶντας νέα ἐρωτήματα.


Το Μαντεῖο κι ὁ ρόλος του στήν ἀρχαία ἑλληνική ἱστορία


Ὅσο παράξενη καὶ νὰ μας φαίνεται σήμερα ὅλη αὐτή ἡ διαδικασία, θὰ πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι δὲν προβλημάτιζε καθόλου τους ἀρχαίους Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι ἔσπευδαν σωρηδόν γιὰ νὰ συμβουλευτοῦν το Μαντεῖο. Ἡ ἐμπιστοσύνη τους στὴ δύναμη του Μαντείου ἦταν τόσο μεγάλη ποῦ το συμβουλεύονταν γιά πλεῖστα θέματα, τόσο γιὰ πολιτικά ὅσο καὶ γιὰ προσωπικά ζητήματα. Ὄχι μόνο φτωχοί ἄνθρωποι ἀλλὰ καὶ βασιλιᾶδες κατέφευγαν στὸ Μαντεῖο ἡ ἔστελναν τους ἀντιπροσώπους τους προκειμένου νὰ ζητήσουν βοήθεια ἀπὸ τον θεό. Πολλές φορές κατέφθαναν καὶ ἀντιπροσωπεῖες ἀπὸ πόλεις ποῦ εἶχαν πληγεῖ ἀπὸ κάποια φυσική καταστροφή καὶ ζητοῦσαν ἐξιλέωση.


Σε περιόδους κρίσης το πρῶτο πρᾶγμα ποῦ ἔκαναν οἱ Ἕλληνες πρίν ἀναλάβουν δράση ἦταν νὰ συμβουλευτοῦν το Μαντεῖο. Ὁ πιὸ σημαντικός ρόλος ὅμως ποῦ ἔπαιξε το Μαντεῖο τῶν Δελφῶν ἔχει νὰ κάνει με τὴ στάση ποῦ κράτησε καὶ τον τρόπο με τον ὁποῖο χειρίστηκε τους ἀποικισμούς ποῦ ἔλαβαν χώρα τον 8ο – 6ο αἰῶνα π.Χ.


Κατά τὴ διάρκεια αὐτῶν τῶν αἰώνων οἱ Ἕλληνες ἀποίκισαν τα παράλια της Μικράς Ἀσίας, τον Ἑλλήσποντο καὶ τον Εὔξεινο Πόντο, την Κάτω Σικελία καὶ ἔφτασαν μέχρι καὶ τα παράλια της Ἀφρικῆς, ἱδρύοντας ἑκατοντάδες ἀποικίες, οἱ περισσότερες ἐκ τῶν ὁποίων ἐπρόκειτο νὰ σημειώσουν μία λαμπρή πορεία ποῦ ἔμελλε νὰ ἀλλάξει γιὰ πάντα τον ἑλληνισμό καὶ τον ὑπόλοιπο κόσμο. Ἕνα μεγάλο μέρος αὐτῆς της ἐπιτυχίας θὰ πρέπει ν’ ἀποδοθεῖ καὶ στὸ Μαντεῖο τῶν Δελφῶν ὁ ρόλος του ὁποίου, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τα ἱστορικά στοιχεῖα, ἦταν μείζονος σημασίας.





Οἱ ἄποικοι ξεκινῶντας νὰ καταλάβουν μία ξένη περιοχή, πολύ μακριά ἀπὸ τὴ γενέτειρά τους γνώριζαν πολύ καλά ὅτι θὰ καλοῦνταν ν’ ἀντιμετωπίσουν μεγάλους κινδύνους. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ τὴ βοήθεια καὶ την εὐλογία τῶν θεῶν, την ὁποία ἐπιδίωκαν νὰ ζητήσουν ἀπὸ τον θεό Ἀπόλλωνα, μιᾶς καὶ το Μαντεῖο ἀποτελοῦσε ἐκείνη την ἐποχῆ το κατεξοχήν θρησκευτικό κέντρο του Ἑλλαδικού χώρου. Ὁ Ἀπόλλωνας, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τους χρησμούς ποῦ ἔχουν σωθεῖ, ἄλλες φορές ἔδινε ἁπλὰ τὴ συγκατάθεση καὶ την εὐλογία του κι ἄλλες φορές τους ὑποδείκνυε ἀκόμα καὶ σε ποῖα ἀκριβῶς περιοχή νὰ πᾶνε ἡ ὅριζε ὁ ἴδιος τον ἐπικεφαλῆς του ἀποικισμού.



Τετάρτη 15 Μαρτίου 2023

Ὁ «ἀφανισμός» τῶν Τουρκαλβανών τῆς Πελοποννήσου. Η ἄνοδος καὶ η πτώση τῶν «Λαλαίων»

Ὁ «ἀφανισμός» τῶν Τουρκαλβανών τῆς Πελοποννήσου. Η ἄνοδος καὶ η πτώση τῶν «Λαλαίων»






Δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ διαβάσει κανείς γιὰ τὴν «Ἑλληνική ἐθνεγερσίας τοῦ ΄21» καὶ νὰ μὴν συναντήσει, ευθείς εξ΄ ἀρχῆς, ἀναφορές ὄτι τὸ χωριό Λάλα καί τοὺς κατοίκους του, τοὺς «Λαλαίους», ποῦ γιά τέσσερεις περίπου αἰῶνες ζήσαν στον Μόριά καί διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο κατά το πρῶτο έτος τὴς ἐπανάστασης Άνθρωποι σκληροί καί πολεμοχαρείς, ὅπως ἄλλωστε «πρόσταζε» ἡ ἐποχὴ, κλήθηκαν νὰ σηκώσουν το βάρος τὴς καταστολής τὴς Ἐπαναστάσεως στήν Ἡλεῖα, ἀλά καί εν μερη την παρενόχληση τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων ποῦ πολιορκοῦσαν την πρωτεύουσα του Μωριᾶ, την Τριπολιτσά.
Όντας ας ὁ φόβος καί ὁ τρόμος στήν δυτική Πελοπόννησο, αδιαφορούσαν γιά τὴς προσταγές τῶν Τούρκων καί θεωρῶντας τοὺς «ραγιᾶδες» τίποτα περισσότερο ἀπὸ σκλάβοι ἐφρόντισαν νὰ συμπεριφέρονται ἀνάλογα στοὺς τοπικούς πληθυσμούς.
Κατά τήν διάρκεια τῶν αἰώνων τὴς δουλείας καί ὲν μέσῳ πολλῶν κακουχιῶν καί ἀποτυχιῶν, ὁ φόβος του «Ραγιά» ἔγινε ἀπελπισία καί ἡ ἀπελπισία ἀπύθμενη ὀργὴ ποῦ ἀργὰ ἡ γρήγορα θὰ ἔπεφτε καί στὰ κεφάλια τῶν Λαλαίων, ἀναγκάζοντας τοὺς νὰ ἐγκαταλείψουν τον Μωριᾶ Ἀλλά ἂς πάρουμε καλύτερα τα πράγματα ἀπὸ τήν ἀρχή.


Ὁ ἐποικισμός τοῦ Λάλα καί τα προεπαναστατικά χρόνια.


Ὁ «Λάλας» εἶναι οἰκισμός τοῦ νομοῦ Ἠλείας χτισμένος σέ υψόμετρο 600 μέτρων.
Πρωτοκατοικήθηκε τον 14ο αἰώνα ἀπὸ Ἀλβανούς ποῦ ἔφερε ἀπὸ τα «Ἀκροκεραύνια Ὄρη, παράκτια ὀροσειρά τής νοτιο-δυτικής Ἀλβανίας, ὁ Μιχαήλ Δούκας. «Σούλι τοῦ Μοριά», χαρακτηρίζει τον Λάλα, ὁ Δημήτριος Φωτιάδης ποῦ γράφει ὅτι βρίσκεται στό ὀροπέδιο τοῦ Μπαστηρά, κοντά στήν ἀρχαῖα «Φολόη», στό ὅρος Ἐρύμανθος.
Στὰ πόδια τοῦ ἀπλώνεται ὁ κάμπος τής Ἠλείας ποῦ διασχίσει ὁ ποταμός Ἀλφειός.
Γιὰ πρώτη φορά ἐμφανίζεται ὡς αλβανόφωνο χωριό μὲ το ὄνομά σὲ ὀθωμανικό ἔγγραφο τοῦ 15ου αἰώνα καί προέρχεται πιθανότατα ἀπὸ το ἀλβανικό ἐπώνυμο «Λάλα», ὁ ὁποῖος ἴσως ἦταν κάποιος ἀπὸ τοῦς πρώτους οἰκιστὲς τοῦ
Οἱ Λαλαίοι ἦσαν μουσουλμάνοι ἀλβανικῆς καταγωγῆς. Τὸ πότε ἐγκατασταθήκαν στό Λάλα δὲν εἶναι ξεκάθαρα.
Ὁ Σπυρίδων Τρικούπης θεωρεῖ ὅτι το Λάλα κατοικήθηκε ἀπὸ Ἀλβανούς τῶν Βυζαντινῶν χρόνων καθώς καί τα «Μπαρδουνοχώρια», στὴ Λακωνία.
Ὁ Κ. Ἡλιόπουλος γράφει ὅτι μετά τὴν Ἂλωση, στίφη Ἀλβανών ἐγκαταστάθηκαν στὸ Λάλα, ἐνῶ ο Γ. Χρυσανθακόπουλος ἀναφέρει ὅτι οἰκιστὲς ἦταν ὁ Ἱσμαήλ Ἀγάς μὲ ὁμάδα Ἀλβανών ποῦ εἶχαν καταλάβει τήν Μεθώνη ὴ τήν Κορώνη το 1438.


Ὁ Άμβρόσιος Φρατζής ἀναφέρει ὅτι, «ὴ πόλις τοῦ Λάλα ὑπήρξε κατά το 1714 καί ἐπληθύνθει μετά τα Ὀρλωφικά».
Ὁ πληθυσμὸς τοῦ Λάλα κατ’ ἄλλους ἦταν 7.000, ἐνῶ κατά τίς παραμονὲς τοῦ ἀγώνα ὸ Φρατζής μᾶς πληροφορεῖ πῶς εἶχε περίπου 1.000 οἰκίες .
Ὅταν κατά το 1715 οι Βενετοί ἀποσύρθηκαν καί ὁλόκληρη ὴ Πελοπόννησος πέρασε στούς Τούρκους, τα πλούσια μέρη τής Ἠλείας δόθηκαν σεπρίγκιπες ἀπὸ τα σουλτανικά χαρέμια.
Οἱ «Χοττομαναίοι» τής Γαστούνης, ὅπως ὀνομάστηκαν οι Ὀθωμανοί πρίγκιπες, χρησιμοποίησαν τοῦς Λαλαίους ποῦ συντηρούνταν ἀπὸ ἐπιδρομές σὲ Ἑλληνικά χωριά, γιά νά κρατοῦν ὑποταγμένα τα γειτονικά μέρη.
Παράλληλα εἶχαν ἀρχίσει στὰ βουνὰ νὰ ἐμφανίζωνται οι πρῶτοι Ἕλληνες κλέφτες καί οι Λαλαίοι χρησιμοποιήθηκαν, κατά κόρον, ἐναντίον τοῦς Μετά τα Ὀρλωφικά, οι Λαλαίοι συνέπραξαν μὲ τοῦς Τουρκαλβανούς, οι ὁποίοι στάλθηκαν γιά τήν κατάπνιξη τοῦ κινήματος.
Χιλιάδες Πελοποννήσιοι πλήρωσαν μὲ τὴ ζωή τοῦς τη συμμαχία αὐτή.
Ὅμως Λαλαίοι καί Τουρκαλβανοί ἔγιναν ἐφιάλτες ἀκόμα καί γιά τοῦς Τούρκους μπέηδες καί ἀγάδες. Ἔτσι λοιπόν στάλθηκε στον Μωριᾶ ὸ φοβερός πασᾶς, Χασάν Τζεσαερλής, ὸ ὁποῖος μὲ τη βοήθεια Ἑλλήνων κλεφτῶν κατόρθωσε νὰ ἐξολοθρεύσει τοῦς νεοαφιχθέντες Τουρκαλβανούς, ἐνῶ ὅσοι ἀπὸ αὐτούς γλύτωσαν κατέφυγαν στον Λάλα καί κατ’ ἐπέκταση στήν ἀσφάλεια ποῦ τοῦς προσέφεραν οι ὅμοιοί τοῦς .
Σύντομα ἔγιναν τόσο ἱσχυροί ποῦ δέν ὑπολόγιζαν ούτε καί τον Τούρκο πασᾶ τής Τριπολιτσάς, πρωτεύουσας τότε τοῦ Μωριᾶ Οἱ Λαλαίοι περιφρονοῦσαν τοῦς Τούρκους, ἐνῶ τοῦς Ἕλληνας τοῦς θεωροῦσαν σκλάβους.
Οἱ Χοττομαναίοι ζοῦσαν τρυφηλά καί ἔδιναν τίς κόρες τοῦς στούς Λαλαίους γιά νὰ ἔχουν τὴ βοήθεια τοῦς
Αὐτοί ἀποκτοῦσαν κτήματα, εἴτε ὡς προῖκα εἴτε ἀγοράζοντας τα κι ἔτσι σύντομα ἔγιναν κυρίαρχοι τής Ἠλείας.
Περί το τέλος τοῦ 18ου καί τίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰώνα ὴ οἰκονομικὴ ἰσχύς τῶν Λαλαίων λόγο τής ληστείες μεγάλωσε, ὅπως καί ὴ στρατιωτικὴ τοῦς ἰσχὺ, μετά καί τήν πτώση τῶν Χοτομαναίων ποῦ κυριαρχοῦσαν στὴ Γαστούνη καί ἔτσι οι Ἀλβανοί εἰσχώρησαν στήν Ὀθωμανική εξουσία.
Η Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία εἶχε λίγο στρατό στήν Πελοπόννησο. Περί τοῦς 2.500 στρατιῶτες, ἀπὸ τοῦς ὁποίους 500 ἦσαν στὴν Τρίπολη.


Γι’ αὐτό εἶχε ἀνάγκη τὴς στρατιωτικῆς βοήθειας τῶν Λαλαίων καὶ παραβλέπανε τίς βιαιοπραγίες τῶν Τουρκαλβανών.
Η περιουσιακή αὔξηση τῶν Λαλαίων αὔξησε καὶ τὴν ἐξουσία τοῦς στὴ Γαστούνη, τον Πύργο καί τα Καλάβρυτα.
Μὲ το ἐμπόριο δέν ἀνακατεύονταν, ἁντιθέτως το ἐμπόριο ἦταν στὰ χέρια τῶν Ἑλλήνων.
Περίφημος ἦταν ὸ ἀρχηγός τοῦς Ἀλή Φαρμάκης, τον ὁποῖο κατάφερε να διώξει ἀπὸ τήν Πελοπόννησο ὁ γιὸς τοῦ Ἀλή πασᾶ τῶν Ἰωαννίνων, Βελή πασᾶς μετά ἀπὸ μεγάλη εκστρατεία.
Ὡστόσο ἡ ἰσχύς τῶν Λαλαίων δὲν εἶχε μειωθεῖ καθόλου ως τὴν ἔκρηξη τής Ἐπανάστασης τοῦ Στηριζόμενοι στὴ δύναμή τους καὶ μάλιστα κατά τήν ἐποχή τοῦ Ἀλή Φαρμάκη, ἀρνήθηκαν νὰ καταβάλουν τον ἐπιβαλλόμενο φόρο στὴν Πόλη.
Αὐτό ἔκαμε το Σουλτάνο νά ὑποπτεύεται ὅτι οι Λαλαίοι μὲ τοῦς ἄλλους ὁμοεθνεῖς τους, θὰ προέβαιναν σε πράξεις ἀνεξαρτησίας κι ἐπεδίωξε τὴν ἐξόντωσή τους ή την ὑποταγῆ τους.
Κατά τον Π. Παπατσώνη, ὁ Σουλτᾶνος, «ὑπέβλεπε τοῦς δυνατούς καὶ ἤθελε νὰ τους βγάλει από τήν ἀράδα».
Στὴν Πηνεία, ὁλόκληρα χωριά εἶχαν μεταβληθεῖ σε τσιφλίκια τῶν Λαλαίων.
Ἀκόμα καὶ στήν Ἀχαΐα, στήν ἐπαρχία Καρυταίνης καὶ του Φαναριού, οἱ Λαλαίοι προσπαθοῦσαν νὰ ἐπεκτείνουν τήν ἐπιρροή τους, ἐκμεταλλευόμενοι καὶ τις ἀντιπάθειες ποῦ εἶχαν οι Ἕλληνες προεστοί μεταξύ τους.
Ο Σ. Τρικούπης ἀναφέρει ὅτι οἱ ἀνδρείοι καὶ ἐμπειροπόλεμοι Λαλαίοι ζοῦσαν καταρχάς ὡς ληστές ἡ ὡς ὑπομίσθιοι τῶν Χοτομαναίων τής Γαστούνης.
Πολλές φορές Βλέπουμε συνεργασία Ἑλλήνων καὶ Ἀλβανών σὲ ορισμένες περιπτώσεις.
Ὁ Κολοκοτρώνης εἶναι γνωστό ὅτι εἶχε σχέσεις με τοῦς Λαλαίους, ἄλλοι ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν φίλοι του καὶ ἄλλοι ἐχθροὶ του.


Η Ἡλεῖα περνᾶ «διά πυρός καὶ σιδήρου».


Οἱ Λαλαίοι μὲ τὴ δύναμη ποῦ διέθεταν ἦταν ἕνας φοβερός ὑπολογίσιμος ἀντίπαλοι γιά κάθε ἐξέγερση. Ὅταν ξέσπασε ἡ Ἐπανάσταση ὅλοι οι Τοῦρκοι τοῦ Μωριά ἔπραξαν νὰ βροῦν καταφύγιο στὰ γειτονικά τους φρούρια ἡ στήν Τριπολιτσά.
Ἀνάμεσα τους καὶ οι φοβεροί «Μπαρδουνιώτες».
Οἱ μόνοι ποῦ παρέμειναν ἕκτος τῶν τειχῶν τῶν φρουρίων ἦταν οἱ Λαλαίοι ποῦ ὑπολογίζεται ὅτι στίς ἀρχές τοῦ ἀγῶνα εἶχαν δύναμη 1.900 ἀνδρῶν, 400 ἀπὸ τους ὁποῖους ἦταν ἱππεῖς.
Οἱ Λαλαίοι κινητοποιήθηκαν γιά να βοηθήσουν τοῦς ὀμόθρησκούς τους, ἐνῶ παράλληλα ἀρχικά προσπάθησαν νὰ κρατήσουν τήν Ἡλεῖα ἕξω ἀπὸ τίς ἐπαναστατικές ἐνέργειες
Ὡστόσο οἱ Ἡλεῖοι ξεσηκώθηκαν ἀπὸ τις ἀρχὲς τοῦ Ἀγώνα.
Ὅμως ἦταν ἀπειροπόλεμοι, ἐκτός ἀπὸ ὁρισμένους πού εἶχαν ὑπηρετήσει ὡς ἀξιωματικοὶ καί ὁπλίτες στὰ ἀγγλικὰ τάγματα στὴ Ζάκυνθο.
Ἐπί κεφαλῆς τῶν προκρίτων τῆς Γαστούνης ἦταν ὁ Γεώργιος Σισίνης, ὁ ὁποῖος ἀναγνωρίστηκε ἀμέσως ὡς ἀρχηγός τῶν ἐπαναστατημένων Ἑλλήνων ποῦ πολιόρκησαν τοῦς Τούρκους τὴς Γαστούνης.
Ὅταν ὅμως μαθεύτηκε ὅτι σπεύδουν σὲ βοήθεια τῶν τελευταίων οι Λαλαίοι σχεδὸν ὅλοι οἱ ἐπαναστάτες ἐγκατέλειψαν τον Σισίνη, μὲ ἐξαίρεση ἐλάχιστους ἄνδρες.
Ὁ Γεώργιος Σισίνης γεννήθηκε στὴ Γαστούνη τῆς Ἠλείας καί καταγόταν ἀπὸ πλούσια καί ἱστορικὴ οἰκογένειά τὴς περιοχῆς.
Μετά τήν ἀναίμακτη αὐτὴ ἐπιτυχία τους, οι Λαλαίοι, ἄρχισαν τίς ἐπιδρομές σὲ ὅλη τήν πεπεριοχή τῆς Ἠλείας γιά νὰ ἀποτρέψουν ὁποιοδήποτε ἐνίσχυση τῶν Ἑλλήνων ποῦ πολιορκοῦσαν τήν Πάτρα.
Ἐπρόκειτο γιά τὴ μοναδική ἀντίσταση τῶν Τούρκων τῆς Πελοποννήσου, ἐκτός βέβαια ἀπὸ ἐκείνες τῶν πολιορκημένων στὰ διάφορα κάστρα τῆς Πελοποννήσου.
Στὴ συνέχεια οι Λαλαίοι κινήθηκαν πρὸς το πλουσιότερο Ἑλληνικό κέντρο τῆς Ἠλείας, τον Πύργο μὲ σκοπό νὰ κυριεύσουν καί νὰ λεηλατήσουν τήν πόλη.
Ὁ ἀρχηγός τῶν ἐπαναστατῶν του πύργου, ὁ Χαράλαμπος Βιλαέτης ἦταν ὁ μόνος ἐπαγγελματίας στρατιωτικός. Εἶχε ὑπηρετήσει στὰ ἀγγλικὰ τάγματα τῆς Ζακύνθου καί εἶχε λάβει τον βαθμό τοῦ Λοχαγού.
Στίς 2 Ἀπριλίου 1821 οι Λαλαίοι ἐμφανίστηκαν ἔξω ἀπὸ τον Πύργο καί ζήτησαν τήν ἄμεση παράδοσή τοῦ Στήν πόλη ἐκείνη τη μέρα βρίσκονταν 100 Ζακυνθινοί, 70 πολεμιστές ἀπὸ τήν Ἀγουλινίτσα καί οι γιοὶ τοῦ Κολοκοτρώνη Πάνος καί Γενναῖος, ποῦ ἔρχονταν ἀπὸ τήν Ζάκυνθο μέ προορισμό τὴ Γορτυνία, μέ σκοπό νὰ συναντήσουν τον πατέρα τους.
Ἔγινε πολεμικό συμβούλιο, στὸ ὁποῖο πήραν μέρος ὅλοι οι ὁπλαρχηγοί.


Οἱ ὑπερασπιστές τοῦ Πύργου ἦταν 550 ἐνῶ οι Λαλαίοι 1.000.


Ὅμως οι Ἕλληνες ἦταν ἀπειροπόλεμοι καί ὁ Πύργος δέν εἶχε κάποια ἰσχυρή θέση. Η ἀξίωση ὅμως τῶν Λαλαίων γέμισε ὀργὴ τοὺς Ἕλληνες Ἔτσι συγκεντρώθηκαν στ’ ἀλώνια ἔξω ἀπὸ τήν πόλη περιμένοντας τοὺς ἔχθροὺς ἐντελῶς ἀκάλυπτοι.
Οἱ Λαλαίοι τοὺς περικύκλωσαν διαιρεμένοι σε τρία σώματα.
Μόνο 200 Ἕλληνες πρόλαβαν νὰ σωθοῦν τρέχοντας στὰ πρῶτα σπίτια τοῦ Πύργου ὅπου καί ὀχυρώθηκαν.
Στὴν πόλη τοῦ Πύργου ἐπικράτησε πανικός.
Ὁ ἄμαχος πληθυσμὸς ἐγκατέλειψε τα σπίτια τοῦ Αἱ περισσότερα γυναικόπαιδα κατέφυγαν στὸ Κατάκολο καί στον Αἰγίου Ἀνδρέα, απ’ ὅπου Ζακυνθινά πλοιάρια τοὺς μετέφεραν στο «φιόρο τοῦ Λεβάντε».
Τὴ διαφυγή τῶν γυναικόπαιδων, βοήθησε ἡ ἡρωική ἀντίσταση τῶν κλεισμένων στὰ σπίτια τοῦ Πύργου 200 ἐνόπλων, ἀνάμεσα στοῦς ὁποῖους καί ὁ 15χρονος, τότε Γενναῖος Κολοκοτρώνης καί ὁ 21χρονος ἀδελφὸς τοῦ Πάνος, ποῦ το 1824 δολοφονήθηκε ἀπὸ τοὺς κυβερνητικούς στὴ διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου πολέμου. ;
Μετά ἀπὸ ὀχτάωρη πολιορκία, οι γενναῖoι ὑπερασπιστές τοῦ Πύργου ἀναγκάστηκαν νὰ ἀποχωρήσουν, καθώς οι Λαλαίοι ἄρχισαν νὰ βάζουν φωτιά στα ὀχυρωμένα σπίτια.
Η ἔρημη πόλη, ἔμεινε ἕρμαιο στίς ἄγριες διαθέσεις τοῦ ἐχθρού.


Η πρώτη ὑποχώρησή τῶν Λαλαίων.




Στίς 24 Ἀπριλίου, οἱ Λαλαίοι ἐμφανίστηκαν μπροστά στη Ἀγουλινίτσα, το σημερινό Ἐπιτάλιο. Ἀρχηγὸς τῶν λίγων ντόπιων, ἦταν Αἱ πρόκριτος Ἀλέξης Μοσχούλας, ποῦ μὲ 70 συμπολίτες του εἶχε πολεμήσει καί στον Πύργο.
Ὀργάνωσε την ἄμυνα της κωμόπολης ὅσο καλύτερα μπορούσε, ἐνισχυόμενος ἀπὸ μερικούς Πυργιώτες που βρέθηκαν κοντά.
Παράλληλα, ἄλλοι 70 Πυργιώτες καί 70 μαχητὲς ἀπὸ τὴν Κυπαρισσία καί τα Φιλιατρά, κατέλαβαν τη στρατηγικῆς σημασίας θέση Κλειδί.
Οἱ Λαλαίοι παρέμειναν τη νύχτα στον Ἀλφειό καί τα ξημερώματα ἐπιτέθηκαν ἐναντίον τῆς Ἀγουλινίτσας.
Οἱ λιγοστοί ὑπερασπιστές της βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, ὡστόσο ἦταν ἀποφασισμένοι νὰ αμυνθούν μέχρι τέλους.
Τότε ἔφτασαν γιά βοήθεια οι ὑπόλοιποι Ἕλληνες ἀπὸ το Κλειδί.
Στὸ βουνό Δάρβιζα, πάνω ἀπὸ την Ἀγουλινίτσα, βρῆκαν Τούρκους νὰ φρουροῦν τη θέση καὶ τοῦς ἐπιτέθηκαν.
Ἐκείνοι, βλέποντας πολλούς ἐπαναστάτες νὰ φοροῦν μαύρες βράκες, τους πέρασαν γιά Μανιάτες καὶ ἔντρομοι ἔτρεξαν στὴν Ἀγουλινίτσα.
. Ἀλλά καί οι Λαλαίοι, φοβήθηκαν ὅτι θὰ ἀποκλειστοῦν ἀπὸ ἱσχυρότερες ἑλληνικές δυνάμεις μέσα στην Ἀγουλινίτσα καί ὑποχώρησαν καταδιωκόμενοι ἀπὸ τον Μοσχούλα καί τους ἄντρες του, που κατόρθωσαν κοντά στον Ἀλφειό να σκοτώσουν ἐννιά καί να συλλάβουν δεκατρείς.
Ἦταν η πρώτη φορά που οι Λαλαίοι ὑποχώρησαν μπροστά στους Ἕλληνες
Οἱ πλείοσι, ἦταν οι μόνοι ἀπὸ τους Πελοποννήσιους που ὑποχρεώθηκαν να ἀντιμετωπίσουν ἐπιτιθέμενους ἐχθρούς καί ὄχι ἀαμυνόμενους.
Το μίσος μεταξύ Ἑλλήνων καί Λαλαίων, ἦταν ἀβυσσαλέο καί μακροχρόνιο.
Ἦταν φανερό, ὅτι κάποιοι ἀπὸ τους δύο, στο τέλος της Ἐπανάστασης ἡ καί νωρίτερα, θὰ ἔπρεπε να ἐγκαταλείπουν τον Μοριά.
Ὁ «Ἀθανάσιος Διάκος» τῆς Ἠλείας Γέρος μετά το πάθημά τους στήν Ἀγουλινίτσα, οι Λαλαίοι ἐπιτέθηκαν ξανά ἐναντίον του ἔρημου Πύργου καί τῶν γειτονικῶν, πρὸς τον Ἀλφειό, χωριῶν τῆς Ὀλυμπίας.
Ὁ Χαράλαμπος Βιλαέτης, στον ὁποῖο ἀναφερθήκαμε παραπάνω, κατέλαβε με 500 Πυργιώτες αἰφνιδιαστικά το χωριό Στρέφι.
Στὸ κοντινὸ χωριό Λατζόι, τοποθέτησε μικρή φρουρά ἀπὸ Ζακυνθινούς καί Πυργιώτες, με ἐπικεφαλῆς τοῦς ἀδελφούς Παναγιώτη καί Δημήτρη Καμπάση ἀπὸ τη Ζάκυνθο.
Ἦταν ἡ πρώτη φορά ποῦ Ἕλληνες στρατοπέδευαν τόσο κοντά στον Λάλα. Στίς 10 Μαΐου 1821, 1.000 Λαλαίοι περικύκλωσαν το Λατζόι.
Η ὀρμή τους ἦταν φοβερὴ, ἀλλά καί οι Ἕλληνες μάχονταν ἡρωικά Ὁ Βιλαέτης, ἀπὸ το Στρέφι ὅπου βρισκόταν, ξεκίνησε νά βοηθήσει τοὺς πολιορκημένους στό Λατζόι. Τόν ἀκολούθησαν μόνο 100 ἀπὸ τοὺς ἄντρες του. Θέλοντας νά φτάσει γρηγορότερα στό Λατζόι, δέν κινήθηκε ἀπὸ τα ὑψώματα τῶν χωριῶν Ἀρβανίτι καί Καράτουλα, ἀλλά ἀπὸ τον ἀκάλυπτο πεδινό δρόμο.
Οἱ Λαλαίοι τοὺς ἀντιλήφθηκα καί κατάφεραν νά ἀποκόψουν τον Βιλαέτη ἀπὸ το κύριο μέρος τῶν ἀνδρῶν του.
Μόνο 28 πολεμιστές ἔμειναν μαζί του. Ὁ Βιλαέτης, αν καί μπορούσε νά διαφύγει, προτίμησε νά πολεμήσει καί νά πράξει το Καθῆκον του πρὸς το Γένος.
Οἱ Λαλαίοι ἄρχισαν νά χτυποῦν ἀπὸ παντοῦ Μία σφαίρα βρῆκε στό κεφάλι τον Βιλαέτη ποῦ ἄρχισε νά αἰμορραγεί, ὡστόσο συνέχισε νά πολεμᾶ Η ἄγρια συμπλοκή συνεχίστηκε κι ἔμειναν νά πολεμοῦν ὁ Βιλαέτης καί τρεῖς ἀκόμα γενναίους ἀγωνιστές. Σὲ λίγο, ὁ Ἠλεῖος ἀρχηγὸς δέχθηκε βροχή ἀπὸ σφαῖρες ἔπεσε νεκρός.
Οἱ Λαλαίοι ἐενθουσιάστηκαν καί δέν ἀσχολήθηκαν ἄλλο με το Λατζόι καί το Στρέφι.
Ἔκοψαν το κεφάλι του Βιλαέτη, το κάρφωσαν σ’ ἔνα κοντάρι καί ἐπέστρεψαν πανηγυρικὰ στον Λάλα. Γι’ αὐτοὺς, κάθε ἀντίσταση στήν Ἡλεῖα ἔπαψε με τον θάνατο του Βιλαέτη.
Εἶναι ὅμως χαρακτηριστικό, ὅτι ἐνῶ οι Λαλαίοι περιφρονούσαν τοὺς πάντες, τον Βιλαέτη, ὅμως τον θαύμαζαν, ἀποκαλῶντας τον «Φραγκοπαλικάρι».
Αὐτό ἦταν το ἡρωϊκό τέλος του Χαράλαμπου Βιλαέτη.


Ὁ Νίκος Γιαννόπουλος, στό βιβλίο του «1821.


Οἱ Μάχες τῶν Ἑλλήνων γιά την Ἐλευθερία», γράφει ὅτι του ἀρμόζει μιά θέση δίπλα στον Ἀθανάσιο Διάκο καί τον Παπαφλέσσα καί δέν ἔχει ἄδικο.
Νά σημειώσουμε ἐπίσης γιά τον Βιλαέτη, ὅτι ἦταν αὐτός ποῦ ὔψωσε τη σημαία τῆς Ἐπανάστασης στον Πύργο, στις 26 Μαρτίου 1821 καί πρίν τις συμπλοκές του με τοὺς Λαλαίους, εἶχε πολιορκήσει τοὺς Τούρκους στό κάστρο Χλεμούτσι. Τό κάστρο στό Χλεμούτσι το ὁποῖο χτίστηκε ἀπὸ τοὺς Γάλλους κατά την ἐποχῆ τῆς Φραγκοκρατίας καί ἀποτελοῦσε ἔνα ἀπὸ τα μεγαλύτερα τῆς Πελοποννήσου.


Η συνεισφορά τῶν Ἐπτανήσιων.


Ἐκείνη τήν κρίσιμη στιγμή ποῦ οι Ἡλείοι εἶχαν κυριευθεῖ ἀπὸ ἀπαισιοδοξία ἐμφανίστηκαν, «σαν ἀπὸ μηχανῆς θεοί», οι Κεφαλλονίτες Ἀνδρέας Μεταξᾶς καί Γεράσιμος Φωκάς, με 350 ἄνδρες καί ὁ Βαγγέλης Πανάς με 100 ἄνδρες Νὰ θυμίσουμε ὅτι τα Ἐπτάνησα τότε ἦταν ἀγγλοκρατούμενα καί οι «γνωστοὶ ἀνθέλληες», Βρετανοί ἔδειχναν μεγάλη αὐστηρότητα σὲ ὅσους Ἐπτανήσιους ἔσπευδαν νά πολεμήσουν στό πλευρό τῶν ἐπαναστατημένων συμπατριωτῶν τοὺς Μάλιστα, οι Κεφαλλονίτες ἐμφανίστηκαν ὡς «ἀρχηγοί καί στρατηγοὶ τῶν Ἡνωμένων δυνάμεων τῆς Ἑπτανήσου» καί κυκλοφόρησαν φήμες ὅτι ἀποτελοῦν το πρῶτο τμῆμα μεγαλύτερου στρατεύματος.


Ὁ Κωνσταντίνος Μεταξᾶς, ἀδελφὸς τοῦ Ἀνδρέα, ἀγόρασε στὶς 17 Μαΐου με δικά του χρήματα, δύο πεδινά τροχοφόρα πυροβόλα ἀπὸ ἕναν Κεφαλλονίτη πλοίαρχο.
Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοῦς χιλιάδες Ἕλληνες που ἔδωσαν μέρος της προσωπικής τοῦς περιουσίας γιά τον Ἀγώνα Πολλοί, ἀπὸ αὐτοὺς, πρίν το 1821 ἦταν πάμπλουτοι καί ἀφοῦ ἔδωσαν τα πάντα γιά τήν Επανάσταση, πέθαναν πάμφτωχοι καί ἀγνοημένοι.
Στίς 20 Μαΐου 1821, οι Κεφαλλονίτες ξεκίνησαν με κατεύθυνση τον Πύργο. Στήν πορεία, ἑνώθηκαν με πολλές ὁμάδες χωρικῶν με ντόπιους ἀρχηγούς Στὸν Πύργο, συναντήθηκαν με 160 Ζακυνθινούς, ὑπό τον Διονύσιο Σεμπρικό καί Πυργιώτες, ὑπό τον Νικόλαο Βιλαέτη, ἀδελφό του Χαράλαμπου. Ἔτσι στοὺς Ἐπτανήσιους, προστέθηκαν καί 700 περίπου Ἡλείοι, στοὺς ὁποίους συμπεριλαμβάνονταν καί 100 πολεμιστές ἀπὸ το χωριό Δίβρη, τη σημερινή Λάμπεια, ὑπό τοῦς Ἰωάννη καί Ἀγγελῆ Πετραλιά, ὁ ὁποῖος μισθοδοτούσε τοῦς ἀγωνιστές αὐτοὺς καί ξόδεψέ γιά τον Ἀγώνα 100.000 γρόσια.
Στις 13 Μαΐου, 600 ἀγωνιστές ἀπὸ τήν Ὀλυμπία ὑπό τοῦς Τ. Χριστόπουλο καί Ν. Ζαριφόπουλο, 600 Γορτύνιοι, ὑπό τον Γ. Πλαπούτα καί 250 ἄνδρες ἀπὸ τήν Κυπαρισσία, ὑπό τον Κ. Μέλλιο, κατέλαβαν τη θέση Συκιά.
Εἶχαν σταλεῖ ἀπὸ τον Θ. Κολοκοτρώνη γιά να ἐμποδίσουν τυχόν βοήθεια τῶν Λαλαίων πρός τήν πολιορκούμενη Τριπολιτσά.
Αὐτό ἀποτελεῖ δεῖγμα του πόσο ὑπολόγιζε τοῦς Λαλαίους ὁ «Γέρος του Μοριά».
Μᾶς εἶναί γνωστός ἕνας διάλογος ἀνάμεσα σε κάποιον σημαντικό ἀνάμεσα στοὺς Λαλαίους καί στον Κολοκοτρώνη ὅπου φαίνεται κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς να λέει στον «Γέρο», «Αχ, βρε Κολοκοτρώνη, αν γινόσουν μουσουλμάνος, τέτοιο παλικάρι που εἶσαι, θα γινόσουν ἄρχοντας τρανός!».
Ἐκεῖνος φέρεται να τον ρωτά, «Δηλαδή, θα ἔκανα καί σουνούτεμα», δηλαδή περιτομή.
Ὁ Λαλαίος του ἀπαντά πῶς, «Βέβαια αύτό εἶναί άπαραίτητο».
Τότε ὁ «Γέρος» τοῦ ἀπαντά με ἀφοπλιστική εὐθύτητα, «Ἄσε μπέη μου, δε γίνεται.
Ὅταν βαφτιζόμαστε ἐμεῖς οι Χριστιανοί, ὁ παπάς κόβει λίγο μαλλί απ΄ το κεφάλι μας καί το βάζει πίσω ἀπὸ το εἰκόνισμα του Χριστοῦ, σημάδι ὅτι εἴμαστε δικοί του. Ἀν κάνω λοιπόν σουνούτεμα καί γίνω μουσουλμάνος, θὰ ἔχει κι ὁ Μουχαμέτης το … αύτό καί ὅταν πεθάνω θα με θέλει να πάω στό δικό του παράδεισο.
Γιὰ σκέψου λοιπόν, να με τραβάει ὁ ἕνας ἀπὸ το μαλλί κι ὁ άλλος ἀπὸ τήν ψωλή.
Νὰ βάλω σε μάχη, γιά το χατίρι μου, τέτοιους μεγάλους προφητάδες; Θα βρῶ το μπελά μου… Ἄστο, καλύτερα!».
Ὁ Δημήτρης Πλαπούτας ἦταν ἐπικεφαλῆς του ἀγῶνα στην Ἀρκαδία μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Η ἐπίθεση στον Λάλα. Στίς 29 Μαΐου, το σῶμα τῶν Ἐπτανησίων, ξεκίνησε ἀπὸ το Στρέφι καί κατέλαβε το Γούμερο, ἐνῶ ὴ δύναμή του εἶχε αὐξηθεῖ σε 1.500 ἄτομον Ἦταν ὴ πρώτη φορά που Ἕλληνες πλησίαζαν τόσο πολύ κοντά στον Λάλα.
Οἱ Λαλαίοι, γιά να τοῦς ἐμποδίσουν να καταλάβουν ὀχυρές θέσεις γύρω απ’ το χωριό τοῦς, ἔστειλαν ἔνα μέρος τῆς δύναμής τοῦς ἐναντίον τῶν Γορτυνίων καί τῶν Ὀλυμπίων, ἐνῶ οι περισσότεροι κινήθηκαν ἐναντίον τῶν Ἡλείων κα τῶν Ἐπτανησίων Ἔχοντας πλέον τοῦς Ἐπτανήσιους δίπλα τοῦς, οι Πελοποννήσιοι αἰσθάνονταν σιγουριά καί ἀφοῦ κατέλαβαν ἕναν κοντινό λόφο πρός τη θέση «Μνῆμα του Μπουτίνη», τοποθέτησαν τα πυροβόλα καί ἄρχισαν να σφυροκοπούν τοῦς Λαλαίους.
Η μάχη κράτησε 7 ὧρες
Οἱ Λαλαίοι ὑποχώρησαν με βαριές ἀπώλειες, 70 ἀπὸ αὐτοὺς σκοτώθηκαν ἐνῶ οι Ἕλληνες ἔχασαν 14 ἄνδρες Ἡ ἐπιτυχία αὐτή, τόνωσε το ἠθικὸ τῶν Ἑλλήνων, ἐνῶ οι Λαλαίοι θορυβήθηκαν ἰδιαίτερα Ἔβλεπαν γιά πρώτη φορά στα περίχωρά τοῦς ἕναν ἰσχυρὸ ἀντίπαλο Τό ἴδιο βράδυ, οι Ἕλληνες κατέλαβαν το χωριό Πούσι ποῦ ἀπεῖχε μισή ὥρα ἀπὸ τον Λάλα, ὅπου ἐπικρατοῦσε ταραχὴ Μάλιστα οι γυναῖκες τῶν Λαλαίων, ὡρύονταν καθώς ἔβλεπαν Ἕλληνες τόσο κοντά τοῦς
Ὁ Λάλας, γιά πρώτη φορά βρέθηκε πολιορκημένος.
Αὐτό ὀφειλόταν κυρίως στοὺς Ἐπτανήσιους, ποῦ ἦταν πειθαρχημένοι καί άψογα ὀργανωμένοι, ἐνῶ εἶχαν ὑἐξυπηρετήσει στα γαλλικά καί τα ἀγγλικὰ τάγματα τῆς Ἑπτανήσου Αἱ σύσκεψη ποῦ ἀκολουθοῦσαν, οι Ἐπτανήσιοι πρότειναν ἄμεση ἐπίθεση, ἀντίθετα οι Πελοποννήσιοι ,καθώς οι ἄνδρες τοῦς δὲν εἶχαν ἀρκετὰ πολεμοφόδια καί ὁ ὁπλισμός τοῦς ἦταν ἐλλιπής, ἀντέδρασαν.
Μάλιστα, ὁρισμένοι πολεμιστές, μόλις πληροφορήθηκαν ὅτι ἐτοιμάζεται ἐπίθεση στον Λάλα, ἀποχώρησαν.
Ξαφνικά, κυκλοφόρησαν φήμες ὅτι οι Λαλαίοι ἦταν πρόθυμοι να δεχτοῦν προτάσεις ἀπὸ τοῦς Κεφαλλονίτες γιά παράδοση.
Οἱ φήμες αὐτές προκάλεσαν ἀναστάτωση στό επτανησιακό στρατόπεδο. Οἱ ἐπικεφαλῆς τῶν Ἐπτανησίων, γιά να ἀποφύγουν ἀποχώρηση τῶν ἀνδρών τοῦς, ἔστειλαν στὶς 2 Ἰουνίου ἐπιστολὴ στοὺς Λαλαίους με προτάσεις γιά παράδοσή
Οἱ Λαλαίοι χρονοτριβούσαν. Ἔστειλαν μάλιστα εἰρωνική ἐπιστολὴ στον Ἀνδρέα Μεταξά, σύμφωνα με τήν ὁποία Θὰ του ἔδιναν μόνον, «ὀλίγα κεράσια του Λάλα (σήμερα θεωροῦνται τα καλύτερα τοῦ Μοριά) καί δύο ρεβανιά δι’ ἀγάπην».
Η πτώση τοῦ Λάλα. Ἔτσι οι Ἕλληνες ἀποφάσισαν ἐπίθεση Ἀπὸ κακή συνεννόηση, ὁ Πλαπούτας με τοῦς ἄνδρες τοῦ ἐπιτέθηκαν μόνοι τοῦς στὶς 9 Ἰουνίου
Οἱ Λαλαίοι τοῦς ἐπιτέθηκαν καί τοῦς ἔτρεψαν Αἱ φυγή.
Ὁ Γ. Πλαπούτας, μέσα στὴ γενική σύγχυση καί τον καύσωνα, ἔπαθε συμφόρηση καί πέθανε.
Ὡστόσο, οι Λαλαίοι ἔχασαν 60 ἄνδρες, ἐνῶ οι Ἕλληνες εἶχαν 13 νεκρούς, 11 Πελοποννήσιους καί 2 Ἐπτανήσιους.
Οἱ Λαλαίοι βρίσκονταν Αἱ δεινή θέση.
Η πολιορκία τῆς Τριπολιτσάς, εἶχε γίνει ἀσφυκτική, ὁ Ὀμέρ Βρυώνη καθηλώθηκε στὴ Βοιωτία, ἔτσι μποροῦσαν να ἐλπίζουν μόνο Αἱ βοήθεια ἀπὸ τήν Πάτρα.
Ἔτσι ζήτησαν τη βοήθεια τοῦ Γιουσούφ πασᾶ, ὁ ὁποῖος ἐκστράτευσε προσωπικά, ἐπικεφαλῆς 1.000 ἔως 1.500 ἀνδρών, μεταξύ τῶν ὁποίων 300 ἱππεῖς (ντελήδες).
Ὅταν ὴ δύναμη αὐτή πλησίασε στό Λάλα, στὶς 11 Ἰουνίου, οι Λαλαίοι ἐπεχείρησαν ἐπίθεση ἀπὸ τήν πλευρά τοῦς, με ἀποτέλεσμα οι Ἕλληνες νά βρεθοῦν ἀνάμεσα Αἱ δύο πυρά καί νά δώσουν τήν εὐκαιρία στον Γιουσούφ νά μπεῖ στό Λάλα.
Τελικά, ὁ Γιουσούφ ἐπιχείρησε ἐπίθεση στὶς 13 Ἰουνίου Θαρραλέα τοῦς ἀντιμετώπισαν οι Ὀλύμπιοι καί το σῶμα τῶν ἀνδρών τῆς Ἀνδρίτσαινας.
Ὁ κόμης Ἀνδρέας Μεταξᾶς ἦταν Κεφαλλονίτης ἀγωνιστής τῆς ἑλληνικῆς ἐπανάστασης του 1821, διπλωμάτης καί πολιτικός. Διετέλεσε πρωθυπουργός τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τις 3 Σεπτεμβρίου 1843 ἔως τι 16 Φεβρουαρίου του 1844.
Οἱ ὁπλαρχηγοί τοῦ 1821 τοῦ ἔδωσαν το παρωνύμιο Κόντε Λάλας ἔνεκα τοῦ τραυματισμού τοῦ κατά τη μάχη τοῦ Λάλα.
Ὁ Γιουσούφ προσπάθησε να καταλάβει τα πυροβόλα, ὅμως οι Ἐπτανήσιοι, ἄν καί με βαριές ἀπώλειες, κατάφεραν νά τα κρατήσουν.
Ὁ Ἀνδρέας Μεταξᾶς τραυματίστηκε καί στά δύο χέρια.
Ὁ Γιουρούφ, με βαριές ἀπώλειες, ἀναφέρονται ἔως καί 200 νεκροὶ, ὑποχώρησε πρὸς τον Λάλα.
Οἱ Ἕλληνες ποῦ ἔχασαν 22 Κεφαλλονίτες, 2 Ζακυνθινούς καί 60 Πελοποννήσιους, μετακινήθηκαν στήν ὀρεινή Δίβρη.
Τὴν ἑπόμενη μέρα ὁ Γιουσούφ με ὅσους Λαλαίους εἶχαν ἀπομείνει καί τα γυναικόπαιδα, ἀφοῦ σούβλισαν μερικούς αἰχμαλώτους, έφυγαν γιά τὴν Πάτρα.
Οἱ Ἕλληνες, μπῆκαν θριαμβευτές στον Λάλα καί ἔκαψαν το χωριό. ἄλλη ἐκδοχὴ, ὅπως σημειώνει ὁ Ν. Πολίτης, ἡ πυρπόληση τοῦ χωριοῦ ἔγινε ἀπὸ τους ἴδιους τους Λαλαίους κατά τήν ἀναχώρησή τους «ὥστε ἐλάχιστα ἀπέμειναν πρὸς λαφυραγωγίαν εις τους εἰσελθόντας ὕστερον Ἕλληνας»
Οἱ Λαλαίοι, μπῆκαν σε πλοῖα στις 25 Ἰουνίου καί έφυγαν γιά τήν Ἀνατολή Ἀντίθετα, ἡ Γ. Κολλέκα γράφει ὅτι σκόρπισαν σε διάφορα ἀρβανιτοχώρια, κυρίως τῆς Ρούμελης καί τῆς Εὔβοιας Τά «καλύτερα τουφέκια τοῦ Μοριά», οι Λαλαίοι, το φόβητρο τῆς Ἠλεία, καί ὄχι μόνο, δέν φάνηκαν ποτέ πια στήν Πελοπόννησο.
Ἀποτίμηση καί ἐπίλογος ἦταν μεγάλη ἡ σημασία τῆς Ἑλληνικὴς νίκης, καθώς οι Λαλαίοι θεωροῦνταν «τα καλύτερα τουφέκια τοῦ Μοριά».
Ἐκτὸς ἀπὸ τήν ἀνακούφιση ποῦ ἐπέφερε τους γειτονικούς ελληνικούς πληθυσμοῦς καί τήν ἀναπτέρωση τοῦ ἠθικοῦ τῶν Ἑλλήνων, τῶν ὁποίων ὁ ἀγῶνας ἄρχισε νά ἐδραιώνεται στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, ἐπέφερε εὐνοϊκή ἐξέλιξη τοῦ ἀγώνα στό κέντρο τῆς Πελοποννήσου καί τήν τελείως διαφορετική στάση τῶν Ἀλβανῶν τῆς Τριπολιτσάς.
Χωρίς τη βοήθεια τῶν Ἐπτανησίων, πολύ δύσκολα οι Πελοποννήσιοι Θά ἔδιωχναν τους Λαλαίους. Ὅμως, κατά τήν ἐπιστροφή τους στά Ἐπτάνησα, Ζακυνθινοί καί Κεφαλλονίτες ἀντιμετώπισαν τήν ἄκρως ἐχθρικὴ στάση τῶν Βρετανῶν.
Ἀρμοστής τῶν Ἐπτανήσων τότε, ἦταν ὁ περιβόητος Τόμας Μέτλαντ, ὁ ἄνθρωπος ποῦ πούλησε, με ἔκπτωσή ὅπως εἴδαμε, τήν Πάργα στον Άλή πασᾶ Ἀποφασίστηκε δημεύση τῶν περιουσιών ὅσων πολέμησαν στον Μωριᾶ καθώς καί ποινές φυλάκισης. Παράλληλα, βρετανικά πλοῖα περιπολοῦσαν διαρκῶς γιά νά ἀποτρέψουν μετακινήσεις τῶν Ἐπτανησίων σε Δυτική Στερεά καί Μωριᾶ
Οἱ πολυμήχανοι Ἕλληνες ὅμως, ἔβρισκαν πάντα τρόπους νά ξεφεύγουν καί νά μάχονται δίπλα στους συμπατριῶτες τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ὁ Ζακυνθινός Διονύσιος Σεμπρικός ή Κατσιλίβας. πῆρε μέρος στὴ μάχη τοῦ Λάλα καί τραυματίστηκε. Ἐπέστρεψε στὴ Ζάκυνθο γιά νά θεραπευτεί.
Ὡστόσο, συνελήφθη καί φυλακίστηκε. Με τήν καταβολή μεγάλης χρηματικής ἐγγύηση, ἀφέθηκε ἐλεύθερος Μόλις θεραπεύτηκε, δραπέτευσε» πάλι γιά τήν Πελοπόννησο ὅπου συνέχισε νά μάχεται.